Από τα άσυλα των φτωχών στην αδελφότητα των αλητών
Θοδωρής Ηλιόπουλος*
''Πόσο αγαπώ τον αλήτη! Απ’ όλες τις ανθρώπινες φύσεις, καμία δε συγκρίνεται με τη γνήσια, ανάλλαχτη από τη γέννα φύση του αλήτη''. Walt Whitman/Sun-Down papers. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώματα: Μπάμπης Κοσοβίτσας Εκδόσεις FIREBRAND, 2024
Οι μεταφράσεις τεσσάρων κειμένων των George Orwell, Panait Istrati, Rosa Luxemburg και Gregor Gog αντίστοιχα, η εισαγωγή και τα σημειώματα του ίδιου του δημιουργού Μπάμπη Κοσοβίτσα καθώς και η αγάπη που τρέφει ο ίδιος για τους αλήτες απανταχού της γης, είναι όλα όσα συναντώνται στο βιβλίο ΑΠΟ ΤΑ ΑΣΥΛΑ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ ΣΤΗΝ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΛΗΤΩΝ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις FIREBRAND.
Το εν λόγω βιβλίο που δεν ξεπερνά τις εκατό πενήντα σελίδες, περιγράφει τη ζωή των κατατρεγμένων απόκληρων της κοινωνίας, που έζησαν στις αρχές του 20ου αιώνα και μας ταξιδεύει στην άγνωστη περιπλάνησή τους στους δρόμους και στα ιδρύματα της Μεσευρώπης.
Τι είναι, όμως, αυτό που συνδέει τους παραπάνω συγγραφείς με τη φιλικά διακείμενη αλητεία; Τα ελάχιστα εργοβιογραφικά στοιχεία που παρατίθενται παρακάτω, αποδεικνύουν ότι παρά τις διαφορετικές αφετηρίες και διαδρομές που είχαν μεταξύ τους, το κοινό τους στοιχείο ήταν ο αλήτικος βίος. Τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και σε πρακτικό. Ένας αντισυμβατικός αλήτικος βίος που από τη μία αρνιόταν να μπει σε καθεστώς «προστατευόμενου είδους» κοντράροντας τους νόμους του κράτους και από την άλλη φλεβοτομούσε στους λυσσαλέους ταξικούς αγώνες.
Ο George Orwell ο άλλοτε Eric Arthur Blair (1903-1950) ανοίγει την αυλαία των αλητών. Αποποιούμενος το παρελθόν του, που του πρόσφερε εργασιακή ασφάλεια και κοινωνική αποδοχή, ζει για καιρό σε καθεστώς φτώχειας στο Παρίσι και το Λονδίνο. Εκεί εργάζεται περιστασιακά και συναναστρέφεται με διάφορους αλήτες, οι οποίοι το 1933 «ενσαρκώνονται» στο βιβλίο του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (La Vache Enragée). Η απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής είναι συνειδητή, η οποία φέρει την πολιτική του ωρίμανση. Τα βιβλία που θα ακολουθήσουν έπειτα: Μέρες της Μπούρμα (1934), Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), θα δώσουν το χρονικό εκείνης της περιόδου καταγράφοντας την εξέλιξη των ιδεών του. Η απέχθεια του απέναντι σε όλες τις μορφές ολοκληρωτισμού, τον ακολουθεί μέχρι και τη στιγμή του θανάτου του.
Στο κείμενο του ο George Orwell, μας κρεμά στον γάντζο και μας αφήνει επίτηδες εκεί μετέωρους, για να νιώσουμε τόσο την αιχμαλωσία των τροφίμων, όσο και τις συνθήκες που επικρατούν στο ίδρυμα. Αποσβολωμένοι νιώθουμε την οργή του κουμανταδόρου Αλητάρχη που στρέφεται εναντίον δεκάδων ελεύθερων -μέχρι πρότινος- αλητών. Τα κελιά τους είναι μόλις οχτώ επί πέντε πόδια, ανήλια, που φωτίζονται μονάχα από ένα μικροσκοπικό καγκελόφραχτο παράθυρο και τον «μαρτυριάρη» στην πόρτα. Σύρονται εκεί για ώρες και αναγκάζονται να πειθαρχήσουν, ώσπου αφήνονται και πάλι ελεύθεροι. Στην αρχή, συναντούν την αυλή του γάντζου που μοιάζουν όλα να είναι φωτεινά κι έπειτα επιστρέφουν και πάλι στους δρόμους όπου εκεί είναι όλα ήσυχα και οι μυρωδιές τόσο καθαρές, που τους είναι δύσκολο να κατανοήσουν ότι μόλις πριν από λίγα λεπτά, βρισκόντουσαν μπουζουριασμένοι μαζί με ένα συρφετό εγκλείστων μέσα σε μια μπόχα αποχέτευσης και ποτάσας.
Στη συνέχεια, o «Μαξίμ Γκόρκι των Βαλκανίων» Panait Istrati (1884-1935) κάνει την εμφάνισή του ως ένας Βαλκάνιος αλήτης. Γιος της πλύστρας Ζωίτσας Ιστράτι (Joiţa Istrate) και του Κεφαλλονίτη παράνομου καπνέμπορου Γεώργιου Βαλσαμή, ολοκληρώνει με δυσκολία τη μάθησή του στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ωστόσο κάνει πολλές δουλειές για να ζήσει ενώ παράλληλα τον κερδίζει η συγγραφή. Τόσο άρθρων σε σοσιαλιστικά περιοδικά όσο και βιβλίων τα οποία και μεταφράστηκαν σε ουκ ολίγες γλώσσες. Έπειτα από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, προσβάλεται από φυματίωση και πεθαίνει σε σανατόριο στο Βουκουρέστι.
Στον Πρόλογό του της πρώτης γαλλικής έκδοσης του βιβλίου Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (La Vache Enragée), βλέπει στο πρόσωπό του τον συγγραφέα που προλογίζει και γίνεται ένα με αυτόν. Παρότι που δεν έχει ζήσει τα φρικτά αγγλικά νυχτερινά άσυλα, ο ίδιος πλανάται σε εκείνους τους περιβάλλοντες δρόμους και ταυτίζεται με όλους όσους τους διαβιούν.
Εκεί και μεταξύ άλλων αναφέρει: Ακολουθούμε τον Orwell σ’ αυτή τη φρικτή ζωή στις φτωχογειτονιές του Παρισιού και κυρίως του Λονδίνου σαν να είμαστε οι σύντροφοί του· μας τη δείχνει ενώ τη μοιράζεται μαζί μας. Εδώ κανείς δεν ποζάρει, ούτε αυτός ούτε εμείς. Τίποτα δε θυμίζει αυτές τις μαριονέτες που στέκονται η μία απέναντι στην άλλη… Κανένα στερεότυπο… Ζούμε, όλοι, μέσα σε αυτό το βιβλίο… τη στιγμή που όλα εκεί μέσα είναι τρομακτική οδύνη και αγία εξέγερση. Εν τούτοις διερωτάται, πώς τα καταφέρνει ο συγγραφέας να φτάσει σ’ αυτή την ισορροπία; Και καταλήγει, Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου είναι ένα έργο που θα σας κάνει να σκεφτείτε, να συλλογιστείτε πάνω στις πίκρες της ύπαρξης σαν να είναι ένα μυθιστόρημα του Μπαλζάκ, χωρίς όμως να σας αναγκάζει να καταπιείτε και τον σχολαστικισμό του Μπαλζάκ. Η λογοτεχνική γραφή θα ξαναβρεί αυτή τη φυσικότητα, ειδάλλως θα πεθάνει για πολύ καιρό.
Η Roza Luxemburg (1879-1919) συνεχίζει να κάνει πολιτική στον καμβά του δρόμου. Ως γνωστό, άνηκε στις μη προνομιούχες τάξεις και συχνά στις διωκόμενες μειονότητες λόγω της εβραϊκής καταγωγής της. Παρόλο όμως που δε σχετιζόταν με τη θρησκεία, δε γλίτωσε από τον αντισημιτισμό. Ακολούθησε ωστόσο μια ανεξάρτητη ζωή, ενάντια στις στενές αντιλήψεις της εποχής της, με ακαδημαϊκή μόρφωση σε μια περίοδο που ελάχιστες γυναίκες σπούδαζαν. Επί πλέον, είχε ενεργό πολιτική ζωή, όπου οι προκαταλήψεις εναντίον των γυναικών που έπαιζαν κάποιον ρόλο στη δημόσια σφαίρα ήταν ευρέως διαδεδομένες τότε, ακόμη και στα κόμματα της αριστεράς. Βίωνε τους έρωτες της όχι ως σύζυγος, κάτι που την έκανε να μοιάζει προκλητική σύμφωνα με τα κοινωνικά ήθη της εποχής της. Ήταν μια εξόριστη, μια ξένη και παρέμενε μια Πολωνή παρά τη γερμανική της υπηκοότητα. Η ίδια κατατρεγμένη με το τόσο τραγικό τέλος, στάθηκε επί σειρά ετών στο πλευρό των κατατρεγμένων.
Το ίδιο συνέβη και με το άσυλο της οδού Fröbel, όπου τις εορταστικές μέρες τις Πρωτοχρονιάς, δεκάδες άστεγοι πέθαναν εξαιτίας μιας τροφικής δηλητηρίασης. Το μέχρι τότε απεχθές κτίριο μπήκε στο επίκεντρο του γενικού ενδιαφέροντος. Όλοι πλέον ασχολήθηκαν με αυτό, προσπαθώντας να διαλευκάνουν την υπόθεση. Τα σενάρια της δηλητηρίασης ήταν δύο: οι θάνατοι (οι οποίοι περιορίστηκαν στον χώρο του ασύλου) προήλθαν από την κατανάλωση πάμφθηνων, σάπιων καπνιστών ρεγκών ή νοθευμένου σπίρτου (κακής ποιότητας, πολύ δυνατό αλκοόλ). Οι δε αστυνομικές αρχές έσπευσαν να καθησυχάσουν τους καλούς πολίτες λέγοντάς τους ότι δεν πρόκειται για μεταδοτική ασθένεια, δηλαδή, δεν εγκυμονεί κίνδυνος για τους καθώς πρέπει κατοίκους, για την αφρόκρεμα των ανθρώπων της πόλης. Και οι θάνατοι είναι οι θάνατοι εκείνων που δεν άξιζαν τίποτε περισσότερο.
Η Roza Luxembourg τότε κραυγάζει τα εξής: Αυτοί οι θάνατοι έχουν όνομα: Joseph Geihe, είκοσι ενός ετών – εμποροϋπάλληλος, Karl Melchior, σαράντα επτά ετών – εργάτης, Lucian Szczyptierowski, εξήντα πέντε ετών κ.ο.κ. Και οι δεκάδες αυτοί πλάνητες ήταν εξίσου μέρη της ύπαρξης του προλεταριάτου, όπως ακριβώς και ο κάθε καλοπληρωμένος, ειδικευμένος εργάτης που στις γιορτές απολαμβάνει τη θαλπωρή του σπιτιού του, ανταλλάσσει ευχετήριες κάρτες με τους αγαπημένους και έχει την οικονομική δυνατότητα να κάνει ένα ακριβό δώρο στον εαυτό του. Το δε άσυλο των αστέγων και τα αστυνομικά κρατητήρια είναι οι πυλώνες της σύγχρονης κοινωνίας, όπως ακριβώς το μέγαρο του καγκελάριου του Ράιχ και η Deutsche Bank (το πιο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα στη Γερμανία του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’). Και το δηλητηριασμένο τσιμπούσι με τις ρέγκες και το νοθευμένο αλκοόλ στο δημοτικό κατάλυμα είναι το αθέατο υπόβαθρο για το χαβιάρι και τη σαμπάνια στο τραπέζι των εκατομμυριούχων.
Κατά συνέπεια, τα πτώματα των δηλητηριασμένων αστέγων του Βερολίνου, που είναι σάρκα από τη σάρκα μας και αίμα από το αίμα μας, πρέπει να σηκωθούν ψηλά από εκατομμύρια χέρια προλετάριων και να μεταφερθούν στη νέα χρονιά του αγώνα με την κραυγή: κάτω η επαίσχυντη κοινωνική τάξη που γεννά τέτοιες φρικαλεότητες!
Ο τέταρτος πλάνητας της παρέας Gregor Gog, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η γέννηση του στις 7 Νοέμβρη του 1891 στην πρωσική πόλη Σβερίν επί του ποταμού Βάρτα (σημερινή Σκβίρζινα της Πολωνίας), σηματοδοτεί έναν πλούσιο περιπλανώμενο βίο, ο οποίος ολοκληρώνεται μετά από πενήντα τέσσερα χρόνια. Στις 7 Οκτώβρη του 1945 πεθαίνει εξόριστος στη Σοβιετική Ένωση έπειτα από́ μακρά́ και βαριά́ ασθένεια -αποτέλεσμα των παρελθοντικών βασανιστηρίων που υπέστη από τους ναζί- και κηδεύεται στο Νεκροταφείο των Κομμουνιστών της Τασκένδης.
Κάπου ανάμεσα στα χρόνια εκείνα και μεταξύ άλλων περιπλανήσεων, το 1927 ανέλαβε την αρχισυνταξία του πρώτου περιοδικού δρόμου στην Ευρώπη, Ο Αλήτης (Der Kunde), που αποτέλεσε το κεντρικό όργανο των πλανόβιων. Έναν χρόνο μετά, το 1928, κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο. Το Πρελούδιο μιας φιλοσοφίας των δρόμων (Vorspiel zu einer Philosophie der Landstraße) συνοδευόταν από το εξής γνωμικό: "Καλύτερα μια ζωή καταδικασμένος σε θεοκατάρατη ζωή στον βούρκο, παρά έστω και για μία μόνο μέρα αστός!".
Επί χάρτου, o Gregor Gog είναι εκείνος που κλείνει αυτό το τόσο ενδιαφέρον βιβλίο και από την ιστορική του πλευρά. Ο εκκωφαντικός λόγος του στην πρώτη σύναξη της Αδελφότητας των Αλητών, συσπειρώνει κάθε κατατρεγμένο που ματώνει καθημερινά περιπλανώμενος στην κοινωνία της εκμετάλλευσης. Και απευθύνεται σε χιλιάδες πλάνητες παρά το γεγονός ότι οι αρχές της Στουτγάρδης, φρόντισαν με κάθε τρόπο εκείνη η συνάντηση να μην καταστεί δυνατή. Μια ελεύθερη συνάντηση μέσα στο Ράιχ!
Και τότε το όνειρο και η προφητεία του πατέρα του ελεύθερου στίχου Walt Whitman, γίνεται πραγματικότητα. Οι αλήτες γίνονται μια αδελφότητα. Ο αλάνης, ο αλήτης, ο στρατοκόπος που ως τότε μετρούσε τον δρόμο του με τ' άστρα, παύει να περιπλανιέται μόνος. Και όλοι τους μαζί, δημιουργούν τη δική τους κοινωνία με αλλιώτικους όρους από τους συνηθισμένους.
Η "αλήτικη" συγγραφή του Μπάμπη Κοσοβίτσα δε συναντάται μονάχα εδώ. Έχει παρελθόν, όπως και μέλλον. Μας αποκαλύφθηκε τον Μάη του 2014 στο 17ο τεύχος του περιοδικού «Ο Φαρφουλάς» – Η ζωή θέλει αλητεία, με τα εξής άρθρα: Οιδίποδας, ένας αρχαίος αλήτης και Η εγκυκλοπαιδική γνώση για την αλητεία και αναμένουμε το υπό ανάπτυξη βιβλίο: Οι απάτριδες των γερμανικών δρόμων: – Από τους περιπλανώμενους ιεροσπουδαστές του μεσαίωνα στους αλήτες του μεσοπολέμου, – Το συνέδριο των αλητών, Στουτγάρδη 1929, από τις εκδόσεις FIREBRAND φυσικά.
*Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου