Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ (άρθρο απο το "ΠΡΙΝ")



ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ



Επιτροπή κηδείας του ασφαλιστικού ΔΙΑΛΟΓΟΣ - ΑΠΑΤΗ


Απ...ασφάλισε τη χειροβομβίδα αλλά ακόμη την κρατά στα χέρια της η κυβέρνηση. Ξεκίνησε την Πέμπτη ο λεγόμενος κοινωνικός διάλογος μεταξύ υπουργείου Απασχόλησης και φορέων των εργαζομένων και της εργοδοσίας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «στημένο παιχνίδι», όπου θα ανακοινωθούν σταδιακά προειλημμένες αποφάσεις, στις οποίες η κυβέρνηση φιλοδοξεί να προσδώσει συναινετικό χαρακτήρα.

Παρελκυστική ήταν άλλωστε η στάση που κράτησε ο Ανδρέας Λοβέρδος, σε μια επιχείρηση να καμουφλάρει τις πραγματικές επιδιώξεις της κυβέρνησης. Ο υπουργός Εργασίας τόνισε την πολιτική βούληση της κυβέρνησης για «τη διατήρηση του σημερινού πλαισίου παροχών του ασφαλιστικού συστήματος», όμως από την άλλη είπε πως το ασφαλιστικό σύστημα «χρειάζεται οπωσδήποτε δομικές αλλαγές». Έτσι παρέπεμψε τις όποιες συγκεκριμένες προτάσεις σε μια εννεαμελή «επιτροπή ειδικών» η οποία θα υποβάλει πόρισμα με συγκεκριμένες προτάσεις και αναλογιστική μελέτη τον Απρίλιο του 2010. Η επιτροπή αυτή θα αποτελείται από δύο μέλη που θα υποδείξουν ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, δύο μέλη που θα ορίσουν οι εργοδοτικές οργανώσεις, τέσσερα μέλη ορισμένα από την κυβέρνηση και έναν πρόεδρο κοινής αποδοχής.

Το ότι οι αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί αλλά αναζητείται κατάλληλος τρόπος για να «σερβιριστούν» αποδεικνύεται και από γεγονότα: Μόλις πριν δύο εβδομάδες, ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου υπέγραψε το κείμενο συμπερασμάτων του Εκοφίν για την ελληνική οικονομία, όπου αναφέρεται πως αποτελεί ζήτημα κλειδί η υιοθέτηση μέτρων για την επέκταση της εργάσιμης ζωής και την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές επιπτώσεις και να αξιοποιηθούν τα κέρδη της μακροβιότητας. Και στο κυβερνητικό στρατόπεδο όμως υπήρξαν φωνές που αποκάλυψαν ό,τι δεν λέγεται για επικοινωνιακούς λόγους, όπως ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Νάσος Αλευράς, ο οποίος σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο Κανάλι 1, ζήτησε να πέσει στο τραπέζι το θέμα των ορίων ηλικίας.

Παρά το θέατρο, η ΓΣΕΕ επέλεξε το ρόλο θλιβερού κομπάρσου με σκηνοθέτη την κυβέρνηση. Ο πρόεδρός της Γιάννης Παναγόπουλος συμφώνησε στη διαδικασία, είπε πως «μπορούμε να διαλεγόμαστε», υπερασπίστηκε το νόμο Ρέππα, ενώ διατύπωσε και ταυτόσημο αίτημα με την κυβέρνηση: Ζήτησε, όπως και το υπουργείο Eργασίας, ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων. Η ΑΔΕΔΥ αποστασιοποιήθηκε από το διάλογο, ζητώντας να γίνουν διμερείς συναντήσεις. Το ΠΑΜΕ οργάνωσε την πρώτη προγραμματισμένη ημέρα του διαλόγου (Δευτέρα) αποκλεισμό του υπουργείου και του χώρου όπου θα γινόταν η συνάντηση, ενώ η Αυτόνομη Παρέμβαση αποχώρησε την Πέμπτη ζητώντας απεργία.


Κυβερνήσεις και ΕΕ ρίχνουν σταθερά τα βάρη της «μαύρης τρύπας» των Ταμείων στους εργαζόμενους.

Κι όμως, ενώ 7 στους 10 συνταξιούχους παίρνουν λιγότερα από 600 ευρώ το μήνα, 7 στις 10 επιχειρήσεις

δεν καταβάλλουν τις εισφορές τους. Ενώ η μαύρη εργασία και τα σταζ που επιβάλλει το κεφάλαιο δημιουργούν έλλειμμα 8,3 και ενός δισ. ευρώ το χρόνο αντίστοιχα!


Μόνο το 2008 οι εργοδότες «έφαγαν» από το ΙΚΑ 4,2 δισ. ευρώ, που κράτησαν σαν εισφορές από τους εργαζόμενους!


Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ

Θες να επιβάλεις αντιλαϊκές αποφάσεις, με τις λιγότερες αντιδράσεις; Κάνε μια επιτροπή. Αυτό φαίνεται πως είναι το δόγμα των κυβερνήσεων του δικομματισμού για το ασφαλιστικό. Πάνω από μια δεκαετία έχουν ιστορία οι επιτροπές «σοφών» που συστήνονται για να εμφανίσουν ως επιστημονικά τεκμηριωμένες και επιβεβλημένες τις αντιλαϊκές πολιτικές τους αποφάσεις. Πρωτοπόρο στην τακτική αυτή είναι το ΠΑΣΟΚ, με την κυβέρνηση Σημίτη η οποία σύστησε το 1997 την επιτροπή Σπράου. Ο ίδιος πρωθυπουργός το 2001 ανέθεσε στον εξωκοινοβουλευτικό υπουργό Εργασίας Τάσο Γιαννίτση να εκπονήσει ανάλογη μελέτη για το ασφαλιστικό την οποία ανέλαβε βρετανικός αναλογιστικός οίκος. Τη σκυτάλη πήρε η κυβέρνηση Καραμανλή, με τη σύσταση επιτροπής υπό τον πρώην πρόεδρο του ΣΕΒ, Νίκο Αναλυτή.

Όλες οι παραπάνω επιτροπές κατέληξαν στα ίδια πορίσματα, με το ίδιο σκεπτικό: Πρώτα απ' όλα θεώρησαν παραγεγραμμένα τα εγκλήματα που έχουν συντελεστεί επί δεκαετίες από το κράτος, τις επιχειρήσεις και τις διοικήσεις των ταμείων σε βάρος του ασφαλιστικού συστήματος. Έπειτα, έριχναν το βάρος της «λύσης» στους ασφαλισμένους, προτείνοντας καρατόμηση δικαιωμάτων, αποψίλωση της λίστας Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, αύξηση ορίων ηλικίας, αύξηση εισφορών και μείωση συντάξεων. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να υποδεικνύει κάποια διαφορετική πρόβλεψη και για τη νέα επιτροπή που εγκαινιάζει ο Ανδρέας Λοβέρδος και η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Παρά την αποσιώπηση των προθέσεων της κυβέρνησης, η αναφορά του υπουργού στην ανάγκη δομικών αλλαγών, παραπέμπει στη γνωστή συνταγή. Η ιστορία πάντως έδειξε ότι με εξαίρεση την επιτροπή της κυβέρνησης Καραμανλή και το νόμο της Φ. Πετραλιά που ακολούθησε, τα προτεινόμενα μέτρα απορρίφθηκαν από τους εργαζόμενους, που με κινητοποιήσεις μπλόκαραν αποφασιστικά την εφαρμογή των πορισμάτων.

Κοινός τόπος για όλες τις κυβερνήσεις που ανακίνησαν το ασφαλιστικό ήταν η αναφορά στα υπέρογκα χρέη, στην αδυναμία των ταμείων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, στον υπερδανεισμό και το δυσοίωνο μέλλον της κοινωνικής ασφάλισης. Αν στο παρελθόν η καταστροφολογία αυτή είχε κάποιες δόσεις υπερβολής, ώστε να δικαιολογείται η σφοδρότητα της επίθεσης στα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τώρα όλα δείχνουν πως η κατάσταση πραγματικά έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Φέτος μόνο τα ταμεία χρειάστηκαν σχεδόν 2,5 δισ. ευρώ έκτακτη χρηματοδότηση για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Πέρσι το αντίστοιχο ποσό ήταν 850 εκατ. ευρώ. Το ΙΚΑ ζητά επιπλέον 200 εκατ. ευρώ από το υπουργείο Eργασίας για να πληρώσει συντάξεις, ανάλογα ο ΟΑΕΕ ψάχνει για 450 εκατ., ενώ άλλα 50 εκατ. λείπουν από το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων για τα τρέχοντα έξοδα.

Στην άλλη πλευρά του φεγγαριού, εκείνη που δεν θα περιληφθεί στα στοιχεία του υπουργείου όπως τα παραπάνω ως ένδειξη παθογένειας του ασφαλιστικού συστήματος, είναι η κατάσταση που βιώνουν οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι: Στη χώρα μας δίνονται οι χαμηλότερες συντάξεις στη ζώνη του ευρώ. Εφτά στους δέκα συνταξιούχους παίρνουν λιγότερα από 600 ευρώ το μήνα. Για τους 850.000 συνταξιούχους του ΟΓΑ, οι κατά μέσο όρο μηνιαίες απολαβές είναι 413 ευρώ. Το 85% των συντάξεων του Ταμείου Συντάξεων Αυτοκινητιστών είναι κάτω από 500 ευρώ. Σε αναλογία λοιπόν με τη νέα γενιά των 700 ευρώ, υπάρχει και μια γενιά ηλικιωμένων των 400 ευρώ. Είναι λοιπόν κι αυτό σημάδι για τα χάλια του ασφαλιστικού, που πρέπει να διορθωθεί.

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί γι' αυτή τη ζοφερή κατάσταση είναι το «ποιος φταίει». Είναι το ερώτημα που αποφεύγει να απαντήσει κάθε κυβέρνηση και επιτροπή «σοφών», γιατί ο καταλογισμός των ευθυνών συνεπάγεται και λήψη μέτρων σε ανάλογη κατεύθυνση. Και πριν ανατρέξει κανείς στις παλιές αμαρτίες, οφείλει να δει το «έγκλημα» που συντελείται σήμερα:

Η εισφοροκλοπή το 2009 μόνο, σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδίας των εργαζομένων στα ασφαλιστικά ταμεία, αναμένεται να ανέλθει στα 7 δισ. ευρώ. Το διπλό έγκλημα των εργοδοτών απέναντι στο ασφαλιστικό σύστημα είναι ότι παρακρατούν τις εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι από το μισθό τους και δεν τις αποδίδουν στα ταμεία. Άρα δεν πληρώνουν αυτά που χρωστούν οι ίδιοι και παράλληλα, κρατούν για λογαριασμό τους τα λεφτά που θέλοντας και μη δίνουν οι εργαζόμενοι. Για το 2008 οι βεβαιωμένες οφειλές που δεν πληρώθηκαν στο ΙΚΑ, παρόλο που παρακρατήθηκαν από τους εργοδότες, ανέρχονται στα 4,2 δισ. ευρώ! Η ληστεία αυτή δεν είναι σαν την ανώνυμη φοροδιαφυγή, αλλά έχει ονοματεπώνυμο και προφανώς χαίρει ασυλίας. Μάλιστα, πάγια πολιτική των κυβερνήσεων ήταν να προσφέρουν μια σειρά από χαριστικές ρυθμίσεις στις εταιρείες που χρωστούσαν εισφορές, με απαλλαγές από τόκους και πρόστιμα και θέσπιση δόσεων, ώστε οι επιχειρηματίες να παίρνουν φορολογική ενημερότητα παρά τα υψηλά χρέη τους. Η πολιτική αυτή όχι μόνο δεν απέδωσε, αλλά αποθράσυνε τους εργοδότες, που κατάλαβαν ότι μπορούν ατιμωρητί να κλέβουν και έτσι σύμφωνα με στοιχεία των εργαζομένων στα ταμεία, ο αριθμός των οφειλετών συνεχώς αυξάνεται, με αποτέλεσμα σήμερα να χρωστούν εισφορές 7 στις 10 επιχειρήσεις.

Μεγάλη πληγή του ασφαλιστικού συστήματος είναι επίσης η πολιτική που διευρύνει τις ελαστικές σχέσεις εργασίας και την ανεργία. Υπολογίζεται ότι το 50% του εργατικού δυναμικού της χώρας βρίσκεται σήμερα είτε στην ανεργία είτε σε καθεστώς επισφαλούς εργασίας. Κατ' αυτό τον τρόπο μειώνονται δραστικά τα έσοδα της κοινωνικής ασφάλισης. Οι απώλειες του ΙΚΑ μόνο από την ανασφάλιστη εργασία των σταζ και των συμβάσεων έργου (το μπλοκάκι) που υποκρύπτουν σταθερή εργασία, ανέρχεται σε 1 δισ. ευρώ. Συνολικά, υπολογίζεται ότι οι απώλειες των ταμείων απ’ την αδήλωτη εργασία ανέρχονται στα 8,3 δισ. ευρώ το χρόνο. Η «μαύρη» εργασία, που στερεί από τον εργαζόμενο στοιχειώδεις παροχές που δικαιούται αλλά και πολύτιμους πόρους στο ασφαλιστικό σύστημα, θερίζει: Σύμφωνα με στοιχεία της ΓΣΕΕ και εργατικών κέντρων, ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο οι ανασφάλιστοι εργαζόμενοι, ενώ για το 2008 οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του ΙΚΑ ανέφεραν πως σε 21.500 ελέγχους εντόπισαν 18.371 ανασφάλιστους! Αντί όμως οι έλεγχοι να εντείνονται, με στόχο το μηδενισμό της μαύρης εργασίας, αντίθετα οι υπεύθυνοι επικαλούνται την …κρίση και αραιώνουν τους ελέγχους. Αυτό τουλάχιστον καταγγέλλουν εργαζόμενοι του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας.

Το ίδιο το κράτος, που σήμερα εμφανίζεται να αγωνιά για το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος, αποτελεί το νούμερο ένα εχθρό του, όπως περιγράφεται αναλυτικά και στο βιβλίο του Βασίλη Μηνακάκη, Κοινωνική ασφάλιση: Από το “κράτος πρόνοιας” στην “ελαστασφάλεια” (εκδόσεις ΚΨΜ). Πρώτα απ’ όλα επειδή είναι ο μεγαλύτερος οφειλέτης. Το Δημόσιο σήμερα χρωστά στα ταμεία 12 δισ. ευρώ! Επιπλέον, πολιτικές αποφάσεις έχουν επιβαρύνει δυσβάσταχτα τα ταμεία: Πρώτον, με την πολιτική στην υγεία, που στηρίζει τα ιδιωτικά νοσηλευτικά και διαγνωστικά κέντρα, τα οποία χρεώνουν ασύδοτα τα ταμεία, υποκαθιστώντας το δημόσιο σύστημα υγείας που παρακμάζει. Αντίστοιχα προκλητικό είναι το καθεστώς αναρχίας στο οποίο δραστηριοποιούνται οι φαρμακευτικές εταιρείες σε βάρος της κοινωνικής ασφάλισης. Δεύτερον, πολιτικές αποφάσεις κρατικών αξιωματούχων αποτέλεσαν οι εθελούσιες έξοδοι σε ΔΕΚΟ, κάτι που λειτούργησε σαν «βόμβα» στα ταμεία. Το κόστος της εθελουσίας για τον ΟΤΕ π.χ. το 2006, όταν συνταξιοδοτήθηκαν ακόμη και στα 48 τους χρόνια 5.500 εργαζόμενοι του οργανισμού, ανήλθε σε 1,6 δισ. ευρώ. Δώρο στη νέα γερμανική ιδιοκτησία που δεν θα πληρώνει επιπλέον μισθούς, βαρίδι όμως για το ΤΑΠ-ΟΤΕ και συνολικά για το σύστημα. Τρίτο και σπουδαιότερο ίσως σε σημασία, είναι το θέμα της ληστρικής διαχείρισης των αποθεματικών. Πρόκειται για ένα μείζον σκάνδαλο νόμιμης κλοπής που συντελείται από το 1950, όταν αναγκαστικός νόμος δέσμευε τα λεφτά των ταμείων υποχρεωτικά στην Εθνική Τράπεζα με το εξευτελιστικό επιτόκιο του 4%, για να φτάσουμε στα δομημένα ομόλογα. Τη δεκαετία του ’80 ξεκίνησε η τοποθέτηση μέρους των αποθεματικών σε μετοχές, ενώ με σειρά νόμων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ θεσπίστηκε η τοποθέτηση των χρημάτων των ασφαλισμένων σε χρηματιστηριακά προϊόντα υψηλού ρίσκου. Τεράστια ποσά χάθηκαν τόσο το 1999, με το σκάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας όσο και το 2007 από τα δομημένα ομόλογα. Η απώλεια επί ΠΑΣΟΚ υπολογίζεται σε 25%, ενώ το σκάνδαλο της ΝΔ κόστισε 17%-20% απώλειες.

Οι μόνοι από τους συμμετέχοντες στην κοινωνική ασφάλιση που δεν έχουν κανένα μερίδιο ευθύνης για το σημερινό τέλμα στο ασφαλιστικό σύστημα, είναι οι εργαζόμενοι. Οι μισθωτοί πληρώνουν ανελλιπώς τις εισφορές τους κάθε μήνα. Οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες, είτε έχουν δική τους πραγματική επιχείρηση είτε είναι μισθωτοί που υποχρεώνονται να κόβουν «μπλοκάκι», πληρώνουν κάθε δίμηνο εισφορές, με σοβαρά πρόστιμα αν καθυστερήσουν. Πολλοί από τους νέους της εργασιακής περιπλάνησης στερούνται ασφάλισης, επενδύουν στην καλή τους υγεία και σκέφτονται τη σύνταξη μόνο σαν ανέκδοτο, δουλεύοντας «μαύρα». Χιλιάδες πτυχιούχων ή ανειδίκευτων μένουν άνεργοι ή οι δουλειές που βρίσκουν είναι μερικής απασχόλησης, με το μισό μισθό και τη μισή φυσικά ασφάλιση. Εκτός βέβαια από τους συμμετέχοντες σε προγράμματα σταζ, όπου δεν υπάρχει καθόλου ασφάλιση. Κι όμως, οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που θα πληρώσουν την κρίση του ασφαλιστικού.


Αύξηση εισφορών και ορίων ηλικίας

n ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΔΙΑΡΚΩΣ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ, ΕΝΩ ΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΟΙ ΑΠΑΛΛΑΣΟΝΤΑΙ


Οδοστρωτήρας δικαιωμάτων και σαρωτικές αλλαγές που θα κάνουν τη σύνταξη μακρινό όνειρο βρίσκονται ενόψει, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης. Άλλωστε, τα εγκαίνια του «διαλόγου» σημαδεύτηκαν από τη διγλωσσία του αρμόδιου υπουργού. Ο Α. Λοβέρδος παρέλειψε να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις και αρκέστηκε να δεσμευτεί ότι δεν θα αιφνιδιαστεί κανείς. Παράλληλα όμως, στηλίτευσε τις «κατεστημένες στη χώρα μας αντιλήψεις και νοοτροπίες». Οι εργαζόμενοι έχουν μάθει πια ότι όταν οι κυβερνήσεις επικαλούνται τις κατεστημένες νοοτροπίες, επίκειται επίθεση σε κεκτημένα δικαιώματα. Ακόμα υπογράμμισε ότι «ο αγώνας για τον εξορθολογισμό των δαπανών (σ.σ. που ίσως σημαίνει μείωση συντάξεων) και τη διεύρυνση της βάσης εσόδων του ασφαλιστικού συστήματος (σ.σ. που μπορεί να σημαίνει αύξηση εισφορών) δεν αρκεί. Το ασφαλιστικό σύστημα χρειάζεται οπωσδήποτε δομικές αλλαγές». Ποιες μπορεί να είναι αυτές;

Ως προς τα όρια ηλικίας, η κυβέρνηση φαίνεται διατεθειμένη να προχωρήσει σε σταδιακή εξίσωση ανδρών και γυναικών, ίσως με μια μικρή αναστολή της εφαρμογής του νόμου Πετραλιά χωρίς να αναιρεί την υλοποίησή του. Ο επόμενος στόχος είναι η αναδιάταξη της λίστας των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων. Οι προτάσεις που έχουν κατατεθεί μιλούν για σαρωτικές αλλαγές, με εξαίρεση 100 ειδικοτήτων και ένταξη άλλων.

Η γενική κατεύθυνση της πολιτικής όμως που θα ακολουθηθεί θα έχει σοβαρότερες τομές. Πρώτον, διαχρονική τάση είναι η μείωση των εργοδοτικών και η αύξηση των εργατικών εισφορών. Οι εργοδότες επιδοτούνται παντοιοτρόπως (για πρόσληψη ανέργων, για προγράμματα σταζ κ.ο.κ.) με το πρόσχημα των αναπτυξιακών κινήτρων. Από την άλλη, οι εργαζόμενοι έχουν συνεχώς αυξανόμενες εισφορές με διαρκώς λιγότερες παροχές. Δεύτερον, ειλημμένη απόφαση είναι η λεγόμενη παράταση του εργάσιμου βίου, η αύξηση δηλαδή των ορίων συνταξιοδότησης ή όπως το έχει θέσει κομψά ο σημερινός πρωθυπουργός σε παλιότερη τοποθέτησή του, η «ενεργός γήρανση». Τρίτον, η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων με προς τα κάτω εξίσωση των παροχών. Στόχος είναι να συμπτυχθούν οι 155 ασφαλιστικοί φορείς σε τρία ταμεία (μισθωτών, επαγγελματιών και αγροτών). Τέταρτον, η αναβάθμιση της ιδιωτικής ασφάλισης, ως τρίτου πυλώνα. Προηγούνται ο πρώτος πυλώνας, η δημόσια ασφάλιση, οι ελάχιστες δηλαδή αποδοχές πριν το επίπεδο της φτώχειας και ο δεύτερος, η επαγγελματική σύνταξη που να είναι πλήρως ανταποδοτική. Αυτές είναι άλλωστε οι βασικές κατευθύνσεις που έχουν δρομολογήσει σε όλη την ΕΕ οι αστικές κυβερνήσεις, με αφετηρία τη Σύνοδο της Λισσαβόνας το 2000.


ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Πάλη για μείωση του χρόνου εργασίας-ΓΡΑΜΜΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ


Στον «πόλεμο» που μόλις άρχισε στο ασφαλιστικό δεν έχει πιθανότητες κανείς να νικήσει με …νεροπίστολο. Την τακτική αυτή επέλεξε πάντως η ηγεσία της ΓΣΕΕ με το πλήρως συναινετικό προφίλ που υιοθέτησε στην αρχή κιόλας του υποτιθέμενου διαλόγου. «Στις βασικές αρχές και θέσεις υπήρξε σύμπτωση απόψεων», αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση της ΓΣΕΕ μετά τη συνάντηση με τον Ανδρέα Λοβέρδο. Ο πρόεδρος Γιάννης Παναγόπουλος μάλιστα, μιλώντας σε εκδήλωση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ την Πέμπτη, έφτασε στο σημείο να υπερασπιστεί τον αντιασφαλιστικό νόμο Ρέππα, λέγοντας ότι «μπορούσε να δώσει ανάσες στο ασφαλιστικό σύστημα αλλά δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του»! Ακόμα, δήλωσε προκλητικά ότι «τελική λύση δεν υπάρχει για το ασφαλιστικό», εννοώντας προφανώς ότι και οι όποιοι αγώνες οργανώσει η συνομοσπονδία θα είναι για να εκφράσουν αντίθεση σε αρνητικές πλευρές του νόμου που θα υιοθετήσει τελικά η κυβέρνηση. Στη λογική άλλωστε των εποικοδομητικών προτάσεων, συμφώνησε με την ενοποίηση των ταμείων.

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ αλλά και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες παρέλειψαν να πουν το σημαντικότερο, το αφετηριακό σημείο για κάθε συζήτηση περί το ασφαλιστικό: Ότι πριν τη διατύπωση οποιουδήποτε αντιλαϊκού ή φιλολαϊκού μέτρου, οφείλουν το κράτος και οι εργοδότες να επιστρέψουν στα ασφαλιστικά ταμεία τα κλεμμένα και να αποδώσουν όσα χρωστούν. Το «σιωπητήριο» για τις πραγματικές ευθύνες όσων έφεραν την κατάσταση ως εδώ, δίνει άφεση αμαρτιών σε οικονομικούς «εγκληματίες» και καθιστά σημείο αφετηρίας για την επίλυση του προβλήματος τη σημερινή στρεβλή κατάσταση που έχει δημιουργηθεί εδώ και 50 τουλάχιστον χρόνια. Αυτή όμως η ρεαλιστική δήθεν προσέγγιση, που μηδενίζει το «κοντέρ», θα αποβεί ολέθρια μόνο για τους εργαζόμενους, τους λιγότερο υπεύθυνους για το σημερινό τέλμα, ενώ παράλληλα, δεν θα αποτρέψει μια ανάλογη μελλοντική λεηλασία, αφού δεν «στοχοποιεί» τους πραγματικά υπευθύνους.

Στις δομικές λοιπόν αλλαγές που εισηγείται η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να αντιταχθεί μόνο μια αναλόγως δομική ανατροπή. Μια συνολική πρόταση που πρώτα απ’ όλα θα ζητά την επιστροφή των χρημάτων που υπεξαιρέθηκαν από τους εργαζόμενους, όπως από την υπόθεση των ομολόγων και του χρηματιστηριακού τζόγου που παίχθηκε σε βάρος των αποθεματικών, αλλά και από τις τρέχουσες οφειλές κράτους και εργοδοσίας.

Έπειτα, θα αντιμετωπίσει την κοινωνική ασφάλιση όχι ως ένα δημοσιονομικό και λογιστικό γρίφο για οικονομολόγους αλλά σαν ένα καθολικό κοινωνικό δικαίωμα για τους εργαζόμενους και σαν υποχρέωση της πολιτείας και της κοινωνίας απέναντι σε κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως του φύλου, της προϋπηρεσίας του και των τυπικών προϋποθέσεων του νόμου. Βάση για ένα τέτοιο ασφαλιστικό σύστημα θα είναι η ριζική μείωση του χρόνου εργασίας καθώς και η εξάλειψη της ανεργίας και των ελαστικών μορφών απασχόλησης. Αντικειμενικό έδαφος για μια τέτοια διεκδίκηση δίνει η μεγάλη άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, η αύξηση του πλούτου που παράγει ο νους και το σώμα του σύγχρονου ανθρώπου. Αναγκαίο αίτημα είναι το βάρος της ασφάλισης να μεταφερθεί στο κεφάλαιο, μειώνοντας ή απαλλάσσοντας τους εργαζόμενους από εισφορές, αλλά και να αυξηθούν γενναία οι ασφαλιστικές παροχές στη σύνταξη και την περίθαλψη. Όρος βέβαια για μια τέτοια ανατροπή είναι να μειωθεί το ποσοστό εκμετάλλευσης, να μειωθεί η υπεραξία που καρπώνονται οι εργοδότες στην προοπτική της κατάργησης της ίδιας της εκμεταλλευτικής σχέσης και της αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης.

Η «κόκκινη γραμμή» λοιπόν δεν αρκεί να βρίσκεται μόνο στα όρια ηλικίας, το ύψος των συντάξεων και το ποσοστό των εισφορών, όπως ζητά η ΓΣΕΕ, επειδή με δεδομένη την ασυδοσία του κεφαλαίου και τις εξαρτήσεις της κυβέρνησης, αυτά είναι τελικά τα πιο ουτοπικά αιτήματα. Χωρίς ένα αντικαπιταλιστικό πλαίσιο διεκδικήσεων που θα διεκδικεί το κοινωνικά αναγκαίο, οι εργαζόμενοι θα βρίσκονται διαρκώς στη θέση του χαμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου