
Πρόκειται για ένα άθλο!
Μια εθνική προσπάθεια από θαρραλέους πατριώτες που με κίνδυνο της ζωής τους έσωσαν την πολιτιστική κληρονομία, την ίδια την «ταυτότητα» της Ελλάδας, από τους ναζί κατακτητές το 1941.
Όλοι οι ανεκτίμητης αξίας αρχαιολογικοί θησαυροί κρύφτηκαν και δεν βρέθηκαν παρά την λυσσαλέες προσπάθεια των Γερμανών, χάρις σε μια πρωτοφανή και έγκαιρη επιχείρηση στην Ακρόπολη και το Αρχαιολογικό Μουσείο στην οδό Πατησιών!
Οι λεπτομέρειες είναι συγκλονιστικές…
Ο «ΠΟΛΕΜΟΣ» ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ
Τομή στην ιστορία του Μουσείου, η κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διακόπτει βίαια την πορεία του.
Η Σέμνη Καρούζου, έφορος της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνίας, γίνεται η «ηρωίδα της απόκρυψης» και ο σύζυγός της Χρήστος Καρούζος, γενικός έφορος, γίνεται διευθυντής του Μουσείου το 1941.
Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο Μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη, νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους» θα αφηγηθεί η Σέμνη Καρούζου στην ομιλία της στο πρώτο συνέδριο του Συλλόγου Αρχαιολόγων το 1967 (30 Μαρτίου – 3 Απριλίου).
«Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση.
Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο.
Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια τσιμέντο.
Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή» έγραφε ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που το 1940, πρωτοετής φοιτητής, πρόσφερε εθελοντική εργασία για την απόκρυψη των εκθεμάτων.
Μαζί του εθελοντές βρέθηκαν και ο Αυστριακός Ότο Βάλτερ, διευθυντής του Αυστριακού Ινστιτούτου, που μάλλον συμπεριφέρθηκε ως αρχαιολόγος και όχι ως άνθρωπος του Άξονα, και ο περίφημος Άλαν Γουέις ανασκαφέας των Μυκηνών και μετέπειτα διευθυντής της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής.
Τα εκθέματα προστατεύτηκαν και κρύφτηκαν, άλλα σε ορύγματα στις αίθουσες του Μουσείου και άλλα σε καταφύγια της Αθήνας.
Τα χρυσά ασφαλίστηκαν στα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδας.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
Η σπουδαία αρχαιολόγος Σέμνη Καρούζου έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, στις 8 Δεκεμβρίου 1994.
Έχει περιγράψει ωστόσο εκείνες τις ηρωικές μέρες.
«Όταν ο στρατός κατοχής έμπαινε στην πρωτεύουσα τον Απρίλη του 1941, είχε πια συμπληρωθεί το έργο της απόκρυψης των αρχαίων θησαυρών του Εθνικού Μουσείου.
Έξι ολόκληρους μήνες, όσο κράτησε το Αλβανικό έπος, χρειάσθηκαν για να φυλαχθούν τα αρχαία μας που για την τύχη τους τόσο ανησύχησε ο λαός στο άκουσμα του πολέμου.
Σε μια αίθουσα της μεσημβρινής πλευράς προς την οδό Τοσίτσα, φυλάχτηκαν κιβώτια με αρχαία της αιγυπτιακής συλλογής και άλλα.
Στη δυτική πλευρά, αριστερά από τα προπύλαια, καθώς και σ’ όλη τη βορεινή, τάφηκαν ένα πλήθος αρχαία, πρώτος ο κολοσσιαίος κούρος του Σουνίου, όσα δεν μεταφέρθηκαν στα υπόγεια.
Πώς έγινε αυτό, θα το εξηγήσω αμέσως.
Τα πατώματα του Μουσείου με τα ωραία μωσαϊκά του 19ου αι. ήσαν στρωμένα πάνω σε επίχωση.
Αυτή η επιχωμάτωση ύψους αρκετών μέτρων αποτελούσε το μόνο στερεό βάθρο του κτηρίου, που το συγκρατούσαν οι εξωτερικοί τοίχοι.
Καθιζήσεις γίνονταν παροδικά στις παρυφές δύο αιθουσών και για την εξασφάλιση των μεγαλυτέρων αγαλμάτων είχαν σφηνωθεί στα μέλη τους βαριά σίδερα.
Ενισχύστε το militaire.gr ,δείτε γιατί ΕΔΩ
Καθώς λοιπόν το παλαιό κτήριο δεν είχε υπόγεια αλλά μόνο χώμα, σωτήρια για την φύλαξη των αρχαίων στάθηκαν τα υπόγεια κυρίως της νέας πτέρυγας (ισόγεια από την εσωτερική αυλή) προς την οδό Ηρακλείτου και Μπουμπουλίνας.
Η φύλαξη των γλυπτών έγινε ανάλογα με την σημασία του καθενός, μέσα σε κάθε κιβώτιο ή πάνω στο χώμα. Αρκετά σπουδαία αγάλματα μεταφέρθηκαν σε φυσικά κρησφύγετα της Αθήνας για να αποφευχθή η συγκέντρωση σ’ ένα τόπο.
Τα μεγάλα χάλκινα αγάλματα σκεπάστηκαν πριν να ταφούν με μαύρα πισσόχαρτα, με πίσσα αλείφτηκαν μέσα και έξω οι κάσσες, μια αναγκαία προφύλαξη από την υγρασία.
Όλο το πλήθος των μικρών χαλκίνων φωτογραφήθηκε πριν από τον εγκιβωτισμό τους.
Ξεχωριστή μέριμνα δόθηκε στη συγκέντρωση και τον εγκιβωτισμό των πολυτίμων αντικειμένων της συλλογής, χρυσών, δακτυλιολίθων κ.ά. Αφού κλείστηκαν σε κάσσες, σφραγίσθηκαν και στάλθηκαν μαζί με τις κάσσες των πολυτίμων της Μυκηναϊκής Συλλογής στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Στα βαθειά υπόγειά της φυλάχθηκαν όλοι οι θησαυροί αυτοί στα χρόνια του πολέμου και ύστερα, έως ότου τελείωσαν οι κτηριακές εργασίες.»
Η ΛΥΣΣΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΩΝ
Την επόμενη της εισβολής των Ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, η Σέμνη και ο Χρήστος Καρούζος έστειλαν την παραίτησή τους από μέλη στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.
«Από πολλά χρόνια είχε πάψει (το Ινστιτούτο) να έχει σχέση με την Επιστήμη και έπρεπε να τους κοπεί η ελπίδα ότι θα πετύχαιναν τίποτε στην προσπάθεια που τη μάντευα συστηματική και μεθοδική να μας λερώσουν όλους με αθώες προτάσεις ειρηνικής και πολιτιστικής συνεργασίας», αναφέρει ο Χρήστος Καρούζος.
Και συνεχίζει:
«Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, οι αρχαιολόγοι τους που αποτέλεσαν ιδιαίτερη στρατιωτική «υπηρεσία προστασίας της τέχνης» απαιτήσανε πρώτα-πρώτα να ανοίξουμε αμέσως τα Μουσεία, λέγοντας στην αρχή πως ο πόλεμος τελείωσε πια, ύστερα πως τα αρχαία θα πάθουν κρυμμένα, ύστερα πως στον πόλεμο ίσα-ίσα οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη κλπ.»
Πράγματι, ήδη από τον Ιούνιο του 1941 ο Hans Ulrich von Schönebeck αρχαιολόγος και Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Προστασίας των Μνημείων της Τέχνης είχε ζητήσει επίμονα την επαναλειτουργία του Εθνικού Μουσείου.
Για τον σκοπό αυτό οι κατοχικές δυνάμεις συνέταξαν ένα κατάλογο από 103 αγάλματα με την απαίτηση να εκτεθούν, ανάμεσά τους ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, ο έφηβος των Αντικυθήρων και ο έφηβος του Μαραθώνα, μια εντολή που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Κατά τον Χρήστο Καρούζο:
«Η επίμονη αντίσταση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, γλύτωσε τα σπουδαιότερα Μουσεία μας από την καταστροφή και τη λεηλασία.»
Η αποκάλυψη των θαμμένων αρχαίων ήταν το πρώτο μέλημα μετά το τέλος του πολέμου.
Μαζί και η αγωνία για την τύχη τους: «Τί είχε γίνει κάτω από το παχύ στρώμα της άμμου, σε ποια κατάσταση βρίσκονταν τα θαμμένα γλυπτά…»
ΤΟ ΘΑΥΜΑ!
Στιγμές από την αποκάλυψη των αρχαίων αγαλμάτων μας μεταφέρει με τον δικό του τρόπο ο Γιώργος Σεφέρης στις Μέρες:
«Τρίτη 4 Ιουνίου 1946
Το μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ξεθάβουν τώρα – άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά κατάσαρκα μέσα στο χώμα – τα αγάλματα.
Σε μια από τις παλιές μεγάλες αίθουσες, γνώριμες από τα μαθητικά μας χρόνια με τη στεγνή όψη που έφερνε κάπως προς τη βαρετή δημόσια βιβλιοθήκη, οι εργάτες δουλεύουν με φτυάρια και με αξίνες.
Το δάπεδο, αν δεν κοίταζες τη στέγη, τα παράθυρα και τους τοίχους με τις χρυσές επιγραφές, θα μπορούσε να ήταν ένας όποιος τόπος ανασκαφών.
Τα αγάλματα βυθισμένα ακόμη στη γης, φαινόντουσαν από τη μέση και πάνω γυμνά, φυτεμένα στην τύχη. …Ήταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων, μια δευτέρα παρουσία σωμάτων που σου έδινε μια παλαβή χαρά.»
Μοναδική ήταν και η συγκίνηση όταν το 1947 ανοίχθηκαν οι τρεις πρώτες αίθουσες του μουσείου, στη νέα πτέρυγα με είσοδο την οδό Τοσίτσα. Όπως αφηγείται η Σέμνη Καρούζου: «Ήταν η πρώτη παρουσίαση αρχαίων ύστερα από τον πόλεμο.
Εορτάσθηκαν τότε τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής και ήταν η πρώτη συγκέντρωση αρχαιολόγων από όλο τον κόσμο.
Είχαν να θαυμάσουν ανάμεσα στα άλλα γνωστά και αγαπητά έργα του Μουσείου και ένα νέο απόκτημα από το τέλος της κατοχής.
Έναν αγλαό Κούρο με τη βάση του όπου ήταν χαραγμένο το όνομά του: Αριστόδικος.»
Η διαφύλαξη των αρχαίων κατά τη διάρκεια της κατοχής και η μετέπειτα μέριμνα για την ανασύσταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου υπήρξαν θέσεις ευθύνης μπροστά στις οποίες στεκόμαστε σήμερα με σεβασμό, θαυμασμό και ευγνωμοσύνη…
Πληροφορίες
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Δρ Μαρία Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου
Διευθύντρια
in.gr
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Σεμνη Καρούζου




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου