Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
«Τα άκρα ενισχύονται!» Αυτό το αφήγημα κυριαρχεί στην ΕΕ μετά τις ευρωεκλογές και τις τάσεις που διαμορφώνονται στη Γαλλία ενόψει των πρόωρων βουλευτικών εκλογών. Ένα συμπέρασμα που δικαιολογείται με την προβολή της πρόσφατης ήττας του Προέδρου Μακρόν, της επικείμενης νίκης του «Ακροδεξιού» Εθνικού Συναγερμού (ΕΣ) της Λεπέν με τη στήριξη της ηγεσίας της «Δεξιάς» των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και της πιθανής ανάδειξης του «Αριστερού» Νέου Λαϊκού Μετώπου (ΝΛΜ) σε εναλλακτικό κυβερνητικό πόλο (μία συμμαχία με κορμό τη Σοσιαλδημοκρατική Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν, στην οποία μετέχουν επίσης το Γαλλικό ΚΚ, Σοσιαλιστές, Πράσινοι και άλλες εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις). Η Γαλλία θεωρείται δείκτης των εξελίξεων στην ΕΕ, λόγω της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος της. Έτσι, η στροφή της στα «άκρα» ερμηνεύεται ως προπομπός ενός γενικού Ευρωπαϊκού αναπροσανατολισμού στην ίδια κατεύθυνση.
Το παρόν άρθρο διαφωνεί με το παραπάνω αφήγημα. Η Γαλλία έχει την απαιτούμενη ισχύ για να επηρεάζει τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Όμως, η κρατική/«εθνική» πολιτική της (της άρχουσας τάξης και των δορυφόρων της), ουδόλως απειλείται από ένα κυβερνητικό δίπολο ΕΣ–ΝΛΜ. Για τη στήριξη της θέσης αυτής αρκεί η ιστορική παράθεση της πορείας μετάλλαξης των κύριων συνιστωσών των δύο πόλων, της τάσης τους να απεμπολούν ιδεολογικές αρχές και της προσαρμογής των θέσεων και πρακτικών τους στην εκάστοτε κυρίαρχη πολιτική ατζέντα. Η προβολή όμως της εξέλιξης αυτών των πολιτικών δυνάμεων στο χρόνο, είναι ανεπαρκής να δείξει την τάση που προκύπτει στη Γαλλία σήμερα. Στην πραγματικότητα, η πολιτική σκηνή μετατοπίζεται και άλλο προς τον πυρήνα της πολιτικής που ακολουθείται εδώ και χρόνια. Το «Κεντρώο» κόμμα του Μακρόν υποχωρεί, αλλά η ουσία της πολιτικής του κατακλύζει το πολιτικό φάσμα. Ειρωνικά, αν η Γαλλία δείχνει κάτι για την ΕΕ, είναι μία επικείμενη ένταση της κίνησης της προς το «κέντρο».
Η κατανόηση της «εθνικής» πολιτικής ως μεταβαλλόμενου, όχι στατικού φαινομένου είναι αναγκαία σε αυτό το σημείο. Η ίδια εδράζεται σε αντιθέσεις στο εσωτερικό του κράτους και επηρεάζεται από αντιθέσεις στο εξωτερικό του περιβάλλον. Όσον αφορά τις πρώτες, το ζητούμενο είναι η προάσπιση των γενικών συμφερόντων της άρχουσας τάξης έναντι των άλλων τάξεων, ή αλλιώς η θωράκιση της συνισταμένης των επιμέρους συμφερόντων της βάσει του συσχετισμού ισχύος στο εσωτερικό της. Όσον αφορά τις δεύτερες, ο στόχος είναι η ασφάλεια των συμφερόντων του κράτους (της άρχουσας τάξης) στο διεθνές σύστημα, βάσει της διεθνούς ισορροπίας ισχύος, της θέσης του σε αυτή, της ύπαρξης στοιχείων-καταλυτών στην εξέλιξη της, όπως τεχνολογικές καινοτομίες, κλιματικές αλλαγές, πόλεμοι, πανδημίες, οικονομικές κρίσεις. Οι ταξικές και διεθνείς συγκρούσεις, η κίνηση της φύσης, η ανάπτυξη του ανθρώπου και των εργαλείων του, αλλάζουν το ποια τάξη είναι άρχουσα, ποια τα επιμέρους συμφέροντα της, ποιος ο συσχετισμός ισχύος σε αυτή, ποια η διεθνής ισορροπία ισχύος, ποια η θέση του κράτους σε αυτή την ισορροπία, πότε και πως θα επιδράσουν στοιχεία-καταλύτες. Όμως, η αλλαγή της άρχουσας τάξης, αλλά και μία δραματική μεταβολή στα γενικά της συμφέροντα και στη διεθνή ισορροπία ισχύος είναι πολύ βίαιες και όχι συχνές εξελίξεις. Έτσι, η «εθνική» πολιτική παρουσιάζει σχετική σταθερότητα στους βασικούς άξονες της και μεγαλύτερη μεταβλητότητα στην «καθημερινή» υλοποίηση της.
Ο «κεντρώος» χώρος προκύπτει σε αυτή τη βάση. Οι συστημικές δυνάμεις θέτουν τους άξονες της «εθνικής» πολιτικής, οι οποίοι υιοθετούνται ως υπερκομματικές θέσεις. Το ίδιο συμβαίνει με «καθημερινές» πρακτικές που ασκούνται «επιτυχώς» για καιρό. Η ισχύς και οι μηχανισμοί της αστικής τάξης διασφαλίζουν τη μονοπώληση του κυβερνητικού θώκου από αυτές τις δυνάμεις. Το χρήμα της και ένας ιστός σιτιζόμενων από την ίδια δορυφόρων, όπως ΜΜΕ, φιλανθρωπικές οργανώσεις, ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, δεξαμενές σκέψης, θρησκευτικοί παράγοντες, ΜΚΟ, φροντίζει τη συνέχεια του κράτους και την παραμονή κάθε κυβέρνησης στο «εθνικό» πλαίσιο. Η πολιτική των τελευταίων γίνεται ουσιωδώς ίδια διαδοχικά, διαφοροποιούμενη μόνο σε δευτερεύουσες και συνήθως νέες «καθημερινές» πρακτικές. Η πολιτική διαμάχη περιορίζεται σε επουσιώδη θέματα. Το αποτέλεσμα είναι η εμπέδωση της «εθνικής» πολιτικής ως αυτονόητης απ’ όλο το συστημικό πολιτικό φάσμα και η αναγνώριση των δυνάμεων που την υπηρετούν ως μετριοπαθών, όχι ακραίων (ακόμη και αν η πολιτική τους συναινεί σε γενοκτονίες και ωθεί σε πυρηνικό πόλεμο). Συνακόλουθα, ο «κεντρώος» χώρος οριοθετείται από το βαθμό ταύτισης των συστημικών πολιτικών φορέων με την «εθνική» πολιτική, ανεξαρτήτως της επιρροής/ύπαρξης φορέα με αυτή την ταμπέλα/ρητορική.
Σήμερα, η «εθνική» πολιτική της Γαλλίας καλείται να απαντήσει σε επείγοντα ζητήματα. Η θέση της στον κόσμο ως μεγάλη δύναμη απειλείται. Η ζώνη προνομιακής της επιρροής στη Γαλλόφωνη Αφρική μειώνεται. Τα ερείσματα της σε Μέση Ανατολή και βόρειο Αφρική συρρικνώνονται. Οι υπερπόντιες αποικίες της απειλούνται. Η πρόσβαση του Γαλλικού κεφαλαίου σε πρώτες ύλες, αγορές, εργατικά χέρια, κεφάλαια, στη συνδιαμόρφωση των μονοπωλιακών τιμών στο διεθνές εμπόριο, είναι αναγκαία όσο ποτέ. Η ψαλίδα μεταξύ της Γαλλικής οικονομίας με αυτές των ΗΠΑ, Κίνας, Γερμανίας, ανερχόμενων οικονομιών του Νότου, ανοίγει ή κλείνει επικίνδυνα. Η κοινωνική συνοχή απειλείται από την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων. Οι αναδιαρθρώσεις που υλοποιούνται για την ανταγωνιστικότητα των εταιρειών, τη δημοσιονομική σταθερότητα και τη συντήρηση μίας πλεονάζουσας εφεδρείας χαμηλά αμειβόμενων εργατών επιδεινώνουν δραματικά τις συνθήκες εργασίας, εκπαίδευσης και περίθαλψης, το φορολογικό και συνταξιοδοτικό πλαίσιο του Γαλλικού λαού, εντείνουν την απαξίωση των δημόσιων υποδομών και τη γκετοποίηση των μεταναστών, θρέφουν την ανασφάλεια της κοινωνίας. Οι διεθνείς και οικονομικές αλλαγές υπερβαίνουν το «μέγεθος» της χώρας. Η Γαλλία ακολουθεί και δεν ορίζει τις εξελίξεις σε Ουκρανία, Ταϊβάν, τιμές ενέργειας, «πράσινη» μετάβαση, επιτόκια, εμπορικούς πολέμους κ.α. Συνεπώς, ο Γαλλικός «κεντρώος» χώρος προκύπτει από το βαθμό συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων στους βασικούς άξονες πολιτικής και στις δοκιμασμένες πρακτικές με τις οποίες το Γαλλικό κράτος επιχειρεί να διαχειριστεί την παραπάνω κατάσταση.
Η διεκδίκηση ενός πιο αυτόνομου ρόλου για τη Γαλλία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα συμπυκνώνει την πολιτική Μακρόν προς αυτές τις προκλήσεις. Ο δρόμος που ακολουθήθηκε ήταν η δέσμευση των ΗΠΑ σε στρατηγική συμμαχία μαζί της αλλά με πιο ισότιμους όρους, η θωράκιση/αναζήτηση στο πλευρό τους παλιών/νέων ζωνών επιρροής σε ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Ινδοειρηνικό, όταν η Γαλλία αδυνατούσε να σώσει μόνη της την επιρροή της στο Σαχέλ, ο περιορισμός της Ρωσίας εκτός Ευρώπης αλλά με μία λειτουργική σχέση με την ΕΕ, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Γαλλικής οικονομίας, η λειτουργεία του διεθνούς πλαισίου οικονομικών συναλλαγών με τρόπο που να ευνοείται η θέση του Γαλλικού κεφαλαίου, η ενσωμάτωση της Γαλλικής κοινωνίας σε αυτούς τους στόχους. Οι λωρίδες αυτού δρόμου αφορούσαν την αντιστάθμιση των ΗΠΑ με την επίτευξης ηγετικής θέσης για τη Γαλλία στην ΕΕ και τη στρατηγική αυτονομία της τελευταίας, μέσω ενίσχυσης του γαλλογερμανικού άξονα και ανάπτυξης Ευρωπαϊκής άμυνας, την πολεμική σύμπραξη ΗΠΑ-ΕΕ σε Ουκρανία, Ερυθρά Θάλασσα και στη διασφάλιση του δικαιώματος του Ισραήλ στην «αυτοάμυνα», τον εξαναγκασμό της Ρωσίας σε αποδοχή της παγίωσης της Ουκρανίας στη Δυτική σφαίρα επιρροής χωρίς έναν μεγάλο πόλεμο αν είναι εφικτό, τη στήριξη του ανοικτού εμπορίου αλλά με σκλήρυνση των κανόνων για την Κίνα και άλλους ανταγωνιστές, την ένταση των οικονομικών αναδιαρθρώσεων και της καταστολής στο εσωτερικό, την «πράσινη» μετάβαση με ομαλούς όρους για τη Γαλλική βιομηχανία, τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών στις ανάγκες της Γαλλικής οικονομίας. Ως εκ τούτων, ο βαθμός αποδοχής των παραπάνω ζητημάτων από τις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις ορίζει την πορεία κίνησης της Γαλλικής πολιτικής σκηνής σε σχέση με το «κέντρο», όχι γιατί αυτά αποτελούν κεντρώες επιλογές, αλλά γιατί ο βαθμός αποδοχής τους δείχνει το βαθμό συσπείρωσης της Γαλλικής πολιτικής σκηνής γύρω από έναν κεντρικό άξονα πολιτικής.
Ας δούμε τώρα πως τοποθετούνται ο ΕΣ και το ΝΛΜ σε αυτά τα ζητήματα. Για οικονομία χώρου παρεντίθενται οι θέσεις τους σε εκείνα μόνο, που λόγω ιδεολογικών καταβολών έπρεπε να διαφέρουν περισσότερο από την πολιτική Μακρόν. Πριν τις Ευρωεκλογές ο ΕΣ μιλούσε για στενότερες σχέσεις με τη Ρωσία, αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, τερματισμό του σχεδίου συμπαραγωγής όλων με τη Γερμανία, αποστασιοποίηση από τις ΗΠΑ, ενώ επέκρινε την αποστολή όπλων στην Ουκρανία και την «πράσινη» μετάβαση. Σήμερα αυτά έχουν πάψει, ενώ είναι χαρακτηριστική η δέσμευση στην αποστολή όπλων στην Ουκρανία και στην ουδετερότητα στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ως το 2050. Πλέον οι διαφοροποιήσεις αφορούν την προτεραιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας έναντι των ΑΠΕ και την κριτική στις δηλώσεις Μακρόν για αποστολή στρατιωτών στην Ουκρανία. Από την άλλη το ΝΛΜ δέχθηκε τη Χαμάς ως τρομοκρατικό δρών, θέση στην οποία το Ισραήλ στηρίζει το «δικαίωμα του στην αυτοάμυνα», αλλά και τη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, ενώ μιλά για οικονομική ενίσχυση των αδυνάμων μέσω της ανάπτυξης (η οποία θα αποζημιώσει τις εταιρείες για τις απώλειες από την όποια φορολόγηση των «υπερκερδών»), εμμένει στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, δηλώνει υπέρ ενός παγκόσμιου ρόλου για τη Γαλλική διπλωματία (η ιμπεριαλιστική πολιτική στα Γαλλικά). Οι αποκλίσεις του περιορίζονται σε υποσχέσεις για κατάργηση σχετικά πρόσφατων λαομίσητων μέτρων, την αποσυσχέτιση από τον «πόλεμο του Νετανιάχου», την αναγνώριση Παλαιστινιακού κράτους, την αποστολή κυανοκράνων στις πυρηνικές υποδομές της Ουκρανίας, τη ζήτηση αναθεώρησης του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Επακόλουθα, οι θέσεις του διαφαινόμενου νέου Γαλλικού κυβερνητικού διπόλου ταυτίζονται με τους κύριους άξονες της πολιτικής Μακρόν και διαφέρουν μόνο ως προς «καθημερινές» και σχετικά νέες πρακτικές υλοποίησης τους.
Σε αυτή τη βάση, οι κύριοι άξονες της πολιτικής Μακρόν αποδεικνύονται σε πυρήνα της «εθνικής» πολιτικής της Γαλλίας. Η υιοθέτηση τους από ΕΣ και ΝΛΜ αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην επανάληψη τους, η οποία και θα κρίνει κατά πόσο οι δυο τους μπορούν και θέλουν έστω να εφαρμόσουν τα πρακτικά στοιχεία της πολιτικής τους στα οποία και διαφέρουν μεταξύ τους αλλά και με το Μακρόν. Δεδομένου ότι το γενικό ορίζει το ειδικό, αυτό το ενδεχόμενο περιορίζεται στο βαθμό που δεν ανατρέπει τους κεντρικούς άξονες πολιτικής. Η εμπειρία της Ελλάδας είναι διδακτική. Αν λοιπόν η Ρωσία συνεχίσει την προέλαση στην Ουκρανία μην εκπλαγείτε αν ο ΕΣ στείλει Γαλλικά στρατεύματα εκεί. Την ίδια ώρα το βασικό πλαίσιο του Μακρόν καθίσταται υπερκομματικό και αναγνωρίζεται ως αυτονόητη αναγκαιότητα απ’ όλο το πολιτικό φάσμα. Σύντομα οι ΕΣ και ΝΛΜ θα θεωρούνται μετριοπαθείς δυνάμεις. Πράγματι, το «κέντρο» ενισχύεται στη Γαλλία.
Βεβαίως, αυτό το «κέντρο» δεν ομοιάζει με το πολιτικό κέντρο που περιγράφει η πολιτική επιστήμη και αναμένει ο μέσος πολίτης. Το τελευταίο είναι προϊόν γεωγραφικής διαίρεσης της πολιτικής με όρους αριστερά-δεξιά. Αυτός ο διαχωρισμός, στο βαθμό που όντως εκφράζει πραγματικές διαιρέσεις, ταυτίζει την αριστερά με το συμφέρον της εργατικής τάξης και των μη προνομιούχων, την ειρήνη και τη δημοκρατία, ενώ τη δεξιά με τους ισχυρούς, τον πόλεμο και τον αυταρχισμό. Αν ο αναγνώστης επιμένει σε αυτού του είδους το διαχωρισμό, τότε μπορεί να κατατάξει ο ίδιος την «εθνική» Γαλλική πολιτική στο παραπάνω φάσμα. Ε κεντρώα απ’ αυτή την άποψη δεν τη λες.
Στο μεταξύ, η απουσία στρατηγικών διαφορών μεταξύ ΕΣ και ΝΛΜ αναγκαστικά οδηγεί σε όξυνση της αντιπαράθεσης τους σε επουσιώδη θέματα. Η στρογγυλοποίηση μάλιστα ακόμη και των «καθημερινών» πρακτικών/προτάσεων τους, ένεκα της προσαρμογής τους στην ωμή πραγματικότητα, θα εντείνει την τοξικότητα στην πολιτική ζωή. Το ένστικτο «επιβίωσης» του Μακρόν ωθεί αυτό το κλίμα. Η επίκληση από τον ίδιο του κινδύνου αποσταθεροποίησης της χώρας από την άνοδο των «άκρων», του «ακροδεξιού μπαμπούλα» από το ΝΛΜ και της «Κομουνιστικής απειλής» από τον ΕΣ, θα κλιμακωθεί, έως ότου εμπεδωθεί απ’ όλους η κοινή πίστη στην ίδια πολιτική και αποχαρακτηριστούν οι ΕΣ και ΝΛΜ από ακραίες δυνάμεις. Η εξέλιξη της διαδικασίας ωστόσο θα συνοδευτεί αναπόφευκτα από ορισμένη απροβλεπτότητα. Η πολιτική τοξικότητα και οι προσωπικές φιλοδοξιών των εμπλεκόμενων προσώπων το εγγυούνται. Η εμπειρία της Ελλάδας είναι και πάλι διδακτική. Η απροβλεπτότητα θα τροφοδοτεί και θα θρέφεται από την αναταραχή στην οικονομία και το χρηματιστήριο, παρατείνοντας την περίοδο «μπαλώματος» του πολιτικού συστήματος, μετά τα «σχισίματα» που υπέστη στις Ευρωεκλογές. Την ίδια ώρα, η δυσαρέσκεια του λαού για τον πόλεμο, τα οικονομικά αδιέξοδα, η διαφωνία του με την «εθνική» πολιτική, η οποία εκφράστηκε με τη στήριξη σε δυνάμεις με φαινομενικά αντιπολεμική και αντισυστημική ρητορική, θα συνεχίσει να οξύνεται και να βαθαίνει. Η ανάγκη για ένα κόμμα που θα εκφράσει τα δικά του συμφέροντα και τις δικές του διαθέσεις γίνεται πιο επιτακτική!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου