Το νομοσχέδιο που έφερε ο Νίκος Δένδιας στη διαβούλευση εξελίσσεται σε ένα από τα πιο σκληρά χτυπήματα για τους Έλληνες του εξωτερικού, παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη ότι δήθεν τους «ανοίγει τον δρόμο της επιστροφής».
Η νεότερη γενιά του brain drain, αυτή που άφησε την Ελλάδα στα δύσκολα χρόνια, διαπιστώνει τώρα ότι οι δυνατότητες επαναπατρισμού περιορίζονται αντί να διευρύνονται. Οι αναβολές για κατόχους διδακτορικών και διακεκριμένους ερευνητές καταργούνται, λες και η αριστεία που επικαλείται καθημερινά η κυβέρνηση ισχύει μόνο όσο δεν κοστίζει. Και η παραμονή των ανυπότακτων εξωτερικού συρρικνώνεται από 30 ημέρες σε τέσσερις ημέρες τον χρόνο, ένα όριο που δεν επιτρέπει σε κανέναν να κρατήσει φυσιολογική σχέση με την πατρίδα του.
Αν κάποιος δεν έχει ασχοληθεί με τη στρατολογία, ίσως δεν αντιλαμβάνεται τι σημαίνει η μετάβαση από το καθεστώς των 30 ημερών στο τετραήμερο. Οι 30 ημέρες ήταν μια ελάχιστη «αναπνοή» για όσους ζουν στο εξωτερικό. Έφταναν για μια επίσκεψη στους γονείς, για μια έκτακτη ανάγκη, για ένα επαγγελματικό ραντεβού, για κάτι ανθρώπινο.
Με το νέο πλαίσιο, όμως, η Ελλάδα μετατρέπεται για αυτούς σε προορισμό ταχείας διεκπεραίωσης: φτάνεις, δηλώνεις στη στρατολογία, μετράς τις ώρες και φεύγεις πριν κινδυνεύσεις να κριθείς παραβάτης. Δεν υπάρχει χώρος ούτε για λάθος ούτε για απροσεξία.
Το πιο παράδοξο είναι ότι το μέτρο αυτό δεν χτυπά τους «αρνητές» που έφυγαν για να αποφύγουν τη θητεία, όπως συχνά αφήνεται να εννοηθεί. Χτυπά κυρίως τους ανθρώπους που έφυγαν για να επιβιώσουν, να βρουν δουλειά, να κάνουν ένα μεταπτυχιακό, να σταθούν στα πόδια τους. Αυτούς που στη δημόσια ρητορική η κυβέρνηση Μητσοτάκη ονομάζει «πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο».
Το ίδιο συμβαίνει και με τους Μόνιμους Κατοίκους Εξωτερικού. Το νέο πλαίσιο –που προβλέπει ότι η ιδιότητα δίνεται μόνο σε όσους ζούσαν έξω από τα 16 έως τα 18 τους– εξαιρεί σχεδόν όλους τους ενήλικες μετανάστες. Οποιοσδήποτε έφυγε στα 20, στα 30 ή στα 35 του, δηλαδή η μεγάλη μάζα της σημερινής διασποράς, δεν θα μπορεί πλέον να καλυφθεί. Πρόκειται για θεαματικό περιορισμό που δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή και την πραγματικότητα των ανθρώπων.
Ακόμη πιο προβληματική είναι η απώλεια της ιδιότητας. Με μια παραμονή μεγαλύτερη των έξι μηνών, η ιδιότητα του Μονίμου Κατοίκου Εξωτερικού χάνεται οριστικά, χωρίς δυνατότητα επιστροφής στο προηγούμενο καθεστώς.
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος που επιθυμεί να δοκιμάσει ένα πέρασμα από την Ελλάδα για να δει αν μπορεί να σταθεί επαγγελματικά, ρισκάρει να χάσει όλα όσα έχτισε στο εξωτερικό.
Αν η δοκιμή δεν πετύχει, δεν υπάρχει τρόπος να επιστρέψει στο προηγούμενο καθεστώς χωρίς κόστος. Στην πράξη, το κράτος τον αναγκάζει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο ζωές που θα έπρεπε να μπορούν να συνυπάρχουν.
Η μεταβατική διάταξη μέχρι το 2028 φαίνεται στα χαρτιά να λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν αφορά όσους έφυγαν πιο πρόσφατα. Οι άνθρωποι που μετανάστευσαν μετά το 2022 δεν προλαβαίνουν να συμπληρώσουν την επταετία που απαιτούσε το προηγούμενο πλαίσιο και έτσι μένουν εκτός. Μιλάμε για μια ενεργή, εκπαιδευμένη, νεότερη γενιά που θα περίμενε κανείς ότι μια κυβέρνηση που λέει πως «παλεύει για τον επαναπατρισμό» θα προστάτευε – όχι θα απέκλειε.
Το κερασάκι στην τούρτα είναι η κατάργηση των αναβολών για κατόχους διδακτορικών και διακεκριμένους ερευνητές. Υπήρχε μια λογική σε αυτό το καθεστώς: η έρευνα δεν είναι στατική, οι επιστημονικές θέσεις δεν περιμένουν, και οι άνθρωποι που βρίσκονται στα εργαστήρια του εξωτερικού δεν μπορούν να παγώσουν την πορεία τους. Το να πετάς αυτή την κατηγορία ανθρώπων εκτός προστασίας την ίδια ώρα που μιλάς για «αριστεία» είναι το λιγότερο αντιφατικό. Και αποκαλυπτικό.
Όλα αυτά μαζί δείχνουν μια πολιτική που δεν στοχεύει στη σύνδεση με τη διασπορά. Στοχεύει στην περιστολή. Στην αυστηροποίηση. Σε μια νοοτροπία που βλέπει τον Έλληνα του εξωτερικού περισσότερο ως διοικητικό βάρος παρά ως πολύτιμο πόρο.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιμένει επικοινωνιακά ότι θέλει να φέρει πίσω τους ανθρώπους της. Το νομοσχέδιο Δένδια, όμως, δείχνει μια Ελλάδα που δεν έχει καταλάβει τι σημαίνει να ξαναχτίζεις τη ζωή σου από το μηδέν. Και σίγουρα δεν έχει αποφασίσει να διευκολύνει αυτούς που θα ήθελαν κάποια στιγμή να επιστρέψουν.
Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι που έφυγαν χρειάζονται χώρο, ευελιξία και στήριξη. Αντί γι’ αυτά, το νομοσχέδιο τους προσφέρει περιορισμούς, φόβο μήπως περάσουν μία μέρα παραπάνω και χάσουν τα πάντα, και μια γενική αίσθηση ότι η χώρα που αγαπούν δεν τους αντέχει πίσω παρά μόνο υπό όρους. Η διγλωσσία αποτυπώνεται γραμμένη στις σελίδες του νομοσχεδίου.
Το ζητούμενο για την Ελλάδα δεν είναι να μετρά πόσες μέρες θα επιτρέψει στους ανθρώπους της να περάσουν στην πατρίδα τους. Είναι να κάνει αυτούς τους ανθρώπους να θέλουν πραγματικά να επιστρέψουν. Με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, πάντως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πετυχαίνει το αντίθετο: μεγαλώνει την απόσταση αντί να τη μικραίνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου