Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ

Βιβλία
tanea.gr

Μια ιστορία από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, με περιπέτειες που θυμίζουν Άγρια Δύση, με σκληροτράχηλους άνδρες, αβρές γυναίκες, θανάσιμες παγίδες, πεισματώδεις καταδιώξεις και πολυαίμακτες μάχες, αλλά με τους ρόλους των καλών και των κακών να μη διακρίνονται τόσο καθαρά

Στα απομνημονεύματά του, ο μακεδονομάχος Ιωάννης Καραβίτης κάνει λόγο για έναν θηριώδη μαύρο, έναν ζουάβο του γαλλικού στρατού, που είχε ξεμείνει στη Μακεδονία κι εντάχτηκε στην αντάρτικη ομάδα του Καραβίτη, όπου διέπρεψε ως εκτελεστής κομιτατζήδων κι εξαρχικών με το ρόπαλό του. Αλλά ο «μαύρος Μακεδών» στο καινούργιο μυθιστόρημα του Θανάση Σκρουμπέλου είναι πολύ διαφορετική περίπτωση, αν και τοποθετείται στο ίδιο ακριβώς ιστορικό πλαίσιο. Είναι ένας αβρός, ονειροπόλος, ιδεαλιστής νέος δεκαοκτώ χρονών, καρπός του έρωτα μιας Ελληνίδας από τη Θεσσαλονίκη κι ενός μαύρου καδή από την Τυνησία. Παρά τη μικτή καταγωγή του και το μουσουλμανικό όνομά του (Σελήμ), ο νέος αυτός αισθάνεται ΄Ελληνας, Μακεδόνας μάλιστα, συνεπαρμένος καθώς είναι και από τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κι επιθυμεί διακαώς ν΄ αγωνιστεί για την ένωση της Μακεδονίας με τη μητέρα Ελλάδα. Συνομήλικοι του Σελήμ είναι οι άλλοι δύο πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος: ο Κρητικός Μανώλης, που από αγριμοκυνηγός (επί πληρωμή εξολοθρευτής βλαβερών ζώων στην Κρήτη) γίνεται μέλος αντάρτικου σώματος στη Μακεδονία, και ο Βούλγαρος Στόγιαν, γιος αναρχικού διεθνιστή που εκτελέστηκε από τους Οθωμανούς μετά την εξέγερση του ΄Ιλιντεν, αλλά, σε αντίθεση με τον πατέρα του, ταγμένος στη βουλγαρική εθνική υπόθεση, κύριος στόχος της οποίας είναι τώρα η προσάρτηση της Μακεδονίας.

Παρόλο που οι τρεις νέοι αγνοούν ακόμα και την ύπαρξη ο ένας των άλλων δύο, τους συνδέει ένα ζοφερό γεγονός: ο έλληνας παππούς του Σελήμ και μακρινός συγγενής του Μανώλη, μεγαλέμπορος κρασιών, δολοφονήθηκε με ειδεχθή τρόπο στη Φιλιππούπολη από τους κομιτατζήδες, αφού τον παρέσυρε σε παγίδα ο Στόγιαν, που εποφθαλμιούσε το σπίτι και το οινοποιείο του. Στο αποκορύφωμα μιας ιλιγγιώδους πλοκής, που παρακολουθεί τις ελικοειδείς, συγκλίνουσες πορείες του Μανώλη, του Στόγιαν και του Σελήμ μέσα από την ύπαιθρο και τις πόλεις της Μακεδονίας, οι τρεις τους θα συναντηθούν στον γάμο του πιο αναπάντεχου ζευγαριού που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, έναν γάμο με αιματηρή κατάληξη.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Σκρουμπέλος αισθάνεται υποχρεωμένος να προτάξει στο μυθιστόρημά του ένα ιστορικό σημείωμα για το Μακεδονικό ώς την έναρξη του λεγόμενου Μακεδονικού Αγώνα. Αυτό υποδηλώνει την άγνοια και τη σύγχυση που επικρατούν στην ελληνική κοινή γνώμη για τις καταβολές ενός ζητήματος το οποίο εξακολουθεί, ωστόσο, να προκαλεί πατριωτικές εξάψεις. Από την άλλη, με το σημείωμα αυτό ο Σκρουμπέλος μάς προϊδεάζει κατά κάποιον τρόπο για το πνεύμα του μυθιστορήματός του: αντί να υιοθετεί τη μια ή την άλλη εθνική οπτική, κάνει μια μάλλον ουδέτερη ιστορική σύνοψη και εισάγει αμέσως έπειτα τρεις πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες, που ως τριάδα ενσαρκώνουν τη δραματική πολυπλοκότητα των ατομικών κινήτρων πίσω από τη δράση όσων αποφάσισαν να εμπλακούν σ΄ εκείνη τη σύγκρουση.

Εντυπωσιακό μυθιστόρημα. Σκληρό μυθιστόρημα. Συναρπαστικό στην πλοκή, αλλά και μ΄ έναν τραχύ ρεαλισμό στις περιγραφές, που όχι μόνο δεν μειώνει τη γοητεία τους αλλά και τις φέρνει συχνά κοντά στα όρια μιας άγριας ποίησης, όπου άνθρωποι και φύση συνεργάζονται ή αλληλομαχούν στο πλαίσιο ενός ανορθόδοξου πολέμου με όχι πάντα σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Ο Σκρουμπέλος αξιοποιεί ως μυθιστοριογράφος πολλά απ΄ όσα έχει διδαχτεί από τη μακρόχρονη θητεία του στον κινηματογράφο ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης: εντυπωτικές εικόνες, ακριβής, παραστατική γλώσσα, εστίαση σε λεπτομέρειες με σύνθετο σημασιολογικό περιεχόμενο, παράλληλο μοντάζ κ.λπ. Η απόδοση του κλίματος της εποχής, των ποικίλων ηθών της περιοχής, του τρόπου δράσης των ανταρτοομάδων είναι εξαιρετικά πειστική. Σποραδικές ιστορικές ανακρίβειες δεν αποδυναμώνουν την αίσθηση αυθεντικότητας την οποία παράγει το κείμενο. (Ας διορθώσουμε εντούτοις δύο από αυτές. Πρώτον, δεν υπήρχε βιλαέτι των Σκοπίων, όπως λανθασμένα γράφουν και άλλοι «μακεδονολόγοι» τα τελευταία χρόνια· τα τρία βιλαέτια στα οποία χωριζόταν η Μακεδονία την εποχή της οθωμανοκρατίας ήταν της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και του Κοσόβου. Δεύτερον, η υπόθεση του μυθιστορήματος τοποθετείται στο φθινόπωρο του 1904, αρκετά νωρίτερα από την ουσιαστική ανάπτυξη ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία, και ο πρωτομάρτυρας του Μακεδονικού Αγώνα Παύλος Μελάς σκοτώθηκε εκείνο ακριβώς το φθινόπωρο, όχι το προηγούμενο, όπως αναφέρεται στο κείμενο).

Πολλές, όπως είπαμε, οι αφηγηματικές αρετές του «Μαύρος Μακεδών». Αλλά το βιβλίο δεν θα ήταν παρά άλλο ένα μυθιστόρημα εποχής, οπωσδήποτε πιο καλογραμμένο από τα συνήθη, αν η προσέγγιση του συγγραφέα στο θέμα του δεν απέκλινε σημαντικά από την επίσημη εθνική αφήγηση και δεν απέρριπτε κάθε βολική σχηματοποίηση. Το ίδιο το «οξύμωρο» του τίτλου και η ταυτότητα του αντίστοιχου ήρωα μοιάζουν ν΄ απαντούν προκλητικά σ΄ εκείνο το περιβόητο «΄Ελληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Ο Σελήμ είναι μαύρος, μουσουλμάνος, από πατέρα Οθωμανό, αλλά έχει σχηματίσει μια αμιγώς ελληνική συνείδηση, αντλώντας αυτό το δικαίωμα από την καταγωγή της μητέρας του και την παιδεία του. Αν ο Σελήμ του Βιζυηνού ήταν ένας καθαρόαιμος, αλλά συνειδησιακά διχασμένος Τούρκος, ο Σελήμ του Σκρουμπέλου είναι ένας συνειδησιακά ακραιφνής, αν και όχι καθαρόαιμος ΄Ελληνας!

Πέρα από την περίπτωση του Σελήμ, το μυθιστόρημα μάς παρουσιάζει αμφισημίες, αμφιθυμίες, μωσαϊκές εικόνες που αποδίδουν μια πραγματικότητα οδυνηρά περίπλοκη για την εθνικιστική ματιά. Αν ο Σελήμ αντιπροσωπεύει τον αγνό, αλλά και αφελή ιδεαλισμό στην τριάδα των πρωταγωνιστών, στα κίνητρα του Μα νώλη και του Στόγιαν συνυπάρχουν η νεανική δίψα για δράση, τα προσωπικά αδιέξοδα, η προσδοκία χρηματικού ή άλλου υλικού οφέλους, η φιλοδοξία μελλοντικής επαγγελματικής αποκατάστασης και κοινωνικής ανόδου και, στην περίπτωση του Στόγιαν, τα υιικά συμπλέγματα εξαιτίας του εθνικά απόβλητου πατέρα και της ηθικά στιγματισμένης, στα μάτια του, μητέρας.

Η εθνοτική εικόνα της Μακεδονίας εκείνης της εποχής περιγράφεται όσο σύνθετη και ρευστή ήταν και αντανακλάται επίσης στη γλώσσα του κειμένου, που είναι κατάσπαρτη από τουρκικές (κυρίως), σλαβικές, βλάχικες, αλβανικές και μερικές σεφαραδίτικες λέξεις.

Εξαρχικά χωριά μεταστρέφονται σε πατριαρχικά, πατριαρχικά σε εξαρχικά, ανάλογα με το εθνικό πρόσημο της βίας που τους ασκείται κάθε φορά. Ενώ, κατά την προκλητικότερη όλων, αλλά όχι χωρίς σημασία έμπνευση του συγγραφέα, μια δασκάλα ολόψυχα δοσμένη στην ελληνική εθνική υπόθεση καταλήγει να ερωτευτεί παράφορα τον αρχικομιτατζή απαγωγέα της!

Ολα αυτά τα πρόσωπα είναι, χωρίς να το υποψιάζονται, πιόνια σ΄ ένα παιχνίδι μεγάλων γεωπολιτικών και, προπαντός, οικονομικών συμφερόντων, κάτι που δηλώνεται επανειλημμένα στο κείμενο και θα θέλαμε, είναι αλήθεια, να είχε τύχει περισσότερης μυθοπλαστικής ανάπτυξης. Αλλά κι έτσι ακόμα το μυθιστόρημα του Σκρουμπέλου, μέσα από μια στιβαρή, γεμάτη ένταση αφήγηση, που δεν φοβάται την αναμέτρηση με τις αντιφάσεις της ιστορικής πραγματικότητας, προσφέρει μπόλικη τροφή για σκέψη στον καλοπροαίρετο αναγνώστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου