Ο Τάσος όμως προτιμά να στέκει απέναντι. Κόκκινο πανί για τους αστούς επαγγελματίες θεματοφύλακες των «όσιων και ιερών», των «εθνικών ιδεωδών», αλλά και κρίσιμη φωνή κριτικής στην αριστερή εθνικιστική εκδοχή του σφυροδρέπανου (βλέπε πατριωτισμό), αλλά και στον Συνασπισμό εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού.
Όσο μας πληγώνει και απογοητεύει η καθεστωτική Αριστερά που συνδιαλέγεται στα «εθνικά συμβούλια πολιτικών αρχηγών» και αγωνιά να προβάλλει υπεύθυνη εθνική στάση. Εναντιωμένη στην αναγνώριση του δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό εθνοτήτων και μειονοτήτων. Υπερπροβάλλοντας τον εθνικισμό του γείτονα και εξετάζοντας τις αντιθέσεις με όρους ιμπεριαλιστικής σκακιέρας, με άβουλα, εξαρτημένα, πιόνια-προτεκτοράτα Αρνούμενη τις καλύτερες σελίδες του αγωνιστικού της παρελθόντος, που η Αριστερά έθετε ως πρώτο στόχο την ήττα της δικής της άρχουσας τάξης αλλά και την απαίτηση για ένα πρόγραμμα αιτημάτων και αγώνων που θα σφραγίσει η εργατική πολιτική.
Τόσο μας δίνει ελπίδα το συγκεκριμένο βιβλίο και κυρίως η οπτική θέασης των γεγονότων.
Γιατί οι αφετηρίες του προβληματισμού του συγγραφέα βρίσκονται πάντα στις ταξικές αντιθέσεις, τους κοινωνικούς αγώνες, συνυπάρχουν με τη διεθνιστική εκτίμηση του χθες και την κοινωνικά απελευθερωτική ενόραση του αύριο. Επιπλέον, ο Κωστόπουλος, όπως και τόσοι ανάμεσα μας, «κουβαλά» διηγήσεις αγαπημένων προσώπων, που υπήρξαν θήτες και θύματα αυτής της τραγικής περιόδου. Ποιο το χρέος απέναντι τους;
Η παραπάνω σύνθεση αποτελεί την κινητήριο δύναμη του ακάματου αυτού γραφιά, του ανήσυχου πνεύματος, του πολύτιμου συντρόφου, που δεν σταματά να τρυπώνει σε υπόγεια παλαιοπωλεία, να αναζητά στα σκονισμένα αρχεία, να βγαίνει μπροστά και να εκτίθεται.
Συνεχίζει βιβλιογραφικά την απόπειρα που ξεκίνησε με το βιβλίο Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία (Αθήνα 2000, εκδ. Μαύρη Λίστα), για να ακολουθήσει Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη (Αθήνα 2005, εκδ. Φιλίστωρ).
Η ανάγνωση της Εισαγωγής αρκεί για να συνειδητοποιήσεις ότι ο συγγραφέας είναι αποφασισμένος. Το απόσπασμα από τον «Πόλεμο» της συλλογής Διηγήματα, του Στρατή Μυριβήλη, που περιγράφει το «κάψιμο ενός τουρκικού χωριού της Πτολεμαίος (Καϊλάρια), τη μαζική εκτέλεση των αρρένων κατοίκων και το βιασμό δυο νεαρών κοριτσιών από τους συναδέλφους του Μυριβήλη, με προτροπή και υπό την καθοδήγηση του ανθυπασπιστή της διμοιρίας», αποσκοπεί στην αποκάλυψη των μεθόδων που χρησιμοποίησε ο ελληνικός στρατός, αλλά επίσης, προσφέρει την ευκαιρία παρουσίασης του κλίματος υποδοχής του βιβλίου. Στο λογοτεχνικό σκάνδαλο που προκλήθηκε από «την παραβίαση κάποιας άγραφης σύμβασης για τα όρια του εθνικώς επιτρεπτού» θα σταθεί και η Ακαδημία Αθηνών, που δε θα βραβεύσει βεβαίως τον Μυριβήλη, αλλά θα τον νουθετήσει: «να προσέξη και τας ευγενεστέρας απόψεις των πολεμικών αγώνων». Βεβαίως ο ρόλος της Ακαδημίας είναι «της κορυφαίας ενσάρκωσης του κατεστημένου» (Κ. Τσάτσος) και προασπιστή της εθνικά ορθής εκδοχής για την ιστορία του τόπου.
Η διστακτικότητα των περιγραφών ή η συνειδητή αυτολογοκρισία δεν περιορίζεται στα προπύργια της εγχώριας συντήρησης, διαχέεται στην αριστερά. Ο φόβος μήπως προσφερθούν όπλα στους «εχθρούς του έθνους» συνοδοιπορεί με πολιτικούς σχεδιασμούς βασισμένους στην υποτιθέμενη «αντιστασιακή φύση τους ελληνικού λαού», με κύριο εκφραστή το Σβορώνο (μιας ενιαίας, διαχρονικής κι αδιαφοροποίητης κοινωνικοπολιτικά οντότητας), για να διαχυθεί και να κυριαρχήσει στην επίσημη ιστοριογραφία και λαϊκότερη δημόσια ιστορία των ΜΜΕ.
Η σχολική εκδοχή της ιστορίας αποσκοπεί στην συστηματική αποσιώπηση κάθε στοιχείου που θα μπορούσε να υπονομεύσει την εγχάραξη μιας εξιδανικευμένης εκδοχής του εθνικού παρελθόντος. Το συλλογικό εγώ, που οικοδομείται με τους ίδιους όρους σε όλα τα Βαλκάνια, περιλαμβάνει μια ατελείωτη αλυσίδα από «μάρτυρες και ήρωες», που υπέστησαν τα πάνδεινα από τους «άλλους», χωρίς ποτέ να πάρουν το αίμα τους πίσω. Είναι μια παιδεία που δημιουργεί συμπλέγματα εθνικής κατωτερότητας και εγγυάται την εκκόλαψη νέων εθνικών περιπετειών στο όνομα της καταπολέμησης του «ραγιαδισμού» και της «ηττοπάθειας».
Ο συγγραφέας παρεμβαίνοντας στην συζήτηση για το ρόλο της ιστορίας (όχι μόνο της σχολικής) στέκεται κριτικά απέναντι στην «μη εθνικιστική σχολή» που θεωρεί ότι δεν πρέπει να «δηλητηριάζονται» οι νέες γενιές από την αναπαραγωγή της μνήμης του αίματος. Αν και αναγνωρίζει κάποιες σωστές διαπιστώσεις, όμως πιστεύει ότι κάνει λάθος αφού υποτιμά τον ρόλο των υπόλοιπων μηχανισμών ιδεολογικής εγχάραξης και αναπαραγωγής της συλλογικής μνήμης.
Η Γιουγκοσλαβία όπου μισός αιώνας αλληλοσφαγής «κουκουλώθηκε», δεν απέτρεψε την αναβίωση του εθνικιστικού μίσους «μόλις τα συμφέροντα των αντιπαρατιθέμενων εθνικών μερίδων της άρχουσας “κόκκινης” και στην πορεία πολιτικά αποχρωματισμένης αστικής τάξης ξανάδωσαν το λόγο στους ακροδεξιούς κήρυκες του αλληλοσπαραγμού».
Ο Τάσος είναι ξεκάθαρος: «μια εξιστόρηση που δεν συγκαλύπτει τις “δικές μας” αγριότητες είναι απεναντίας ικανή, μέσα από την αποτύπωση των μηχανισμών ανατροφοδότησης και κυκλικής αναπαραγωγής της βίας, να εξηγήσεις όσα τράβηξαν οι άνθρωποι στο παρελθόν ως το αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών διαδικασιών κι επιλογών – κι όχι κάποιας φανταστικής διαχρονικής “επιβολής” αλλοφύλων “βαρβάρων”, για την αντιμετώπιση της οποίας θα πρέπει να μένουμε αιωνίως με το όπλο στο χέρι, παραμερίζοντας στο όνομα της “εθνικής ομοψυχίας” τα αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη».
Βεβαίως από τα βέλη της κριτικής του δεν θα ξεφύγουν ούτε οι Τούρκοι ιστορικοί, αφού και στην αντικρινή ακτή του Αιγαίου «μια ολόκληρη απολογητική σχολή έχει επιστρατευτεί για να συσκοτίσει την πραγματικότητα».
Ταυτόχρονα, η συζήτηση για το βιβλίο δίνει τη δυνατότητα σε ορισμένους να απαιτήσουν την διοικητική εκκαθάριση των χώρου της εκπαίδευσης από κάθε αιρετική φωνή. Χέρι-χέρι θα πάει και ο Θ. Αναστασιάδης που ζητά «να αποκλειστούν οριστικά από τη συγγραφή σχολικών βιβλίων και το διδακτικό έργο οι φορείς ψευτοϊστορικών απόψεων με κοινή συνισταμένη τον ενδοτισμό και τον νεοραγιαδισμό». Αποκαλύπτεται ότι το life style δε δίνει απλώς στην ακροδεξιά βήμα λόγου, αλλά η αμορφωσιά, η παραχάραξη, η βαθιά συντήρηση, οι εθνικόφρονες παρωπίδες είναι συστατικό της κομμάτι. Θαυμάστε λόγια μεγάλου ανδρός και πατριώτη (λέγε με Θέμο): «στην Ιστορία δεν έχει υπάρξει ούτε ένα φωτογραφικό ντοκουμέντο ή επίσημη μαρτυρία που να τεκμηριώνει ότι και οι Έλληνες κάναμε αγριότητες σε βάρος των Τούρκων στη διάρκεια των πολέμων του παρελθόντος».
Όλα τα παραπάνω αποτελούν το έναυσμα για την τελική διαμόρφωση του βιβλίου. Αντικείμενο του, η βία που συνόδευσε τη συγκρότηση των σύγχρονων εθνικών κρατών που διαδέχτηκαν εδαφικά την πάλαι ποτέ Οθωμανική Αυτοκρατορία, με επικέντρωση της αφήγησης στους διαδοχικούς πολέμους της κρίσιμης δεκαετίας 1912-1922. Δίνεται έμφαση στα εγκλήματα και τις εθνοκαθαρτήριες επιδόσεις του ελληνικού στρατού, χωρίς φυσικά να αποσιωπούνται οι αντίστοιχες αγριότητες των κατά καιρούς αντιπάλων του.
Αν και περιορισμένη η αντανάκλαση στην πολεμική πραγματικότητα των κοινωνικών αντιθέσεων και πολιτικοϊδεολογικών αντιπαλοτήτων που διαπερνούν την τότε ελληνική κοινωνία, όμως διαπιστώνεται ότι ο τρόπος που βίωναν τις εθνικές εξορμήσεις οι Έλληνες της εποχής ποικίλλει εξαιρετικά ανάλογα με την κοινωνική τους τάξη, τη γεωγραφική τους προέλευση, τις επαγγελματικές τους δεξιότητες, αλλά και τη θέση τους στον στρατιωτικό μηχανισμό. Δεν λείπει και η καταγραφή της στάσης των απλών φαντάρων απέναντι στον πόλεμο: «αντιπολεμική διάθεση, αυτοτραυματισμοί, λιποταξία, ανταρσία, κι ανυπακοή σε παράλογες ή εξοντωτικές διαταγές».
Ας μην περάσει απαρατήρητο, το γεγονός που πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Κ. Ντούλας, «το πρωί της 13ης Αυγούστου 1922, όπου ο Κεμάλ αρχίζει την επίθεση του», εγκαινιάζοντας την Τρίτη φάση του πολέμου, «οι Έλληνες φαντάροι προχώρησαν σε “απεργία”, αρνούμενοι να πολεμήσουν άλλο και ξεκινώντας ομαδικά για τα σπίτια τους».
Κεντρική ιδέα του βιβλίου αποτελεί η διαπίστωση ότι η βία κατά των αλλοφύλων δεν προέκυψε ως «παράπλευρες απώλειες», ούτε οφειλόταν σε εγγενή τραγωδία των εμπολέμων. Αποτελούσε αναγκαίο συστατικό στοιχείο των εκατέρωθεν «απελευθερωτικών» εξορμήσεων, προκειμένου η επέκταση της εθνικής επικράτειας να συνοδεύεται από την επιθυμητή πληθυσμιακή ομοιογένεια.
Αξίζει να σταθμίσει κανείς το συμπέρασμα ότι οι αγριότητες δεν ήταν έργο κάποιων παρασιτικών στοιχείων του ελληνικού στρατού, αλλά συχνά υλοποίηση άνωθεν διαταγών, της ανώτερης στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσία: «Το 1921 ήταν η ηγεσία του στρατού αυτή που πρόκρινε μια στρατηγική ολοκληρωτικού πολέμου και καταστροφής της μικρασιατικής ενδοχώρας ως μέσο άσκησης πίεσης στους κεμαλικούς, προκειμένου αυτοί να δεχτούν ένα διακανονισμό ευνοϊκό για τα ελληνικά συμφέροντα»
Ας σημειωθεί εξάλλου ότι η εθνοκάθαρση του 1922 ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα, με την συνθήκη της Λοζάνης το 1923, από τη διεθνή κοινότητα και με την συμφωνία της Ελλάδας και της «Νέας Τουρκίας». Για πολλούς, η βίαιη, υποχρεωτική ανταλλαγή τεράστιων, ανυποψίαστων πληθυσμών αποτελεί πρότυπο και στο σήμερα.
Επιπλέον, η περιγραφή και η «καταγγελία» των ωμοτήτων, οι αντίστοιχες εκθέσεις δυτικοευρωπαϊκής ή υπεραντλαντικής προέλευσης, αποτελούν κλασικό διπλωματικό όπλο ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι σύγχρονες επανεκδόσεις τους εντάσσονται σε εθνικιστικούς και ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ειδικά παραρτήματα όπου ο αναγνώστης συναντά την σκιαγράφηση ζητημάτων όπως η τραγωδία του Πόντου, οι σφαγές των Τουρκοκυπρίων το 1897 ή τα θέματα της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όπως «ομολογεί» ο συγγραφέας πρόπλασμα του βιβλίου ήταν το κείμενο μιας κάπως μεγαλούτσικης εισήγησης του (η Δήμητρα παραμονεύει) με το ίδιο τίτλο, μέρος της οποίας είχε εκφωνηθεί σε εκδήλωση της Διεθνιστικής Αντιπολεμικής Κίνησης, το Δεκέμβριο του 2002.
Το βιβλίο εδώ και λίγες μέρες «άνοιξε πανιά». Πλέει με ούριο άνεμο στις απέραντες αναζητήσεις της ταξικής πάλης, στηρίζει τις αντιπολεμικές διεθνιστικές κινήσεις μας, «έτοιμο» να αντέξει στις φουρτούνες της κριτικής.
Εμείς απλώς χαιρόμαστε την συντροφιά του….
Αντί επιλόγου, θα θέλαμε να κρατήσουμε στη μνήμη μας και να επαναπροσδιορίσουμε στο σήμερα, μια στροφή της ελληνόγλωσσης «Διεθνούς», που καταγράφονταν στις αντιπολεμικές σελίδες του μεσοπολεμικού Ριζοσπάστη:
«εμάς η μόνη μας ελπίδα
είν’ η σφιγμένη μας γροθιά
Κάτω οι πόλεμοι κι η πατρίδα
Ζήτω η παγκόσμια εργατιά».
Η πολιτική θέση αυτή έχει σημασία όχι μόνο για να διαπιστώσουμε και να αναρωτηθούμε για τη διαφορά λόγων-έργων της Αριστεράς του χθες και του σήμερα, αλλά για να ανιχνεύσουμε ένα διαφορετικό δρόμο, ταξικό, διεθνιστικό, ξεφεύγοντας από το «σημαδεμένο σταυροδρόμι», στο οποίο συναντώνται αντιπαραθετικά και συνθετικά ενίοτε, οι αντιπαραθέσεις σχετικά με τις «ανεκτικές, κοσμοπολίτικες αυτοκρατορίες» και την ανάδυση μέσα από το αίμα των λαών, του έθνους-κράτους.
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου