Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Σημειώσεις για την περίπλοκη ιστορία του Αγνωστου Στρατιώτη της Αθήνας


AP PHOTO
Σημειώσεις για την περίπλοκη ιστορία του Αγνωστου Στρατιώτη της Αθήνας
Ελένη Κούκη*
ΕΦΣΥΝ
Αν το μνημείο υμνεί τη συνεισφορά που ο τελευταίος πολίτης, ο πιο αφανής, οφείλει προς την πολιτεία, ακόμα και με την ίδια του τη ζωή, τότε ισχύει και το αντίστροφο. Αυτός είναι ο τόπος που όταν η πολιτεία δεν αναγνωρίζει τα δικαιώματα του έθνους, τότε οι πολίτες οφείλουν να τα διεκδικήσουν με την ενσώματη παρουσία τους εκεί ακριβώς όπου η εξουσία τιμά τη θυσία των ανωνύμων.

Η ανησυχία του πρωθυπουργού ότι η επισημότητα του Αγνώστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα έχει τρωθεί μας επιτρέπει να ξανασκεφτούμε τη σχέση του μνημείου με την επισημότητα, μια αξία που όχι μόνο συνδέεται διαχρονικά με το μνημείο, αλλά υπήρξε και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους το μνημείο κατασκευάστηκε ευθύς εξαρχής. Τι είναι όμως η επισημότητα χωρίς το συναίσθημα, χωρίς δηλαδή τον μηχανισμό εκείνο της οικειοποίησης που επιτρέπει στο πλήθος να αισθανθεί το μνημείο ως δικό του;

Τον Μάρτιο του 1926, όταν ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος ανακοίνωσε τη δημιουργία μνημείου Αγνωστου Στρατιώτη μπροστά από τα Παλιά Ανάκτορα, η συμβολική αίγλη του κέντρου της πρωτεύουσας βρισκόταν υπό κατάρρευση. Οι βαθιές πολιτικές αλλαγές, κυρίως η κατάργηση της βασιλείας, είχαν ακυρώσει την αίγλη των Παλιών Ανακτόρων, ενός τοπόσημου της εξουσίας για την πρωτεύουσα από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ού. Το κέντρο της πόλης μετά από μια δεκαετία που η Ελλάδα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και την προσφυγική κρίση που ακολούθησε, είχε διατεθεί για την κάλυψη των επειγουσών, πρακτικών αναγκών.

Τα Παλιά Ανάκτορα είναι και πάλι ένα πολύ εύγλωττο παράδειγμα της κατάστασης. Το 1909 μια πυρκαγιά είχε προκαλέσει σοβαρές καταστροφές στο κτίριο, αλλά η αποκατάστασή τους είχε αναβληθεί επ’ αόριστον, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων το 1912. Μετά την έξωση της βασιλείας, το κτίριο αξιοποιήθηκε από διάφορες υπηρεσίες, κυρίως από οργανώσεις για την ανακούφιση των προσφύγων. Το κτίριο κατέρρεε, καθώς ένα πλήθος χρήσιμων ανθρώπων το χρησιμοποιούσε εντατικά. Η επισημότητα δεν έμενε πια εδώ.

Η απόφαση του Πάγκαλου για τη δημιουργία του μνημείου εντασσόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο για την ανάκτηση της επισημότητας. Προέβλεπε την ανακατασκευή των Παλιών Ανακτόρων και τη μετατροπή τους σε υπουργείο Στρατιωτικών, καθώς και τη δημιουργία στο προαύλιό τους ενός νέου τύπου μνημείου που ήδη σε άλλες χώρες που είχε εγκαινιαστεί, κυρίως στη Γαλλία, είχε αποδείξει ότι μπορούσε να συνεγείρει τα πλήθη.

Ο Αγνωστος Στρατιώτης με τη βαθιά συγκινησιακή του φόρτιση καλούσε κάθε πολίτη να το αισθανθεί ως τον τάφο του παιδιού του, του αδερφού του, του πατέρα του – και όντως θα μπορούσε να είναι καθώς εκεί κειτόταν η σορός ενός στρατιώτη που δεν ταυτοποιήθηκε και παρέμενε άγνωστος.

Εκεί κάπου όμως άρχισαν και οι διαφωνίες. Η καινοτόμα φύση του μνημείου δίχασε τους διανοούμενους της εποχής που δυσκολεύονταν να αποδεχτούν ένα μνημείο που με τέτοιο άμεσο τρόπο μιλούσε για την απώλεια, και μάλιστα την απώλεια των απλών ανθρώπων, των στρατιωτών. Ετσι, άρχισαν να αντιπροτείνουν απόμερες τοποθεσίες μέσα σε άλση ή θρησκευτικούς χώρους, για παράδειγμα το παρεκκλήσι της Μητρόπολης.

Κάποιοι διανοούμενοι αντέδρασαν διότι διαφωνούσαν με την ειδική νοηματοδότηση που επιχειρούσε να πετύχει ο Πάγκαλος η οποία έδινε κεντρικό ρόλο στον στρατιωτικό παράγοντα. Κάποιοι άλλοι όμως ήταν τόσο ζαλισμένοι από την πυκνή πολεμική δεκαετία του 1912-1922, της εθνικής ανάτασης και αμέσως μετά της εθνικής διάψευσης που έζησαν, ώστε πρότειναν ως κατάλληλο τόπο για την ανέγερση του Αγνωστου Στρατιώτη την Κωνσταντινούπολη και μέχρι αυτό να γίνει εφικτό την ακύρωση όποιου σχεδίου κατασκευής του.

Στη συνέχεια ήρθαν κι άλλα προβλήματα. Το δίδυμο που είχε κερδίσει τον διαγωνισμό, ο αρχιτέκτονας, ο Εμμανουήλ Λαζαρίδης και ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος τσακώθηκαν και πολύ γρήγορα μετέφεραν τη διαφωνία τους στις εφημερίδες από όπου η κάθε πλευρά υποστήριξε ότι αυτή και μόνο μπορεί να υπηρετήσει τις αξίες της εθνικής τέχνης. Καθώς τόσο ο Λαζαρίδης όσο και ο Θωμόπουλος, και οι δύο ισχυροί άντρες στα αντίστοιχα επαγγελματικά τους πεδία, προσπαθούσαν να απαξιώσουν ο ένας τον άλλο, τα πράγματα ξέφυγαν.

Από τη στιγμή μάλιστα, που ο αρχιτέκτονας εκμεταλλευόμενος το πλεονέκτημα που είχε, καθώς εκείνος είχε μόνο υπογράψει το πρακτικό για την ανάληψη του έργου, διέκοψε τη συνεργασία του με τον γλύπτη και προχώρησε σε νέα συνεργασία με τον διάσημο εκείνη την εποχή καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Δημητριάδη, προσωπικό φίλο του Ελευθέριου Βενιζέλου, και τον Φωκίωνα Ρωκ, οι χαρακτηρισμοί για το μνημείο έγιναν ανοιχτές ύβρεις. Το κεντρικό ανάγλυφο περιγραφόταν ως φακίρης και τυμπανιαίο πτώμα, μεταξύ πολλών άλλων ευφάνταστων και πλήρως απαξιωτικών περιγραφών.
AP PHOTO

Η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη, όταν το θέμα έφυγε από την ποιότητα του υπό κατασκευή έργου και οι αντιμαχόμενοι εστίασαν σε ένα κομβικό ζήτημα, ιδιαίτερα για μνημείο που καλείται να λειτουργήσει ως πανελλήνιο προσκύνημα. Οι επικριτές του Λαζαρίδη εξέφρασαν, και μάλιστα πολύ γλαφυρά, ότι το μνημείο δεν ήταν ελληνικό. Βασιζόταν σε έναν τύπο μνημείο που μας είχε έρθει από την Ευρώπη και το ανάγλυφο είχε δυτικά πρότυπα.

Ολα αυτά συνέβησαν μεταξύ του 1929 και 1932, δηλαδή την κρίσιμη εκείνη στιγμή κατά την οποία το μνημείο κατασκευαζόταν, και μαζί κατασκευαζόταν και η φυσιογνωμία του ως πανελλήνιου μνημείου. Η δημόσια κριτική υπέσκαπτε τη δυνατότητα του μνημείου να εκφράσει το έθνος. Γι’ αυτό και εξερευνήθηκαν ριζικές μετατροπές του, ακόμα και το ενδεχόμενο της απόξεσης του κεντρικού αναγλύφου που είχε δεχτεί τόσες επιθέσεις.

Τελικά, όμως, ακολουθήθηκε ένας άλλος δρόμος για να προστατευθεί η επισημότητα του μνημείου: η αρχαιοελληνοποίησή του. Τόσο ο αρχιτέκτονας όσο και η επιτροπή ελέγχου της εκτέλεσης του έργου προχώρησαν σε μια σειρά από αλλαγές προς το αρχικό σχέδιο. Κατά πρώτον, αποφάσισαν να μην υπάρχει η κεντρική επιγραφή «1912-1922». Ετσι το μνημείο γινόταν άχρονο. Ακόμη περισσότερο, αποφάσισαν να μην υπάρχει τάφος, αλλά κενοτάφιο σύμφωνα με τον αρχαιοελληνικό τύπο απόδοσης τιμών προς τους αφανείς, δηλαδή τους στρατιώτες εκείνους των οποίων τα σώματα δεν βρέθηκαν ώστε να τους αποδοθούν οι πρέπουσες νεκρικές τιμές.

Τέλος απέρριψαν το ενδεχόμενο μιας απλής, ευθείας και συγκινητικής επιγραφής, όπως για παράδειγμα αυτή που υπάρχει στον γαλλικό Αγνωστο Στρατιώτη: «Εδώ αναπαύεται ένας στρατιώτης που πέθανε για τη Γαλλία», ακριβώς για να μην κατηγορηθούν για μίμηση, και προτίμησαν αποσπάσματα από τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη, τα οποία μάλιστα έλεγξε η Ακαδημία Αθηνών. Ετσι, αντί για έναν χώρο θρήνου και σύνδεσης του πολίτη με την εθνική κοινότητα, δημιούργησαν έναν φιλολογικά αποστειρωμένο χώρο.

Και τα προβλήματα δεν τελείωναν εδώ. Μία ακόμα δέσμη καυστικών αντιρρήσεων για το μνημείο επικεντρωνόταν στις ριζικές αλλαγές που το μνημείο επέφερε στον ευρύτερο χώρο. Ο αρχιτέκτονας, ακριβώς για να ανταποκριθεί στην ανάγκη για επισημότητα και τελετουργική ανάπλαση των απαξιωμένων Παλιών Ανακτόρων, προχώρησε σε μια βαθιά εκσκαφή που απέκοψε τα Ανάκτορα από τον περίγυρό τους. Η πλατεία που προέκυψε με τον φρουριακό αναλημματικό τοίχο και τις δύο σκάλες είχε καθαρά τελετουργικό χαρακτήρα.

Είχε πλέον μεταβληθεί σε μια σκηνή την οποία στο εξής η εξουσία θα χρησιμοποιούσε για τις επίσημες εμφανίσεις της. Το τίμημα ήταν ότι οι παλιοί Αθηναίοι που ζούσαν στο κέντρο, κυρίως οι λεγόμενες καλές οικογένειες, είχαν χάσει τις αναμνήσεις τους. Δεν μπορούσαν πλέον να αναγνωρίσουν τον χώρο που κάποτε έκαναν τους απογευματινούς τους περιπάτους ή έπαιζαν ως παιδιά. Ετσι, χαρακτηρίζουν το μνημείο άλλοτε ως λιμενικά έργα, δηλαδή κάτι τόσο γιγάντιο που καταπλακώνει τον χώρο και την ιστορία του, και άλλοτε ως θεατρικό σκηνικό αρχαίας τραγωδίας, δηλαδή κάτι ψεύτικο.

Αν και τα εγκαίνια, στις 25 Μαρτίου 1932, πήγαν αρκετά καλά και η τελετή ανταποκρίθηκε στα ζητούμενα μιας μαζικής τελετής, το πρόβλημα παρέμενε. Οι δημοσιογράφοι, οι τεχνοκράτες, οι καλλιτέχνες, αλλά και απλός κόσμος αδυνατούσαν να συνδεθούν με το μνημείο. Εξ ου και τον πρώτο καιρό έγιναν διάφορες μικροδολιοφθορές τις οποίες οι εφημερίδες κατέγραψαν σκωπτικά, δείχνοντας την αδυναμία του μνημείου να λειτουργήσει ως εθνικό. Ενας ράπτης άφησε δίπλα στο ανάγλυφο μια κούκλα ραψίματος, σχόλιο για το άτεχνο του κεντρικού ανάγλυφου, και κάποιος ανώνυμος μια σφουγγαρίστρα.

Σε κάθε περίπτωση η ετυμηγορία ήταν ότι το μνημείο δεν συγκινούσε, δεν αφορούσε το πλήθος. Ηταν μόνο ένας χώρος για την εξουσία. Αυτό όμως υπέσκαπτε και την επισημότητά του. Προκειμένου ένας τελετουργικός τόπος να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως θέατρο εξουσίας, πρέπει να επενδυθεί συναισθηματικά από το πλήθος. Διαφορετικά, η ηγεσία που εμφανίζεται στο μνημείο μοιάζει με ένα μπουλούκι ηθοποιών και μάλιστα σε ένα σκηνικό που δεν πείθει.

Και μετά ήρθε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Ελλάδα ηττήθηκε και έχασε το δικαίωμα ενός ανεξάρτητου κράτους να ορίζει την επικράτειά του, τη γεωγραφική, αλλά και τη συμβολική. Στις 28 Οκτωβρίου 1941, η Αθήνα, ως έδρα των ιταλικών και γερμανικών αρχών κατοχής, γιόρταζε πρώτα απ’ όλα την εικοστή επέτειο της μουσολινικής πορείας προς τη Ρώμη. Οι υπό επιτήρηση εφημερίδες της εποχής έγραφαν θούριους για τη δημιουργία της ισχυρής φασιστικής Ιταλίας. Σε άλλα άρθρα αναφέρονταν και στην 28η Οκτωβρίου του 1940 για να υπογραμμίσουν ότι οι Ελληνες φαντάροι πολέμησαν σε έναν άδικο πόλεμο εναντίον της Ιταλίας, παρασυρμένοι από δόλιους συμμάχους, που το 1941 εξάλλου συνέχιζαν να πολεμούν εναντίον του Αξονα.

Σε αυτό το πλαίσιο, ανήμερα 28 Οκτωβρίου 1941, η δωσιλογική κυβέρνηση του Γεώργιου Τσολάκογλου οργάνωσε ένα τελετουργικό στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, κατά το οποίο κατατέθηκαν στεφάνια τόσο για τους Ιταλούς όσο και για τους Ελληνες πεσόντες του πρόσφατου Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Τιμές επίσης απέδωσαν ευζωνικά τμήματα, Ελληνες χωροφύλακες και Ιταλοί καραμπινιέροι. Από όλη τη συζήτηση που ξέσπασε με αφορμή τα Τέμπη, τις προσωρινές παρεμβάσεις στο μνημείο και την επισημότητα, αυτές που επιχειρούν να αποδείξουν τον οφειλόμενο σεβασμό προς το μνημείο ανακαλώντας την τελετή του 1941 είναι μακράν οι πιο προβληματικές.

Διότι η τελετή που οργανώθηκε από την κυβέρνηση Τσολάκογλου είχε ως στόχο να ικανοποιήσει τις κατοχικές αρχές. Οι καραμπινιέροι έδειξαν σεβασμό προς τα ελληνικά στεφάνια που κατατέθηκαν, καθώς με αυτά η δωσιλογική κυβέρνηση αναγνώριζε την ήττα του ελληνικού στρατού, έστω κι αν ως φύλλο συκής απένεμε και τιμές προς τους (παραπλανηθέντες) Ελληνες πεσόντες. Είναι αδιανόητο, ότι αυτό προτείνεται ως μοντέλο για τον σεβασμό που οφείλουμε να δείχνουμε προς το μνημείο.

Στις 28 Οκτωβρίου 1941, όμως, έγιναν και άλλες (αντι)τελετές. Απλοί πολίτες, κυρίως φοιτητές, κάποιοι με την παρότρυνση του Κωνσταντίνου Τσάτσου, κάποιοι άλλοι στο πλαίσιο της δράσης του στο ΕΑΜ, κατέθεσαν λουλούδια στο μνημείο. Την ώρα που η επίσημη κυβέρνηση παραχωρούσε το μνημείο στους κατακτητές, η Αντίσταση το υιοθετούσε.

Ο Γιώργος Θεοτοκάς έχει καταγράψει στο ημερολόγιό του μια εικόνα που έκτοτε έχει αναφερθεί πολλές φορές: περνώντας μια 28η Οκτωβρίου της Κατοχής από το μνημείο βλέπει μια μαυροφορεμένη γυναίκα που είχε γονατίσει στον χώρο του μνημείου: «Συλλογιζόμουνα πως από τον πόλεμο του ’40-’41 το έθιμο του Αγνωστου Στρατιώτη άρχισε να ζει αληθινά στην Ελλάδα, να βρίσκει αυθόρμητη ανταπόκριση στη λαϊκή ψυχή», σημειώνει ο λογοτέχνης.

Η απόφαση της Αντίστασης να διεκδικήσει το μνημείο βρήκε την απήχηση που χρειαζόταν ώστε ο πάλαι ποτέ ψυχρός και φιλολογικός Αγνωστος Στρατιώτης να επενδυθεί με συναίσθημα. Αν ψάχνουμε να βρούμε τη στιγμή που το «έθιμο του Αγνωστου Στρατιώτη» άρχισε να ζει αληθινά, τότε πρέπει να στραφούμε σε οπτικά τεκμήρια, όπως η γνωστή φωτογραφία από την 25η Μαρτίου του 1943, που οι έφιπποι καραμπινιέροι διαλύουν το πλήθος των διαδηλωτών που με πείσμα και παρά τον κίνδυνο για τη ζωή τους προσπαθούν να προσεγγίσουν τον Αγνωστο Στρατιώτη.

Η διεκδίκηση του μνημείου από την Αντίσταση, τόσο τις εθνικιστικές οργανώσεις όσο και το ΕΑΜ υπήρξε μια βαθιά ανανοηματοδότηση με ευρύτερες συνέπειες για την εθνική αλλά και την πολιτική τελετουργία. Στην ουσία δρομολογούν την καθιέρωση της 28ης Οκτωβρίου ως της δεύτερης πανελλήνιας εθνικής γιορτής αμέσως μετά την Απελευθέρωση, στις 28 Οκτωβρίου 1944. Ακόμη δρομολογούν μια νέα σχέση του πλήθους με το μνημείο που το μετατρέπει εκτός από τόπο απόδοσης τιμών και σε τόπο διαμαρτυρίας.

Αν το μνημείο υμνεί τη συνεισφορά που ο τελευταίος πολίτης, ο πιο αφανής, οφείλει προς την πολιτεία, ακόμα και με την ίδια του τη ζωή, τότε ισχύει και το αντίστροφο. Αυτός είναι ο τόπος που όταν η πολιτεία δεν αναγνωρίζει τα δικαιώματα του έθνους, τότε οι πολίτες οφείλουν να τα διεκδικήσουν με την ενσώματη παρουσία τους εκεί ακριβώς όπου η εξουσία τιμά τη θυσία των ανωνύμων. Η διαδικασία αυτή της ανανοηματοδότησης του μνημείου υπήρξε μακριά και περίπλοκη. Και μέχρι σήμερα δεν έχει μελετηθεί πλήρως.

Για να την κατανοήσουμε θα έπρεπε να εστιάσουμε σε στιγμές κρίσης όπως τα «Ιουλιανά» του 1965, σε στιγμές ανάτασης όπως το πρώτο βράδυ της Μεταπολίτευσης τον Ιούλιο του 1974, σε στιγμές ήττας, όπως μετά τον «Αττίλα 2» τον Αύγουστο του 1974, όταν οι μητέρες των αγνοούμενων διαμαρτύρονται (και εκδιώκονται) από το μνημείο. Ειδικά, η Μεταπολίτευση μέσα στην ορμή της δημοκρατικής της διεύρυνσης, διευρύνει και τα όρια της σημασίας του μνημείου ολοκληρώνοντας έτσι την εθνική του σημασία.

Θα σταθώ σε ένα τελευταίο περιστατικό για το οποίο δεν έχω κανένα στοιχείο εκτός από μια σύντομη περιγραφή σε ιστοσελίδα που από καιρό είναι ανενεργή (αν κάποια/ος θυμάται τη συγκεκριμένη διαμαρτυρία, ας γράψει στο e-mail μου). Στην πρώιμη μάλλον Μεταπολίτευση μια φεμινιστική ομάδα άνοιξε ένα πανό στο μνημείο που έγραφε: «Υπάρχει πιο άγνωστος από τον Αγνωστο Στρατιώτη – η γυναίκα του». Το πανό αυτό επιτελεί μία ακόμη διεύρυνση του έθνους που συνδέεται με το μνημείο, περιλαμβάνοντας τις γυναίκες όχι πλέον ως θρηνούσες του έθνους, αλλά ως αφανές τμήμα της εθνικής κοινότητας.

Η διαδικασία της συναισθηματικής ταύτισης με το μνημείο που δικαιώνει τον ρόλο του, άρα διασφαλίζει την επισημότητά του, με αντάλλαγμα τη διεύρυνση της εθνικής κοινότητας, ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του, όταν οι διανοούμενοι του Μεσοπολέμου καλούνταν να κατανοήσουν πώς είναι δυνατόν να αποδίδονται τιμές σε έναν απλό φαντάρο που σκοτώθηκε και όχι σε έναν ηγέτη. Αυτή η διαδικασία βρίσκεται ακόμη εν εξελίξει. Ας μην τη διακόψουμε για την υπεράσπιση κάποιας ιδανικής επισημότητας, που εξάλλου, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε, δεν μπορεί ποτέ να σταθεί από μόνη της χωρίς συναισθηματική επένδυση στο μνημείο.

*Ιστορικός, διδάσκουσα στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου