ΠΡΙΝ
του ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΤΟΥΛΗ
Η βαθύτερη ουσία αλλά και η αντιδραστική μετάλλαξη της αστικής δημοκρατίας στην εποχή μας απαιτούν
μια βαθύτερη προσέγγιση της μαρξιστικής ανάλυσης. Στην αστική δημοκρατία ο αστός και ο εργάτης εμφανίζονται ως ισότιμοι εταίροι, μόνο που ο εργάτης έρχεται «για να πουλήσει το ίδιο το δικό του τομάρι,
Η βαθύτερη ουσία αλλά και η αντιδραστική μετάλλαξη της αστικής δημοκρατίας στην εποχή μας απαιτούν
μια βαθύτερη προσέγγιση της μαρξιστικής ανάλυσης. Στην αστική δημοκρατία ο αστός και ο εργάτης εμφανίζονται ως ισότιμοι εταίροι, μόνο που ο εργάτης έρχεται «για να πουλήσει το ίδιο το δικό του τομάρι,
ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το γδάρσιμο» (Μάρξ, Κεφάλαιο).Στην προσπάθειά του να κατανοήσει και να απομυθοποιήσει, επίσης, το περιεχόμενο της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ο συγγραφέας Λουτσιάνο Κάνφορα θα παραπέμψει στην άποψη του Ρουσώ ότι η «κυριαρχία δεν μπορεί να αντιπροσωπευτεί, για τον ίδιο λόγο για τον οποίο δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί» (σελ. 129). Θέση που έχει επισύρει κάθε είδους ψόγο για αφέλεια, έμφυτη ροπή προς τον «ολοκληρωτισμό» κ.λπ. Κατά το συγγραφέα «μοιάζει με παράδοξη ακρότητα, αλλά αναδεικνύει με διορατικότητα ένα από τα καταστρεπτικά αποτελέσματα του αντιπροσωπευτικού συστήματος: τη μετάλλαξη –όπως λέμε σήμερα– των εκλεγμένων αντιπροσώπων σε “πολιτική τάξη’’, την ουσιαστική τους απομάκρυνση από τα συγκεκριμένα συμφέροντα όσων τους όρισαν αντιπροσώπους τους»(σελ. 130).
Παρά τον ορθό και ουσιώδη χαρακτήρα της παραπάνω διαπίστωσης νομίζουμε ότι η απομυστικοποίηση της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας προϋποθέτει την κατανόηση των διαλεκτικών σχέσεων μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, εμπορευματικής σχέσης και της πολιτικής της συμπύκνωσης στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Η διαλεκτική αυτή διατυπώνεται στην ακόλουθη ερώτηση: «Γιατί η ταξική κυριαρχία δεν παραμένει αυτό που είναι, δηλαδή η υποταγή ενός μέρους του πληθυσμού στο άλλο και παίρνει αντίθετα τη μορφή της επίσημης κρατικής κυριαρχίας· ή πράγμα που καταλήγει στο ίδιο, γιατί ο καταναγκαστικός κρατικός μηχανισμός δεν δημιουργείται σαν ιδιωτικός μηχανισμός της κυρίαρχης τάξης, αλλά ξεχωρίζει από αυτήν και παίρνει τη μορφή ενός δημόσιου απρόσωπου μηχανισμού ξεκομμένου από το σώμα της κοινωνίας» (Εβγκένι Πασουκάνις, Μαρξισμός και Δίκαιο, εκδ. Οδυσσέας, σελ. 144, 1977). Με άλλα λόγια, ποιος είναι ο ιστορικά συγκεκριμένος τρόπος συναρμογής του οικονομικού με το πολιτικό στοιχείο στο πλαίσιο του καπιταλιστικού σχηματισμού;
Στο πλαίσιο των προκεφαλαιοκρατικών μορφών παραγωγής, ο Μαρξ είχε παρατηρήσει ότι οι πολιτικές σχέσεις διαπλέκονται «οργανικά», «αναμειγνύονται» με τις σχέσεις παραγωγής. Ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος συστατικής παρουσίας του πολιτικού στο πεδίο της οικονομίας καθορίζεται από τον ιστορικά ιδιαίτερο τρόπο απόσπασης της υπερεργασίας και του υπερπροϊόντος από τους άμεσους παραγωγούς στα όρια αυτών των μορφών παραγωγής. Απόσπαση που διαμεσολαβείται από τη σχέση που ο Μαρξ θα χαρακτηρίσει «εξω-οικονομικό» καταναγκασμό. Σχέση που με τη σειρά της επιβάλλεται από το γεγονός ότι σ’ αυτές τις μορφές παραγωγής, ο άμεσος παραγωγός παραμένει συνενωμένος με τα μέσα παραγωγής. «Είναι ακόμη φανερό –θα πει ο Μαρξ– ότι σε όλες τις μορφές, στις οποίες ο άμεσος εργάτης παραμένει “κάτοχος’’ των μέσων παραγωγής και των όρων εργασίας που είναι απαραίτητοι για την παραγωγή των δικών του μέσων ύπαρξης, η σχέση ιδιοκτησίας πρέπει να εμφανίζεται ταυτόχρονα σαν άμεση σχέση κυριαρχίας και δουλείας και, επομένως, ο άμεσος παραγωγός σαν μη ελεύθερος… Κάτω από αυτές τις συνθήκες η υπερεργασία για τον ονομαστικό γαιοκτήμονα μπορεί να τους αποσπαστεί μόνο με εξωοικονομικό εξαναγκασμό» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 3, σελ. 971, εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Τα παραπάνω, βέβαια, δεν υποδηλώνουν μια αντιδιαλεκτική σχέση ισοδυναμίας μεταξύ της οικονομικής και πολιτικής βαθμίδας εντός των προκαπιταλιστικών σχηματισμών. Άλλωστε, όπως θα πει ο ίδιος ο Μαρξ, «στην άμεση σχέση των ιδιοκτητών των όρων παραγωγής με τους άμεσους παραγωγούς βρίσκουμε το ενδότατο μυστικό, την κρυμμένη βάση όλης της κοινωνικής συγκρότησης, επομένως και της πολιτικής μορφής της σχέσης κυριαρχίας και εξάρτησης, κοντολογίς της κάθε φορά ειδικής κρατικής μορφής» (Κ. Μαρξ, ό.π. τ. 3 σελ. 972).
Η ειδοποιός διαφορά του καπιταλισμού με τις μορφές αυτές βρίσκεται στον αποχωρισμό, την αποξένωση του άμεσου παραγωγού από τα μέσα παραγωγής, που συγχρόνως είναι μια διαδικασία σχετικής και διακριτής αυτονόμησης του πολιτικού από το οικονομικό επίπεδο. Η διαδικασία αυτή στο περιεχόμενό της συνίσταται στην καθολίκευση της εμπορευματικής μορφής παραγωγής, με το μετασχηματισμό και της εργασιακής δύναμης σε εμπόρευμα, η ανταλλαγή του οποίου υπακούει στους νόμους που διέπουν την ανταλλαγή των εμπορευμάτων.
Έτσι τώρα ο άμεσος παραγωγός ενώνεται με τα μέσα παραγωγής διαμέσου ενός συμβολαίου που –ως «ισότιμο και ελεύθερο» μέλος της κοινωνίας– συνάπτει με τον αγοραστή της εργασιακής του δύναμης. Η ιδιοποίηση του υπερπροϊόντος δεν απαιτεί πλέον την προσφυγή στην πρακτική του εξω-οικονομικού καταναγκασμού. «Ισότιμοι» κάτοχοι εμπορευμάτων ανταλλάσσουν τα εμπορεύματά τους. Στο πλαίσιο αυτό, της εμπορευματικής παραγωγής, η αγορά λειτουργεί ως ο πλέον προνομιακός τόπος συγκρότησης μιας «γενικής θέλησης», που ενσαρκώνει ένα «γενικό συμφέρον». Πρόκειται για το «κοινό» συμφέρον των αυτόνομων εμπορευματοκατόχων, να ανταλλάσσουν σύμφωνα με τους «κανόνες» της ισοδύναμης ανταλλαγής τα εμπορεύματά τους, να επιβεβαιώνουν –δηλαδή– να διαφυλάττουν με συστηματικό και αδιατάρακτο τρόπο την ιδιότητά τους ως «αυτόνομων υποκειμένων» του δικαίου. «Το γενικό συμφέρον –θα πει ο Μαρξ– είναι ακριβώς η γενικότητα των ιδιοτελών συμφερόντων. Η ισότητα και η ελευθερία δεν γίνονται, επομένως, μόνο σεβαστές στην ανταλλαγή που βασίζεται στις ανταλλακτικές αξίες, αλλά επίσης η ανταλλαγή των ανταλλακτικών αξιών είναι η παραγωγική, πραγματική βάση κάθε ισότητας και ελευθερίας» (Κ. Μαρξ, Grundrisse, εκδ. Penguin, σελ. 245).
Η προαναφερθείσα πραγματικότητα καθιστά αναγκαία τη γέννηση εκείνης της πολιτικής δομής που εγγυάται την «ελευθερία» και την «ισότητα» των κατόχων εμπορευμάτων ως υποχρεωτική μορφή της δι-ατομικής, δι-υποκειμενικής τους σχέσης, η οποία και εμφανίζεται ως μία «απρόσωπη δημόσια εξουσία». «Αυτό σημαίνει για την πολιτική δομή μια τάση για την εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτικού - δημοκρατικού κράτους δικαίου. Η πολιτική δημοκρατία, ακριβέστερα η δημοκρατική αρχή, εμφανίζεται έτσι ως η πολιτική δομή ενός τρόπου παραγωγής (του κεφαλαιοκρατικού) όπου οι υλικές διαφορές ανάμεσα στα άτομα και τις τάξεις όχι μόνο επικαλύπτονται, αλλά και αναπαράγονται με τις ίδιες μορφές, δηλαδή με την ελευθερία και την ισότητα» (Γ. Πάσχος, Πολιτική Δημοκρατία και Κοινωνική Εξουσία, εκδ. Παρατηρητής 1979, σελ. 97-98).
Έτσι, στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία συντελείται ένας ιδιάζων διπλασιασμός των σχέσεων εξουσίας, που υπερβαίνει και προϋποθέτει συγχρόνως τον πρωταρχικό «διπλασιασμό», «διχασμό» ανάμεσα σε κοινωνία και κράτος. Πρόκειται για τη διαμόρφωση δύο μορφών της –ενιαίας στο περιεχόμενό της– αστικής εξουσίας: Πρώτο, μιας άμεσης οικονομικής που αναπτύσσεται στη διαδικασία παραγωγής και απόσπασης της υπεραξίας, το καθοριστικό υπόβαθρο της δικτατορίας - ηγεμονίας του κεφαλαίου πάνω στον κόσμο της εργασίας. Στο πεδίο αυτό οι έννοιες «ελευθερία» και «ισότητα» είναι ανυπόστατες. Η αστική - αντιπροσωπευτική δημοκρατική αρχή εκμηδενίζεται. Δεύτερο, μιας έμμεσης, διαμεσολαβημένης πολιτικής εξουσίας που «εγκαθίσταται» στη σφαίρα της κυκλοφορίας και εγκαλεί τις κοινωνικές τάξεις ως άτομα απογυμνωμένα από τις κοινωνικές τους σχέσεις.
Όπως, στα όρια του εμπορευματικού φετιχισμού οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής αντιστρέφονται και εμφανίζονται ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, έτσι και στη σφαίρα της πολιτικής οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ συγκρουόμενων κοινωνικών τάξεων μυστικοποιούνται και παρουσιάζονται ως σχέσεις ανάμεσα σε ίσα και ελεύθερα υποκείμενα δικαίου. Η αγορά αναδεικνύεται σε προνομιακό τόπο από τον οποίο αντλεί τη νομιμοποίησή της η αστική - αντιπροσωπευτική δημοκρατία. «Η σφαίρα της κυκλοφορίας –θα πει ο Μαρξ– που μέσα στο πλαίσιό της κινείται η αγορά και η πώληση της εργατικής δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. (...) Ο πρώην κάτοχος χρήματος προπορεύεται σαν κεφαλαιοκράτης και ο κάτοχος της εργατικής δύναμης τον ακολουθεί ως εργάτης του. Ο πρώτος μ’ ένα πολυσήμαντο μειδίαμα και πολυάσχολος, ο δεύτερος συνεσταλμένος, σαν τον άνθρωπο που φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο το δικό του τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το γδάρσιμο» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1 σελ. 188-189, εκδ. Σ.Ε.).
Παρά τον ορθό και ουσιώδη χαρακτήρα της παραπάνω διαπίστωσης νομίζουμε ότι η απομυστικοποίηση της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας προϋποθέτει την κατανόηση των διαλεκτικών σχέσεων μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, εμπορευματικής σχέσης και της πολιτικής της συμπύκνωσης στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Η διαλεκτική αυτή διατυπώνεται στην ακόλουθη ερώτηση: «Γιατί η ταξική κυριαρχία δεν παραμένει αυτό που είναι, δηλαδή η υποταγή ενός μέρους του πληθυσμού στο άλλο και παίρνει αντίθετα τη μορφή της επίσημης κρατικής κυριαρχίας· ή πράγμα που καταλήγει στο ίδιο, γιατί ο καταναγκαστικός κρατικός μηχανισμός δεν δημιουργείται σαν ιδιωτικός μηχανισμός της κυρίαρχης τάξης, αλλά ξεχωρίζει από αυτήν και παίρνει τη μορφή ενός δημόσιου απρόσωπου μηχανισμού ξεκομμένου από το σώμα της κοινωνίας» (Εβγκένι Πασουκάνις, Μαρξισμός και Δίκαιο, εκδ. Οδυσσέας, σελ. 144, 1977). Με άλλα λόγια, ποιος είναι ο ιστορικά συγκεκριμένος τρόπος συναρμογής του οικονομικού με το πολιτικό στοιχείο στο πλαίσιο του καπιταλιστικού σχηματισμού;
Στο πλαίσιο των προκεφαλαιοκρατικών μορφών παραγωγής, ο Μαρξ είχε παρατηρήσει ότι οι πολιτικές σχέσεις διαπλέκονται «οργανικά», «αναμειγνύονται» με τις σχέσεις παραγωγής. Ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος συστατικής παρουσίας του πολιτικού στο πεδίο της οικονομίας καθορίζεται από τον ιστορικά ιδιαίτερο τρόπο απόσπασης της υπερεργασίας και του υπερπροϊόντος από τους άμεσους παραγωγούς στα όρια αυτών των μορφών παραγωγής. Απόσπαση που διαμεσολαβείται από τη σχέση που ο Μαρξ θα χαρακτηρίσει «εξω-οικονομικό» καταναγκασμό. Σχέση που με τη σειρά της επιβάλλεται από το γεγονός ότι σ’ αυτές τις μορφές παραγωγής, ο άμεσος παραγωγός παραμένει συνενωμένος με τα μέσα παραγωγής. «Είναι ακόμη φανερό –θα πει ο Μαρξ– ότι σε όλες τις μορφές, στις οποίες ο άμεσος εργάτης παραμένει “κάτοχος’’ των μέσων παραγωγής και των όρων εργασίας που είναι απαραίτητοι για την παραγωγή των δικών του μέσων ύπαρξης, η σχέση ιδιοκτησίας πρέπει να εμφανίζεται ταυτόχρονα σαν άμεση σχέση κυριαρχίας και δουλείας και, επομένως, ο άμεσος παραγωγός σαν μη ελεύθερος… Κάτω από αυτές τις συνθήκες η υπερεργασία για τον ονομαστικό γαιοκτήμονα μπορεί να τους αποσπαστεί μόνο με εξωοικονομικό εξαναγκασμό» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 3, σελ. 971, εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Τα παραπάνω, βέβαια, δεν υποδηλώνουν μια αντιδιαλεκτική σχέση ισοδυναμίας μεταξύ της οικονομικής και πολιτικής βαθμίδας εντός των προκαπιταλιστικών σχηματισμών. Άλλωστε, όπως θα πει ο ίδιος ο Μαρξ, «στην άμεση σχέση των ιδιοκτητών των όρων παραγωγής με τους άμεσους παραγωγούς βρίσκουμε το ενδότατο μυστικό, την κρυμμένη βάση όλης της κοινωνικής συγκρότησης, επομένως και της πολιτικής μορφής της σχέσης κυριαρχίας και εξάρτησης, κοντολογίς της κάθε φορά ειδικής κρατικής μορφής» (Κ. Μαρξ, ό.π. τ. 3 σελ. 972).
Η ειδοποιός διαφορά του καπιταλισμού με τις μορφές αυτές βρίσκεται στον αποχωρισμό, την αποξένωση του άμεσου παραγωγού από τα μέσα παραγωγής, που συγχρόνως είναι μια διαδικασία σχετικής και διακριτής αυτονόμησης του πολιτικού από το οικονομικό επίπεδο. Η διαδικασία αυτή στο περιεχόμενό της συνίσταται στην καθολίκευση της εμπορευματικής μορφής παραγωγής, με το μετασχηματισμό και της εργασιακής δύναμης σε εμπόρευμα, η ανταλλαγή του οποίου υπακούει στους νόμους που διέπουν την ανταλλαγή των εμπορευμάτων.
Έτσι τώρα ο άμεσος παραγωγός ενώνεται με τα μέσα παραγωγής διαμέσου ενός συμβολαίου που –ως «ισότιμο και ελεύθερο» μέλος της κοινωνίας– συνάπτει με τον αγοραστή της εργασιακής του δύναμης. Η ιδιοποίηση του υπερπροϊόντος δεν απαιτεί πλέον την προσφυγή στην πρακτική του εξω-οικονομικού καταναγκασμού. «Ισότιμοι» κάτοχοι εμπορευμάτων ανταλλάσσουν τα εμπορεύματά τους. Στο πλαίσιο αυτό, της εμπορευματικής παραγωγής, η αγορά λειτουργεί ως ο πλέον προνομιακός τόπος συγκρότησης μιας «γενικής θέλησης», που ενσαρκώνει ένα «γενικό συμφέρον». Πρόκειται για το «κοινό» συμφέρον των αυτόνομων εμπορευματοκατόχων, να ανταλλάσσουν σύμφωνα με τους «κανόνες» της ισοδύναμης ανταλλαγής τα εμπορεύματά τους, να επιβεβαιώνουν –δηλαδή– να διαφυλάττουν με συστηματικό και αδιατάρακτο τρόπο την ιδιότητά τους ως «αυτόνομων υποκειμένων» του δικαίου. «Το γενικό συμφέρον –θα πει ο Μαρξ– είναι ακριβώς η γενικότητα των ιδιοτελών συμφερόντων. Η ισότητα και η ελευθερία δεν γίνονται, επομένως, μόνο σεβαστές στην ανταλλαγή που βασίζεται στις ανταλλακτικές αξίες, αλλά επίσης η ανταλλαγή των ανταλλακτικών αξιών είναι η παραγωγική, πραγματική βάση κάθε ισότητας και ελευθερίας» (Κ. Μαρξ, Grundrisse, εκδ. Penguin, σελ. 245).
Η προαναφερθείσα πραγματικότητα καθιστά αναγκαία τη γέννηση εκείνης της πολιτικής δομής που εγγυάται την «ελευθερία» και την «ισότητα» των κατόχων εμπορευμάτων ως υποχρεωτική μορφή της δι-ατομικής, δι-υποκειμενικής τους σχέσης, η οποία και εμφανίζεται ως μία «απρόσωπη δημόσια εξουσία». «Αυτό σημαίνει για την πολιτική δομή μια τάση για την εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτικού - δημοκρατικού κράτους δικαίου. Η πολιτική δημοκρατία, ακριβέστερα η δημοκρατική αρχή, εμφανίζεται έτσι ως η πολιτική δομή ενός τρόπου παραγωγής (του κεφαλαιοκρατικού) όπου οι υλικές διαφορές ανάμεσα στα άτομα και τις τάξεις όχι μόνο επικαλύπτονται, αλλά και αναπαράγονται με τις ίδιες μορφές, δηλαδή με την ελευθερία και την ισότητα» (Γ. Πάσχος, Πολιτική Δημοκρατία και Κοινωνική Εξουσία, εκδ. Παρατηρητής 1979, σελ. 97-98).
Έτσι, στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία συντελείται ένας ιδιάζων διπλασιασμός των σχέσεων εξουσίας, που υπερβαίνει και προϋποθέτει συγχρόνως τον πρωταρχικό «διπλασιασμό», «διχασμό» ανάμεσα σε κοινωνία και κράτος. Πρόκειται για τη διαμόρφωση δύο μορφών της –ενιαίας στο περιεχόμενό της– αστικής εξουσίας: Πρώτο, μιας άμεσης οικονομικής που αναπτύσσεται στη διαδικασία παραγωγής και απόσπασης της υπεραξίας, το καθοριστικό υπόβαθρο της δικτατορίας - ηγεμονίας του κεφαλαίου πάνω στον κόσμο της εργασίας. Στο πεδίο αυτό οι έννοιες «ελευθερία» και «ισότητα» είναι ανυπόστατες. Η αστική - αντιπροσωπευτική δημοκρατική αρχή εκμηδενίζεται. Δεύτερο, μιας έμμεσης, διαμεσολαβημένης πολιτικής εξουσίας που «εγκαθίσταται» στη σφαίρα της κυκλοφορίας και εγκαλεί τις κοινωνικές τάξεις ως άτομα απογυμνωμένα από τις κοινωνικές τους σχέσεις.
Όπως, στα όρια του εμπορευματικού φετιχισμού οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής αντιστρέφονται και εμφανίζονται ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, έτσι και στη σφαίρα της πολιτικής οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ συγκρουόμενων κοινωνικών τάξεων μυστικοποιούνται και παρουσιάζονται ως σχέσεις ανάμεσα σε ίσα και ελεύθερα υποκείμενα δικαίου. Η αγορά αναδεικνύεται σε προνομιακό τόπο από τον οποίο αντλεί τη νομιμοποίησή της η αστική - αντιπροσωπευτική δημοκρατία. «Η σφαίρα της κυκλοφορίας –θα πει ο Μαρξ– που μέσα στο πλαίσιό της κινείται η αγορά και η πώληση της εργατικής δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. (...) Ο πρώην κάτοχος χρήματος προπορεύεται σαν κεφαλαιοκράτης και ο κάτοχος της εργατικής δύναμης τον ακολουθεί ως εργάτης του. Ο πρώτος μ’ ένα πολυσήμαντο μειδίαμα και πολυάσχολος, ο δεύτερος συνεσταλμένος, σαν τον άνθρωπο που φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο το δικό του τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το γδάρσιμο» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1 σελ. 188-189, εκδ. Σ.Ε.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου