
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται μπροστά σε μια από τις πιο ριζικές μεταβολές της στρατηγικής της ταυτότητας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν δημιούργησε από το μηδέν την ανάγκη για ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, αλλά λειτούργησε ως καταλύτης: επιτάχυνε διαδικασίες που ωρίμαζαν αργά εδώ και δεκαετίες, από τη Στρατηγική Πυξίδα μέχρι τις πρώτες απόπειρες κοινής χρηματοδότησης αμυντικών προγραμμάτων. Στο πλαίσιο αυτό αναδύεται το σχέδιο ReArm Europe – μια συνολική προσπάθεια επανεξοπλισμού, ενίσχυσης της βιομηχανικής βάσης και διεκδίκησης μεγαλύτερου βαθμού στρατηγικής αυτονομίας από την ΕΕ. Ωστόσο, πίσω από τις πολιτικές διακηρύξεις κρύβεται ένα σκληρό ερώτημα: ποιος θα πληρώσει, με ποιον τρόπο και με ποιο κόστος – οικονομικό, κοινωνικό και γεωπολιτικό. Η συζήτηση για το ReArm Europe δεν είναι απλώς τεχνική ή στρατιωτική· είναι πρωτίστως οικονομική και πολιτική.
Το ReArm Europe δεν εμφανίζεται στο κενό. Εδράζεται στη Στρατηγική Πυξίδα (Strategic Compass, 2022), που αποτελεί το πλέον ολοκληρωμένο στρατηγικό κείμενο της ΕΕ για την άμυνα και την ασφάλεια. Η Πυξίδα θέτει στόχους για ταχεία ανάπτυξη δυνάμεων, ενίσχυση της βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης και μείωση της εξάρτησης από τρίτους, ιδιαίτερα στις κρίσιμες τεχνολογίες.
Παράλληλα, ενεργοποιούνται και αναβαθμίζονται θεσμοί και εργαλεία:
• Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (EDF) για κοινή έρευνα και ανάπτυξη,
• προγράμματα EDIRPA, EDIP και ASAP για κοινές προμήθειες και επιτάχυνση παραγωγής,
• μηχανισμοί μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας (PESCO), σε στενή διασύνδεση με το ΝΑΤΟ, που παραμένει ο βασικός πυλώνας συλλογικής άμυνας.
Το ReArm Europe λειτουργεί ως «ομπρέλα» πάνω από αυτό το μωσαϊκό, προσπαθώντας να το μετατρέψει από αποσπασματικές δράσεις σε συνολικό σχέδιο επανεξοπλισμού και ενίσχυσης της ευρωπαϊκής στρατηγικής παρουσίας.
Κάθε στρατηγική φιλοδοξία έχει δημοσιονομικό αποτύπωμα. Τα κράτη–μέλη κινούνται προς (ή πάνω από) τον στόχο του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα, ενώ η ΕΕ επιστρατεύει νέα χρηματοδοτικά εργαλεία: ταμειακούς πόρους από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, εγγυήσεις, συμπληρωματικά σχήματα όπως το EDIRPA για κοινές παραγγελίες.
Στην πράξη, η λογική είναι τριπλή:
1. Οικονομίες κλίμακας μέσω κοινών προμηθειών (π.χ. πυρομαχικά, οπλικά συστήματα),
2. Αποφυγή διπλών δαπανών και κατακερματισμού (27 διαφορετικά άρματα, 20 τύποι μαχητικών κ.ο.κ.),
3. Μόχλευση ιδιωτικών επενδύσεων στην αμυντική βιομηχανία μέσω σταθερών πολυετών συμβολαίων.
Παρά τις φιλοδοξίες, η μελέτη του ReArm Europe δείχνει ότι το χρηματοδοτικό μίγμα παραμένει εύθραυστο: μεγάλο μέρος του βάρους εξακολουθεί να πέφτει στους εθνικούς προϋπολογισμούς, ενώ η ευρωπαϊκή συνιστώσα είναι περισσότερο συμπληρωματική παρά κεντρική. Αυτό δημιουργεί άνισες επιβαρύνσεις, ιδίως για χώρες με μικρό δημοσιονομικό χώρο.
Ένα από τα κεντρικά διακυβεύματα του ReArm Europe είναι η αμυντική βιομηχανία: η ΕΕ δεν μπορεί να αποκτήσει στρατηγική αυτονομία αν δεν μπορεί να παράγει γρήγορα, σε κλίμακα και με τεχνολογικό βάθος τα μέσα που χρειάζεται.
Η ανάλυση αναδεικνύει τέσσερις βασικές αδυναμίες:
• Χαμηλή παραγωγική ταχύτητα σε σχέση με ΗΠΑ και Ρωσία,
• Κατακερματισμένη βιομηχανική βάση με έντονες εθνικές προτιμήσεις στις προμήθειες,
• Απουσία μόνιμων στρατηγικών αποθεμάτων,
• Εξάρτηση από τρίτες χώρες σε κρίσιμα εξαρτήματα (ημιαγωγοί, πυροκροτητές, drone subsystems).
Το ReArm Europe επιχειρεί να απαντήσει μέσω:
• μακροχρόνιων συμβολαίων παραγωγής,
• ενίσχυσης ερευνητικών συμπράξεων (πανεπιστήμια–βιομηχανία),
• τυποποίησης εξοπλισμών για μείωση κόστους ανά μονάδα ισχύος.
Αν τα μέτρα αυτά αποδώσουν, η ΕΕ μπορεί να βιώσει μια «βιομηχανική αναγέννηση» στον τομέα της άμυνας, με χιλιάδες θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, ενίσχυση των supply chains και spillovers σε τομείς όπως η ναυπηγική, η κυβερνοασφάλεια, η τεχνητή νοημοσύνη. Αν αποτύχουν, ο κίνδυνος είναι να δημιουργηθεί μια δαπανηρή αλλά μη βιώσιμη βιομηχανική φούσκα.
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών δεν συμβαίνει σε κενό πολιτικής· συμπίπτει με πιέσεις σε υγεία, παιδεία, κοινωνικό κράτος, πράσινη μετάβαση. Η κλασική αντιπαράθεση «άμυνα ή κοινωνική πολιτική» επανέρχεται, ιδίως σε κοινωνίες που βγαίνουν από παρατεταμένες κρίσεις (οικονομική, πανδημική, ενεργειακή).
Η μελέτη του ReArm Europe υπογραμμίζει ότι:
• Η ενίσχυση της άμυνας χωρίς επαρκή δημόσια νομιμοποίηση μπορεί να προκαλέσει πολιτικές αντιδράσεις.
• Ο κίνδυνος πληθωρισμού, ελλειμμάτων και crowding-out άλλων επενδύσεων είναι υπαρκτός, ειδικά αν οι εξοπλιστικές δαπάνες δεν συνοδεύονται από εγχώρια προστιθέμενη αξία.
• Για μικρές οικονομίες όπως η Ελλάδα ή η Βουλγαρία, η συμμετοχή στο ReArm Europe χρειάζεται πολύ προσεκτική δημοσιονομική και βιομηχανική στόχευση, ώστε να μην μετατραπεί σε δυσανάλογη επιβάρυνση.
Από οικονομική άποψη, το κρίσιμο δεν είναι μόνο το ύψος των δαπανών, αλλά η ποιότητα και ο βαθμός ενσωμάτωσης στην εγχώρια οικονομία: συμπαραγωγές,
μεταφορά τεχνογνωσίας, ενδυνάμωση clusters, συμμετοχή ΜμΕ. Έτσι, ένα μέρος του κόστους μετατρέπεται σε επένδυση και όχι σε καθαρή «εκροή».
Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας έχει διπλό πρόσωπο. Από τη μία, μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο αποτροπής, δείχνοντας ότι η ΕΕ διαθέτει βούληση και μέσα για να υπερασπιστεί τα σύνορα και τα συμφέροντά της. Από την άλλη, μπορεί να ερμηνευθεί από τρίτους ως κίνηση κλιμάκωσης.
Η μελέτη επισημαίνει ότι:
• Η Ρωσία πιθανότατα θα αντιληφθεί το ReArm Europe ως επιβεβαίωση της «περικύκλωσης» από τη Δύση.
• Η Κίνα βλέπει μια πιο ισχυρή ευρωπαϊκή άμυνα ως μέρος της ευρύτερης δυτικής σύγκλισης με τις ΗΠΑ.
• Η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ αλλά όχι της ΕΕ, μπορεί να αισθανθεί αποκλεισμένη από κρίσιμες αποφάσεις ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Η σχέση με το ΝΑΤΟ αποτελεί κρίσιμο σταυροδρόμι:
• Η «ατλαντική» σχολή θεωρεί ότι οποιαδήποτε παράλληλη δομή της ΕΕ κινδυνεύει να είναι σπατάλη ή πηγή τριβών.
• Η «αυτονομιστική» σχολή υποστηρίζει ότι η ΕΕ πρέπει να αποκτήσει ικανότητες χωρίς υπερβολική εξάρτηση από τις ΗΠΑ, ειδικά σε περιοχές όπου τα ευρωπαϊκά συμφέροντα δεν ταυτίζονται πλήρως με τα αμερικανικά.
Το ζητούμενο είναι μια συμπληρωματική αρχιτεκτονική: στρατηγική αυτονομία ως ικανότητα επιλογής και όχι ως στείρα αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ.
Το ReArm Europe δεν είναι προδιαγεγραμμένο να πετύχει. Η ανάλυση εντοπίζει σημαντικούς κινδύνους:
• Πολιτικούς: έλλειψη ομοφωνίας, διαφοροποιημένες απειλητικές αντιλήψεις (Βαλτική vs Μεσόγειος), εσωτερικές διαμάχες για το ποιος κερδίζει από τα βιομηχανικά συμβόλαια.
• Οικονομικούς: ασυμμετρίες μεταξύ Βορρά–Νότου και Ανατολής–Δύσης, κίνδυνος υπερχρέωσης ή κοινωνικών αντιδράσεων σε χώρες με περιορισμένο ΑΕΠ.
• Τεχνολογικούς: καθυστέρηση σε ΑΙ, drones, αισθητήρες, λογισμικά μάχης· δυσκολία δημιουργίας ενιαίου οικοσυστήματος R&D που να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ ή την Ασία.
Επιπλέον, η κοινωνική νομιμοποίηση αποτελεί κομβικό παράγοντα: χωρίς ενημέρωση, διαβούλευση και ειλικρινή συζήτηση με τους πολίτες, οποιοδήποτε σχέδιο επανεξοπλισμού κινδυνεύει να καταγραφεί ως τεχνοκρατική επιβολή «από πάνω».
Η μελέτη του ReArm Europe καταλήγει σε μια σειρά από προτάσεις, που μπορούν να δομηθούν γύρω από τρεις άξονες:
1. Οικονομική και κοινωνική ισορροπία o Σαφής διασύνδεση εξοπλιστικών δαπανών με βιομηχανική πολιτική, θέσεις εργασίας και τεχνολογική αναβάθμιση.
o Ειδική μέριμνα για μικρές οικονομίες, με μεγαλύτερη αξιοποίηση ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και επιλεκτική συμμετοχή σε προγράμματα όπου διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα (π.χ. ναυπηγική, συστήματα επιτήρησης θαλάσσιου χώρου).
2. Θεσμική εμβάθυνση και διαφάνεια o Ενίσχυση του ρόλου ευρωπαϊκών φορέων (EDA, Επιτροπή, Ευρωκοινοβούλιο) στον έλεγχο και στην αξιολόγηση των προγραμμάτων.
o Δημόσιες εκθέσεις για την αποδοτικότητα των δαπανών («κόστος ανά μονάδα ισχύος»), ώστε ο πολίτης να γνωρίζει τι αποδίδει κάθε ευρώ.
3. Στρατηγική επικοινωνία και δημοκρατική λογοδότηση o Συστηματική ενημέρωση των κοινωνιών για τους λόγους ενίσχυσης της άμυνας, με έμφαση όχι στον μιλιταρισμό αλλά στην αποτροπή και στη διατήρηση της ειρήνης.
o Ενσωμάτωση της αμυντικής πολιτικής στον δημόσιο διάλογο, όχι ως τεχνικό ζήτημα «ειδικών», αλλά ως κεντρικό θέμα ευρωπαϊκής κυριαρχίας και κοινωνικής ασφάλειας.
Το ReArm Europe αποτελεί ιστορική στροφή: η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να περάσει από το προφίλ της «οικονομικής ένωσης» και της ήπιας ισχύος σε ένα ρόλο στρατηγικού δρώντος με ουσιαστικές αμυντικές ικανότητες. Η επιτυχία του σχεδίου θα κριθεί σε τρία επίπεδα:
• αν θα καταφέρει να ενισχύσει την αποτρεπτική ικανότητα της ΕΕ,
• αν θα στηρίξει μια ανταγωνιστική και καινοτόμο βιομηχανική βάση,
• αν θα το κάνει χωρίς να διαρρήξει τον κοινωνικό ιστό και τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Σε έναν κόσμο όπου οι απειλές πολλαπλασιάζονται – από τον πόλεμο στην Ουκρανία μέχρι την αστάθεια στη Νότια Μεσόγειο και τον Ινδο-Ειρηνικό – η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να παραμείνει αμυντικά αδύναμη. Ταυτόχρονα, δεν έχει και την πολυτέλεια να αγνοήσει τα όρια των κοινωνιών και των οικονομιών της.
Η πρόκληση, λοιπόν, δεν είναι μόνο να επαναεξοπλιστεί η Ευρώπη, αλλά να το πράξει με τρόπο έξυπνο, δίκαιο και βιώσιμο. Με θεσμούς που εξασφαλίζουν διαφάνεια, με βιομηχανική πολιτική που παράγει αξία και με πολιτικό λόγο που αντιμετωπίζει τους πολίτες ως ώριμους εταίρους και όχι ως απλούς φορολογούμενους. Αν το ReArm Europe κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να αποτελέσει όχι μόνο πρόγραμμα επανεξοπλισμού, αλλά και καταλύτη ενός νέου ευρωπαϊκού κοινωνικού και στρατηγικού συμβολαίου.
Την επόμενη Κυριακή, θα στρέψουμε το βλέμμα μας από τη γη προς το διάστημα, εξετάζοντας πώς η Ευρώπη επιχειρεί να αποκτήσει πραγματική στρατηγική αυτονομία στις διαστημικές τεχνολογίες και στις ικανότητες εκτόξευσης. Σε μια εποχή όπου η ασφάλεια, η οικονομία και η ψηφιακή κυριαρχία εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από δορυφόρους και υποδομές τροχιάς, το άρθρο θα αναλύσει γιατί
το διάστημα δεν αποτελεί πλέον ζήτημα επιστημονικού κύρους, αλλά θεμέλιο της ευρωπαϊκής ισχύος και ανταγωνιστικότητας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου