
Η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία του 2021 αποτέλεσε καταλύτη για βαθιές μεταβολές στη δομή και τη φιλοσοφία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής δεν αφορά μόνο την πολιτική βούληση των δύο κρατών, αλλά προϋποθέτει στρατεύματα που «μιλούν την ίδια γλώσσα»: κοινά δόγματα, επιχειρησιακή κουλτούρα και κυρίως, τεχνολογική και οργανωτική διαλειτουργικότητα.
Παράλληλα, δύο διαρθρωτικές πιέσεις, το δημογραφικό πρόβλημα και το αυξανόμενο τεχνολογικό χάσμα στα σύγχρονα πεδία μάχης, λειτουργούν ως επιταχυντές αποφάσεων. Η Ελλάδα καλείται να προσαρμοστεί ταχύτατα σε ένα περιβάλλον όπου το ανθρώπινο δυναμικό μειώνεται, ενώ οι απαιτήσεις σε εξειδίκευση και τεχνολογική υπεροχή αυξάνονται εκθετικά.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία παρουσίασε μια συνολική δέσμη μεταρρυθμίσεων υπό τον τίτλο «Ατζέντα 2030», φιλοδοξώντας να συγκροτήσει μια νέα εθνική πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας.
Οι κύριοι πυλώνες της «Ατζέντα 2030», όπως διαφημίστηκαν από το ΥΠΕΘΑ, είναι τρεις. Το αμερικανικό μοντέλο DARPA για το ΕΛΚΑΚ, το φιλανδικό μοντέλο για τη θητεία και εφεδρεία και το γαλλικό μοντέλο για το μόνιμο στρατιωτικό προσωπικό. Αυτά τα μοντέλα αποτελούν πρότυπα και απολαμβάνουν μεγάλης αναγνώρισης παγκοσμίως.
Η DARPA λειτουργεί με μικρές, ευέλικτες ομάδες Project Managers ώστε να αποφεύγεται η γραφειοκρατική αδράνεια και να ενισχύεται η παραγωγή ανατρεπτικών και καινοτόμων τεχνολογιών. Θέτει συγκεκριμένες προκλήσεις, χρηματοδοτεί απευθείας τρίτους φορείς, αξιολογεί αυστηρά την πρόοδο και είτε διακόπτει είτε κλιμακώνει τη χρηματοδότηση, με τελικό στόχο την ενσωμάτωση επιτυχημένων πρωτοτύπων στις Ένοπλες Δυνάμεις.
Το φινλανδικό μοντέλο, από την άλλη, εδράζεται σε τρεις κρίσιμους παράγοντες: την υψηλή εθνική υπερηφάνεια, τον αποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό και την ισχυρή εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Η θητεία αντιμετωπίζεται ως επένδυση, με ρεαλιστική εκπαίδευση, συχνή επανεκπαίδευση εφέδρων, πιστοποίηση δεξιοτήτων χρήσιμων στην αγορά εργασίας και ενεργή συμμετοχή των γυναικών.
Το γαλλικό μοντέλο βασίζεται σε ένα πλήρως επαγγελματικό στρατό, με ιδιαίτερη έμφαση στους υπαξιωματικούς. Η μισθολογική εξέλιξη συνδέεται με την ειδίκευση και τις δεξιότητες και όχι αποκλειστικά με τον βαθμό ενώ οι στρατιωτικές σχολές απολαμβάνουν υψηλό κοινωνικό κύρος και προσφέρουν ομαλή μετάβαση στον πολιτικό βίο μετά την αποστρατεία.
Η Ελλάδα δανείζεται στοιχεία από αυτά τα τρία μοντέλα για να επανεκκινήσει την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, να παρουσιάσει μάζα στρατού απέναντι στην Τουρκία και να αποκτήσει ποιοτικά στελέχη και τεχνολογική υπεροχή εντός του ΝΑΤΟϊκού πλαισίου.
Ωστόσο, η μεταφορά μοντέλων δεν αποτελεί τεχνική άσκηση, αλλά βαθιά κοινωνική και θεσμική πρόκληση. Η ελληνική ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις συχνά προσέκρουσαν σε δύο σταθερούς «βράχους»: την πολιτική ασυνέχεια και τη γραφειοκρατία. Η «Ατζέντα 2030» φαίνεται να υποτιμά κρίσιμους δείκτες, όπως η νοοτροπία και οι αντιλήψεις των νέων γενεών για το κράτος, την εργασία, το στρατό, η υφιστάμενη κουλτούρα των Ενόπλων Δυνάμεων και οι παθογένειες του ελληνικού κράτους.
Η λειτουργία του ΕΛΚΑΚ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Εάν το Κέντρο δεν αποκτήσει ουσιαστική ανεξαρτησία από την ανώτατη στρατιωτική ιεραρχία, η φιλοσοφία της DARPA κινδυνεύει να ακυρωθεί στην πράξη. Η εποπτεία αποκλειστικά από την κορυφή της πυραμίδας, η απουσία συμμετοχής έμπειρων υπαξιωματικών και η περιορισμένη σύνδεση με τη «βάση» του στρατεύματος αναπαράγουν παλαιές νοοτροπίες αντί να τις υπερβαίνουν.
Στο πεδίο της θητείας, η Ελλάδα εμφανίζει ένα έντονο παράδοξο: υψηλά επίπεδα εθνικής υπερηφάνειας αλλά εξαιρετικά χαμηλή εμπιστοσύνη στο κράτος. Παρότι ο στρατός παραμένει ένας από τους πιο αξιόπιστους θεσμούς, η θητεία βιώνεται ως αγγαρεία και όχι ως ευκαιρία απόκτησης δεξιοτήτων. Η πιστοποίηση γνώσεων, η διαφάνεια στην επιλογή εφέδρων και η ουσιαστική επανεκπαίδευση προσκρούουν σε δομικούς περιορισμούς, από την έλλειψη υποδομών έως τις πολλαπλές αποστολές των Μονάδων και την αντιμετώπιση του στρατού ως «κοινωνική πρόνοια» από τους πολιτικούς.
Αντίστοιχα, η εφαρμογή του γαλλικού μοντέλου συναντά αντιστάσεις. Η απροθυμία εκχώρησης αρμοδιοτήτων στους υπαξιωματικούς σε όλα τα επίπεδα, ο φόβος να μην χαθούν τα κεκτημένα, η ενίσχυση του κάθετου μοντέλου διοίκησης και οι μισθολογικές ανισότητες δημιουργούν στελέχη «δύο ταχυτήτων» μεταξύ των στελεχών διαφορετικών προελεύσεων αλλά και μεταξύ στελεχών που προέρχονται από την ίδια προέλευση, οξύνουν την ταξική διαφοροποίηση και εντείνουν τη θεσμική αδράνεια.
Όλα δείχνουν ότι η «Ατζέντα 2030» ενδέχεται να επιτύχει στο τεχνικό και εξοπλιστικό σκέλος, αλλά να αποτύχει στο ανθρώπινο. Όποιο επικοινωνιακό όφελος αποκομιστεί θα είναι εις βάρους του προσωπικού που κινδυνεύει να οδηγηθεί σε εσωτερική απόσυρση, τυπική συμμόρφωση και τελικά, σε κύμα φυγής ικανού ανθρώπινου δυναμικού.
Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πιθανόν να γίνουν ισχυρότερες σε τεχνολογία και ισχύ πυρός. Χωρίς όμως ουσιαστική και γενναιόδωρη κοινωνική και οικονομική αναβάθμιση του προσωπικού, το ανθρώπινο κεφάλαιο θα παραμείνει κουρασμένο και με χαμηλό ηθικό. Αυτό είναι ένα κόστος που καμία αμυντική στρατηγική δεν θα πρέπει να αγνοήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου