Από Ιωάννα Ηλιάδη
Με το άρθρο 298 του νομοσχεδίου του ΥΠΕΘΑ, ο Νίκος Δένδιας ανοίγει για πρώτη φορά τον δρόμο απώλειας της ελληνικής ιθαγένειας λόγω ποινικής καταδίκης, μεταφέροντας τη λογική της αυστηροποίησης από τη θητεία και τις ποινές στον ίδιο τον πυρήνα της πολιτειακής ιδιότητας.
Η ρύθμιση έρχεται σε πλήρη συνάφεια με τη δημόσια ρητορική του υπουργού περί «αυτοθυσίας» και κοινωνικής αντοχής στο κόστος, εισάγοντας μια επικίνδυνη κανονικοποίηση της πειθαρχίας και της σιωπής, στο όνομα της ασφάλειας και των «συμμαχικών συμφερόντων».
Τι ακριβώς εισάγει το άρθρο 298
Με το άρθρο 298 προστίθεται περ. δ) στην παρ. 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004). Το άρθρο 17 διαμορφώνεται έτσι ώστε να προβλέπει πλέον ότι:
«Μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος της ελληνικής ιθαγένειας:
…
δ. Όποιος τελεί το αδίκημα του άρθρου 146 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), περί παραβίασης μυστικών της Πολιτείας, ή του άρθρου 144 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ν. 2287/1995, Α’ 20), περί μετάδοσης στρατιωτικών μυστικών, εφόσον έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για τα αδικήματα αυτά.»
Το ζήτημα δεν είναι μόνο ότι προστίθεται μια νέα περίπτωση. Είναι ότι η ιθαγένεια αρχίζει να αντιμετωπίζεται ως κάτι που «χάνεται» στο πλαίσιο μιας τιμωρητικής λογικής, σαν να πρόκειται για άδεια ή προνόμιο. Αυτό από μόνο του είναι πολιτικά βαρύ.
Η λεπτομέρεια για τους «συμμάχους» που κάνει τη διαφορά
Για να καταλάβουμε πόσο ανοιχτή είναι η πόρτα που ανοίγει ο ΥΕΘΑ, πρέπει να σταθούμε ακριβώς στη διατύπωση του άρθρου 146 ΠΚ, εκεί που ορίζεται τι σημαίνει «παραβίαση μυστικών της Πολιτείας». Το κρίσιμο κομμάτι είναι ότι δεν αφορά απλώς κρατικά μυστικά, αλλά «ειδήσεις που τα συμφέροντα της Πολιτείας ή των συμμάχων της επιβάλλουν να τηρούνται απόρρητα απέναντι σε ξένη κυβέρνηση».
Αυτή η φράση έχει τρεις λέξεις-κλειδιά:Πρώτον, «συμφέροντα». Δεν είναι όρος στενός. Δεν είναι μετρήσιμος σαν αριθμός ή σαν σαφώς ορισμένο επιχειρησιακό δεδομένο. Είναι πολιτική κρίση, κάθε φορά με το δικό της περιεχόμενο. Σήμερα «συμφέρον» μπορεί να είναι μια καθαρά στρατιωτική πληροφορία. Αύριο μπορεί να είναι ένα κείμενο, μια ενημέρωση, μια αναφορά που εκθέτει επιλογές, καθυστερήσεις, λάθη, διαρροές προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, διαχείριση κρίσεων, ακόμα και την ίδια τη δημόσια εικόνα μιας κυβέρνησης.
Δεύτερον, «ή των συμμάχων της». Αυτό είναι το σημείο που κάνει τη διάταξη πολιτικά εκρηκτική. Δεν μιλά μόνο για ό,τι πρέπει να μείνει απόρρητο επειδή αφορά την Ελλάδα. Μιλά και για ό,τι πρέπει να μείνει απόρρητο επειδή το επιβάλλουν τα συμφέροντα των συμμάχων. Ποιοι είναι οι σύμμαχοι κάθε φορά; Με ποιον τρόπο αναγνωρίζονται; Σε ποια σχέση ισχύος; Με ποιον μηχανισμό αποφασίζεται ότι κάτι πρέπει να μείνει «απέναντι σε ξένη κυβέρνηση» απόρρητο, όχι επειδή απειλείται η Ελλάδα, αλλά επειδή έτσι εξυπηρετείται ένα συμμαχικό πλαίσιο;
Τρίτον, «απέναντι σε ξένη κυβέρνηση». Η διατύπωση δεν λέει «εχθρική κυβέρνηση». Δεν λέει «εχθρική δύναμη». Δεν λέει «κατασκοπευτικός μηχανισμός». Λέει «ξένη κυβέρνηση». Αυτό διευρύνει ακόμη περισσότερο το πεδίο, επειδή η «ξένη κυβέρνηση» μπορεί να είναι από ανταγωνιστής μέχρι εταίρος, από κράτος με το οποίο υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα μέχρι κράτος με το οποίο υπάρχει συνεργασία. Ένα απόρρητο που «δεν πρέπει να το μάθει» μια ξένη κυβέρνηση δεν είναι πάντα θέμα άμυνας. Μπορεί να είναι θέμα διπλωματικής διαχείρισης, συμμαχικών ισορροπιών, πολιτικών ανταλλαγμάτων, επικοινωνιακών χειρισμών.
Κι εδώ έρχεται το άρθρο 298 και λέει: αν υπάρξει αμετάκλητη καταδίκη για ένα τέτοιο αδίκημα, τότε «μπορεί» να υπάρξει έκπτωση από την ελληνική ιθαγένεια.
Το «μπορεί» δεν είναι φρένο. Είναι χώρος για επιλεκτικότητα
Αν κάποιος προσπαθήσει να παρουσιάσει τη ρύθμιση ως «ανεκτή» επειδή δεν είναι αυτοματοποιημένη αλλά διατυπώνεται με «μπορεί», χάνει το βασικό. Το «μπορεί» δεν είναι εγγύηση. Είναι περιθώριο.
Περιθώριο για το ποιος θα στοχοποιηθεί και ποιος θα μείνει εκτός. Περιθώριο για να χρησιμοποιηθεί η ιθαγένεια ως εργαλείο παραδειγματισμού. Περιθώριο για πολιτική χρήση σε ένα πεδίο όπου κανονικά απαιτείται η μεγαλύτερη δυνατή θεσμική αυτοσυγκράτηση.
Το κράτος έχει ήδη ποινικό οπλοστάσιο για τη διαρροή απορρήτων. Έχει διαδικασίες ασφαλείας, ελέγχους, πειθαρχικές κυρώσεις, ποινές κάθειρξης. Αν αυτά δεν αρκούν, το πρόβλημα δεν είναι ότι λείπει η «σκληρότητα». Είναι ότι είτε η ασφάλεια δεν λειτουργεί, είτε επιχειρείται κάτι άλλο: να μπει ο φόβος ως βασικός μηχανισμός συμμόρφωσης.
Η «διπλή» τιμωρία και το πολιτειακό μήνυμα
Με το άρθρο 298 ο ΥΕΘΑ επιδιώκει να προσθέσει ένα δεύτερο επίπεδο κύρωσης, πέρα από το ποινικό: τη δυνατότητα απώλειας ιθαγένειας. Αυτό αλλάζει το μήνυμα του κράτους προς τον πολίτη.
Δεν είναι πια «αν παραβιάσεις τον νόμο, θα τιμωρηθείς με τις ποινές που προβλέπονται». Είναι «αν παραβιάσεις τον νόμο σε ένα πεδίο που ορίζεται ευρύτατα ως κρατικό ή συμμαχικό απόρρητο, μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση η ίδια σου η ιδιότητα ως Έλληνα πολίτη».
Και επειδή ακριβώς το αδίκημα του άρθρου 146 ΠΚ περιλαμβάνει το «ή των συμμάχων της», το μήνυμα γίνεται πιο σκοτεινό: ο πολίτης δεν οφείλει μόνο να μη θίγει την κρατική μυστικότητα. Οφείλει να μη θίγει και ένα συμμαχικό πλαίσιο, όπως αυτό ορίζεται πολιτικά. Κάπως έτσι η «ασφάλεια» μετατρέπεται σε γενική ρήτρα σιωπής.
Από την «αυτοθυσία» στα φέρετρα και στην ιθαγένεια υπό όρους
Η ρύθμιση δεν πέφτει από τον ουρανό. Κουμπώνει σε δημόσιες δηλώσεις του ίδιου του υπουργού που δείχνουν μια συγκεκριμένη αντίληψη για το τι πρέπει να είναι η κοινωνία και το τι πρέπει να ανέχεται.
Τι δήλωνε ο Νίκος Δένδιας για τα «φέρετρα»:
«… η επιστροφή σε ένα πνεύμα αυτοθυσίας, δηλαδή σε ένα πνεύμα, σε μία κουλτούρα που ο Ευρωπαίος θα έχει μέσα στη συνείδησή του ότι μπορεί να χρειάζεται να θυσιαστεί για να υπερασπίσει τα δικαιώματα αυτά, τα οποία απολαμβάνει. Σήμερα η Ευρώπη δεν αντέχει να δει φέρετρα με σημαία πάνω, ούτε καν με την ευρωπαϊκή. Οι ΗΠΑ είναι εθισμένες σε αυτό το θέαμα.»
Στον Φουκώ, η νεωτερική εξουσία δεν περιορίζεται στο να επιβάλλει νόμους, αλλά ρυθμίζει τη ζωή και τον θάνατο, το ποιος θεωρείται αναλώσιμος, ποιος καλείται να «αντέξει» το κόστος. Όταν η πολιτική ηγεσία μιλά για επανεκπαίδευση της κοινωνίας στην αποδοχή της θυσίας και, ταυτόχρονα, αυστηροποιεί τα εργαλεία πειθαρχίας, η «αυτοθυσία» παύει να είναι ατομική αρετή και γίνεται κρατικό αφήγημα.
Αυτή ειναι προφανώς η πολιτική επιθυμία του Νίκου Δένδια: επιστροφή σε κουλτούρα θυσίας, εξοικείωση με απώλειες, αποδοχή ενός κόσμου όπου η κοινωνία πρέπει να σκληρύνει.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το άρθρο 298 έρχεται σαν φυσική συνέχεια: όταν η «θυσία» γίνεται πολιτικό πρόταγμα, η «πειθαρχία» γίνεται εργαλείο. Και όταν η πειθαρχία γίνεται εργαλείο, αρχίζουν να μπαίνουν στο τραπέζι και μέτρα που μέχρι χθες θα θεωρούνταν αδιανόητα, όπως η απώλεια ιθαγένειας ως συνέπεια καταδίκης.
Δεν χρειάζεται να προσθέσεις τίποτα για να δεις την κατεύθυνση. Η ρητορική που κανονικοποιεί το κόστος σε ανθρώπινες ζωές συνδυάζεται με ένα νομοθετικό πακέτο που κανονικοποιεί το κόστος σε δικαιώματα.
Τι σημαίνει αυτό για το κράτος δικαίου στην πράξη
Το πρώτο πρόβλημα είναι ο κίνδυνος ανιθαγένειας. Η διάταξη, όπως περιγράφεται, δεν κάνει καμία διάκριση. Δεν λέει «μόνο αν έχει άλλη ιθαγένεια». Δεν λέει «μόνο αν είναι πολιτογραφημένος». Δεν βάζει φίλτρο. Η ιθαγένεια μετατρέπεται σε κάτι που μπορεί να τεθεί υπό αίρεση χωρίς να εξασφαλίζεται ότι ο άνθρωπος θα παραμείνει κάτοχος κάποιας ιθαγένειας. Αυτό δεν είναι μικρή λεπτομέρεια. Είναι κόκκινη γραμμή σε κάθε σοβαρή συζήτηση περί δικαιωμάτων.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι η αναλογικότητα. Μπορεί το κράτος να προστατεύει τα απόρρητα, και οφείλει να το κάνει. Αλλά άλλο πράγμα είναι η προστασία απορρήτων μέσω ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων, και άλλο η εισαγωγή ενός μέτρου που αγγίζει την ίδια την ιδιότητα του πολίτη. Όταν το κράτος ανεβάζει το διακύβευμα στο ύψος της ιθαγένειας, οφείλει να αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος, ότι το μέτρο είναι απολύτως αναγκαίο, ότι είναι στενά οριοθετημένο, ότι δεν αφήνει περιθώριο πολιτικής χρήσης. Εδώ δεν βλέπουμε τίποτα από αυτά. Βλέπουμε το αντίθετο.
Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι δεν χρειάζεται να εφαρμοστεί μαζικά για να λειτουργήσει η αυτολογοκρισία. Αρκεί να υπάρχει. Εδώ ακριβώς βρίσκεται αυτό που ο Μισέλ Φουκώ περιέγραφε ως πειθαρχική εξουσία: μια μορφή ισχύος που δεν εξαντλείται στην τιμωρία της πράξης, αλλά δρα προληπτικά, διαμορφώνοντας συμπεριφορές πριν καν υπάρξει παράβαση. Η απειλή αρκεί για να παραχθεί συμμόρφωση. Η σιωπή γίνεται λογική επιλογή και η αυτολογοκρισία καθημερινή πρακτική.
Όταν προσθέτεις την ιθαγένεια ως πιθανή συνέπεια, χτίζεις ένα περιβάλλον όπου άνθρωποι που βρίσκονται κοντά σε ευαίσθητη πληροφορία θα αυτολογοκριθούν, θα φοβηθούν, θα σωπάσουν, θα αποφεύγουν ακόμη και την καταγγελία πραγματικών προβλημάτων. Κι όταν το πεδίο του «απόρρητου» περιλαμβάνει και τα «συμφέροντα των συμμάχων», η αυτολογοκρισία γίνεται βαθύτερη, γιατί κανείς δεν μπορεί να ξέρει πότε κάτι θα βαφτιστεί συμμαχικά ευαίσθητο.
Γιατί είναι πολιτική επιλογή και όχι «αναγκαιότητα ασφάλειας»
Στην έννοια της «κυβερνησιμότητας», κατά τον Φουκώ η εξουσία δεν ασκείται μόνο με νόμους και απαγορεύσεις, αλλά με τη ρύθμιση του πεδίου των δυνατών επιλογών. Το κράτος δεν λέει απλώς τι απαγορεύεται. Δείχνει τι είναι επικίνδυνο, τι είναι επιτρεπτό, τι έχει κόστος.
Αν ο ΥΕΘΑ ήθελε πραγματικά να περιορίσει τη ρύθμιση σε εξαιρετικές περιπτώσεις, θα είχε πολλά εργαλεία να το κάνει χωρίς να τινάξει στον αέρα την έννοια της ιθαγένειας.
Θα μπορούσε να προβλέψει ρητά ότι η έκπτωση εξετάζεται μόνο όταν υπάρχει δεύτερη ιθαγένεια, ώστε να αποκλείεται η ανιθαγένεια.
Θα μπορούσε να απαιτεί πρόσθετη κρίση για σκοπό ωφέλειας ξένου κράτους ή σκοπό βλάβης της Ελλάδας, και όχι απλώς καταδίκη για διαρροή «ειδήσεων» με ανοιχτή διατύπωση.
Θα μπορούσε να θέσει αυξημένες εγγυήσεις, όχι ένα γενικό «μπορεί».
Δεν κάνει τίποτα από αυτά, γιατί το ζητούμενο δεν είναι η τεχνική βελτίωση της ασφάλειας. Το ζητούμενο είναι να αλλάξει ο τόνος. Να αλλάξει η ισορροπία. Να περάσει η ιδέα ότι η πολιτεία απαντά στις ανασφάλειες και στις πιέσεις με πιο βαριά μέσα, ακόμη κι αν αυτά αγγίζουν την ιδιότητα του πολίτη.
Όταν η ιθαγένεια γίνεται εργαλείο, το πρόβλημα δεν είναι «οι διαρροές»
Η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να προστατεύει απόρρητα. Αυτό δεν συζητιέται. Η διαφωνία είναι αλλού: στο ότι ο ΥΕΘΑ φέρνει την ιθαγένεια μέσα σε μια λογική τιμωρητικής πειθάρχησης και το κάνει μέσω αδικημάτων που ορίζονται με τρόπο που χωρά πολιτικές ερμηνείες, ειδικά με τη φράση «ή των συμμάχων της».
Σε μια δημοκρατία, η ιθαγένεια είναι ο πυρήνας της πολιτικής ισότητας. Όταν αρχίζει να αντιμετωπίζεται ως κάτι που «αφαιρείται» με αφορμή καταδίκες, και μάλιστα σε πλαίσιο όπου το απόρρητο ορίζεται όχι μόνο από το κράτος αλλά και από συμμαχικά συμφέροντα, το κράτος δεν δείχνει ισχύ. Δείχνει ότι μετατρέπει τον φόβο σε εργαλείο διακυβέρνησης.
Κι όταν αυτή η επιλογή συνοδεύεται από δηλώσεις για «πνεύμα αυτοθυσίας» και για κοινωνίες που πρέπει να αντέχουν «φέρετρα με σημαία», τότε μιλάμε για ένα πολιτικό δόγμα: περισσότερη θυσία, περισσότερη πειθαρχία, λιγότερες εγγυήσεις. Και αυτό είναι ο ορισμός της οπισθοδρόμησης, όσο κι αν επιχειρείται να ντυθεί με τη λέξη «ασφάλεια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου