Σαν αύριο, 12 του Οκτώβρη, το 1953, οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών έκαναν ταυτόχρονα, σε Αθήνα και Ουάσιγκτον, την παρακάτω ανακοίνωση:
«Εις εκπλήρωσιν των εκ του άρθρου 3 της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού απορρεουσών υποχρεώσεών των, η κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος με την έγκρισιν της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως και η κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπέγραψαν σήμερον μίαν Διμερήν Συμφωνίαν, παρέχουσα εις τας Ηνωμένας Πολιτείας το δικαίωμα όπως βελτιώσωσιν και χρησιμοποιήσωσιν από κοινού μετά της ελληνικής κυβερνήσεως ωρισμένα αεροδρόμια και ναυτικάς εγκαταστάσεις εν Ελλάδι. Η συμφωνία έχει ως προορισμόν, διευκολυνομένης της ολοκληρώσεως της αμύνης της Ελλάδος, της αναπτυχθείσης κατά τα τελευταία πέντε έτη με την αμερικανικήν βοήθειαν, εντός του αμυντικού συστήματος του ΝΑΤΟ, να ενισχύση την ασφάλειαν της περιοχής του Βορείου Ατλαντικού και να διαφυλάξη την διεθνήν ειρήνην και ασφάλειαν. Η κοινή προσπάθεια των δύο χωρών όπως βελτιωθή και ενισχυθή η συλλογική ικανότης προς αντίστασιν εναντίον ενόπλου επιθέσεως αντικατοπτρίζει το επικρατούν πνεύμα συνεργασίας και τους δεσμούς φιλίας ήτις υφίσταται μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών».
Και μ' αυτήν τη συμφωνία το αντιδραστικό μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς της άρχουσας τάξης της Ελλάδας ενίσχυε τη συμμαχική στήριξη της εξουσίας του, κάνοντας, ταυτόχρονα, ένα ακόμη σημαντικό βήμα στην πορεία πρόσδεσης της χώρας στον βορειοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, το τρίτο κατά σειρά μετά το δόγμα Τρούμαν (12/3/1947) και τα επακόλουθά του, αλλά και την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ (18/2/1952). Επρόκειτο για τη συμφωνία με βάση την οποία εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα οι στρατιωτικές βάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τι προηγήθηκε
Στις 24 του Φλεβάρη 1947, ο Βρετανός πρεσβευτής στις ΗΠΑ ενημέρωνε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Τζ. Μάρσαλ, ότι η πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία δεν μπορούσε πια να στηρίζει την ελληνική κυβέρνηση και το θρόνο. Ετσι, σχετικά με αυτήν τη στήριξη του καθεστώτος στην Ελλάδα, τη σκυτάλη έπαιρναν οι Αμερικανοί.
Σε λιγότερο από ένα μήνα, ο Πρόεδρος Τρούμαν εξάγγελνε το «δόγμα» του - το δόγμα της αμερικανικής εμπλοκής στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Δεν πρόκειται για τέλειες Δημοκρατίες - εξηγούσε στο Κογκρέσο - αλλά η στρατηγική τους σημασία είναι τεράστια, αποτελούν τις πύλες για τη Μαύρη Θάλασσα και την καρδιά της ΕΣΣΔ. Το Μάρτη εκείνου του χρόνου εγκρίθηκαν τα πρώτα κονδύλια αμερικανικής «βοήθειας» για την Ελλάδα και την Τουρκία. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνη, υπογράφηκε η πρώτη ελληνοαμερικανική συμφωνία. Η συμφωνία αυτή έδινε στους Αμερικανούς το δικαίωμα να «ελέγχουν» τον τρόπο αξιοποίησης της «βοήθειάς» τους από την Ελλάδα.
Το κόστος του δόγματος Τρούμαν σε αίμα είναι αδύνατο να υπολογιστεί. Τα χρόνια που ακολούθησαν έσπειραν τη χώρα με τάφους, γέμισαν τις φυλακές και τους τόπους εξορίας.
Πέντε χρόνια αργότερα, το Φλεβάρη του 1952, η κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου κάνει ένα ακόμη μεγάλο βήμα, το δεύτερο για την ενίσχυση της συμμαχίας του αντιδραστικού ελληνικού καθεστώτος με τους ιμπεριαλιστές. Η ελληνική Βουλή κυρώνει νόμο, με τον οποίο η χώρα μπαίνει στο NATO. Καταψηφίζουν οι βουλευτές της ΕΔΑ, ενώ ήδη το ΚΚΕ από την πολιτική προσφυγιά καταγγέλλει τα πολεμοκάπηλα σχέδια των ιμπεριαλιστών στην περιοχή και τη συμμετοχή των πολιτικών δυνάμεων του κατεστημένου σ' αυτά.
Βεβαίως, το 1952, οι ΗΠΑ ζήτησαν από την κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου, να τους παραχωρήσει αεροπορικές βάσεις, πράγμα που πρακτικά σήμαινε να χρησιμοποιούν ανεξέλεγκτα όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά αεροδρόμια. Το σχέδιο συμφωνίας, που είχε αποδεχτεί η κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου, έλεγε μεταξύ άλλων ότι «η βασιλική ελληνική κυβέρνηση παραχωρεί στην κυβέρνηση των ΗΠΑ το δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές αεροπορικές υπηρεσίες και επικοινωνίες, σ' ολόκληρη την Ελλάδα, για μεταβατική περίοδο τριών χρόνων». Η συμφωνία δεν υπογράφτηκε λόγω εκλογών, τις οποίες «κέρδισε» το κόμμα «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλ. Παπάγου. Πριν περάσει χρόνος από την άνοδο στην εξουσία της κυβέρνησης Παπάγου, υπογράφεται η πρώτη ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις. Ηταν 12 του Οκτώβρη 1953. Ετσι έγινε το τρίτο μεγάλο βήμα πλήρους πρόσδεσης της αστικής τάξης στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Πρόσφεραν «γην και ύδωρ»
Στο πρώτο άρθρο της συγκεκριμένης συμφωνίας γίνεται σαφές πως προκειμένου να ενισχυθεί το αστικό καθεστώς στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την προώθηση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή μας, η τότε κυβέρνηση προσφέρει «γην και ύδωρ» στους Αμερικανούς. Ας το δούμε.
«Διά του παρόντος η Ελληνική Κυβέρνησις, υπό τας προϋποθέσεις και τους όρους τους καθοριζόμενους εν τη παρούση Συμφωνία, ως και επί τη βάσει των τεχνικών συνεννοήσεων, μεταξύ των αρμοδίων αρχών των δύο κυβερνήσεων, εξουσιοδοτεί την κυβέρνησιν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να χρησιμοποιή οδούς, σιδηροδρομικάς γραμμάς και χώρους και να κατασκευάζη, αναπτύσση, χρησιμοποιή και θέτη εν λειτουργία στρατιωτικά και βοηθητικά έργα εν Ελλάδι, οία αι αρμόδιαι αρχαί των δύο κυβερνήσεων ήθελον θεωρήσει κατά καιρούς ως αναγκαία διά την εφαρμογήν ή την προαγωγήν εγκεκριμένων σχεδίων του NATO. Η κατασκευή, ανάπτυξις, χρησιμοποίησις και θέσις εν λειτουργία τοιούτων έργων θα είναι σύμφωνος προς συστάσεις, τύπους και οδηγίας της Οργανώσεως της Βορειοατλαντικής Συνθήκης (NATO), όπου αύται είναι εφαρμόσιμοι.
Χάριν του σκοπού της παρούσης Συμφωνίας και συμφώνως προς τας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των δύο κυβερνήσεων διεξαχθησομένας τεχνικάς συνεννοήσεις η κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δύναται να φέρη, εγκαθιστά και στεγάζη εν Ελλάδι προσωπικόν των Ηνωμένων Πολιτειών. Αι ένοπλαι δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών και το υπό τον έλεγχόν των υλικόν δύνανται να εισέρχωνται, εξέρχωνται, κυκλοφορούν, υπερίπτανται ελευθέρως εν Ελλάδι και εις τα χωρικά της ύδατα, υπό την επιφύλαξιν οιασδήποτε τεχνικής συνεννοήσεως εις ην ήθελον προέλθη αι αρμόδιαι Αρχαί των δύο κυβερνήσεων. Αι ενέργειαι αύται απαλλάσσονται οιωνδήποτε τελών, δικαιωμάτων και φόρων».
Με τη συμφωνία αυτή, που συμπληρώθηκε το 1956, οι ΗΠΑ αποκτούσαν το δικαίωμα να εγκαταστήσουν όσες και όποιες στρατιωτικές βάσεις ήθελαν, να διακινούν ελεύθερα όποια και όσα στρατεύματα ήθελαν, χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο, και να έχουν, επιπλέον, το δικαίωμα της ετεροδικίας. «Είμαι ευτυχής και υπερήφανος», δήλωνε ο πρωθυπουργός Παπάγος...
Επόμενος σταθμός: Τα χρόνια 1959-'61, οπότε εγκαθίστανται στο ελληνικό έδαφος πυρηνικά όπλα.
Το 1967, με την εγκαθίδρυση της στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας στην Ελλάδα, «ανθεί» η ασύδοτη παρουσία των Αμερικανών στην Ελλάδα, ενώ οι στρατιωτικές τους εγκαταστάσεις, διαφόρων τομέων και αποστολών, είναι διάσπαρτες σ' όλη την Ελλάδα σε στεριά και σε λιμάνια.
Η άρχουσα τάξη ζητά εκσυγχρονισμό
Από το 1974, μετά την αντικατάσταση της χούντας από αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις μπαίνουν σε νέο στάδιο. «Πολλά πράγματα άλλαξαν», έγραφε σ' ένα κύριο άρθρο της η «Καθημερινή», ζητώντας «εκσυγχρονισμό» της συμφωνίας του 1953. Αλλωστε, το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα φούντωνε με σαφή αντιαμερικανικό προσανατολισμό βάζοντας στόχους που εκφράζονταν με τα συνθήματα: «Εξω οι βάσεις του θανάτου», «Εξω η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ». Επρεπε να αμβλυνθεί, να αντιμετωπιστεί, να καμφθούν οι αντιιμπεριαλιστικές αντιστάσεις και η τότε κυβέρνηση πάσχιζε να πάρει μέτρα εκσυγχρονισμού σ' αυτά τα πλαίσια, με τη λογική των λεγόμενων εθνικών ανταλλαγμάτων που επικεντρώνονταν στην αναζήτηση από τις ΗΠΑ εγγυήσεων για το δήθεν σταμάτημα των τουρκικών απειλών και της λύσης του Κυπριακού.
Η προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» άρχισε το 1976. Το 1977, στις 26 του Ιούλη, μονογραφήθηκε ένα σχέδιο νέας ελληνοαμερικανικής συμφωνίας, από τον Δ. Μπίτσιο και τον Χ. Κίσινγκερ. Μα, το σχέδιο έμεινε σχέδιο. Το έργο του «εκσυγχρονισμού» έμελλε να το φέρει σε πέρας η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου.
Οντας στην αντιπολίτευση, ο Α. Παπανδρέου στιγμάτιζε την πολιτική των «εθνικών ανταλλαγμάτων» με ιδιαίτερη οξύτητα. «Συνεχίζουμε - έγραφε το 1975 στον Κ. Καραμανλή - να εναποθέτουμε την τύχη του έθνους στην Ουάσιγκτον, το NATO, σ' εκείνους ακριβώς που σχεδίασαν ή είναι υπεύθυνοι για την εθνική μας συμφορά».
Μα, όταν έγινε πρωθυπουργός, το 1981, ο τόνος άλλαξε. «Η κυβέρνησή μου - έλεγε στην πρώτη του συνέντευξη σε αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο - θα ζητήσει εγγύηση των ανατολικών συνόρων μας. Εγγύηση που μπορεί να πάρει τη μορφή απλής δήλωσης, από μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι εγγυημένα, απέναντι σε κάθε απειλή». Εξι χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να ζητάει την ίδια «εγγύηση». Μόνο που, στο μεταξύ, οι βάσεις έμειναν στην Ελλάδα.
Από την πλευρά των Αμερικανών, τα πράγματα είναι πολύ πιο καθαρά. Τον ήθελαν τον εκσυγχρονισμό της συμφωνίας του 1953 - μα από τη δική τους σκοπιά. Και κυρίως για την επέκταση της σφαίρας δράσης τους στη Μέση Ανατολή και στον Περσικό, αλλά και για την υπονόμευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και ιδιαίτερα της ΕΣΣΔ. Αλλωστε, η εγκατάσταση των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα ήταν ένα τεράστιο βήμα ενίσχυσης των θέσεων του ιμπεριαλισμού και της πολεμοκάπηλης επιθετικής πολιτικής του ενάντια στο σοσιαλισμό στα Βαλκάνια και στην ΕΣΣΔ, σε συνδυασμό με τα συμφέροντά του στην Εγγύς και στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο λόγω πετρελαίων, αλλά κυρίως λόγω γεωστρατηγικών συμφερόντων.
Μια έκθεση της υποεπιτροπής για την Ευρώπη, της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Βουλής των ΗΠΑ, που συντάχθηκε τον Οκτώβρη του 1986, γράφει για τις βάσεις στην Ελλάδα: «Η θέση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο την καθιστά κατάλληλη να προσφέρει στρατιωτικές διευκολύνσεις που ενισχύουν την επιχειρησιακή ικανότητα των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών δυνάμεων που δρουν στην περιοχή. Οι ελληνικές διευκολύνσεις συμβάλλουν στη φύλαξη της διόδου του Αιγαίου προς τη Μεσόγειο, προσφέρουν σημαντικούς σταθμούς επικοινωνίας των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών δυνάμεων, δίνουν κέντρα στάθμευσης, ελλιμενισμού και αποθήκευσης για τις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και του NATO και επιτρέπουν τον έλεγχο και την κατασκόπευση των στρατιωτικών δυνάμεων της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο».
Το 1980, αφού είχαν περάσει τρία «νεκρά» χρόνια από τη μονογράφηση του σχεδίου νέας συμφωνίας, άρχισαν νέες συνομιλίες για το καθεστώς των βάσεων στην Ελλάδα, ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στην κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη. Οι Αμερικανοί υποβάλλουν νέο σχέδιο, το οποίο η Αθήνα απορρίπτει. Αντιπροτείνεται ελληνικό αντισχέδιο, αλλά ήδη, από τις αρχές του 1981, καθώς οι εκλογές πλησιάζουν, οι Αμερικανοί κάνουν σαφές ότι δε θέλουν να υπογράψουν συμφωνία με την κυβέρνηση Ράλλη. Οδηγούν τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο στις 18 του Ιούνη. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ το λέει σχεδόν καθαρά τότε: Θέλουμε να διαπραγματευτούμε με τη νέα κυβέρνηση, που δεν πιστεύουμε ότι θα είναι κυβέρνηση ΝΔ... Και ο Α. Παπανδρέου δηλώνει, τότε, «πολυσήμαντα» ότι θα διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ, αν γίνει κυβέρνηση, και ότι ...«η απομάκρυνση των βάσεων από το έδαφός μας μπορεί να περάσει από μια πρώτη φάση στεγανοποίησης». Οι Αμερικανοί παίρνουν το μήνυμα, και αντιδρούν ανάλογα. Ελάχιστες μέρες μετά τις εκλογές του 1981, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, μιλώντας σε ένα δείπνο στη Φλόριδα, στις 15 του Νοέμβρη, καθησυχάζει το αμερικανικό ακροατήριο και συνιστά να μη λαμβάνονται υπόψη τα όσα λέει δημόσια ο νέος Ελληνας πρωθυπουργός. Ο Χέιγκ σημείωνε: «Η νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ελλάδας δεν απαιτεί την απομάκρυνση των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων και του στρατιωτικού προσωπικού, παρά τις εικασίες που πιθανότατα συνδέονται με προεκλογική φρασεολογία...».
Πώς έμειναν οι βάσεις που... έφευγαν
Αλλά αυτό που ο Χέιγκ ονόμασε «προεκλογική φρασεολογία», δεν επέτρεπε εικασίες. Η διακήρυξη της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ έλεγε σαφώς:
«Οι ξένες βάσεις δεν έχουν θέση στη χώρα μας, γιατί αντιστρατεύονται την εθνική μας ανεξαρτησία, γιατί δεν προσφέρονται για την άμυνα της χώρας μας σε περιορισμένο τοπικό πόλεμο και γιατί στην περίπτωση παγκόσμιας σύγκρουσης θα οδηγήσουν σε ολοκαύτωμα».
Η συνέχεια είναι γνωστή. Τον Οκτώβρη του 1982 άρχισαν νέες διαπραγματεύσεις για το καθεστώς των βάσεων, που διήρκεσαν εννέα μήνες, διακόπηκαν δεκάδες φορές, άλλες τόσες δόθηκε η εντύπωση ότι ναυαγούν, μα εν τέλει οδήγησαν σε «αίσιο τέλος», στις 15 Ιούλη 1983. Υπογράφηκε η λεγόμενη συμφωνία απομάκρυνσης των βάσεων.
Μα, ω του θαύματος, από τον Οκτώβρη του 1985, οι Αμερικανοί θέτουν πιεστικά το ερώτημα: Πώς θα ανανεωθεί το καθεστώς των βάσεων μετά το 1988; Και η κυβέρνηση Παπανδρέου, αντί να απαντήσει απλά ότι... δε θα ανανεωθεί, διότι έτσι δεσμεύτηκε απέναντι στον ελληνικό λαό, μπήκε στη διαδικασία της «βήμα προς βήμα» υπαναχώρησης. Αλλωστε, η λεγόμενη για το ΠΑΣΟΚ συμφωνία απομάκρυνσης των βάσεων ήταν συμφωνία παραμονής τους. Το άρθρο 12 ήταν σαφές: «Η συμφωνία αυτή θα τεθεί σε ισχύ όχι αργότερα από τις 31 Δεκεμβρίου 1983, με την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δύο μερών που θα διευκρινίζουν ότι ρυθμίστηκαν οι αντίστοιχες συνταγματικές τους υποχρεώσεις. Η συμφωνία αυτή μπορεί να τερματιστεί μετά πέντε χρόνια με έγγραφη ειδοποίηση οποιουδήποτε των μερών, η οποία (ειδοποίηση) θα πρέπει να δοθεί πέντε μήνες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία θα λάβει χώρα ο τερματισμός (της συμφωνίας)». «Μπορεί να τερματιστεί» λοιπόν και όχι «τερματίζεται». Η διατύπωση σημαίνει ότι μπορεί και να μην τερματιστεί...
Το Μάρτη του 1986, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Σουλτς έρχεται στην Αθήνα και ανακοινώνει ότι πέτυχε μια συμφωνία με τον Ελληνα πρωθυπουργό, να αρχίσουν νέες συνομιλίες ώστε να λυθεί «έγκαιρα, πολύ πριν το Δεκέμβρη του 1988», το θέμα του μέλλοντος των βάσεων.
Και, πράγματι, για άλλη μια φορά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που είχε εξαπατήσει τον ελληνικό λαό με τη συμφωνία που υπέγραψε στα 1983, υποσχόμενη ότι οι βάσεις θα έφευγαν οριστικά, συνέχισε στην ίδια ρότα συνέχισης και ενίσχυσης των ιμπεριαλιστικών θέσεων στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.
Ετσι, στις 23 Γενάρη του 1987, ο Ανδρέας Παπανδρέου στη Βουλή αναγγέλλει επίσημα την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων για τις βάσεις επί μηδενικής βάσης. Ουσιαστικά, όπως είδαμε, οι διαπραγματεύσεις όχι μόνο είχαν ξεκινήσει, αλλά μάλλον υπήρχε και κατ' αρχήν κατάληξη. Και εκείνο το «από μηδενικής βάσης» ήταν ένα ακόμη επιχείρημα απάτης, αφού οι βάσεις ήταν εγκαταστημένες στην Ελλάδα, η δε απομάκρυνσή τους ήταν δυνητική. Αλλά είπαμε: Οι βάσεις είχαν γίνει για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το παραμύθι μιας «εθνικά ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής», που στηριζόταν στους αμερικανικούς εξοπλισμούς δήθεν έναντι της Τουρκίας και της επίσης υποτιθέμενης αμερικανοΝΑΤΟικής προστασίας των συνόρων στο Αιγαίο από τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ Τουρκία! Δηλαδή, οι Αμερικανοί είχαν ουσιαστικά τον πρώτο λόγο για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, τα οποία τότε δε φαίνονταν ότι εκχωρούνταν ανοιχτά (σήμερα η ΝΑΤΟποίηση του Αιγαίου είναι γεγονός), αλλά η ίδια η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στον ανταγωνισμό με την Τουρκία τα ΝΑΤΟποιούσε. Και αυτό ονομαζόταν προστασία, με ανταλλαγή την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα!
Στη συνέχεια, στις 24 Μάη, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοινώνει ότι το νέο κείμενο που θα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις θα μπει στην έγκριση του ελληνικού λαού με δημοψήφισμα. Η προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ δούλευε καλά ως προς αυτό. Δηλαδή, στην ενεργότερη συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Είναι το ίδιο πράγμα μ' αυτό που οι σημερινοί κυβερνώντες λένε με κομπασμό ότι η φωνή της Ελλάδας ακούγεται στους διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ενωση).
Βεβαίως, μετά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μπήκε στη δίνη μιας περιόδου που καταγράφηκε στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας ως «περίοδος των σκανδάλων», με προεξάρχον αυτό του Κοσκωτά. Ετσι, πέρασαν τα πέντε χρόνια, αλλά πριν περάσουν οι δεκαεφτά μήνες, κυβέρνηση (στις εκλογές του Απρίλη του 1990) αναδεικνύεται η ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη. Η συμφωνία για την παραμονή των βάσεων, που είχε καταληχτεί ήδη από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν είχαν «πέσει» ακόμη οι υπογραφές, έγινε τελικό κείμενο συμφωνίας, που την υπέγραψαν στις 8 Ιούλη ο Αντώνης Σαμαράς ως υπουργός Εξωτερικών της ΝΔ και ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης ως υπουργός Αμυνας της ΝΔ και από την πλευρά των ΗΠΑ ο Ντικ Τσένεϊ, σημερινός αντιπρόεδρος και τότε υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ και ο Μάικλ Σωτήρχος πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Το νέο χαρακτηριστικό, η κατ' έτος ανανέωσή της, γεγονός που συνεχίζεται ως τα σήμερα.
Και η συμπληρωματική συμφωνία ασυδοσίας
Στις 13 Ιούνη 2001 στις Βρυξέλλες από τους υπουργούς Εξωτερικών, Ελλάδας και ΗΠΑ, Γ. Παπανδρέου και Κ. Πάουελ, υπογράφηκε στα πλαίσια της ετήσιας ανανέωσης παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα συμπληρωματική συμφωνία με τον τίτλο «Συνολική Τεχνική Συμφωνία μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και ΗΠΑ», που ήρθε προς κύρωση στη Βουλή από την κυβέρνηση. Πρόκειται για τη συμφωνία που καθιερώνει καθεστώς γενικευμένης ετεροδικίας για όλους τους Αμερικανούς (καθεστώς ετεροδικίας υπήρχε και πριν, αλλά τώρα επεκτάθηκε, αφού επεκτάθηκε και η κίνηση των ΑμερικανοΝΑΤΟικών σ' όλη την Ελλάδα, προκειμένου να διευκολύνεται η διεξαγωγή των πολέμων), στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό, που βρίσκονται με κρατική αποστολή στην Ελλάδα.
Η συμφωνία αυτή είναι συμπληρωματική της ισχύουσας συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις, του 1990 (MDCA). Η συμπληρωματική αυτή συμφωνία καλύπτει εκτός από το προσωπικό των βάσεων και τους Αμερικανούς που υπηρετούν στις ΝΑΤΟικές εγκαταστάσεις και στα ΝΑΤΟικά στρατηγεία στην Ελλάδα και οποιονδήποτε άλλο Αμερικανό πολίτη, στον οποίο θα δίνεται το «χρίσμα» του μέλους της αποστολής. Είναι χαρακτηριστικό ότι βάση για την παρούσα συμφωνία, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, είναι, εκτός από τη συμφωνία του 1990, η «Σύμβαση μεταξύ των κρατών - μελών της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού για το Νομικό Καθεστώς των Δυνάμεων αυτών» του 1951.
Ειδικότερα, στο άρθρο 2 ορίζεται «το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, το οποίο περιλαμβάνει τις δυνάμεις των ΗΠΑ, τα μέλη της δυνάμεως και το πολιτικό προσωπικό που υπηρετούν στις ευκολίες των ΗΠΑ στην Ελλάδα ή βρίσκονται σε εκτέλεση υπηρεσίας στην Ελλάδα, καθώς και στα εξαρτώμενα από αυτούς μέλη». Με αυτή τη συμπληρωματική συμφωνία, τα μέλη οποιουδήποτε είδους κρατικής αποστολής των ΗΠΑ θα μπορούν να παραβιάζουν τους ελληνικούς νόμους και να διαπράττουν εγκλήματα επί του ελληνικού εδάφους, χωρίς το φόβο της τιμωρίας από τον ελληνικό νόμο.
Η ετεροδικία θεσμοθετείται με την παραίτηση των ελληνικών αρχών από το δικαίωμα άσκησης ποινικής δίωξης κατά των Αμερικανών. Το άρθρο 4 περί ποινικής δικαιοδοσίας ορίζει: «Η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει την ιδιαίτερη σημασία της ασκήσεως πειθαρχικού ελέγχου από τις στρατιωτικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών στα μέλη της δυνάμεως και την επίδραση που έχει ο έλεγχος αυτός στην επιχειρησιακή ετοιμότητα. Οι αρμόδιες ελληνικές αρχές, συμφώνως προς τις διατάξεις του Αρθρου 7, παράγραφος 3 (γ) της ΝΑΤΟ SOFA και της MDCA, θα εξετάσουν ταχέως και συμπαθώς την παραίτηση από το πρωταρχικό τους δικαίωμα για την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας».
Και συνεχίζει: «Σε κάθε περίπτωση η παραίτηση θα θεωρείται παρασχεθείσα, εάν, εντός 45 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη το αίτημα από τη Μεικτή Επιτροπή, η αρμόδια ελληνική αρχή δεν έχει γνωστοποιήσει στις στρατιωτικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών ότι το αίτημα απερρίφθη ή δεν έχει ζητήσει διευκρινίσεις επί του αιτήματος». Αυτό το τελευταίο βεβαίως, με δεδομένο το συσχετισμό ΗΠΑ - Ελλάδας στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος, δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί. Αλλωστε τα όσα τελευταία έχουν συμβεί, όπως, π.χ., ξυλοδαρμοί Ελλήνων πολιτών (Χανιά) από Αμερικανούς και παρά τη σύλληψη των Αμερικανών από τις ελληνικές αρχές, κανείς δεν πήρε το δρόμο της Δικαιοσύνης. Με βάση λοιπόν αυτό το καθεστώς, οι Αμερικανοί θα έχουν επί του ελληνικού εδάφους μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, ή πιο σωστά θα είναι ασύδοτοι να εγκληματούν, καθώς δε θα ελέγχονται από το νόμο και δε θα τιμωρούνται.
-----------------------------------------------
Πηγές:
1. «Οι βάσεις στην Ελλάδα - Κείμενα του "Ριζοσπάστη"», έκδοση του «Ριζοσπάστη» 1987.
2. Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα», εκδόσεις «Παπαζήση», τόμος β΄, σελ. 121.
3. Εφημερίδα «ΠΟΝΤΙΚΙ» 28/8/87.
4. Γ. Ασούρα: «Η Ελλάδα κάτω από την Κυριαρχία των ΕΠΑ και του ΝΑΤΟ», εκδόσεις «ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», 1975, σελ. 31-32.
Και μ' αυτήν τη συμφωνία το αντιδραστικό μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς της άρχουσας τάξης της Ελλάδας ενίσχυε τη συμμαχική στήριξη της εξουσίας του, κάνοντας, ταυτόχρονα, ένα ακόμη σημαντικό βήμα στην πορεία πρόσδεσης της χώρας στον βορειοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, το τρίτο κατά σειρά μετά το δόγμα Τρούμαν (12/3/1947) και τα επακόλουθά του, αλλά και την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ (18/2/1952). Επρόκειτο για τη συμφωνία με βάση την οποία εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα οι στρατιωτικές βάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τι προηγήθηκε
Στις 24 του Φλεβάρη 1947, ο Βρετανός πρεσβευτής στις ΗΠΑ ενημέρωνε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Τζ. Μάρσαλ, ότι η πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία δεν μπορούσε πια να στηρίζει την ελληνική κυβέρνηση και το θρόνο. Ετσι, σχετικά με αυτήν τη στήριξη του καθεστώτος στην Ελλάδα, τη σκυτάλη έπαιρναν οι Αμερικανοί.
Σε λιγότερο από ένα μήνα, ο Πρόεδρος Τρούμαν εξάγγελνε το «δόγμα» του - το δόγμα της αμερικανικής εμπλοκής στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Δεν πρόκειται για τέλειες Δημοκρατίες - εξηγούσε στο Κογκρέσο - αλλά η στρατηγική τους σημασία είναι τεράστια, αποτελούν τις πύλες για τη Μαύρη Θάλασσα και την καρδιά της ΕΣΣΔ. Το Μάρτη εκείνου του χρόνου εγκρίθηκαν τα πρώτα κονδύλια αμερικανικής «βοήθειας» για την Ελλάδα και την Τουρκία. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνη, υπογράφηκε η πρώτη ελληνοαμερικανική συμφωνία. Η συμφωνία αυτή έδινε στους Αμερικανούς το δικαίωμα να «ελέγχουν» τον τρόπο αξιοποίησης της «βοήθειάς» τους από την Ελλάδα.
Το κόστος του δόγματος Τρούμαν σε αίμα είναι αδύνατο να υπολογιστεί. Τα χρόνια που ακολούθησαν έσπειραν τη χώρα με τάφους, γέμισαν τις φυλακές και τους τόπους εξορίας.
Πέντε χρόνια αργότερα, το Φλεβάρη του 1952, η κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου κάνει ένα ακόμη μεγάλο βήμα, το δεύτερο για την ενίσχυση της συμμαχίας του αντιδραστικού ελληνικού καθεστώτος με τους ιμπεριαλιστές. Η ελληνική Βουλή κυρώνει νόμο, με τον οποίο η χώρα μπαίνει στο NATO. Καταψηφίζουν οι βουλευτές της ΕΔΑ, ενώ ήδη το ΚΚΕ από την πολιτική προσφυγιά καταγγέλλει τα πολεμοκάπηλα σχέδια των ιμπεριαλιστών στην περιοχή και τη συμμετοχή των πολιτικών δυνάμεων του κατεστημένου σ' αυτά.
Βεβαίως, το 1952, οι ΗΠΑ ζήτησαν από την κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου, να τους παραχωρήσει αεροπορικές βάσεις, πράγμα που πρακτικά σήμαινε να χρησιμοποιούν ανεξέλεγκτα όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά αεροδρόμια. Το σχέδιο συμφωνίας, που είχε αποδεχτεί η κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου, έλεγε μεταξύ άλλων ότι «η βασιλική ελληνική κυβέρνηση παραχωρεί στην κυβέρνηση των ΗΠΑ το δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές αεροπορικές υπηρεσίες και επικοινωνίες, σ' ολόκληρη την Ελλάδα, για μεταβατική περίοδο τριών χρόνων». Η συμφωνία δεν υπογράφτηκε λόγω εκλογών, τις οποίες «κέρδισε» το κόμμα «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλ. Παπάγου. Πριν περάσει χρόνος από την άνοδο στην εξουσία της κυβέρνησης Παπάγου, υπογράφεται η πρώτη ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις. Ηταν 12 του Οκτώβρη 1953. Ετσι έγινε το τρίτο μεγάλο βήμα πλήρους πρόσδεσης της αστικής τάξης στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Πρόσφεραν «γην και ύδωρ»
Στο πρώτο άρθρο της συγκεκριμένης συμφωνίας γίνεται σαφές πως προκειμένου να ενισχυθεί το αστικό καθεστώς στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την προώθηση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή μας, η τότε κυβέρνηση προσφέρει «γην και ύδωρ» στους Αμερικανούς. Ας το δούμε.
«Διά του παρόντος η Ελληνική Κυβέρνησις, υπό τας προϋποθέσεις και τους όρους τους καθοριζόμενους εν τη παρούση Συμφωνία, ως και επί τη βάσει των τεχνικών συνεννοήσεων, μεταξύ των αρμοδίων αρχών των δύο κυβερνήσεων, εξουσιοδοτεί την κυβέρνησιν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να χρησιμοποιή οδούς, σιδηροδρομικάς γραμμάς και χώρους και να κατασκευάζη, αναπτύσση, χρησιμοποιή και θέτη εν λειτουργία στρατιωτικά και βοηθητικά έργα εν Ελλάδι, οία αι αρμόδιαι αρχαί των δύο κυβερνήσεων ήθελον θεωρήσει κατά καιρούς ως αναγκαία διά την εφαρμογήν ή την προαγωγήν εγκεκριμένων σχεδίων του NATO. Η κατασκευή, ανάπτυξις, χρησιμοποίησις και θέσις εν λειτουργία τοιούτων έργων θα είναι σύμφωνος προς συστάσεις, τύπους και οδηγίας της Οργανώσεως της Βορειοατλαντικής Συνθήκης (NATO), όπου αύται είναι εφαρμόσιμοι.
Χάριν του σκοπού της παρούσης Συμφωνίας και συμφώνως προς τας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των δύο κυβερνήσεων διεξαχθησομένας τεχνικάς συνεννοήσεις η κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δύναται να φέρη, εγκαθιστά και στεγάζη εν Ελλάδι προσωπικόν των Ηνωμένων Πολιτειών. Αι ένοπλαι δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών και το υπό τον έλεγχόν των υλικόν δύνανται να εισέρχωνται, εξέρχωνται, κυκλοφορούν, υπερίπτανται ελευθέρως εν Ελλάδι και εις τα χωρικά της ύδατα, υπό την επιφύλαξιν οιασδήποτε τεχνικής συνεννοήσεως εις ην ήθελον προέλθη αι αρμόδιαι Αρχαί των δύο κυβερνήσεων. Αι ενέργειαι αύται απαλλάσσονται οιωνδήποτε τελών, δικαιωμάτων και φόρων».
Με τη συμφωνία αυτή, που συμπληρώθηκε το 1956, οι ΗΠΑ αποκτούσαν το δικαίωμα να εγκαταστήσουν όσες και όποιες στρατιωτικές βάσεις ήθελαν, να διακινούν ελεύθερα όποια και όσα στρατεύματα ήθελαν, χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο, και να έχουν, επιπλέον, το δικαίωμα της ετεροδικίας. «Είμαι ευτυχής και υπερήφανος», δήλωνε ο πρωθυπουργός Παπάγος...
Επόμενος σταθμός: Τα χρόνια 1959-'61, οπότε εγκαθίστανται στο ελληνικό έδαφος πυρηνικά όπλα.
Το 1967, με την εγκαθίδρυση της στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας στην Ελλάδα, «ανθεί» η ασύδοτη παρουσία των Αμερικανών στην Ελλάδα, ενώ οι στρατιωτικές τους εγκαταστάσεις, διαφόρων τομέων και αποστολών, είναι διάσπαρτες σ' όλη την Ελλάδα σε στεριά και σε λιμάνια.
Η άρχουσα τάξη ζητά εκσυγχρονισμό
Από το 1974, μετά την αντικατάσταση της χούντας από αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις μπαίνουν σε νέο στάδιο. «Πολλά πράγματα άλλαξαν», έγραφε σ' ένα κύριο άρθρο της η «Καθημερινή», ζητώντας «εκσυγχρονισμό» της συμφωνίας του 1953. Αλλωστε, το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα φούντωνε με σαφή αντιαμερικανικό προσανατολισμό βάζοντας στόχους που εκφράζονταν με τα συνθήματα: «Εξω οι βάσεις του θανάτου», «Εξω η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ». Επρεπε να αμβλυνθεί, να αντιμετωπιστεί, να καμφθούν οι αντιιμπεριαλιστικές αντιστάσεις και η τότε κυβέρνηση πάσχιζε να πάρει μέτρα εκσυγχρονισμού σ' αυτά τα πλαίσια, με τη λογική των λεγόμενων εθνικών ανταλλαγμάτων που επικεντρώνονταν στην αναζήτηση από τις ΗΠΑ εγγυήσεων για το δήθεν σταμάτημα των τουρκικών απειλών και της λύσης του Κυπριακού.
Η προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» άρχισε το 1976. Το 1977, στις 26 του Ιούλη, μονογραφήθηκε ένα σχέδιο νέας ελληνοαμερικανικής συμφωνίας, από τον Δ. Μπίτσιο και τον Χ. Κίσινγκερ. Μα, το σχέδιο έμεινε σχέδιο. Το έργο του «εκσυγχρονισμού» έμελλε να το φέρει σε πέρας η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου.
Οντας στην αντιπολίτευση, ο Α. Παπανδρέου στιγμάτιζε την πολιτική των «εθνικών ανταλλαγμάτων» με ιδιαίτερη οξύτητα. «Συνεχίζουμε - έγραφε το 1975 στον Κ. Καραμανλή - να εναποθέτουμε την τύχη του έθνους στην Ουάσιγκτον, το NATO, σ' εκείνους ακριβώς που σχεδίασαν ή είναι υπεύθυνοι για την εθνική μας συμφορά».
Μα, όταν έγινε πρωθυπουργός, το 1981, ο τόνος άλλαξε. «Η κυβέρνησή μου - έλεγε στην πρώτη του συνέντευξη σε αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο - θα ζητήσει εγγύηση των ανατολικών συνόρων μας. Εγγύηση που μπορεί να πάρει τη μορφή απλής δήλωσης, από μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι εγγυημένα, απέναντι σε κάθε απειλή». Εξι χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να ζητάει την ίδια «εγγύηση». Μόνο που, στο μεταξύ, οι βάσεις έμειναν στην Ελλάδα.
Από την πλευρά των Αμερικανών, τα πράγματα είναι πολύ πιο καθαρά. Τον ήθελαν τον εκσυγχρονισμό της συμφωνίας του 1953 - μα από τη δική τους σκοπιά. Και κυρίως για την επέκταση της σφαίρας δράσης τους στη Μέση Ανατολή και στον Περσικό, αλλά και για την υπονόμευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και ιδιαίτερα της ΕΣΣΔ. Αλλωστε, η εγκατάσταση των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα ήταν ένα τεράστιο βήμα ενίσχυσης των θέσεων του ιμπεριαλισμού και της πολεμοκάπηλης επιθετικής πολιτικής του ενάντια στο σοσιαλισμό στα Βαλκάνια και στην ΕΣΣΔ, σε συνδυασμό με τα συμφέροντά του στην Εγγύς και στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο λόγω πετρελαίων, αλλά κυρίως λόγω γεωστρατηγικών συμφερόντων.
Μια έκθεση της υποεπιτροπής για την Ευρώπη, της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Βουλής των ΗΠΑ, που συντάχθηκε τον Οκτώβρη του 1986, γράφει για τις βάσεις στην Ελλάδα: «Η θέση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο την καθιστά κατάλληλη να προσφέρει στρατιωτικές διευκολύνσεις που ενισχύουν την επιχειρησιακή ικανότητα των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών δυνάμεων που δρουν στην περιοχή. Οι ελληνικές διευκολύνσεις συμβάλλουν στη φύλαξη της διόδου του Αιγαίου προς τη Μεσόγειο, προσφέρουν σημαντικούς σταθμούς επικοινωνίας των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών δυνάμεων, δίνουν κέντρα στάθμευσης, ελλιμενισμού και αποθήκευσης για τις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και του NATO και επιτρέπουν τον έλεγχο και την κατασκόπευση των στρατιωτικών δυνάμεων της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο».
Το 1980, αφού είχαν περάσει τρία «νεκρά» χρόνια από τη μονογράφηση του σχεδίου νέας συμφωνίας, άρχισαν νέες συνομιλίες για το καθεστώς των βάσεων στην Ελλάδα, ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στην κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη. Οι Αμερικανοί υποβάλλουν νέο σχέδιο, το οποίο η Αθήνα απορρίπτει. Αντιπροτείνεται ελληνικό αντισχέδιο, αλλά ήδη, από τις αρχές του 1981, καθώς οι εκλογές πλησιάζουν, οι Αμερικανοί κάνουν σαφές ότι δε θέλουν να υπογράψουν συμφωνία με την κυβέρνηση Ράλλη. Οδηγούν τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο στις 18 του Ιούνη. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ το λέει σχεδόν καθαρά τότε: Θέλουμε να διαπραγματευτούμε με τη νέα κυβέρνηση, που δεν πιστεύουμε ότι θα είναι κυβέρνηση ΝΔ... Και ο Α. Παπανδρέου δηλώνει, τότε, «πολυσήμαντα» ότι θα διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ, αν γίνει κυβέρνηση, και ότι ...«η απομάκρυνση των βάσεων από το έδαφός μας μπορεί να περάσει από μια πρώτη φάση στεγανοποίησης». Οι Αμερικανοί παίρνουν το μήνυμα, και αντιδρούν ανάλογα. Ελάχιστες μέρες μετά τις εκλογές του 1981, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, μιλώντας σε ένα δείπνο στη Φλόριδα, στις 15 του Νοέμβρη, καθησυχάζει το αμερικανικό ακροατήριο και συνιστά να μη λαμβάνονται υπόψη τα όσα λέει δημόσια ο νέος Ελληνας πρωθυπουργός. Ο Χέιγκ σημείωνε: «Η νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ελλάδας δεν απαιτεί την απομάκρυνση των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων και του στρατιωτικού προσωπικού, παρά τις εικασίες που πιθανότατα συνδέονται με προεκλογική φρασεολογία...».
Πώς έμειναν οι βάσεις που... έφευγαν
Αλλά αυτό που ο Χέιγκ ονόμασε «προεκλογική φρασεολογία», δεν επέτρεπε εικασίες. Η διακήρυξη της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ έλεγε σαφώς:
«Οι ξένες βάσεις δεν έχουν θέση στη χώρα μας, γιατί αντιστρατεύονται την εθνική μας ανεξαρτησία, γιατί δεν προσφέρονται για την άμυνα της χώρας μας σε περιορισμένο τοπικό πόλεμο και γιατί στην περίπτωση παγκόσμιας σύγκρουσης θα οδηγήσουν σε ολοκαύτωμα».
Η συνέχεια είναι γνωστή. Τον Οκτώβρη του 1982 άρχισαν νέες διαπραγματεύσεις για το καθεστώς των βάσεων, που διήρκεσαν εννέα μήνες, διακόπηκαν δεκάδες φορές, άλλες τόσες δόθηκε η εντύπωση ότι ναυαγούν, μα εν τέλει οδήγησαν σε «αίσιο τέλος», στις 15 Ιούλη 1983. Υπογράφηκε η λεγόμενη συμφωνία απομάκρυνσης των βάσεων.
Μα, ω του θαύματος, από τον Οκτώβρη του 1985, οι Αμερικανοί θέτουν πιεστικά το ερώτημα: Πώς θα ανανεωθεί το καθεστώς των βάσεων μετά το 1988; Και η κυβέρνηση Παπανδρέου, αντί να απαντήσει απλά ότι... δε θα ανανεωθεί, διότι έτσι δεσμεύτηκε απέναντι στον ελληνικό λαό, μπήκε στη διαδικασία της «βήμα προς βήμα» υπαναχώρησης. Αλλωστε, η λεγόμενη για το ΠΑΣΟΚ συμφωνία απομάκρυνσης των βάσεων ήταν συμφωνία παραμονής τους. Το άρθρο 12 ήταν σαφές: «Η συμφωνία αυτή θα τεθεί σε ισχύ όχι αργότερα από τις 31 Δεκεμβρίου 1983, με την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δύο μερών που θα διευκρινίζουν ότι ρυθμίστηκαν οι αντίστοιχες συνταγματικές τους υποχρεώσεις. Η συμφωνία αυτή μπορεί να τερματιστεί μετά πέντε χρόνια με έγγραφη ειδοποίηση οποιουδήποτε των μερών, η οποία (ειδοποίηση) θα πρέπει να δοθεί πέντε μήνες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία θα λάβει χώρα ο τερματισμός (της συμφωνίας)». «Μπορεί να τερματιστεί» λοιπόν και όχι «τερματίζεται». Η διατύπωση σημαίνει ότι μπορεί και να μην τερματιστεί...
Το Μάρτη του 1986, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Σουλτς έρχεται στην Αθήνα και ανακοινώνει ότι πέτυχε μια συμφωνία με τον Ελληνα πρωθυπουργό, να αρχίσουν νέες συνομιλίες ώστε να λυθεί «έγκαιρα, πολύ πριν το Δεκέμβρη του 1988», το θέμα του μέλλοντος των βάσεων.
Και, πράγματι, για άλλη μια φορά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που είχε εξαπατήσει τον ελληνικό λαό με τη συμφωνία που υπέγραψε στα 1983, υποσχόμενη ότι οι βάσεις θα έφευγαν οριστικά, συνέχισε στην ίδια ρότα συνέχισης και ενίσχυσης των ιμπεριαλιστικών θέσεων στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.
Ετσι, στις 23 Γενάρη του 1987, ο Ανδρέας Παπανδρέου στη Βουλή αναγγέλλει επίσημα την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων για τις βάσεις επί μηδενικής βάσης. Ουσιαστικά, όπως είδαμε, οι διαπραγματεύσεις όχι μόνο είχαν ξεκινήσει, αλλά μάλλον υπήρχε και κατ' αρχήν κατάληξη. Και εκείνο το «από μηδενικής βάσης» ήταν ένα ακόμη επιχείρημα απάτης, αφού οι βάσεις ήταν εγκαταστημένες στην Ελλάδα, η δε απομάκρυνσή τους ήταν δυνητική. Αλλά είπαμε: Οι βάσεις είχαν γίνει για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το παραμύθι μιας «εθνικά ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής», που στηριζόταν στους αμερικανικούς εξοπλισμούς δήθεν έναντι της Τουρκίας και της επίσης υποτιθέμενης αμερικανοΝΑΤΟικής προστασίας των συνόρων στο Αιγαίο από τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ Τουρκία! Δηλαδή, οι Αμερικανοί είχαν ουσιαστικά τον πρώτο λόγο για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, τα οποία τότε δε φαίνονταν ότι εκχωρούνταν ανοιχτά (σήμερα η ΝΑΤΟποίηση του Αιγαίου είναι γεγονός), αλλά η ίδια η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στον ανταγωνισμό με την Τουρκία τα ΝΑΤΟποιούσε. Και αυτό ονομαζόταν προστασία, με ανταλλαγή την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα!
Στη συνέχεια, στις 24 Μάη, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοινώνει ότι το νέο κείμενο που θα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις θα μπει στην έγκριση του ελληνικού λαού με δημοψήφισμα. Η προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ δούλευε καλά ως προς αυτό. Δηλαδή, στην ενεργότερη συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Είναι το ίδιο πράγμα μ' αυτό που οι σημερινοί κυβερνώντες λένε με κομπασμό ότι η φωνή της Ελλάδας ακούγεται στους διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ενωση).
Βεβαίως, μετά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μπήκε στη δίνη μιας περιόδου που καταγράφηκε στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας ως «περίοδος των σκανδάλων», με προεξάρχον αυτό του Κοσκωτά. Ετσι, πέρασαν τα πέντε χρόνια, αλλά πριν περάσουν οι δεκαεφτά μήνες, κυβέρνηση (στις εκλογές του Απρίλη του 1990) αναδεικνύεται η ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη. Η συμφωνία για την παραμονή των βάσεων, που είχε καταληχτεί ήδη από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν είχαν «πέσει» ακόμη οι υπογραφές, έγινε τελικό κείμενο συμφωνίας, που την υπέγραψαν στις 8 Ιούλη ο Αντώνης Σαμαράς ως υπουργός Εξωτερικών της ΝΔ και ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης ως υπουργός Αμυνας της ΝΔ και από την πλευρά των ΗΠΑ ο Ντικ Τσένεϊ, σημερινός αντιπρόεδρος και τότε υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ και ο Μάικλ Σωτήρχος πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Το νέο χαρακτηριστικό, η κατ' έτος ανανέωσή της, γεγονός που συνεχίζεται ως τα σήμερα.
Και η συμπληρωματική συμφωνία ασυδοσίας
Στις 13 Ιούνη 2001 στις Βρυξέλλες από τους υπουργούς Εξωτερικών, Ελλάδας και ΗΠΑ, Γ. Παπανδρέου και Κ. Πάουελ, υπογράφηκε στα πλαίσια της ετήσιας ανανέωσης παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα συμπληρωματική συμφωνία με τον τίτλο «Συνολική Τεχνική Συμφωνία μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και ΗΠΑ», που ήρθε προς κύρωση στη Βουλή από την κυβέρνηση. Πρόκειται για τη συμφωνία που καθιερώνει καθεστώς γενικευμένης ετεροδικίας για όλους τους Αμερικανούς (καθεστώς ετεροδικίας υπήρχε και πριν, αλλά τώρα επεκτάθηκε, αφού επεκτάθηκε και η κίνηση των ΑμερικανοΝΑΤΟικών σ' όλη την Ελλάδα, προκειμένου να διευκολύνεται η διεξαγωγή των πολέμων), στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό, που βρίσκονται με κρατική αποστολή στην Ελλάδα.
Η συμφωνία αυτή είναι συμπληρωματική της ισχύουσας συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις, του 1990 (MDCA). Η συμπληρωματική αυτή συμφωνία καλύπτει εκτός από το προσωπικό των βάσεων και τους Αμερικανούς που υπηρετούν στις ΝΑΤΟικές εγκαταστάσεις και στα ΝΑΤΟικά στρατηγεία στην Ελλάδα και οποιονδήποτε άλλο Αμερικανό πολίτη, στον οποίο θα δίνεται το «χρίσμα» του μέλους της αποστολής. Είναι χαρακτηριστικό ότι βάση για την παρούσα συμφωνία, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, είναι, εκτός από τη συμφωνία του 1990, η «Σύμβαση μεταξύ των κρατών - μελών της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού για το Νομικό Καθεστώς των Δυνάμεων αυτών» του 1951.
Ειδικότερα, στο άρθρο 2 ορίζεται «το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, το οποίο περιλαμβάνει τις δυνάμεις των ΗΠΑ, τα μέλη της δυνάμεως και το πολιτικό προσωπικό που υπηρετούν στις ευκολίες των ΗΠΑ στην Ελλάδα ή βρίσκονται σε εκτέλεση υπηρεσίας στην Ελλάδα, καθώς και στα εξαρτώμενα από αυτούς μέλη». Με αυτή τη συμπληρωματική συμφωνία, τα μέλη οποιουδήποτε είδους κρατικής αποστολής των ΗΠΑ θα μπορούν να παραβιάζουν τους ελληνικούς νόμους και να διαπράττουν εγκλήματα επί του ελληνικού εδάφους, χωρίς το φόβο της τιμωρίας από τον ελληνικό νόμο.
Η ετεροδικία θεσμοθετείται με την παραίτηση των ελληνικών αρχών από το δικαίωμα άσκησης ποινικής δίωξης κατά των Αμερικανών. Το άρθρο 4 περί ποινικής δικαιοδοσίας ορίζει: «Η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει την ιδιαίτερη σημασία της ασκήσεως πειθαρχικού ελέγχου από τις στρατιωτικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών στα μέλη της δυνάμεως και την επίδραση που έχει ο έλεγχος αυτός στην επιχειρησιακή ετοιμότητα. Οι αρμόδιες ελληνικές αρχές, συμφώνως προς τις διατάξεις του Αρθρου 7, παράγραφος 3 (γ) της ΝΑΤΟ SOFA και της MDCA, θα εξετάσουν ταχέως και συμπαθώς την παραίτηση από το πρωταρχικό τους δικαίωμα για την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας».
Και συνεχίζει: «Σε κάθε περίπτωση η παραίτηση θα θεωρείται παρασχεθείσα, εάν, εντός 45 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη το αίτημα από τη Μεικτή Επιτροπή, η αρμόδια ελληνική αρχή δεν έχει γνωστοποιήσει στις στρατιωτικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών ότι το αίτημα απερρίφθη ή δεν έχει ζητήσει διευκρινίσεις επί του αιτήματος». Αυτό το τελευταίο βεβαίως, με δεδομένο το συσχετισμό ΗΠΑ - Ελλάδας στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος, δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί. Αλλωστε τα όσα τελευταία έχουν συμβεί, όπως, π.χ., ξυλοδαρμοί Ελλήνων πολιτών (Χανιά) από Αμερικανούς και παρά τη σύλληψη των Αμερικανών από τις ελληνικές αρχές, κανείς δεν πήρε το δρόμο της Δικαιοσύνης. Με βάση λοιπόν αυτό το καθεστώς, οι Αμερικανοί θα έχουν επί του ελληνικού εδάφους μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, ή πιο σωστά θα είναι ασύδοτοι να εγκληματούν, καθώς δε θα ελέγχονται από το νόμο και δε θα τιμωρούνται.
-----------------------------------------------
Πηγές:
1. «Οι βάσεις στην Ελλάδα - Κείμενα του "Ριζοσπάστη"», έκδοση του «Ριζοσπάστη» 1987.
2. Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα», εκδόσεις «Παπαζήση», τόμος β΄, σελ. 121.
3. Εφημερίδα «ΠΟΝΤΙΚΙ» 28/8/87.
4. Γ. Ασούρα: «Η Ελλάδα κάτω από την Κυριαρχία των ΕΠΑ και του ΝΑΤΟ», εκδόσεις «ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», 1975, σελ. 31-32.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου