Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

Υπόθεση 401 ΓΣΝΑ: Από το Αρχείο στο Εδώλιο


ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
Υπόθεση 401 ΓΣΝΑ: Από το Αρχείο στο Εδώλιο
ΕΦ.ΣΥΝ.
Υπόθεση 401 ΓΣΝΑ:

Η «Εφ.Συν.» δημοσίευσε στις 21/22-10-2017 ένα ρεπορτάζ του συντάκτη της, Δημήτρη Τερζή, που αφορούσε την κατάσταση στο 401 ΓΣΝΑ και πιο συγκεκριμένα τη διενέργεια επεμβάσεων καρδιάς τύπου TAVI σε κλινική και από χειρουργό που δεν διέθεταν τα τυπικά προσόντα και εγκρίσεις από τις αρμόδιες αρχές. Ακολούθησαν και άλλα δημοσιεύματα, τόσο για τις συγκεκριμένες επεμβάσεις όσο και για την κατάσταση στο 401 ΓΣΝΑ.

Ο αναφερόμενος χειρουργός στράφηκε ποινικά και αστικά κατά του συντάκτη και της «Εφ.Συν.» ισχυριζόμενος ότι έχει συκοφαντηθεί.

Οσον αφορά ειδικότερα το ποινικό σκέλος, υπέβαλε την από 5-2-2018 έγκληση με αποτέλεσμα να διεξαχθεί προκαταρκτική εξέταση. Οι εγκαλούμενοι υπέβαλαν στις 7-5-2018 Γραπτές Εξηγήσεις και ο εισαγγελέας, που χρεώθηκε την υπόθεση, έπειτα από μελέτη του φακέλου κατέληξε ότι δεν υπήρξε προσβολή του εγκαλούντος εκδίδοντας Απορριπτική Διάταξη (1833/2019) που δημοσιεύθηκε στις 25-6-2019.

Το 3μηνο εντός του οποίου ο εγκαλούμενος, βάσει του τότε ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, είχε δικαίωμα να ασκήσει Προσφυγή κατά της Απορριπτικής Διάταξης του εισαγγελέα παρήλθε άπρακτο με αποτέλεσμα η υπόθεση να τεθεί οριστικά στο αρχείο.

Στις 14-12-2020, δηλ. 1,5 χρόνο μετά την έκδοση της Απορριπτικής Διάταξης, ο θιγόμενος άσκησε εκπρόθεσμη προσφυγή.

Αντί η προσφυγή αυτή να απορριφθεί ως εξόφθαλμα εκπρόθεσμη, η εισαγγελέας Εφετών, στην οποία χρεώθηκε η υπόθεση, αγνόησε την ειδική μεταβατική διάταξη και εφαρμόζοντας άλλη που αφορά εντελώς διαφορετικά ζητήματα την έκανε τυπικά δεκτή και ενώ εξετάζοντάς την κατ’ ουσίαν παρήγγειλε την άσκηση δίωξης από τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.

Η υπόθεση στάλθηκε στον ίδιο εισαγγελέα Πρωτοδικών, που διέταξε προανάκριση για την εκ νέου εξέταση της υπόθεσης και οι εγκαλούμενοι υπέβαλαν σχετικά υπομνήματα. Ο εισαγγελέας, με Πρότασή του (3240/25-08-2021) εισηγήθηκε προς το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών να μη γίνει κατηγορία διότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, ούτε καν αυτό της απλής.

Ομως, το Συμβούλιο έκρινε ότι κακώς διατάχθηκε προανάκριση για κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης, αλλά ότι έπρεπε να είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και να είχε γίνει παραπομπή στο ακροατήριο. Κατόπιν αυτού, ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών αναγκάστηκε τελικά να εκδώσει Κλητήριο Θέσπισμα (1247/2022) με το οποίο οι δημοσιογράφοι της «Εφ.Συν.» παραπέμφθηκαν σε δίκη.

Οι δημοσιογράφοι άσκησαν νέα προσφυγή και η υπόθεση ανατέθηκε σε εισαγγελέα Εφετών, στον οποίο και εκκρεμεί σήμερα. Προέβαλαν και πάλι ότι η παραπομπή σε δίκη επί τη βάσει εκπρόθεσμης προσφυγής ήταν πρόδηλα παράνομη ως απόλυτα άκυρη.

Το γεγονός ότι με την αποδοχή της εκπρόθεσμης και άκυρης προσφυγής, η «Εφ.Συν.» και οι συντάκτες της στέλνονται στο εδώλιο του κατηγορούμενου να δικαστούν για μια υπόθεση που είχε προ πολλού αρχειοθετηθεί αναπόφευκτα εγείρει σοβαρά ερωτήματα για το κράτος δικαίου και την ελευθερία του Τύπου στη χώρα μας, τη στιγμή που πληθαίνουν οι επιθέσεις και οι απόπειρες περιορισμού του, όπως επανειλημμένα καταγγέλλουν ελληνικές και ξένες οργανώσεις και φορείς που κατατάσσουν την Ελλάδα από πλευράς ελευθεροτυπίας στις χαμηλότερες θέσεις, όχι μόνο ευρωπαϊκά, αλλά και διεθνώς.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΙΚΟΥ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ

Μη σύννομη η δίωξη εναντίον της «Εφ.Συν.»

Ερώτημα

Οι δικηγόροι Αθηνών Κλειώ Παπαπανταλέων και Διονύσης Λιβιεράτος μου ζήτησαν να απαντήσω στο ερώτημα αν είναι κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) νόμιμη η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος καθημερινής εφημερίδας για έγκλημα διωκόμενο μόνο κατ’ έγκληση (συκοφαντική δυσφήμιση) ενάμισι και πλέον έτος μετά την αρχειοθέτηση της έγκλησης, η οποία είχε λάβει χώρα πριν από την έναρξη της ισχύος του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), δηλαδή πριν από την 1η Ιουλίου 2019. Συναφώς, οι ερωτώντες δικηγόροι έθεσαν υπ’ όψιν μου την από 15.1.2021 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή του εγκαλούντος και διατάχθηκε τελικά η άσκηση ποινικής δίωξης κατά της ανωτέρω εφημερίδας.

Απάντηση

1 Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 589 του νέου ΚΠΔ, οι προσφυγές κατά εισαγγελικών διατάξεων που αρχειοθετούν εγκλήσεις, οι οποίες είχαν εκδοθεί έως την έναρξη της ισχύος του νέου ΚΠΔ, ασκούνται «σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργούμενου ΚΠΔ». Κατά τον τελευταίο, οι σχετικές προσφυγές μπορούσαν να ασκηθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριών μηνών από την αρχειοθέτηση της έγκλησης (άρθρο 48§1 του παλαιού ΚΠΔ1) . Τουναντίον, το άρθρο 52§1 του νέου ΚΠΔ προβλέπει προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την επίδοση της εισαγγελικής διάταξης που απορρίπτει την έγκληση.

2 Το σκεπτικό στο οποίο ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών στήριξε την παραγγελία του για άσκηση ποινικής δίωξης επικαλείται τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 590 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία: Υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα. Ειδικότερα, κατά τον Εισαγγελέα, επρόκειτο για κρίση επί οιονεί ενδίκου μέσου σε υπόθεση που δεν παράγει ακόμη οιονεί αμετάκλητο. Τούτο, σε συνδυασμό με το ότι η διάταξη με την οποία είχε αρχικά αρχειοθετηθεί η έγκληση πριν από την ισχύ του νέου ΚΠΔ δεν επιδόθηκε ποτέ στον εγκαλούντα, είχε ως αποτέλεσμα, πάντοτε κατά τον Εισαγγελέα Εφετών, να μην έχει αρχίσει έως σήμερα η 15θήμερη προθεσμία [του νέου ΚΠΔ] για την άσκηση της προσφυγής. Συνεπώς, η υπό κρίση προσφυγή που ασκήθηκε προ πάσης επιδόσεως, κατά τα ανωτέρω, τυγχάνει εμπρόθεσμη2.

3 Από τη σκοπιά του συνταγματικού δικαίου και της ΕΣΔΑ, ο παραμερισμός της ειδικής διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 589 του νέου ΚΠΔ πάσχει πολλαπλώς για τους ακόλουθους μεταξύ άλλων λόγους:

4 Στο σύγχρονο κράτος δικαίου, για την ασφάλεια και την κοινωνική ειρήνη ευθύνεται κατ’ αρχήν το κράτος3. Η καταστολή του εγκλήματος, κατά τον Ν. Ανδρουλάκη, ενδιαφέρει την κοινωνική ολότητα· επομένως, το κράτος παρεμβαίνει ακόμη και παρά τη θέληση του παθόντος4. Παρά ταύτα, για ορισμένα εγκλήματα, η έγκληση του παθόντος προβλέπεται ως αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Αυτά είναι προπάντων εγκλήματα σχετικά μικρής βαρύτητας ή αναγόμενα στην ιδιωτική ζωή του θύματος (όπως η απλή σωματική βλάβη και η φθορά ξένης ιδιοκτησίας), για τα οποία ο νομοθέτης θεωρεί ότι η πολιτεία δεν έχει λόγο να παρέμβει όταν ο παθών δεν επιδεικνύει σχετικό ενδιαφέρον5.

5 Ετσι, τα εγκλήματα κατά της τιμής, συμπεριλαμβανομένης και της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 ΠΚ), διώκονται μόνο κατ’ έγκληση (άρθρο 368§1 ΠΚ). Οταν ειδικότερα διαπράττονται διά του Τύπου, η προϋπόθεση της προηγούμενης έγκλησης υπηρετεί και την ελευθερία του Τύπου, την οποία το Σύνταγμα κατοχυρώνει όχι μόνο ως ατομικό δικαίωμα αλλά και ως θεσμική εγγύηση (άρθρο 14§2)6. Εύκολα, πράγματι, μπορεί κανείς να αντιληφθεί πόσο εκτεθειμένος σε παντός είδους πιέσεις θα ήταν ο Τύπος, αν μπορούσε κάθε έντυπο να διωχθεί αυτεπαγγέλτως για μια οξεία κριτική κατά της κυβέρνησης ή και ενός ιδιώτη, με το πρόσχημα ότι η κριτική αυτή συνιστά κατά την άποψη της εισαγγελικής αρχής εξύβριση ή δυσφήμιση. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι το 1993 καταργήθηκε το έγκλημα της περιύβρισης αρχής, το οποίο διωκόταν αυτεπαγγέλτως7.

6 Υπό το φως των ανωτέρω εξηγείται γιατί η ποινική νομοθεσία προβλέπει σύντομη αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της έγκλησης (άρθρο 114 ΠΚ). Ειδικά για τον Τύπο, η απειλή δίωξης του εγκλήματος έως το χρονικό όριο της παραγραφής του θα είχε τυποκτόνες συνέπειες και θα άνοιγε τον δρόμο σε κάθε είδους εκβιασμούς. Το ίδιο όμως ισχύει και για την προθεσμία που προβλέπεται για την άσκηση από τον παθόντα προσφυγής εναντίον της αρχειοθέτησης από τον εισαγγελέα της έγκλησης που αυτός υπέβαλε. Ετσι δικαιολογείται η κατ’ αρχήν εξαιρετικά σύντομη αποκλειστική προθεσμία των 15 ημερών από την επίδοση της απορριπτικής διάταξης του εισαγγελέα, που προβλέπει η παρ. 1 του άρθρου 52 του νέου ΚΠΔ (αντί της τρίμηνης προθεσμίας από την αρχειοθέτηση του άρθρου 48 του παλαιού ΚΠΔ, ο οποίος, εν τούτοις, δεν προέβλεπε επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα στον εγκαλούντα).

7 Προς την ως άνω άποψη συνηγορούν επίσης και οι πρόσφατες τροποποιήσεις της ειδικής νομοθεσίας περί Τύπου, ήτοι του ν. 1178/1981. Με το άρθρο 37 του ν. 4356/2015 εισήχθη νέα ρύθμιση, που εξειδικεύει το προβλεπόμενο από το άρθρο 14§5 του Συντάγματος δικαίωμα επανόρθωσης από δημοσίευση ή εκπομπή και εισάγει την υποχρέωση αποστολής εξώδικης δήλωσης στον εναγόμενο ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής δυσφήμησης του θιγομένου διά του Τύπου. Η ως άνω διάταξη τάσσει σύντομη προθεσμία για την πράξη επανόρθωσης (το αργότερο 10 ημερολογιακές ημέρες από την επίδοση του εξωδίκου ή, σε κάθε περίπτωση, τον απόλυτα αναγκαίο χρόνο για τη δημοσίευση, σε αμέσως επόμενο τεύχος από εκείνο όπου το επιλήψιμο δημοσίευμα), αλλά και για την άσκηση της αγωγής (6 μήνες). Από τις νέες αυτές ρυθμίσεις συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης απέβλεψε, πέρα από την εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς, στην ταχεία διεκπεραίωσή της (όπως αξιώνει και το άρθρο 14§7 του Συντάγματος)8. Προς την ίδια κατεύθυνση, προσφάτως, με το άρθρο 51 του ν. 4745/2020, προστέθηκε παράγραφος στο άρθρο μόνο του ν. 1178/1981. Η νέα παράγραφος προβλέπει την άρση της αναγκαστικής κατάσχεσης μετά την παρέλευση 18 μηνών από την επιβολή της. Με αφετηρία τη σκέψη ότι η ελευθερία του Τύπου πρέπει να ασκείται με τις λιγότερες δυνατές απαγορεύσεις, στόχος της ρύθμισης αυτής ήταν, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεσή της, ο εξορθολογισμός της εκτελεστικής διαδικασίας προς είσπραξη επιδικασθεισών χρηματικών απαιτήσεων, προερχομένων από αδικήματα τελούμενα διά του Τύπου. Γιατί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος εκδοτικών επιχειρήσεων, όταν διαρκεί επ’ αόριστον, επιφέρει οικονομική εξόντωση των εφημερίδων, καθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ανενεργό το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ενημέρωσης των πολιτών. Για τον λόγο αυτόν κρίθηκε, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, επιβεβλημένη η θέσπιση ενός σαφούς και αμετάθετου χρονικού ορίου στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος εφημερίδων και εκδοτικών επιχειρήσεων9.

8 Υπό τα δεδομένα που τέθηκαν υπ’ όψιν μου, η ερμηνεία που έδωσε στις ανωτέρω διατάξεις ο Εισαγγελέας Εφετών με την προαναφερθείσα διάταξή του είναι κατά τη γνώμη μου εσφαλμένη. Κρίνοντας ειδικότερα ότι η 15θήμερη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής τής παρ.1 του άρθρου 52 του νέου ΠΚ «δεν έχει αρχίσει έως σήμερα», επειδή δεν επιδόθηκε ποτέ στον εγκαλούντα η απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ο Εισαγγελέας Εφετών παρέτεινε κατ’ ουσίαν επ’ αόριστον τη δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης κατά εντύπου, ύστερα από έγκληση υποβληθείσα πριν από πολλά χρόνια. Και τούτο κατά παράβαση των ρητών διατάξεων όχι μόνον του νέου ΚΠΔ, οι οποίες επιβάλλουν την ταχεία εκκαθάριση των εγκλήσεων που υποβάλλονται υπό το κράτος του, αλλά και του παλαιού, τις οποίες ο νέος ΚΠΔ προέκρινε ως εφαρμοστέες για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Είναι νομίζω προφανές γιατί, ειδικά προκειμένου περί εφημερίδας, η σχολιαζόμενη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων είναι συνταγματικά προβληματική. Διότι προκαλεί αυτό που η νομολογία του αμερικανικού Ανώτατου Δικαστηρίου αποκαλεί από παλιά «πάγωμα του λόγου» (chilling effect), δηλαδή αυτολογοκρισία μπρος σε επαπειλούμενες μεταγενέστερες κυρώσεις10. Την ως άνω επίπτωση της επ’ αόριστο χρόνο απειλής ποινικής καταδίκης στην ελευθερία της έκφρασης έχει αναγνωρίσει η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Η τελευταία, για τα εγκλήματα που διαπράττονται διά του Τύπου, προκρίνει τις αστικές κυρώσεις έναντι των ποινικών, τις οποίες χαρακτηρίζει από παλιά ως μη αναγκαίο περιορισμό της ελευθεροτυπίας. Προσφάτως στην απόφαση Παρασκευόπουλος κατά Ελλάδος (28.6.2018) το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, η επιβληθείσα ποινική κύρωση ήταν δυσανάλογη και ότι «θα επιφέρει πάγωμα του λόγου στη δημόσια συζήτηση», γεγονός που δεν επηρεάζεται από τη χορήγηση αναστολής της εκτέλεση της ποινής11.

9 Ομως, συνταγματικά προβληματική είναι η δοθείσα ερμηνεία των κρίσιμων εν προκειμένω διατάξεων και από άλλη σκοπιά. Η έγκληση, όπως είναι γνωστό, έχει διπλή νομική φύση: από τη μια μεριά είναι θεσμός του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος σχετίζεται με την ύπαρξη του αξιοποίνου ενώ, από την άλλη, είναι και δικονομικός θεσμός ως διαδικαστική προϋπόθεση για τη σύννομη άσκηση της ποινικής δίωξης12. Υπό την ανωτέρω έννοια, η έγκληση εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο δύο συνταγματικών διατάξεων: αφ’ ενός μεν του άρθρου 7§1, που καθιερώνει τη θεμελιώδη αρχή του ποινικού δικαίου nullum crimen, nulla poena sine lege praevia και certa και, αφ’ ετέρου, του άρθρου 20§1, που αναγνωρίζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Από μεν την πρώτη από τις ανωτέρω συνταγματικές εγγυήσεις απορρέει η απαγόρευση της εφαρμογής αναδρομικού ποινικού νόμου, από δε τη δεύτερη τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Πιο συγκεκριμένα:

10 Υπό το πρίσμα του άρθρου 7§1 Σ., η δοθείσα ερμηνεία είναι αντισυνταγματική πρωτίστως διότι παρατείνει κατ’ αποτέλεσμα επ’ αόριστον μια προθεσμία που τόσο με τον παλαιό ΚΠΔ όσο και με τον νέο ο νομοθέτης θέλησε να είναι βραχεία και αποκλειστική. Πρόκειται για την τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 48 του παλαιού ΚΠΔ για την άσκηση της προσφυγής κατά της αρχειοθέτησης έγκλησης, η παρέλευση της οποίας, όπως παγίως γίνεται δεκτό, εξαλείφει το αξιόποινο13. Με άλλα λόγια, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι και η παραγραφή είναι θεσμός του ουσιαστικού ποινικού δικαίου14, η δοθείσα ερμηνεία είναι εσφαλμένη, διότι αναβιώνει αναδρομικά το αξιόποινο μιας πράξης, η οποία, κατά τον χρόνο που τελέστηκε, παραγραφόταν αν εντός τριμήνου από την τέλεσή της δεν είχε υποβληθεί έγκληση και αν εντός τριμήνου από την τυχόν αρχειοθέτηση της έγκλησης ο εγκαλών δεν είχε προσφύγει στον Εισαγγελέα Εφετών κατά της απορριπτικής διάταξης.

11 Εξ ίσου όμως προβληματική είναι η δοθείσα ερμηνεία και από τη σκοπιά του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, όπως αυτό αναγνωρίζεται από το άρθρο 20§1 Σ., το άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 48§2 του ΧΘΔΕΕ15. Στο πεδίο της ποινικής δίκης, όπως γίνεται παγίως δεκτό, από το δικαίωμα αυτό προκύπτουν τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και η αρχή in dubio pro reo («εν αμφιβολίᾳ υπέρ του κατηγορουμένου»), η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση του τεκμηρίου αθωότητος (άρθρο 6§2 ΕΣΔΑ). Εν προκειμένω, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, η παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για κίνηση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος της εγκαλούμενης εφημερίδας, δεν ήταν νόμιμη. Κατ’ αποτέλεσμα, δεν είναι νόμιμη ούτε και η άσκηση καθ’ εαυτήν της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ως εκπρόθεσμη. Πρόκειται, ακριβέστερα, για απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με τις περιπτώσεις (β) και (δ) του άρθρου 171 (β) του ΚΠΔ, η παραβίαση των οποίων συνιστά υπέρβαση εξουσίας. Και τούτο διότι ο Εισαγγελέας Εφετών και -σύμφωνα με την παραγγελία του- ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών άσκησαν δικαιοδοσία που δεν τους δίνει ο νόμος [άρθρο 510§1(Θ’)]. Κίνησαν τουτέστιν ποινική διαδικασία για αδίκημα, το αξιόποινο του οποίου είχε εκλείψει, λόγω παρέλευσης της προθεσμίας για τη νομότυπη προσφυγή εναντίον της αρχειοθέτησης της σχετικής έγκλησης.

12 Προτού κλείσω, ας μου επιτραπεί μια τελευταία παρατήρηση με βάση τις γενικές ερμηνευτικές αρχές που ισχύουν για όλους τους κλάδους του δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού: Υπό τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι εφαρμοστέα είναι η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 589 του νέου ΚΠΔ. Διότι, σε σχέση με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 590 ΚΠΔ, την οποία επικαλέσθηκε ο Εισαγγελέας Εφετών και η οποία καταλαμβάνει όλες τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, αυτή αναφέρεται στο ειδικότερο ζήτημα των εγκλήσεων και του δικαιώματος προσφυγής κατά διατάξεων που τις είχαν αρχειοθετήσει πριν από την έναρξη της ισχύος του νέου ΚΠΔ. Κατά τούτο, η εφαρμογή του άρθρου 590§1 αντί του άρθρου 589§4 ΚΠΔ παραβιάζει ευθέως τη θεμελιώδη ερμηνευτική αρχή lex generalis non derogat legi speciali16. Θα έφθανα μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξω ότι δεν πρόκειται για απλή, για «συνήθη» παράβαση των δικαιωμάτων της καθ’ ης η έγκληση εφημερίδας, αλλά για κατάφωρη αφού, με βάση τη δοθείσα ερμηνεία, αναβιώνει το αξιόποινο μιας πράξης, αν και αυτό είχε από μακρού εξαλειφθεί. Πολύ περισσότερο που, κατά το γράμμα της, η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 590 ΚΠΔ αφορά «υποθέσεις που εκκρεμούν» σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας· καταλαμβάνει δηλαδή μόνο περιστατικά για τα οποία έχει εκδηλωθεί η βούληση της πολιτείας για ποινικό κολασμό με την άσκηση ποινικής δίωξης. Ομως, όπως έχει νομολογηθεί, η υποβολή και μόνον μήνυσης ή έγκλησης δεν συνιστά και έναρξη της ποινικής διαδικασίας, δεν ιδρύει δηλαδή ποινική «υπόθεση», όπως απαιτεί το γράμμα της σχολιαζόμενης διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 590 του νέου ΚΠΔ§ διότι αυτή ενδέχεται να αρχειοθετηθεί, όπως συνέβη εν προκειμένω17.

Συμπεράσματα

Η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος εφημερίδας παρά την παρέλευση τριμήνου από την αρχειοθέτηση της σχετικής έγκλησης, η οποία είχε λάβει χώρα υπό το κράτος του προϊσχύσαντος ΚΠΔ δεν είναι σύννομη διότι:

1. Αναβιώνει αναδρομικά, κατά παράβαση του άρθρου 7§1 Σ., το αξιόποινο πράξης, το οποίο είχε εξαλειφθεί λόγω παρέλευσης της προβλεπόμενης προθεσμίας για την προσβολή της διάταξης με την οποία η σχετική έγκληση είχε αρχειοθετηθεί.

2. Προσβάλλει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και τη θεμελιώδη αρχή in dubio pro reo (άρθρα 20§1 Σ. και 6§1 ΕΣΔΑ), διότι ασκήθηκε ύστερα από παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών, η οποία πάσχει απόλυτη ακυρότητα [άρθρο 171(β) & (δ) ΚΠΔ]. Και τούτο διότι η παραγγελία αυτή δέχθηκε κατά παράβαση του νόμου κραυγαλέα εκπρόθεσμη προσφυγή του εγκαλούντος κατά της αρχειοθέτησης της σχετικής έγκλησης υπό το κράτος του προϊσχύσαντος ΚΠΔ.

3. Παραβλέπει, τέλος, την ειδική μεταβατική διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 589 του νέου ΚΠΔ υπέρ της γενικής της παρ. 1 του άρθρου 590 ΚΠΔ, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν ήταν εφαρμοστέα, εν προκειμένω καθότι δεν υπήρχε «εκκρεμής υπόθεση».

Αθήνα, 15 Απριλίου 2022

Ο γνωμοδοτών,

Καθηγητής Ν. Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ

Οδός Βαλαωρίτου 12, 10671 Αθήνα

1. Υπό τον παλαιό ΚΠΔ δεν προβλεπόταν επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα. Ως εκ τούτου, οι ενδιαφερόμενοι όφειλαν να ενημερώνονται οι ίδιοι για την ημερομηνία της αρχειοθέτησης, ώστε να ασκήσουν εμπρόθεσμα τη σχετική προσφυγή.

2. Βλ. σελ. 3 της από 15.1.2021 διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών που τέθηκε υπ’ όψιν μου.

3. Βλ. αντί πολλών Αρ. Μάνεση, «Το πρόβλημα της ασφάλειας του κράτους και η ελευθερία», ΕΔΔΔ, 6 (1962), σ. 5 & επ. και 113 & επ., ήδη στον τόμο του ίδιου, Συνταγματική θεωρία και πράξη, Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 1980, σ. 390 & επ.

4. Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 4η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Π.Ν. Σάκκουλας, 2012, σ. 54.

5. Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τ. Α’, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σ. 262.

6. Βλ. αντί πολλών, Κουράκου, υπό το άρθρο 14Σ., σε Φ. Σπυρόπουλου, Ξ. Κοντάδη, Χ. Ανθόπουλου, Γ. Γεραπετρίτη, Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 2017, σ. 344 και Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, γ’ έκδ. , Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ. 304 & επ.

7. Βλ. την παράγραφο 1 παλαιού άρθρου 181 του προγενέστερου ΠΚ, η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 33§6 του ν. 2172/1993.

8. Βλ. ΠΠρΘεσ 8680/2019, ΤΝΠ QUALEX.

9. Βλ. Χρ. Βρεττού, «Σύμπραξη» νομολογίας και κανόνων δικαίου για την αποτελεσματική προστασία της ελευθερίας της έκφρασης – Το φαινόμενο SLAPP, ΔΙΤΕ, 18 (2021), σ. 523 και 529.

10. Βλ. Χρ. Βρεττού, στο ίδιο, σ. 525.

11. Προς την ίδια κατεύθυνση βλ. ΕΔΔΑ, Cumpănă and Mazăre κατά Ρουμανίας, 17.12.2004, (2005), § 115, Κατράμη κατά Ελλάδος, ΔiMEE 3(2007), σελ. 578, παρ. 39, Fatullayev κατά Αζερμπαϊζάν, 22.4.2010, §103, Haldimann κ.α. κατά Ελβετίας, 24.2.2015, §67. Βλ. και την ΕΔΔΑ, Μahmudov and Agazade κατά Αζερμπαϊζάν, 18.12.2008, §§48 - 53, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρ’ όλο που το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για τον θιγόμενο πολιτικό και οι προσφεύγοντες δημοσιογράφοι δεν απέδειξαν την αλήθεια των ισχυρισμών τους ούτε την εκ μέρους τους τήρηση της υποχρέωσης καλής πίστης, η ποινή των πέντε μηνών φυλάκισης ήταν δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και ως εκ τούτου υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

12. Βλ. αντί πολλών ΑΠ (Τμ. Ζ’) 1468/2019.

13. Βλ. (Ολ) ΑΠ 1/2007, (Τμ. Ζ’) 1468/2019.

14. Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες, όπ.π., σ. 9 & επ. και, αντί πολλών, ΑΠ (Τμ. ΣΤ’) 238/2020.

15. Που ορίζει ότι «διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο». Οπως υποστηρίζεται, από το τεκμήριο αθωότητας, «εκτός από την επιδίωξη ευρέσεως της αντικειμενικής αλήθειας, προκύπτουν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου σχετικά με την προπαρασκευή και διεξαγωγή της υπεράσπισής του», βλ. Π. Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο. Ατομικά δικαιώματα, Δ’ έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 2022, σ. 277.

16. Για την ερμηνευτική αυτή αρχή βλ. ιδίως Φ. Σπυρόπουλου, Η ερμηνεία του Συντάγματος. Εφαρμογή ή υπέρβαση της παραδοσιακής μεθοδολογίας του δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλας, 1999, σ. 98 & επ.

17. Πρβλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Eckle κατά Γερμανίας, 15.7.1982, §74.

Θανάσης Καμπαγιάννης*

«Προκαλεί έντονη ανασφάλεια δικαίου»

«Είναι πραγματικά ανησυχητικό να παραπέμπονται δημοσιογράφοι σε δίκη σχεδόν πέντε χρόνια μετά το επίμαχο δημοσίευμα, με μία κατ’ ουσίαν νεκραναστημένη μήνυση κατόπιν μιας προδήλως εκπρόθεσμης προσφυγής. Το ευρύτερο ζήτημα που εγείρεται υπερβαίνει τη συγκεκριμένη υπόθεση και δεν αφορά ένα (σημαντικό για τους νομικούς) δικονομικό θέμα. Η δικαστική αποδοχή παραβίασης μιας προθεσμίας, η οποία καθιστά κάποιον κατηγορούμενο και του ανοίγει τον δρόμο σε ποινική δίκη, συνιστά κρατικό αιφνιδιασμό και προκαλεί έντονη ανασφάλεια δικαίου. Κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, καθώς θέτει σε αμφισβήτηση τους “κανόνες του παιγνιδιού”, δηλαδή τους δικονομικούς κανόνες δικαίου. Γι’ αυτό και χωρίς να τίθεται θέμα επιλογής από τον δικαστή της μιας ή της άλλης ερμηνευτικής εκδοχής σε ένα δυσχερές ποινικό ζήτημα ή ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων σε μια δίκη, ο χειρισμός αναβίωσης της υπόθεσης δημιουργεί δυσάρεστες σκέψεις. Η ελευθερία του Τύπου είναι ούτως ή άλλως υπό πολιορκία στη χώρα μας. Κάθε περιορισμός της πρέπει να αντιμετωπίζεται με δικαιολογημένη καχυποψία και να είναι νομικά και δικονομικά άψογος».

*Δικηγόρος, σύμβουλος στο Δ.Σ. του ΔΣΑ με την Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου