Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Ο καπιταλισμός του χαμένου χρόνου

Ντέιβιντ Γκρέμπερ. DAVID GRAEBER. Bullshit jobs Μια θεωρία. Μετάφραση: Χρήστος Πάλλης. Σελ. 368. Στάσει Εκπίπτοντες, 2023
Ο καπιταλισμός του χαμένου χρόνου
Γιώργος Καράμπελας
Επιμέλεια:Μισέλ Φάις
ΕΦΣΥΝ
Παρότι μη βεμπεριανός, ο Γκρέμπερ αναπτύσσει μια ιστορική θεώρηση των αντιλήψεων περί εργασίας, διευρύνοντας τη θέση της προτεσταντικής ηθικής για να εξηγήσει τον «ηθικό φθόνο» στον οποίο θεμελιώνεται σήμερα ο διάχυτος κοινωνικός αυτοματισμός.

Ηταν μία από τις μεγάλες απώλειες των τελευταίων χρόνων ο πρόωρος θάνατος του Ντέιβιντ Γκρέμπερ, αναρχικού ανθρωπολόγου και ακτιβιστή, αλλά προπαντός ενός από τους πιο ευαίσθητους και πρωτότυπους αναλυτές του παρόντος μας, τον οποίο η αναδίφησή του στις ασύγχρονες κοινωνίες του πλανήτη προίκισε με εργαλεία ικανά να ρίξουν λυτρωτικό φως στα οικεία μας, «δυτικά» και «ανεπτυγμένα» σκοτάδια.

Το Bullshit Jobs, η διεξοδική του θεωρία για τις «φουμαροδουλειές» από τις οποίες βρίθει ο σύγχρονος καπιταλισμός, είναι έξοχο παράδειγμα της απαράμιλλης οπτικής του: ξεκινώντας από ένα φαινόμενο ελάχιστα μελετημένο, περιθωριακό για τους επαγγελματίες μελετητές του καπιταλισμού, απολογητές τε και επικριτές, ο Γκρέμπερ επεξεργάζεται ένα συστηματικό πρίσμα κατανόησης του κυρίαρχου κοινωνικοοικονομικού συστήματος που ξαναφέρνει στο προσκήνιο ένα πανάρχαιο πεδίο εκμετάλλευσης: τον ανθρώπινο χρόνο.

Ο Γκρέμπερ ονομάζει «μανατζερικό φεουδαρχισμό» τη μετάλλαξη του καπιταλισμού με την οποία η παραγωγή υπεραξίας δίνει τη θέση της σε ένα «σύστημα αναδιανομής» που αποτελεί ουσιαστικά σφετερισμό της μεσαιωνικής φεουδαρχίας: «το όλο θέμα είναι πώς να αρπάξεις ένα κάρο λάφυρα είτε κλέβοντάς τα από εχθρούς είτε αποσπώντας τα από απλούς ανθρώπους μέσω τελών, διοδίων, μισθωμάτων και εισφορών [ή της «ακρίβειας», θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, σ.σ.], και μετά να τα αναδιανείμεις» (σελ. 206-207).

Η απάντηση στο «πώς» είναι σχετικά απλή: με τη δόμηση μιας περίπλοκης ιεραρχίας επαγγελματικών αξιωμάτων που διαχειρίζεται την εξαγορά των δυσαρεστημένων, την επιβράβευση των αφοσιωμένων, καθώς και τον εσωτερικό ανταγωνισμό για την επικράτηση στον στίβο της «αγοράς εργασίας», ο οποίος αποτελείται, ολοένα περισσότερο, από φουμαροδουλειές, καθ’ ολοκληρίαν τέτοιες ή ως τμήμα ευρύτερων απασχολήσεων που το δημιουργικό σκέλος τους μειώνεται συνεχώς ενώ αυξάνεται το ανούσιο, περιττό ή βλαπτικό κομμάτι τους, στο πλαίσιο μιας γενικής «φουμαροποίησης της οικονομίας».

Αν και μη μαρξιστής, ο Γκρέμπερ έρχεται πολύ κοντά στην ανάλυση του αυτόνομου μαρξισμού για τη διαρκή πρωταρχική συσσώρευση ως χαρακτηριστικό του ύστερου καπιταλισμού, του οποίου τα αρπακτικά γνωρίσματα, με την άμεση καταλήστευση του κοινωνικού πλούτου, τείνουν να γίνουν δεσπόζοντα, ενόσω οι ενδιάμεσες «εκτελεστικές βαθμίδες» κυριαρχούνται από τον διογκούμενο χρηματοπιστωτικό τομέα. Και παρότι μη βεμπεριανός, ο Γκρέμπερ αναπτύσσει μια ιστορική θεώρηση των αντιλήψεων περί εργασίας, διευρύνοντας τη θέση της προτεσταντικής ηθικής για να εξηγήσει τον «ηθικό φθόνο» στον οποίο θεμελιώνεται σήμερα ο διάχυτος κοινωνικός αυτοματισμός: τη γενικευμένη νοοτροπία που κάνει όχι μόνο τα στελέχη των φουμαροδουλειών μισητά για το κοινωνικό σύνολο και για τους συναδέλφους τους, αλλά και κακόβουλα απέναντι στους δημιουργικά απασχολούμενους, τους οποίους διαβάλλουν τεχνηέντως.

Ετσι, ο Γκρέμπερ φανερώνει τη διαλεκτική αντίφαση που ενυπάρχει στη θρησκευτικά φορτισμένη έννοια της παραγωγής, η οποία απαλλοτριώθηκε επιτυχώς από το κεφάλαιο κάθε φορά που διεκδικήθηκε από τους εργάτες, μέχρι σημείου να εξοβελιστεί σήμερα στα εργασιακά κάτεργα του παγκόσμιου Νότου για να μπορούν να θεωρούνται «παραγωγικές» οι φουμαροδουλειές που εξασφαλίζουν τη στιγμιαία κατανάλωση δημοφιλών υποπροϊόντων και ομοιοπαθών υπηρεσιών.

Για τον Γκρέμπερ, αυτό που δεν κατάφερε ποτέ να απαλλοτριώσει ο καπιταλισμός, αν και το δυσφήμησε απεριόριστα πατώντας στον θεολογικό παραγωγισμό, ήταν η διάσταση της «φροντίδας» που είναι εγγενής στην ανθρώπινη εργασία. Αυτή φθονούν οι σύγχρονοι μάνατζερ όπου τη διακρίνουν, καθώς διαισθάνονται εκεί ό,τι τους λείπει περισσότερο: έναν χρόνο ελεγχόμενο από τους ίδιους τους εργαζόμενους, ενώ τα στελέχη είναι υποχρεωμένα να ξοδεύουν –με το αζημίωτο– ατελείωτα οκτάωρα για δουλειές που, τεχνολογικά υποβοηθούμενες, θα μπορούσαν να γίνουν με συνοπτικές διαδικασίες.

Από μονότονος, επαναληπτικός κι εξαναγκαστικός, ο χρόνος της φροντίδας, της παιδαγωγικής, οικιακής ή καλλιτεχνικής εργασίας, της περίθαλψης, ακόμα και της καθημερινής κοινωνικότητας, γίνεται ξανακερδισμένος χάρη στη μη μετρήσιμη κοινωνική αξία που παράγει. Ηγήτορες άγιοι και μακιαβελικοί ηγεμόνες ονειρεύτηκαν συχνά μια τέτοια σχέση με τον χρόνο σε ζοφερές εποχές (ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι, δίδασκε ο απόστολος Παύλος· redeeming time when men think least I will, διακήρυσσε ο σεξπιρικός πρίγκιπας Χαλ), ο Γκρέμπερ όμως δεν παύει να μας θυμίζει ότι τα όνειρα γίνονται εφικτά μόνο όταν είναι συλλογικά, με τη μορφή, για παράδειγμα, ενός κινήματος υπέρ του καθολικού βασικού εισοδήματος – μια ζωτική πνευματική και πολιτική διαθήκη που θα μείνει διά παντός επίκαιρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου