Γιώργος Παυλόπουλος
Η μάχη για τον διεθνή καταμερισμό
Αφού γλίτωσε την κατάρρευση και την άνευ όρων λεηλασία από τους νικητές του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία –και η αστική της τάξη– ανασυγκροτήθηκε. Αποφάσισαν, δε, όχι μόνο να ανακόψουν την επέλαση της Δύσης, αλλά να διεκδικήσουν τη «μερίδα» που θεωρούν ότι τους αναλογεί στον διεθνή καταμερισμό. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
Πολλοί ήταν εκείνοι που προσπάθησαν να μας πείσουν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ αποτέλεσε μια… ανορθογραφία στη λίστα των καθωσπρέπει προέδρων της παγκόσμιας υπερδύναμης, που θα διορθωνόταν με την έλευση του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία. Κι ο Μπάιντεν, με τη σειρά του, επιχειρεί να εφαρμόσει την ίδια μεθοδολογία στην περίπτωση του Βλαντιμίρ Πούτιν. Τον χαρακτηρίζει εγκληματία πολέμου και αφήνει να εννοηθεί ότι όλα θα αλλάξουν και ο πόλεμος στην Ουκρανία θα τελειώσει εάν εγκαταλείψει την εξουσία, ανατραπεί ή ακόμη και δολοφονηθεί.
Η προσπάθεια αντιστροφής της σχέσης του αιτίου με το αιτιατό, του δέντρου από το χώμα στο οποίο βρίσκονται οι ρίζες του, συνιστά μια στρέβλωση που συχνά δεν γίνεται από αβλεψία ή από δημοσιογραφική συνήθεια να προτάσσονται και να εφευρίσκονται ανάλαφρες προσωπικές ιστορίες που θα αποκρύπτουν το μέγεθος και το βάθος της «μεγάλης εικόνας». Η επιλογή είναι σκόπιμη: Παρουσιάζοντας τον Τραμπ ως λάθος συγκαλύπτονται οι οικονομικές και γεωπολιτικές αλλαγές που τον έφεραν στην εξουσία και καθιστούν τόσο ισχυρό το ρεύμα που εκπροσωπεί. Το ίδιο συμβαίνει με τον Πούτιν και τις αντικειμενικές συνθήκες που οδήγησαν στην ανάδειξή του στην κορυφή της πυραμίδας, μετά από την καταστροφική για τη Ρωσία δεκαετία του Μπόρις Γέλτσιν.
Οι συνθήκες αυτές πρέπει να αναζητηθούν στην αδήριτη ανάγκη της νέας αστικής τάξης της Ρωσίας να δημιουργήσει μια ισχυρή και αξιόπιστη εθνική βάση, προστατεύοντάς την από την επέλαση της αδηφάγας «Δύσης» και του κεφαλαίου της. Όλων αυτών, δηλαδή, που πίστεψαν ότι θα καταβροχθίσουν εύκολα τη μεγαλύτερη σε έκταση και χώρα του πλανήτη, με τον ασύλληπτο φυσικό πλούτο — ένα πραγματικό Ελντοράντο για τους αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς ομίλους.
Σε πρόσφατο άρθρο του στο Project Syndicate, ο Σλάβοϊ Ζίζεκ παραπέμπει στην περιγραφή του Χέγκελ για τη διαλεκτική της σχέσης ανάμεσα στο αφεντικό και τον υπηρέτη, δύο «αυτοσυνείδητων» που είναι εγκλωβισμένα σε μια μάχη ζωής και θανάτου. Εάν το καθένα –σημειώνει επικαλούμενος τον άνθρωπο που θεωρείται από τους πιο σημαντικούς προμαρξικούς φιλοσόφους της Δύσης– είναι έτοιμο να ρισκάρει τη ζωή του για να επικρατήσει και εφόσον και τα δύο εμμένουν, τότε δεν υπάρχει νικητής: Το ένα πεθαίνει και αυτό που επιβιώνει δεν έχει πλέον κανέναν για να αναγνωρίζει την ύπαρξή του. Συνέπεια αυτού είναι ότι το σύνολο της ιστορίας και του πολιτισμού βασίζονται σε ένα θεμελιώδη συμβιβασμό: Στην κατά μέτωπο αντιπαράθεση, η μία πλευρά (ο μελλοντικός υπηρέτης) «αποστρέφει το βλέμμα της», όντας απρόθυμη να φτάσει ως το τέλος.
Όμως –συνεχίζει ο Ζίζεκ– ο Χέγκελ δεν δίστασε να διαπιστώσει πως δεν μπορεί να υπάρξει οριστικός ή βιώσιμος συμβιβασμός ανάμεσα σε κράτη. Οι σχέσεις ανάμεσα σε ανεξάρτητα έθνη-κράτη βρίσκονται διαρκώς κάτω από τη σκιά ενός εν δυνάμει πολέμου, με κάθε εποχή ειρήνης να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια προσωρινή εκεχειρία. Θα μπορούσε, άραγε, αυτό να συμβάλει ώστε να ερμηνευθούν όχι απλώς τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ουκρανία, με την εισβολή της Ρωσίας και την κόντρα της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αλλά και το σύνολο των διεθνών σχέσεων στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού; Θα μπορούσε να φωτίσει μια σημαντική πλευρά των πολέμων του κεφαλαίου;
Η αλήθεια είναι πως ναι, τουλάχιστον σε ένα βαθμό. Διότι εάν η Ρωσία αναγκάστηκε αρχικά να «αποστρέψει το βλέμμα της», συνειδητοποιώντας πως ήταν πολύ αδύναμη για να κοιτάξει στα μάτια τον μεγάλο της αντίπαλο, με αποτέλεσμα να ανεχτεί τη συρρίκνωση του «ζωτικού της χώρου» και την επέκταση του ΝΑΤΟ ως τα σύνορά της, έφτασε η στιγμή που εκτίμησε πως στεκόταν πάλι γερά στα πόδια της. Και έτσι, έπρεπε να κάνει τα πράγματα να πάνε αλλιώς, να θέσει τέλος στη συνθηκολόγηση και την ταπείνωση, αλλά και να διεκδικήσει ένα μέρος των χαμένων.
Ως χώρα δε με μεγάλη ιστορία, δεν ήταν δύσκολο στην ηγεσία της να «ντύσει» την αντεπίθεση με το αφήγημα του ρωσικού μεγαλοϊδεατισμού. Αυτού που περιέγραψε ο ίδιος ο Πούτιν με την ιστορική του ομιλία τον Ιούλιο του 2021, με τον εύγλωττο τίτλο «Για την ιστορική Ενότητα Ρώσων και Ουκρανών», τους οποίους παρουσιάζει, μαζί με τους Λευκορώσους, ως ένα ενιαίο και με σλαβικές ρίζες έθνος, απόγονο των αρχαίων Ρους. Αυτού που, δικαίως, θεωρήθηκε ως η προαναγγελία της επίθεσης στην Ουκρανία και ουσιαστικά επαναλήφθηκε και στο διάγγελμα που εκφώνησε ο Πούτιν τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου — αποδεικνύοντας, εκτός των άλλων, ότι ο σχεδιασμός είχε ξεκινήσει πολλούς μήνες (αν όχι χρόνια) νωρίτερα.
Πρόκειται, άλλωστε, για μια αντεπίθεση διαρκείας, για ένα έργο σε πολλές πράξεις. Η αφετηρία μπορεί να τοποθετηθεί στον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας – η πλήρης υπαγωγή της οποίας στη Μόσχα συνέπεσε χρονικά με την ανάληψη της προεδρίας από τον Πούτιν και αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη πράξη της. Η επόμενη πράξη ήταν η εισβολή στη Γεωργία και ο πλήρης έλεγχος της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας, το 2008. Ακολούθησε η προσάρτηση της Κριμαίας και η ντε φάκτο ανεξαρτησία μεγάλου τμήματος του Ντονμπάς το 2014, στο φόντο του ακροδεξιού και φιλοδυτικού πραξικοπήματος στο Κίεβο. Όσο για τη συνέχεια (και αφού είχε προηγηθεί η σύντομη στρατιωτική επέμβαση στο Καζακστάν), γράφεται με την εισβολή στην Ουκρανία, της οποίας δεν γνωρίζουμε ακόμη την κατάληξη.
Ευλόγως, βέβαια, τίθεται ένα ερώτημα: Γιατί και πώς συμφέρει τη ρωσική αστική τάξη αυτή η κλιμάκωση και ο ολοκληρωτικός πόλεμος στην Ουκρανία, που προφανώς δεν είχε ως κύριο στόχο τη στήριξη των δύο «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονμπάς; Τι κέρδη μπορεί να προσδοκά το ρωσικό κεφάλαιο, όταν είναι φανερό ότι σε πρώτη φάση δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα, εξαιτίας των ιδιαιτέρως σκληρών κυρώσεων, οι οποίες μοιάζουν να κόβουν τον ομφάλιο λώρο που το συνέδεε με τις αγορές της Δύσης και κυρίως με την Ευρώπη;
Επιχειρώντας να απαντήσουμε σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα, θα πρέπει να δώσουμε ξεχωριστή προσοχή σε δύο πλευρές που αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού της Ρωσίας. Η πρώτη είναι ότι η αστική τάξη της χώρας αποτελεί ουσιαστικά «σύνθεση» δύο διακριτών αλλά στενά και οργανικά δεμένων μεταξύ τους στρατοπέδων.
Το ένα αποτελείται από τους αποκαλούμενους «ολιγάρχες» οι οποίοι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, πήραν στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής και τον πλούτο της χώρας έναντι πινακίου φακής, εκμεταλλευόμενοι το σοκ και το δέος που προκάλεσε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Το άλλο προήλθε από την ανασυγκρότηση του «βαθέος κράτους», των πρωταγωνιστών του ιδιόμορφου εκμεταλλευτικού συστήματος που διαμορφώθηκε σταδιακά μετά την ήττα της πρώτης επιτυχημένης απόπειρας κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη στον πλανήτη. Μετά δε τις πρώτες αναμετρήσεις ανάμεσά τους (βλ. υπόθεση Χοντορκόφσκι), επιτεύχθηκε ένα καθεστώς «συγκυβέρνησης», με τα δύο στρατόπεδα να μοιράζονται τα οφέλη —
χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ τους, κάτι που μπορεί να εκφραστεί και με αφορμή την εισβολή στην Ουκρανία.
Δύο διακριτά αλλά οργανικά συνδεδεμένα στρατόπεδα αποτελούν την αστική τάξη της Ρωσίας, με τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις να μην λείπουν ανάμεσά τους
Όσο για τη δεύτερη πλευρά, έχει να κάνει με τα «ατού» του ρωσικού καπιταλισμού, που έχουν ιδιαιτερότητες και διαφορές σε σύγκριση με εκείνα της Δύσης. Παρά το γεγονός ότι και αυτά έχουν ανάγκη μεγάλες αγορές για να επεκταθούν για να επενδύσουν το πλεονάζον δυναμικό τους και να αποδώσουν κέρδη, το κράτος –δηλαδή ο συλλογικός καπιταλιστής με «κεφαλή» τον Πούτιν– έχει τη δυνατότητα να μετατοπίσει το κέντρο βάρους προς διαφορετική κατεύθυνση. Έτσι, για παράδειγμα, αν και ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει ότι η Ευρώπη αποτελεί επί δεκαετίες τον καλύτερο πελάτη της Μόσχας σε επίπεδο ενέργειας, γνωρίζει πως ενώ οι «27» μπορούν να βρουν εναλλακτικές, η Κίνα και η Ινδία δύσκολα θα τα καταφέρουν χωρίς τη βοήθειά της.
Εδώ, βεβαίως, υπάρχει ένα ανοιχτό στοίχημα, από το οποίο θα κριθούν πολλά, αν όχι τα πάντα, σε αυτή τη φάση της αντιπαράθεσης, όπου τα «γάντια» έχουν βγει και το διακύβευμα είναι μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά στη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών. Ένα στοίχημα που έχει να κάνει όχι μόνο με τις αντοχές του ρωσικού καπιταλισμού απέναντι στις δυτικές κυρώσεις –που ισοδυναμούν πρακτικά με κήρυξη ενός παγκόσμιου οικονομικού πολέμου– αλλά και με την εξέλιξη της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Παγκόσμια υπερδύναμη στους φυσικούς πόρους
▸ Η σύγκριση των ΑΕΠ δεν λέει όλη την αλήθεια…
Η σύγκριση του ΑΕΠ της Ρωσίας με το αντίστοιχο των ΗΠΑ είναι συντριπτική, καθώς το δεύτερο είναι κατά 23 φορές μεγαλύτερο σε απόλυτους αριθμούς — ενώ η αναλογία του πληθυσμού τους είναι μόλις 2,2 υπέρ των ΗΠΑ. Η εικόνα είναι απογοητευτική, εάν αναλογιστεί κανείς ότι η απόσταση μεγάλωσε τρομακτικά σε σύγκριση με τα τελευταία χρόνια της ΕΣΣΔ, το 1989-90, όταν το αμερικανικό ΑΕΠ ήταν μόλις διπλάσιο του σοβιετικού —ενώ η ΕΣΣΔ είχε τότε κατά τι μεγαλύτερο πληθυσμό.
Παρ’ όλα αυτά, η Ρωσία δεν είναι ένας οικονομικός «νάνος», όπως την χαρακτηρίζουν ορισμένοι. Κάτω από το έδαφός της, άλλωστε, το οποίο αντιπροσωπεύει το 11% της ξηράς στον πλανήτη, βρίσκεται κρυμμένος ένας τεράστιας αξίας πλούτος, πολύ μεγαλύτερος από οποιασδήποτε άλλης χώρας. Για του λόγου το αληθές, η αξία των φυσικών πόρων της Ρωσίας υπολογίζεται (συντηρητικά) σε 75 τρισ. δολάρια και είναι περίπου διπλάσια σε σύγκριση με εκείνη των ΗΠΑ και τριπλάσια από της Κίνας.
Μάλιστα, πέρα από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, όπου η Ρωσία βρίσκεται στην πρώτη και την όγδοη θέση με βάση τα διαπιστωμένα αποθέματα, η ηγετική της θέση είναι αδιαμφισβήτητη παγκοσμίως σε μια σειρά μέταλλα: Αλουμίνιο και νικέλιο, καθώς και τιτάνιο, σίδηρο, παλλάδιο, ουράνιο και άλλα — όλα απολύτως απαραίτητα για κλάδους-κλειδιά της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, όπως κατασκευές, αυτοκινητοβιομηχανίες, μικροεπεξεργαστές κ.α.
Η αλήθεια είναι ότι ένας «άξονας» με την Κίνα, που έχει επίσης πλούσιο υπέδαφος (το 98% των σπάνιων γαιών βρίσκεται εκεί), μπορεί να επιφέρει μεγάλες αλλαγές. Πέρα από τη στρατιωτική και γεωπολιτική ισχύ που θα διαθέτει, άλλωστε, είναι ικανός να προκαλέσει τεράστιες δυσκολίες ή ακόμη και «ασφυξία» στη Δύση σε μια σειρά τομείς
«Νάνος» το ρούβλι μπροστά στο δολάριο
Οι φυσικοί πόροι δεν είναι ο μοναδικός τομέας στον οποίο η Ρωσία είναι ισχυρή. Με τη συγκεκριμένη δομή και πορεία ανάπτυξης των παραγωγικών της δυνάμεων, η οποία σε σημαντικό βαθμό αποτελεί συνέχεια και «παράγωγο» του σοβιετικού μοντέλου ανάπτυξης, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο διεθνώς και σε μερικούς ακόμη κρίσιμους τομείς.
Ένας από αυτούς είναι η πολεμική βιομηχανία όπου, εκτός από το γεγονός ότι διαθέτει το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο, παράγει και εξάγει πολύ προηγμένα συστήματα σε αρκετές χώρες (Τουρκία, Ινδία κ.λπ.). Ένας ακόμη είναι η αεροδιαστημική, όπου οι δυνατότητές της αναγνωρίζονται ακόμη και από τις ΗΠΑ. Υπολογίσιμη δύναμη είναι, επίσης, στον κλάδο της πληροφορικής, όπως φαίνεται και από τις δυνατότητές της στο μέτωπο του αποκαλούμενου «κυβερνοπολέμου».
Υπάρχει, ωστόσο, ένας κρίσιμος κλάδος στον οποίο η Ρωσία έχει μείνει πολύ πίσω, ανήκοντας κυριολεκτικά στην «β΄ κατηγορία». Κι αυτό είναι κάτι που μπορεί να παρομοιαστεί με «αχίλλειο πτέρνα» και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και σε αυτή την κρίση. Πρόκειται, βεβαίως, για τον τις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπου η ηγεμονία των ΗΠΑ, του βρετανικού Σίτι και του δολαρίου είναι αδιαμφισβήτητη και συντριπτική.
Η καθυστερημένη προσπάθεια της Μόσχας να δημιουργήσει ένα εναλλακτικό σύστημα συναλ-
λαγών και πληρωμών, σε συνεργασία με την Κίνα και άλλες χώρες, αποτελεί μια έμμεση πλην σαφή αναγνώριση του στρατηγικού μειονεκτήματός της. Κάτι που, αντιστρόφως, αποτελεί ένα τεράστιο πλεονέκτημα για τους Αμερικανούς και τον δυτικό καπιταλισμό, καθώς είναι γνωστό ότι ο «θρόνος» της υπερδύναμης στηρίζεται σε δύο πυλώνες: Αφενός τα αεροπλανοφόρα και, αφετέρου, το δολάριο. Ακόμη κι αν υποθέσουμε πως στα πρώτα υπάρχει ρωσική απάντηση, μπροστά στο δεύτερο το ρούβλι μοιάζει αμελητέα ποσότητα.
ΠΗΓΗ ΠΡΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου