Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΙ ΛΗΣΤΕΣ ΜΕ ΑΙΤΙΑ

tanea.gr

Οταν πρωτοεμφανίστηκαν οι «Ληστές» του Ερικ Χόμπσμπομ το 1969, άνοιξαν ένα νέο μονοπάτι στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία. Τα φίλια πυρά, ωστόσο, δεν άργησαν και ο διάσημος ιστορικός αναγκάστηκε να «βελτιώσει» την εκδοχή του για τους Ρομπέν του πλανήτη. Η τέταρτη- αναθεωρημένη- έκδοσή του κυκλοφορεί πλέον και στα ελληνικά

Με νωπές ακόμη τις αναμνήσεις από τον σύντομο Μάη της αναρχίας στο Παρίσι, ο Ρομπέν των Δασών προσγειώθηκε στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία από την πίσω πόρτα. Δεν ήταν ένας ήρωας με σάρκα και οστά, αλλά ένας χιλιοτραγουδισμένος μύθος που μπορούσε να εμπνεύσει δεκάδες άλλους ευαίσθητους ληστές. Υπεύθυνος για το εγχείρημα ο ήδη διάσημος το 1969 Ερικ Χόμπσμπομ, που ανέλαβε να ορίσει και να κατηγοριοποιήσει τους παρανόμους της Ιστορίας.

Στη βιτρίνα του συναρπαστικού θιάσου περίοπτη θέση έχει ο «ευγενής ληστής», που θέλει να διορθώσει τα στραβά και να μπει καρφί στο μάτι των πλουσίων. Ο Πάντσο Βίγια μπαίνει στην παρανομία, όταν εκδικείται έναν μεγαλοτσιφλικά. Ο Τζέσε Τζέιμς δανείζει 800 δολάρια σε μια χήρα, για να πληρώσει το χρέος της σ΄ έναν τραπεζίτη, ληστεύει στη συνέχεια τον τελευταίο και παίρνει πίσω τα λεφτά του. Ο Λουίς Πάρδο της περουβιανής ληστείας πετούσε χούφτες ασημένια νομίσματα στο πλήθος των πανηγυριών. Οι ευγενείς Ρομπέν όχι μόνο γίνονται ανεκτοί, αλλά μπορούν να είναι και ηγετικά μέλη των κοινοτήτων τους. Ο Κότα Χρίστοφ απ΄ το χωριό Ρούλια, «στα βάθη της Μακεδονίας», γράφει ο Χόμπσμπομ, ήταν ο πιο επίφοβος λήσταρχος της περιοχής, ταυτόχρονα όμως ο αναγνωρισμένος πρώτος πολίτης του χωριού του, «η κεφαλή του, μαγαζάτορας, πανδοχέας και πολυτεχνίτης». Οι Ελληνες θα τον μάθουν ως «καπετάν Κώττα».

Στα Βαλκάνια

Οι χαϊδούκοι των Βαλκανίων είναι από μόνοι τους μια ξεχωριστή φυλή στην παγκόσμια ιστορία της ατιμίας. Εχουν τα ίδια παράσημα με τους έλληνες κλέφτες, τους ρώσους κοζάκους, τους haidamak της Ουκρανίας. Διαφορετικές λέξεις για μια κοινή μοίρα. Μακριά από τον ιδεαλισμό του Ρομπέν, ήταν υπερασπιστές ή εκδικητές των χριστιανών απέναντι στους Οθωμανούς. Η ύπαρξή τους ήταν η δικαίωσή τους. Το γεγονός ότι πολεμούσαν διαρκώς για να γλιτώσουν μια φλούδα γης απ΄ το τσακάλι και την αρκούδα ήταν ήδη αρκετό. Τα ελληνικά Αγραφα ήταν ντε φάκτο ανεξάρτητα χάρη στη δράση των κλεφτών.

Οι εκδικητές

Οι εκδικητές διεκδικούν κι αυτοί το μερίδιό τους απ΄ την απονομή της δικαιοσύνης στην ενδοχώρα- εκεί όπου το κράτος δεν μπορεί να συντηρήσει τακτική Αστυνομία. Ο Λαμπιάο της Βραζιλίας (1898-1938) είναι ένας «κανγκασέιρο» που αποδεικνύει ότι ακόμα και οι φτωχοί και κατατρεγμένοι μπορούν να γίνουν κάποια στιγμή τρομεροί. Η Τζένι των Πειρατών, με τη σειρά της, ανακαλεί μνήμες της πιο άγριας και τυφλής εκδίκησης. Είναι η τελευταία παρακόρη στην κουζίνα του πιο βρωμερού πανδοχείου. Θύμα όλων, ονειρεύεται ότι κάποτε θα ΄ρθουν επιτέλους οι πειρατές με το οχτακάταρτο καράβι τους, θα κυριέψουν την πόλη και θα τη ρωτήσουν σε ποιους πρέπει να χαρίσουν τη ζωή. Για κανέναν δεν θα υπάρξει έλεος, όλοι θα πρέπει να πεθάνουν και η Τζένι θα χαριεντίζεται όσο θα πέφτουν τα κεφάλια τους.

Οι αρματολοί

Οι «Ληστές» γράφονται το 1968. Η δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση κυκλοφορεί το 1971 και μία δεκαετία αργότερα εμφανίζεται η τρίτη. Το 2000 ο Χόμπσμπομ καταλήγει στην εκδοχή που πλέον μεταφράστηκε και στα ελληνικά. Στα 42 χρόνια που μεσολαβούν δέχεται τα πυρά ιστορικών και ανθρωπολόγων. Ο Ιωάννης Κολιόπουλος βγάζει απ΄ το μανίκι του τους αρματολούς, για να υπενθυμίσει ότι οι τελευταίοι- αν και «ληστές»- συντάχθηκαν με την οθωμανική διοίκηση. Αυτή την οπτική επικαλείται ο Μαρκ Μαζάουερ στα «Βαλκάνια» (Πατάκης, 2001): «Σπρωγμένος στην παρανομία, συνήθως από δικές του βίαιες πράξεις, ο ληστής είχε ως κύριο μέλημα να εξασφαλίσει αμνηστία και, ει δυνατόν, να διοριστεί επισήμως στην υπηρεσία του κράτους ως τοπικός χωροφύλακας... Στην πραγματικότητα, λεηλατούσαν όχι μόνο μουσουλμάνους αλλά και φτωχούς χριστιανούς καλλιεργητές, συχνά με το συμφεροντολογικό και φαρισαϊκό σκεπτικό ότι οι χριστιανοί που παρέμεναν κάτω από την τουρκική εξουσία δεν ήταν καλύτεροι από τους ίδιους τους Τούρκους... Οι ληστές αυτοί δεν ήταν ούτε κοινωνικοί ληστές- που ξάφριζαν τους πλούσιους για να βοηθήσουν τους φτωχούς- ούτε εθνικοί ήρωες. Ηταν ένα σύμπτωμα της φτώχειας των βουνών και μια απόπειρα να την ξεπεράσουν».

Η σφοδρότερη κριτική αφορά τις λογοτεχνικές αφηγήσεις, στις οποίες βασίζεται ο Χόμπσμπομ.

Αφηγήσεις μέσα από τις οποίες οι αστικές κοινωνίες αναζητούν ένα «ηρωικό παρελθόν», αφηγήσεις με τις οποίες οι ληστές εξιδανικεύονται και αποκτούν μια δεύτερη ζωή, επειδή έτσι το θέλει η ρητορική του εθνικισμού. Από κλέφτες γίνονται ήρωες. Και ο «κλεφτοπατημένος» Ολυμπος του δημοτικού τραγουδιού στη μεταγενέστερη light εκδοχή ονομάζεται «κονιαροπατημένος» (τουρκοπατημένος). Ο ίδιος ο Χόμπσμπομ θα ομολογήσει πολύ έντιμα ότι «η λαϊκή ποίηση, όπως και οι καταγραφές της προφορικής ιστορίας, είναι πολύ ολισθηρή πηγή και, όπως και η προφορική παράδοση, αλλοιώνεται από τον τρόπο της μεταβίβασής της από γενιά σε γενιά». Γι΄ αυτό και η τέταρτη έκδοση είναι διορθωμένη «όπου ήταν αναγκαίο», επαυξημένη μάλιστα με ένα νέο εισαγωγικό κείμενο, ένα νέο κεφάλαιο («Ληστές, κράτη, εξουσία»), ένα παράρτημα και ένα υστερόγραφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου