KAABEE / KABEI: OUR MOTHER-ΙΑΠΩΝΙΑ-2008-133′
Σκηνοθεσία: Yoji Yamada
Ηθοποιοί: Sayuri Yoshinaga, Tadanobu Asano, Mitsugoro Bando, Rei Dan
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ
Φεβρουάριος του 1940. Στην Ιαπωνία, στο κατώφλι του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Shigeru Nogami συλλαμβάνεται για τις αντιπολεμικές του δηλώσεις, που στρέφονται κατά της κυβέρνησης. Τα μέλη της οικογένειας, η σύζυγος Kabei, η πρωτότοκη κόρη Hatsuko και η μικρότερη Terumi βιώνουν την απουσία του πατέρα και τις συνέπειες της ελεύθερης πολιτικής έκφρασης σε έναν κόσμο ακραίου εθνικισμού, λογοκρισίας και κρατικού αυταρχισμού.
Ο Γιόζι Γιαμάντα μας μεταφέρει στην εποχή που η καταγγελία του κατακτητικού πολέμου της Ιαπωνίας στην Κίνα από τους αντεθνικιστές θεωρούνταν παραβίαση του «νόμου Διατήρησης της Ειρήνης» και η δεκαπενταετής πολεμική επεκτατική απόπειρα της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας ονομάζονταν «Σταυροφορία».
Η ταινία του «ΚΑΜΠΕΪ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΑΣ» είναι μια μεγάλη ταινία όχι μόνο γιατί τολμά να θίξει τις σκοτεινές πτυχές του αυτοκρατορικού ιαπωνικού παρελθόντος, αλλά κυρίως γιατί επιχειρεί να μιλήσει, εμμέσως πλην σαφώς, για το παρόν των «πολέμων κατά της τρομοκρατίας» και τις σύγχρονες σταυροφορίες της Νέας καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής Νέας Τάξης Πραγμάτων. Καταδικάζοντας επομένως και τα νέα μεγαλοϊδεατικά ιαπωνικά σχέδια, αλλά και την συμμετοχή του ιαπωνικού στρατού στην κατοχή του Ιράκ και στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Καταγγέλλοντας τις νέες εφορμήσεις του αστικού κόσμου εντός και εκτός συνόρων, που συνδυάζουν επεμβάσεις και πατριωτικούς νόμους, επιχειρούν ανθρωπιστικούς πολέμους και επιβάλλουν το κράτος του Αστυνόμου στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, χρησιμοποιώντας τον στρατό ως δύναμη Έκτακτης Ανάγκης ενάντια στα απελευθερωτικά και κοινωνικά κινήματα, την πρωτόγνωρη προπαγάνδα και χειραγώγηση των ΜΜΕ-δεξαμενών σκέψης και των ενσωματωμένων διανοούμενων του συστήματος.
Τελικά αποκαλύπτει ότι πράγματι «η εθνική ενότητα» ήταν, είναι και θα είναι πάντα μια απάτη, που αποκρύπτει σκληρές ταξικές επιλογές.
Η ταινία προβάλλει πρότυπα: είναι οι απλοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας των ανήλιαγων στενών, που κρατούν την αξιοπρέπεια τους, υπερασπίζονται τις ιδέες τους, αγωνίζονται να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με θυσίες και ανείπωτες διώξεις λόγω των «φρονημάτων» τους. Αρπάζοντας την ζωή με ελπίδα και ιδρώτα, διεκδικώντας καλύτερες μέρες και όχι ένα μεταθανάτιο παράδεισο, στην όποια θρησκευτική του εκδοχή.
Άνθρωποι που κονταροχτυπιούνται με το μιλιταριστικό-αυταρχικό-εθνικιστικό ιαπωνικό καθεστώς, συγκρούονται με τις παραδοσιακές αξίες και την ίδια τους την οικογένεια, που εκτός των άλλων επιχειρεί την υπεράσπιση της τιμής του άνδρα αρχηγού της, τιμή που είναι άμεσα συνδεδεμένη με το κύρος του αστυνομικού επαγγέλματος και τα προνόμια που συνδέονται με αυτό.
Εξάλλου, οι προστάτες του «Νόμου και της Τάξης» είναι πολλοί και γνωστοί: διανοούμενοι, αστυνομικοί και εισαγγελείς, καλοζωισμένοι και καλοφαγωμένοι, αναλαμβάνουν να υπερασπίσουν την «τιμή του έθνους»: να υποχρεώσουν σε κατάταξη ακόμη και τους νέους με σωματική αναπηρία και να στείλουν στα μπουντρούμια, με στόχο την αργή και οδυνηρή εξολόθρευση, εφαρμόζοντας κάθε μορφή ψυχολογικής και σωματικής βίας, όσους διαφωνούν.
Βασικός στόχος προς εξολόθρευση οι κομμουνιστές.
Το σημαντικό κινηματογραφικό έργο θέτει ζήτημα συλλογικής ευθύνης, επιμερίζοντας τες στον ανώνυμο πολίτη της Ιαπωνίας. Και καλά κάνει. Σαφώς και οι πολίτες που στήριζαν και στηρίζουν τις ελπίδες τους στα αστικά κόμματα, που αναμένουν κάποια ψίχουλα από την ηγεμονική πολιτική των ΗΠΑ, την ιμπεριαλιστική πολιτική των χωρών της Ε.Ε., αλλά και από το Ελντοράντο των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια, έκαναν το ίδιο λάθος (σε διαφορετική κλίμακα και σε διαφορετικές συνθήκες) με τους ομοίους τους της Χιτλερικής Γερμανίας, της Μουσολινικής Ιταλίας και της αυτοκρατορικής Βρετανίας.
Όμως το «Καπιταλιστικό Σύστημα δεν έκανε Λάθος. Είναι Λάθος».
Στο γνωστό βιβλίο του Στάλνεϊ Πέϊν «Η Ιστορία του Φασισμού» (στην ενότητα «Φασισμός έξω από την Ευρώπη; Ιαπωνία» σελίδες 461-473) βρίσκουμε όλες τις ψηφίδες του πάζλ ενός αυταρχικού καθεστώτος που συστηματικά παρέσυρε ένα ολόκληρο λαό, εκμεταλλευόμενο κάθε πτυχή της ψυχοσύνθεση του.
Ένα καθεστώς που με μπροστάρη το θεό-αυτοκράτορα καλλιέργησε τον ρατσισμό και το φυλετισμό, οργάνωσε το μιλιταρισμό, προπαγάνδισε τον «αντιαποικιακό» αγώνα αποκρύπτοντας τον επεκτατισμό, έφερε στο κέντρο της ζωής «το έθνος» αναγορεύοντας το σε θέσφατο σπέρνοντας τον εθνικισμό, επιχείρησε την επιβολή της ομοιομορφίας στέλνοντας επιτροπές πολιτών να διακηρύσσουν την ανάγκη καταπολέμησης της πολυτέλειας, αστυνομεύοντας κάθε στιγμή του κοινωνικού βίου, εφορμώντας με τον αντικοινοβουλευτισμό, επωάζοντας φασιστικές ομάδες στρατιωτικών και όχι μόνο.
ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ:1931-1945
Ήδη στα 1923, ο Κίτα Ίκι (παλιός σοσιαλιστής) καταθέτει το «Σχέδιο για την Αναδιοργάνωση της Ιαπωνίας», προτείνοντας ένα σύστημα εθνικιστικού κορπορατισμού, με μια μορφή υποταγμένης δημοκρατίας και διεξαγωγή εκλογών, ιδέες που συναντάμε και σε άλλους διανοούμενους. Πιστεύει ότι το καθεστώς θα ασκήσει πολιτική εθνικοσοσιαλισμού, εθνικοποιώντας τις μεγάλες επιχειρήσεις και θα προωθήσει τον εκσυγχρονισμό. Ο πλούτος θα αυξάνονταν και θα αναδιανέμονταν και η γη θα μοιράζονταν στους κολίγους. Σκοπός της καινούργιας Ιαπωνίας είναι η απελευθέρωση της Ασίας από το Δυτικό Ιμπεριαλισμό, αναζητώντας οικονομική συμμαχία με τις ΗΠΑ, ενώ θα έρχονταν αντιμέτωπη και θα νικούσε ΕΣΣΔ και Μ.Βρετανία. Ο έντονος Μεσσιανισμός αποκαλύπτεται από τη αναγόρευση της Ιαπωνίας σε ηγέτη του ανθρώπινου είδους, που θα άνοιγε το δρόμο σε μια ανώτερη ανθρωπότητα.
Όμως, η μετριοπαθής ή ιδεαλιστική δεξιά επέλεξε την αποκατάσταση μιας γραφειοκρατικής και μη δημοκρατικής συνταγματικής μοναρχίας. Η Ριζοσπαστική Δεξιά είχε αρκετή δύναμη μεταξύ των νεαρών αξιωματικών που συνωμοτούν και έλκονται από την ιδέα της «παλινόρθωσης του αυτοκράτορα Σόουα». Η πιο ισχυρή ομάδα μεταξύ τους ήταν η «Εταιρεία της Ανθισμένης Κερασιάς» που οργανώθηκε από αξιωματικούς του Γενικού Επιτελείου και του Υπουργείου Πολέμου. Ο εθνικισμός κερδίζει έδαφος, ιδιαίτερα μεταξύ των εργατών που οργανώνονται σε εθνικιστικά σωματεία.
Το 1931 ξεκινά ο Δεκαπενταετής πόλεμος, όταν λαμβάνουν χώρα πολιτικές δολοφονίες με δράστες τους δεξιούς ριζοσπάστες και θύμα μεταξύ άλλων τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Δολοφονίες που βοήθησαν στη προώθηση του «Επεισοδίου του Μούκντεν» και στο ξεκίνημα μιας μιλιταριστικής και επιθετικής πολιτικής στην ηπειρωτική Ασία.
Στο πλαίσιο αυτό αναδύθηκε η νέα σέκτα ακτιβιστών του στρατού, η «Σχολή της Αγάπης για τη Γη» (αργότερα ομάδα Εθνικής Αρχής), που διαμέσου του Γκόντο Σέκιο προβάλλει την ανωτερότητα της Ιαπωνικής Φυλής, ότι ο αγροτικός-προβιομηχανικός τρόπος ζωής είναι ανώτερος του παρακμιακού νεωτερικού και οι εξουσίες πρέπει να επιστρέψουν στον αυτοκράτορα.
Παρά την καταστολή της (1931-1932) έχει ανοίξει ο δρόμος της αποσταθεροποίησης της ιαπωνικής κυβέρνησης και το πολιτικό σύστημα στρέφεται στο μιλιταρισμό-εθνικισμό, καθιερώνοντας τις «εθνικές κυβερνήσεις συνασπισμού».
Το 1936 σημειώνεται ο τελευταίος γύρος άμεσου στρατιωτικού ριζοσπαστισμού με μια νέα σειρά δολοφονιών, με αποτέλεσμα τη λήψη ακόμα πιο σκληρών μέτρων για την επιβολή πειθαρχίας.
Το 1936-1937 εντοπίζονται οι δύο ριζοσπαστικές δεξιές ομάδες με τα πιο έντονα πρωτοφασιστικά χαρακτηριστικά. Το «Μεγάλο Ιαπωνικό Κόμμα Νεολαίας» του Κιγκόρο Χασιμότο, όπου τα μέλη του φορούσαν μαύρους χιτώνες και ο ηγέτης του ονομάζονταν Ιάπωνας Χίτλερ και η «Εταιρεία του Ανατολικού Τρόπου» του Σέιγκο Νακάνο.
Η έναρξη του ολοκληρωτικού πολέμου με την Κίνα το 1937 είναι το σημείο μη επιστροφής. Οι πολιτικές και οικονομικές εξουσίες της κυβέρνησης επεκτάθηκαν, ιδιαίτερα με το «Νόμο της Εθνικής Κινητοποίησης» (1938). Από το 1915 είχαν προωθήσει την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, για να επεκταθούν και στις γυναίκες. Το 1938, η Κεντρική Συμμαχία για την Κινητοποίηση του Εθνικού Πνεύματος συμπεριλάμβανε 94 εθνικές οργανώσεις. Όταν ο πρίγκιπας Κονόγιε, ο πρώτος κανονικός πρωθυπουργός του πολέμου παραιτήθηκε το 1939, προωθήθηκε η ιδέα μιας νέας πολιτικής τάξης, φέροντας το τέλος της ανεξαρτησίας των πολιτικών κομμάτων και τη διαμόρφωση μιας ακόμη πιο ισχυρής κυβέρνησης.
Μια εταιρεία μελέτης, η Ένωση Έρευνας Σόουα (1935), ανέπτυσσε σχέδια για το τέλος της παλιάς τάξης, της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης και του καπιταλισμού, δίνοντας προτεραιότητα στην ιδέα της εθνικής κοινότητας. Οι διανοούμενοι της, Ρίο Σιντάρο, Ρογιάμα Μασαμίτσι, Μίκι Κιγιόσι υποστηρίζουν ένα «πνεύμα ενότητας, αυτοθυσίας και εθνικής επέκτασης» και ότι ο παγκόσμιος πόλεμος είναι αναπόφευκτος.
Το 1940, ο Κονόγιε επέστρεψε στην πρωθυπουργία και η κυβέρνηση δημιούργησε μια νέα οργάνωση ομπρέλα, την Εταιρεία Βοήθειας Αυτοκρατορικής Αρχής (ΕΒΑΑ).
Ο ιαπωνικός αυταρχισμός ήταν ένα περίεργο αμάλγαμα κρατικών γραφειοκρατών, συντηρητικών οικονομικών παραγόντων και πραιτοριανών του στρατού, που βλέπουν το στρατό να ισχυροποιείται μετά την πρωθυπουργία του στρατηγού Χιντέκι Τόγιο (1941). Ο στρατός δημιούργησε τα Σώματα Νεαρών Ανδρών της ΕΒΑΑ της Μεγάλης Ιαπωνίας ως ένα παραστρατιωτικό σώμα. Προέρχονται από την Ομάδα των Νέων Ενηλίκων που σχηματίστηκαν για να αντιταχθούν στην Αριστερά. Η σύγκρουση μεταξύ της κάστας των στρατιωτικών που εκπροσωπούνται από τον Τόγιο και τα συντηρητικά κόμματα για τον έλεγχο της ΕΒΑΑ, ωθεί τους πρώτους στην χρήση των Σωμάτων Νεαρών Ανδρών για την εκλογή όσο των δυνατό εκλεκτών τους βουλευτών στις εκλογές του 1942.
Στην οικονομία μιμούνται τα γερμανικά κρατικά καρτέλ και δημιουργούν τη Βιομηχανική Πατριωτική Οργάνωση Ευρύτερης Ιαπωνίας, συνδυάζοντας οργανώσεις του κεφαλαίου και της εργασίας. Επίσης, η κινητοποίηση του ιαπωνικού κράτους ήταν ευρύτερη της αντίστοιχης γερμανικής προς την υποστήριξη των οργανώσεων της γειτονιάς, της μικρής πόλης και του χωριού.
Τέλος, ο αυτοκράτορας βασίλευε έχοντας τη de jure και de facto εκτελεστική εξουσία. Αυτός ήταν το κέντρο ενός συντηρητικού και παραδοσιακού κράτους, που ολοένα ενέτασσε αυταρχικά και αντικοινοβουλευτικά στοιχεία από τους φασιστικούς κύκλους που λειτουργούσαν ως προπομποί.
Αυτοκράτορας, Στρατοκράτες, Κρατική Γραφειοκρατία και Αστοί
θεωρούσαν πάντα τον ιαπωνικό λαό Αναλώσιμο!
Η απαίτηση «θυσιών» ολοένα διευρύνεται για να κορυφωθεί με τους σχεδιασμούς μετατροπής ολόκληρου του ιαπωνικού λαού σε ΚΑΜΙΚΑΖΙ. Αποκαλυπτικά τα όσα αναφέρει ο M.G.Sheftall στο βιβλίο του «ΚΑΜΙΚΑΖΙ. Το επίφοβο όπλο της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας 1944-1945». Η ήττα του Οζάουα στις Μοράλες είχε αποδείξει για τα καλά ότι το κάποτε ανίκητο Αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Ναυτικό δε μπορούσε να ανταγωνιστεί ισότιμα τους Συμμάχους όπως παλιά, όπου οι Ιάπωνες μπορούσαν να κερδίσουν χρησιμοποιώντας συμβατικά όπλα και τακτικές. Τώρα χρειάζονταν αντισυμβατικές ιδέες και αντισυμβατικοί άνδρες.
Ακροδεξιοί δημεγέρτες αξιωματικοί αρχίζουν να προωθούν το «πνεύμα της αυτοθυσίας», κεντρική ιδέα των επιθέσεων αυτοκτονίας. Ήδη, το Μάρτιο του 1944, ο πρωθυπουργός Χιντέκι Τόγιο είχε στείλει άκρως απόρρητο υπόμνημα ζητώντας εκπόνηση ανεπίσημων μελετών, ώστε οι διαδικασίες να έχουν ολοκληρωθεί όταν η τακτική των ειδικών επιθέσεων κρινόταν απαραίτητη.
Το πνεύμα της αυτοθυσίας απέπνεε μια αίσθηση ένδοξου θανάτου, που ταίριαζε στην νοοτροπία μεσήλικων αξιωματικών καριέρας, που από την ασφάλεια των αιθουσών συνεδριάσεων έπαιζαν με τις ζωές χιλιάδων στρατιωτών. Στην Ιαπωνία δεν υπήρχε ιστορικό προηγούμενο οργανωμένων τακτικών αυτοκτονίας, αλλά μπορούσε να κατασκευαστεί, αφού εκτιμήθηκε ότι μπορούσαν να το έκαναν οι πολεμιστές του παρελθόντος. Θα έπρεπε επομένως να επινοηθούν κάποιες πειστικές παραδόσεις με νεφελώδεις απαρχές και με ιδιαίτερο τονισμό του ιαπωνικού πολεμικού πνεύματος.
Καθώς όμως ο αυτοκρατορικός στρατός δε μπορούσε να σταματήσει την συμμαχική επίθεση, οι στρατοκράτες κατανόησαν ότι ίσως «απαιτούνταν η θυσία μιας ολόκληρης γενιάς για να σωθεί η αυτοκρατορία»!
Οι εφημερίδες άρχισαν να γράφουν «για τον ένδοξο θάνατο 100 εκατομμυρίων» που θα θυσιάζονταν για την προστασία της ιαπωνικής περηφάνιας, τιμής και ανδροπρέπειας. «Θα ήταν ο αρμόζων επιτάφιος για την πιο περήφανη φυλή που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Ολόκληρο το έθνος θα χάνονταν όρθιο μέσα στις φλόγες, με το γενετικό του κώδικα άθικτο, με τις γυναίκες του αγνές και με τον πολιτισμό του αμόλυντο. Θα πέθαινε χωρίς να έχει κατακτηθεί και χωρίς να λυγίσει, αμετακίνητο στην αντίσταση του ενάντια στην προσπάθεια της πολεμικής μηχανής των λευκών να πετύχουν την παγκόσμια κυριαρχία και να επιβάλλουν έναν άψυχο ορθολογισμό».
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Δεν ήταν εύκολο να είσαι προοδευτικός καθηγητής στην Αυτοκρατορική Ιαπωνία στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Σιγκέρου Νογκάμι, που η σύλληψή του αναγκάζει την σύζυγό του να μεγαλώσει μόνη της τις δύο μικρές τους κόρες.
Βασισμένη σε αυτοβιογραφική νουβέλα τού, για πολλά χρόνια συνεργάτη του Κουροσάβα, Τερούγιο Νογκάμι, το "Kabei" αφηγείται την ιστορία μιας αγαπημένης οικογένειας στο κέντρο μιας δίνης εθνικής παραφροσύνης. Γνωρίζοντας την άρνηση με την οποία οι Ιάπωνες αντιμετωπίζουν την Ιστορία εκείνης της περιόδου, η απεικόνιση της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας είναι απρόβλεπτα κριτική. Ο Γιαμάντα αναδημιουργεί ένα καταπιεστικό περιβάλλον όπου η προπαγάνδα είναι πανταχού παρούσα και τολμάει να υπαινιχθεί ότι ο μέσος Ιάπωνας πολίτης επιδοκίμαζε την μιλιταριστική πολιτική της κυβέρνησης και τις τακτικές που χρησιμοποιούσε για να την εδραιώσει.
Η 80ή ταινία του Γιαμάντα είναι μια εξαιρετική ταινία με την υπογραφή ενός μετρ, που διευθύνει ένα υπέροχο καστ με απαράμιλλη ευαισθησία. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία προσιτή σε όλους και βαθιά συγκινητική, χωρίς καμία παραχώρηση στον εύκολο συναισθηματισμό.
Ο μεγάλος σκηνοθέτης και στενός συνεργάτης του Κουροσάβα, Yoji Yamada, μας χαρίζει ένα βασισμένο σε αληθινή ιστορία, οικογενειακό δράμα, που αγκαλιάζει με τρυφερότητα το πρότυπο του πατέρα – στήριγμα, για να το ακυρώσει αργότερα λόγω ανατρεπτικών συνθηκών.
Υποψηφιότητες: Golden Berlin Bear Award – 2008 Berlin International Film Festival
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ-ΤΑ ΝΕΑ
Στο φινάλε, με δάκρυα στα μάτια. Χωρίς ίχνος μελοδράματος και εύκολης συγκίνησης. Ταινία της εβδομάδας ένα κέντημα ψιλοβελονιάς πάνω σε μετάξι ουμανισμού από τον βετεράνο Ιάπωνα Γιόζι Γιαμάντα των 78 χρονών. Το λένε «Κabei: Η μητέρα μας» και από το πρώτο λεπτό το έβλεπα γονατιστός!
Ίσως ό,τι καλύτερο, γιατί το έγραψε με την καρδιά του. Ίσως ό,τι πιο αυθεντικό, γιατί μίλησε με τη φωνή της ψυχής του. Να το δουν όλοι της συντεχνίας των σκηνοθετών για να βάλουνε μυαλό.
Ούτε μοντέρνο, ούτε παλιό. Ούτε στην ευκολία, ούτε με πιρουέτες τεχνικής και επαναστατικής πρωτοπορίας. Απλώς κινηματογράφος καθαρός. Σαν να σέρνουν τον χορό ο Γιασουζίρο Όζου (1903-1963), ο πατέρας του κλασικού ιαπωνικού κινηματογράφου παρέα με τον Ρομπέρ Μπρεσόν (1901-1999). Η πειθαρχία αγκαλιά με τον μινιμαλισμό.
Η μηχανή καρφωμένη στη θέση της παρατήρησης, δηλαδή του βλέμματος. Η κάθε σκηνή συμπαγής, ανθρωποκεντρική, οργανωμένη σε μικρούς χώρους, με υποκείμενα απλούς ανθρώπους. Μικρή οικογένεια, μικρή γειτονιά, μικρά δράματα. Αυτή η Ιαπωνία της δικής μου καρδιάς. Μπροστά η μικρή ιστορία αυτής της μικρής οικογένειας.
Πίσω, αόρατη σχεδόν, η μεγάλη Ιστορία. Του πολέμου, της αυτοκρατορίας, του μιλιταρισμού αλλά και της ανυπακοής. Ενδιαμέσως ο πατέρας στη φυλακή. Φοβερή γεωμετρία. Ο αντίκτυπος του πολέμου στα συντρίμμια μιας οικογένειας με πρωτοφανή αξιοπρέπεια. Έτσι να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Αυτό το πλάγιο, αθέατο, ευαίσθητο επιμύθιο του Γιαμάντα. Να τα μεγαλώνουμε με ελεύθερη σκέψη. Με κάθε κόστος. Με οποιοδήποτε τίμημα. Η αξιοπρέπεια ελεύθερων ανθρώπων στην κατεχόμενη πατρίδα. Κατεχόμενη από άκρατο, επιθετικό «πατριωτικό» μιλιταρισμό! Το στόρι αυτοβιογραφικό. Λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μερικούς μήνες πριν από την έφοδο στο Περλ Χάρμπορ, ένας καθηγητής φυλακίζεται για ανυπακοή προς την πατρίδα τη στρατιωτική. Δεν συμβιβάζεται, δεν υπογράφει. Έγκλημα να πιστεύεις στην ειρήνη και την συνύπαρξη. Έτσι η γυναίκα του (μια ωρομίσθια ας πούμε δασκάλα) και τα δύο παιδιά του βρίσκονται κυκλωμένοι από την προπαγάνδα, τις απειλές, τη στέρηση και την ταπείνωση. Ακόμα και ο πατέρας της την αποκηρύσσει. Ακόμα και ο γέρος καθηγητής του άντρα της κλείνει την πόρτα. «Δεν πρέπει ένας λόγιος», της λέει, «να παρασύρεται από την ελευθερία της σκέψης του». Η ελίτ στην υπηρεσία της βολής και της αρπαγής. Μαύρα, πέτρινα χρόνια. Η ελευθερία υπό διωγμόν. Ακούγεται ρητορικό και διδακτικό. Όμως από την οθόνη το λαμβάνεις σαν βίωμα αληθινό. Κεντρικό πρόσωπο η μάνα. Είναι, δεν είναι σαράντα κιλά. Μια ραγισμένη πορσελάνη με αξιοπρέπεια που σκοτώνει. Όλοι και όλα με τελετουργία ευγένειας, ήθους και απίστευτης καρδιάς. Κέντημα κλασικού κινηματογράφου. Όλοι οι συντελεστές της πρώτης σειράς. Φωτογραφία, σκηνογραφία και πάνω απ΄ όλα οι ερμηνείες. Να σας πω τη μαύρη αλήθεια. Από τη στέρηση που έχω υποστεί βλέποντας τόσα μα τόσα σκουπίδια, αισθάνθηκα στο τέλος να πετάω ψηλά με αερόστατο, μια σκηνοθεσία που σπανίως την συναντάς. Σχεδόν στα όρια του αριστουργήματος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου