Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Εκλογές ΗΠΑ: Η οικονομία έβγαλε πρόεδρο τον Ντ. Τραμπ

Γιώργος Παυλόπουλος

Η απόπειρα της Κάμαλα Χάρις, αντιπροέδρου την τελευταία τετραετία και, άρα, συνυπεύθυνης για την πολιτική που ακολουθήθηκε, να πετάξει την… μπάλα στην εξέδρα απέτυχε παταγωδώς. Τραμπ και Ρεπουμπλικάνοι στόχευσαν στην «καρδιά» και πέτυχαν διάνα, μιας και οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν τα πάντα μέσα από το πρίσμα της οικονομίας.
Καθαρή νίκη, απόλυτη κυριαρχία

Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε διαψεύσει τους δημοσκόπους στις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, το 2016 και το 2020, συγκεντρώνοντας στην κάλπη ποσοστά αρκετά υψηλότερα σε σύγκριση με εκείνα που πρόβλεπαν. Αυτή τη φορά όμως κυριολεκτικά τους ρεζίλεψε. Κι αυτό διότι, όχι απλώς επικράτησε και στις επτά αμφίρροπες πολιτείες-κλειδιά, στις περισσότερες μάλιστα με διαφορά κάθε άλλο παρά οριακή, αλλά συγκέντρωσε περισσότερες ψήφους από την Κάμαλα Χάρις και σε πανεθνικό επίπεδο. Μην αφήνοντας έτσι το περιθώριο σε κανέναν να ισχυριστεί πως η νίκη του ήταν αποτέλεσμα του στρεβλού εκλογικού συστήματος των ΗΠΑ (όπως το 2016), όπου τον αποφασιστικό λόγο δεν έχουν οι πολίτες, αλλά το σώμα των 538 εκλεκτόρων.

Με τον τρόπο αυτό, ο Τραμπ κατάφερε να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο μετά από μια τετραετία, κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί στη χώρα εδώ και 140 περίπου χρόνια. Το έκανε δε όντας παντοδύναμος, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι διασφάλισαν την πλειοψηφία στη Γερουσία, κερδίζοντάς την από τους Δημοκρατικούς, πιθανότατα δε και στη Βουλή – κάτι που, εάν τελικώς επιβεβαιωθεί, θα του προσφέρει «λευκή επιταγή» για τα επόμενα δύο τουλάχιστον χρόνια, δηλαδή μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026.

Με βάση την παραπάνω εικόνα, ο ίδιος δικαιούται να κομπάζει και να κάνει λόγο για άνοιγμα μιας νέας σελίδας στην αμερικανική πολιτική, την οποία ονόμασε «Χρυσό Αιώνα των ΗΠΑ». Στο πρόσωπο, άλλωστε, του (ικανότατου και φιλόδοξου) αντιπροέδρου του, Τζέι Ντι Βανς, πολλοί βλέπουν ήδη τον διάδοχό του, ο οποίος θα επιδιώξει να επεκτείνει την πολιτική κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων και του πολιτικού-ιδεολογικού-πολιτισμικού τους αφηγήματος.


Η μεγάλη συμμετοχή στις εκλογές, όπως και το 2020, που παρέμεινε στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και ένα αιώνα, αναδεικνύει ένα νέο ρεύμα πολιτικοποίησης


Πού βασίστηκε η μεγάλη επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ και ο θρίαμβος των Ρεπουμπλικάνων και γιατί ηττήθηκαν τόσο εμφατικά η Κάμαλα Χάρις και οι Δημοκρατικοί; Με τι θα μοιάζει η επόμενη μέρα, τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο; Πολλά γράφονται και λέγονται ήδη γύρω από τα παραπάνω ερωτήματα, καθώς είναι σαφές ότι η αλλαγή σκυτάλης στην πολιτική ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών θα έχει συνέπειες σε όλα τα επίπεδα, είτε δρομολογώντας νέες εξελίξεις είτε επιταχύνοντας κάποιες που είχαν ήδη ξεκινήσει, εντός και εκτός συνόρων.

Το κυρίαρχο αφήγημα είναι πως η βασική «δεξαμενή» από την οποία αντλεί τη δύναμή του και τις ψήφους του ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ περιλαμβάνει πρωτίστως τους λιγότερο μορφωμένους, τους κατοίκους της επαρχίας και των αγροτικών περιοχών και ημιαστικών κέντρων, τους μεγαλύτερους σε ηλικία και, φυσικά, τους άντρες και λευκούς. Η αλήθεια δε είναι πως τα exit polls (με όση ακρίβεια μπορούν να έχουν, μετά το νέο φιάσκο τους) δείχνουν καταρχάς να επιβεβαιώνουν τις παραπάνω εκτιμήσεις. Πράγματι, υπέρ του Τραμπ φέρεται να ψήφισε το 54% των ανδρών και μόνο το 44% των γυναικών, το 53% όσων ανήκουν στην ηλικιακή κατηγορία 45-64 ετών – που βρίσκονται αντικειμενικά αντιμέτωποι με την πιο έντονη εργασιακή ανασφάλεια – και το 50% άνω των 65. Επίσης, το 54% όσων δεν διαθέτουν πτυχίο κολεγίου και το 55% των λευκών, έναντι μόλις 12% των Αφροαμερικανών, 45% των Λατίνων και 38% των Ασιατών.

Η συγκεκριμένη μεγάλη εικόνα, όμως, τείνει να αποκρύψει ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά και μεταβολές στη στάση του εκλογικού σώματος. Όπως για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο νέος πρόεδρος αύξησε κατά αρκετές μονάδες την επιρροή του στις μειονότητες, τα μέλη των οποίων προφανώς απογοητεύτηκαν από τις πολιτικές τόσο του Τζο Μπάιντεν (και της Χάρις ως αντιπροέδρου του) όσο και του Μπαράκ Ομπάμα – είναι γνωστό, εξάλλου, ότι ο πρώτος στήριξε και ενίσχυσε το τείχος στα σύνορα με το Μεξικό, ακολουθώντας σκληρή πολιτική στο μεταναστευτικό, ενώ οι διακρίσεις και η κρατική παραβατικότητα σε βάρος των μειονοτήτων κάθε άλλο παρά μειώθηκε.

Την ίδια στιγμή, η καθαρή επικράτηση του Τραμπ στις μεσοδυτικές πολιτείες (Πενσιλβάνια, Μίσιγκαν και Ουισκόνσιν), όπου χτυπά η «καρδιά» της βιομηχανικής Αμερικής, αναδεικνύει την ισχυρή απήχηση που έχουν οι θέσεις του ίδιου και συνολικά των Ρεπουμπλικάνων στο στρώμα των αποκαλούμενων «μπλε κολάρων». Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι σύμφωνα με τις έρευνες στην κάλπη, σε δύο τουλάχιστον από τις παραπάνω πολιτείες ο Τραμπ επικράτησε καθαρά της Χάρις σε όλες τις ηλικίες του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ήτοι από 18 ως 64, χάνοντας στους μεγαλύτερους και συνταξιούχους.

Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει το βασικό συμπέρασμα και αυτών των εκλογών: Ότι κρίθηκαν κυρίως στο μέτωπο της οικονομίας, μέσα από το πρίσμα της οποίας οι Αμερικανοί (και όχι μόνο) αντιμετωπίζουν ουσιαστικά όλα τα άλλα μεγάλα ζητήματα – από το μεταναστευτικό μέχρι και την εξωτερική πολιτική, τη θέση των ΗΠΑ στον κόσμο και την εμπλοκή τους στα ανοιχτά πολεμικά μέτωπα. Για του λόγου το αληθές, πάντα σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, από τα τρία τέταρτα του συνόλου των ψηφοφόρων που θεωρεί ότι η χώρα οδεύει προς τη λάθος κατεύθυνση, το 61% ψήφισε τον Τραμπ, με το ποσοστό να εκτινάσσεται στο 71% για εκείνους που δηλώνουν «οργισμένοι». Επιπλέον, από όσες και όσους τοποθετούν την οικονομία στην πρώτη θέση των προβλημάτων, ο Τραμπ απέσπασε το εντυπωσιακό 79%.

Αντιθέτως, οι επιδόσεις της Χάρις επιβεβαίωσαν την εκτίμηση πως ο «δικαιωματισμός» δεν κερδίζει εκλογές. Απόδειξη το γεγονός ότι ενώ απερχόμενη αντιπρόεδρος και υποψήφια των Δημοκρατικών πόνταρε σχεδόν τα ρέστα της στις γυναίκες και το ζήτημα των αμβλώσεων, της διασφάλισαν σχετικά μικρό προβάδισμα στη μερίδα εκείνη των ψηφοφόρων που πήγαν στην κάλπη με αυτά ως βασικό κριτήριο – είναι ενδεικτικό, ανάμεσα στα άλλα, ότι η Χάρις συγκέντρωσε μικρότερο ποσοστό στις γυναίκες από ό,τι ο Μπάιντεν το 2020 (54% έναντι 57%).

Με βάση αυτόν τον καμβά, μπορούμε εύλογα να συμπεράνουμε ότι ο Τραμπ έπεισε περισσότερο και στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Όταν υποσχόταν πως εάν εκλεγεί θα φέρει την ειρήνη στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή (αν και χωρίς να διευκρινίσει πώς ακριβώς θα το καταφέρει…), δύο μέτωπα στα οποία οι ΗΠΑ έχουν διαθέσει πολλά δισ. δολάρια κατά τη θητεία Μπάιντεν-Χάρις, οι Αμερικανοί καταλάβαιναν πως αυτά τα χρήματα θα καταλήξουν στις τσέπες τους. Το ίδιο και όταν διεμήνυε προς την ΕΕ ότι θα την κάνει να πληρώσει πολλά περισσότερα για το ΝΑΤΟ, όπως και όταν έκανε λόγο για επιβολή τεράστιων δασμών στις εισαγωγές προϊόντων τόσο από την Κίνα όσο και από την Ευρώπη και άλλες χώρες (π.χ. Μεξικό).

Όλα τα παραπάνω, ο Τραμπ τα παρουσίασε πολύ πιο συγκροτημένα και συγκεκριμένα από ό,τι η αντίπαλός του, έστω και αν συχνά γινόταν ακραίος και κυνικός, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά ότι σε περιόδους κρίσης και μεγάλων αλλαγών, ο κόσμος προτιμά τις «σταράτες» κουβέντες από τα μισόλογα και τις λεπτές και ακατανόητες ισορροπίες. Τα συμπύκνωσε δε, στην πρώτη του μετεκλογική δήλωση, μιλώντας για την έναρξη ενός «Χρυσού Αιώνα για τις ΗΠΑ», ο οποίος αποτελεί φυσική συνέχεια του συνθήματος «Πρώτα η Αμερική», που στην πράξη δεν υποστηρίχθηκε μόνο από τον ίδιο, κατά την πρώτη του θητεία, αλλά και από τους Μπάιντεν και Ομπάμα – δημιουργώντας εν γένει μια αντίφαση με τον γενικότερο «κοσμοπολιτισμό» που απέπνεαν, η οποία σταδιακά γινόταν ολοένα πιο εμφανής και αισθητή.

Και κάτι τελευταίο, αλλά σίγουρα όχι σε σημασία. Η θεωρία ότι μεγάλο τμήμα των εκπροσώπων του αμερικανικού καπιταλισμού δεν ήθελαν πρόεδρο τον Τραμπ και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να χάσει αποτελεί πρακτικά ένα μύθο. Πέρα από τον μεγάλο του χορηγό και υποστηρικτή, τον Ίλον Μασκ, ο νέος πρόεδρος είχε ουσιαστικά τη στήριξη και πολλών άλλων. Όπως του Τζεφ Μπέζος, ιδιοκτήτη της Amazon και της Washington Post, ο οποίος στο συγχαρητήριο μήνυμά του σημείωσε, ανάμεσα στα άλλα: «Κανένα έθνος δεν έχει μεγαλύτερες ευκαιρίες. Εύχομαι στον Ντόναλντ Τραμπ πραγματική επιτυχία στην προσπάθειά του να ηγηθεί και να ενώσει την Αμερική που όλοι αγαπάμε».

Αλλά και προεκλογικά, τα στοιχεία έδειξαν πως πάνω από τα δύο τρίτα των «χορηγιών» από 150 Αμερικανούς δισεκατομμυριούχους κατέληξαν στις τσέπες του Τραμπ και των Ρεπουμπλικάνων υποψηφίων για το Κογκρέσο. Μήπως, τελικά, ο αδίστακτος αμερικάνικος καπιταλισμός βρήκε στο πρόσωπο του Τραμπ τον πρόεδρο που του αξίζει και έχει ανάγκη;

Ίλον Μασκ, ο υπερ-καπιταλιστής

Τρομακτική, πλέον, οικονομική και πολιτική ισχύς στα χέρια του


Ο Ίλον Μασκ αποτελεί, αναμφίβολα, ένα από τα πρόσωπα αυτής της αναμέτρησης. Όχι μόνο για τον καθοριστικό ρόλο που όλοι συμφωνούν πως έπαιξε ώστε να επανεκλεγεί ο Τραμπ, αλλά και διότι αναδεικνύεται στον κορυφαίο εκπρόσωπο του αμερικανικού – και, σε μεγάλο βαθμό, του παγκόσμιου κεφαλαίου. Συγκεντρώνει, άλλωστε, στα χέρια του τόσο μεγάλη ισχύ πρωτίστως οικονομική και ολοένα περισσότερο και πολιτική, που αρκεί για να προκαλέσει τρόμο, αναδεικνύοντας μια ακόμη πλευρά του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Διαθέτει, συγκεκριμένα, τη μεγαλύτερη περιουσία, η οποία ονομαστικά ξεπερνά τα 280 δισ. δολάρια – είναι, δηλαδή, σχεδόν μιάμιση φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας. Κατέχει ηγετική θέση σε τρεις από τους κλάδους του μέλλοντος στην καπιταλιστική οικονομία: τα ηλεκτρικά οχήματα, τα κρυπτονομίσματα και το διάστημα, όπου η Space-X αποτελεί πλέον αναπόσπαστο συμπλήρωμα της NASA. Ελέγχει ένα από τα πιο σημαντικά και επιδραστικά μέσα επικοινωνίας, την πλατφόρμα Χ (πρώην Twitter), που εξαγόρασε γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι ενδέχεται για μεγάλο διάστημα να είναι ζημιογόνα ή να μην του αποφέρει σημαντικά κέρδη.

Πλέον, με την εκλογή του Τραμπ στην προεδρία, ο Μασκ – ο οποίος έτσι κι αλλιώς διατηρεί διαύλους απευθείας επικοινωνίας με τους πολιτικούς ηγέτες όλων των ισχυρών χωρών – μετατρέπεται αντικειμενικά και στο «δεξί χέρι» του προέδρου της πρώτης ανάμεσά τους. Ουδείς αμφιβάλλει ότι, ανεξαρτήτως της τυπικής θέσης που θα αναλάβει (εάν αναλάβει), θα παίζει καθοριστικό ρόλο στη λήψη όλων των σημαντικών αποφάσεων. Φυσικά με το αζημίωτο – εξάλλου, τα 120 εκατ. περίπου δολάρια που εκτιμάται πως διέθεσε στην προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ, του απέφεραν μια αύξηση της χρηματιστηριακής αξίας των επιχειρήσεών του κατά 18,5 δισ. μόνο σε μία μέρα! Διόλου άσχημα, πράγματι…

Η ΕΕ στο φόντο της νίκης του Τραμπ

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η επιστροφή του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ θα εντείνει, αναμφίβολα, την «υπαρξιακή» της κρίσης. Το ευρωπαϊκό καπιταλιστικό οικοδόμημα είναι σαφές ότι αντιμετωπίζει εδώ και καιρό σοβαρό πρόβλημα συνοχής και προσανατολισμού, μην έχοντας κατορθώσει κατά τις προηγούμενες – και πιο «ομαλές» – δεκαετίες να πλαισιώσει την οικονομική του ισχύ με πολιτική και στρατιωτική. Παρά δε την ολοένα πιο εμφανή αντιδραστική στροφή της ΕΕ, με την οποία επιχειρείται να ξεπεραστεί αυτή η κρίση, το πιθανότερο είναι ότι όχι απλώς θα συνεχιστεί, αλλά θα ενταθεί σε ένα περιβάλλον σκληρού ανταγωνισμού, που κινδυνεύει να γίνει «σάντουιτς» ανάμεσα στις (εταίρους) ΗΠΑ και την (αντίπαλο) Κίνα.

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι στην πορεία προς τις αμερικανικές εκλογές και στο πλαίσιο της συζήτησης για τις συνέπειες που θα είχε πιθανή επικράτηση του Τραμπ, εμφανίστηκε ένα «στρατόπεδο» το οποίο υποστήριξε ανοιχτά πως μια τέτοια εξέλιξη θα έχει θετικό αντίκτυπο για την ΕΕ. Κι αυτό διότι, όπως σημείωναν οι εκπρόσωποί του, θα της έδινε την ώθηση να πάρει αποφάσεις και να εφαρμόσει πολιτικές που δίσταζε μέχρι σήμερα, διατηρώντας την αυταπάτη ότι για όλα θα φροντίσει ο «μεγάλος αδελφός» από την άλλη όχθη του Ατλαντικού.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πρέπει να αναμένουμε σοβαρές εξελίξεις στην Ευρώπη το επόμενο διάστημα. Την επιτάχυνση της στροφής στην «πολεμική οικονομία», την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, ντόπιων και μεταναστών, στο εσωτερικό των «27» προκειμένου να καλυφθεί η ανταγωνιστική υστέρηση απέναντι στα άλλα κέντρα, καθώς και ένα κύμα πολιτικού «σκοταδισμού».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (9.11.24)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου