http://news.kathimerini.gr
Του Πασχαλη Μ. Κιτρομηλιδη*
Η συμπλήρωση μισού αιώνα από την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου κράτους, φορέα διεθνούς νομικής προσωπικότητας και κυριαρχίας, συνιστά επαρκή λόγο για να εγκύψουμε στη στάθμιση του ιστορικού γεγονότος και της σημασίας του. Στην αποτίμηση αυτή επιβάλλεται μεν κάποιος πανηγυρικός τόνος για να εξαρθεί ένα οπωσδήποτε μεγίστης ιστορικής σημασίας για τη μεγαλόνησο γεγονός, δεν μπορεί όμως να λείπει και η κριτική στάθμιση παράλληλα προς τα επιτεύγματα και των αποτυχιών που σημειώθηκαν κατά την πεντηκονταετή διαδρομή.
Ας αρχίσουμε από τα επιτεύγματα. Το μέγιστο επίτευγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί η ίδια η επίτευξη της ανεξαρτησίας στις 16 Αυγούστου 1960. Η εμφάνιση της ανεξάρτητης Κύπρου στη διεθνή κοινωνία και η διατήρηση αυτής της διεθνούς υπόστασης παρά τη συμφορά του 1974 και τις ποικίλες έσωθεν και έξωθεν υπονομεύσεις συνιστά επίτευγμα καταλυτικής σημασίας στη μακροτάτη διαχρονία της ιστορίας της νήσου. Με την ανάδυση της Κύπρου ως κυρίαρχου κράτους φαίνεται να δικαιώνεται η προσδοκία του πλέον βαθυστόχαστου ιστορικού της νήσου, του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού του Κουριοκουρίτη, ο οποίος το έτος 1788 αξιολογώντας την κατάληψη της Κύπρου από τη Βενετία και τον τερματισμό της πολιτειακής υπόστασης της νήσου ως ανεξαρτήτου βασιλείου υπολογίζει ότι ίσως χρειαστούν τρεις αιώνες για να ανακτήσει η Κύπρος την ανεξαρτησία της, «να αναστηθεί εις βασίλειον». Στην πραγματικότητα σε μόνον εκατόν εβδομήντα δύο έτη η Κύπρος «ανέστη εις βασίλειον», αναδύθηκε δηλαδή ως ανεξάρτητο κράτος από επαρχία των αυτοκρατοριών που κυριάρχησαν διαδοχικά στην Ανατολική Μεσόγειο από το τέλος του Μεσαίωνα ώς τα μέσα του εικοστού αιώνα: της βενετικής, της οθωμανικής, της βρετανικής.
Η ανεξαρτησία δεν συντελέστηκε βεβαίως ανώδυνα, χωρίς αγώνες και θυσίες. Υπήρξε κυρίως το αποτέλεσμα του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στα χρόνια 1955-59, που κληροδότησε στην Κυπριακή Δημοκρατία το ηθικό κεφάλαιο της αυταπάρνησης στο όνομα της ελευθερίας που ενέπνευσε τους νεότατους ήρωες ως κίνητρο της υπέρτατης υπέρ πατρίδος θυσίας τους. Το ηθικό κεφάλαιο του απελευθερωτικού αγώνα συνιστά το πλουτάρχειο κρηπίδωμα της αυτοσυνειδησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα στοιχεία αυτά, ο οραματισμός της ελευθερίας ως στοιχείο της ιστορικής παράδοσης του τόπου και το ηθικό κεφάλαιο του απελευθερωτικού αγώνα συνιστούν το ιδεολογικό κεκτημένο της Κυπριακής Δημοκρατίας που τη θεμελιώνει οργανικά επί της μακραίωνης ιστορίας της νήσου. Το πώς χειρίστηκαν το κεκτημένο αυτό οι πολιτικές ηγεσίες είναι εκείνο που καλείται να αποτιμήσει ο μελετητής της ιστορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πριν στραφούμε προς το έργο αυτό, θα πρέπει να σημειωθούν δύο άλλα ιστορικής σημασίας επιτεύγματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η επιβίωση
Το πρώτο είναι η επιβίωση της Δημοκρατίας και η διαχείριση της τραγωδίας που προκλήθηκε από την τουρκική εισβολή του 1974. Είναι ενδεχόμενο η παρέλευση τριάντα έξι ήδη ετών να έχει αμβλύνει την αίσθηση της καταστροφής του 1974, τουλάχιστον για τις γενεές που γεννήθηκαν και ενηλικιώθηκαν μετά το τραγικό εκείνο έτος. Δεν μπορεί όμως να υπάρξει αμφιβολία για το μέγεθος της καταστροφής και το βάθος της τραγωδίας που ξερίζωσε το ένα τρίτο του πληθυσμού από τις εστίες του, άφησε χιλιάδες νεκρούς και αγνοουμένους και παρέδωσε το ένα τρίτο του εδάφους της Δημοκρατίας σε ξένη στρατιωτική κατοχή. Για τούτο και πρέπει αναλόγως να αξιολογηθεί και το μέγεθος του επιτεύγματος της επιβίωσης του κράτους και της οικονομίας, της περίθαλψης και αποκατάστασης των θυμάτων της εισβολής και του σχεδιασμού ενός μέλλοντος ανάπτυξης και ευημερίας για τον τόπο. Το επίτευγμα οφειλόταν κατά πρώτον λόγο στις αντοχές του κυπριακού λαού, αλλά και σε μια μεγάλη του αρετή, την εργατικότητα και τη φιλοπονία. Συνέτεινε όμως στην επιβίωση του τόπου μέσα στη συμφορά και η αποτελεσματικότητα της διοικητικής μηχανής της Δημοκρατίας και μάλιστα των επιφορτισμένων με τον σχεδιασμό της οικονομίας υπηρεσιών, που κατόρθωσαν να περισώσουν τη δημόσια οικονομία και να εξασφαλίσουν την αναπτυξιακή αξιοποίηση της ξένης βοήθειας.
Ενταξη στην Ε.Ε.
Το δεύτερο σημαντικότατο επίτευγμα της πεντηκονταετίας υπήρξε οπωσδήποτε η διαφύλαξη της διεθνούς προσωπικότητας της Δημοκρατίας ως κυρίαρχου κράτους και η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση κατά τη διεύρυνση του 2004 και εν συνεχεία η ένταξή της και στη νομισματική ένωση. Τα επιτεύγματα αυτά πιστοποιούν τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία της Κυπριακής πολιτείας, η οποία δικαίως μπορεί να σεμνύνεται, ιδίως επειδή ανταποκρίθηκε με επιτυχία στα κριτήρια που έθετε η Ευρώπη για την ένταξη, την οποία επέτυχε και με τη σθεναρή βέβαια υποστήριξη της ελληνικής διπλωματίας και παρά τη λυσσαλέα αντίθεση της Τουρκίας και ορισμένων υποστηρικτών της.
Ως προς τις αποτυχίες θα μπορούσε να λεχθεί ότι η σοβαρότερη συντελέστηκε στον στίβο της πολιτικής ως προς την παραγωγή μιας ενιαίας πολιτικής κοινωνίας στην οποία θα ενσωματωνόταν και η τουρκοκυπριακή μειονότητα. Αυτό δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί κατά την περίοδο προ του 1974 και φυσικά η απομόνωση των δύο κοινοτήτων λόγω της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής δημιούργησε έκτοτε τελείως απρόσφορες συνθήκες για οποιαδήποτε πρόοδο προς την κατεύθυνση αυτή.
Αυτή παραμένει η σοβαρότερη πρόκληση εάν επιθυμούμε το μέλλον να αποβεί ολιγότερο ζοφερό από το πρόσφατο παρελθόν της νήσου. Ομως και η αποτυχία αυτή θέτει το θεμελιώδες πρόβλημα της πολιτικής, που είναι εκείνο της ηγεσίας. Αναφερόμενος στην ηγεσία δεν εννοώ μόνον όσους άσκησαν πολιτική εξουσία, αλλά όλους εκείνους που διαδραμάτισαν αποφασιστικούς ρόλους στον δημόσιο βίο και βεβαίως τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τους διανοουμένους και δημοσιογράφους.
Δίκαια αιτήματα
Εξετάζοντας στο επίπεδο της ηγεσίας την ιστορία του Κυπριακού κατά την εποχή από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εντεύθεν, μια διαπίστωση εμφανίζεται να πολιορκεί βασανιστικά την προσοχή του μελετητή. Από τους εκάστοτε «αμετακίνητους» και «αδιαπραγμάτευτους» στόχους, βάσει των οποίων καθοριζόταν η προσέγγιση στο εθνικό πρόβλημα της νήσου και συγχρόνως χαράσσονταν με περισσή ακαμψία τα όρια της αποδεκτής ιδεολογικής νομιμότητας εντός της πολιτικής κοινωνίας της νήσου, ουδείς έχει επιτευχθεί. Υπενθυμίζω: ένωσις, αυτοδιάθεσις, αδέσμευτη ανεξαρτησία, ενιαίο κράτος, και μετά το 1974 ομοσπονδία, λύση βάσει των αρχών του ΟΗΕ, λύση βάσει του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι στόχοι αυτοί συνιστούν δίκαια αιτήματα τα οποία εκφράζουν τους πόθους του κυπριακού λαού για ελευθερία, δικαιοσύνη και κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Υπήρξαν όμως στις εποχές κατά τις οποίες προβλήθηκαν στόχοι πραγματοποιήσιμοι και η προώθησή τους έγινε με τρόπους και μεθόδους που θα μπορούσαν να θέσουν τις σχετικές προσπάθειες και αγώνες στην οδό της αίσιας έκβασής τους; Αυτό είναι το δραματικό ερώτημα το οποίο για να απαντηθεί πρέπει να συνεκτιμηθεί και το κατά πόσον στόχοι και τακτικές κατέληγαν σε περιπλοκές του Κυπριακού που αντί να προάγουν τα ζητούμενα τα ακύρωναν και τα υπέσκαπταν. Στο επίπεδο αυτό εντοπίζεται το πρόβλημα της ικανότητας της ηγεσίας να θέτει βιώσιμους στόχους και να τους διαχειρίζεται αποτελεσματικά, να ανταποκρίνεται προς τις προκλήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος έχοντας επίγνωση των πραγματικών διεθνών συνθηκών και συγκυριών βάσει μεθοδικής επιστημονικής στάθμισης, και όχι βάσει ιδεολογικών ευχολογίων ή ακόμα χειρότερα με γνώμονα τις σκοπιμότητες της εσωτερικής πολιτικής και τέλος να παιδαγωγεί την κοινή γνώμη εκθέτοντας την πραγματικότητα και λέγοντας την αλήθεια και αποφεύγοντας την εύκολη αλλά ανεύθυνη διέξοδο της ρητορικής πλειοδοσίας και της κολακείας των προκαταλήψεων και των παθών.
Επέμενα στο ζήτημα της πολιτικής ηγεσίας διότι η ηγεσία και ο τρόπος που θα παιδαγωγήσει την κοινή γνώμη της νησιωτικής κοινωνίας συνιστά τον κρίσιμο παράγοντα ως προς την επίτευξη βιώσιμης συμφωνίας μεταξύ των εθνικών κοινοτήτων ώστε να προχωρήσουμε προς την επανένωση της νήσου. Προς τον σκοπό αυτό απαιτείται να συντελεστεί στην κοινωνία της νήσου μεγάλης κλίμακας ιδεολογική καταλλαγή, η οποία θα μπορέσει να πείσει τα μέλη και των δύο κοινοτήτων τόσο για τη δυνατότητα της συνύπαρξης όσο και για την ειλικρίνεια των προθέσεων όλων να εργασθούν προς αυτό τον στόχο. Ιδεολογική καταλλαγή δεν σημαίνει καθόλου τη λήθη του παρελθόντος, την υποκριτική προσποίηση ότι δεν υπήρξαν εθνικές διαφορές και διενέξεις. Αντιθέτως η κάθαρση από τα πάθη θα συντελεστεί με τη γνώση και την παραδοχή της αλήθειας, όχι με την απλούστευση και τον ρομαντικό εξωραϊσμό του παρελθόντος, των προβλημάτων του παρόντος και των προοπτικών του μέλλοντος. Στην προσπάθεια ιδεολογικής καταλλαγής θα πρέπει να αποδυθούμε κατά πρώτον λόγον προβαίνοντας σε παραδοχή και όχι σε παραχάραξη της ιστορίας μας.
Ελληνική γλώσσα
Η ιστορία της Κύπρου από την πρώτη εγκατάσταση των Μυκηναίων που έφεραν στη νήσο την ελληνική γλώσσα υπήρξε ιστορία εθνοτικών συγκρούσεων αλλά και εθνοτικών συνθέσεων που παρήγαγαν τα λαμπρά επιτεύγματα του πολιτισμού τόσο κατά την εποχή του χαλκού, όσο και κατά τις διαδοχικές φάσεις του αρχαίου πολιτισμού των ιστορικών χρόνων, κατά τον Μεσαίωνα και κατά την Κυπριακή Αναγέννηση της Βενετοκρατίας. Ας σημειωθεί ότι οι εκδηλώσεις της κυπριακής πνευματικής δημιουργίας κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση εκφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα, η οποία καθόρισε γενικότερα τον χαρακτήρα του πολιτισμού της νήσου. Αυτός ο πολιτισμός με την τοπική ιδιοπροσωπία του που αποτελεί πηγή δημιουργικότητας και πρωτοτυπίας λόγω των πολλαπλών ωσμώσεων με άλλους πολιτισμούς, είναι η πηγή της ελληνικής ταυτότητας της Κύπρου, δηλαδή η πηγή της ταυτότητας των Ελλήνων της Κύπρου. Είναι μια κληρονομιά πολύτιμη και πρέπει να προστατευτεί και να καλλιεργηθεί, κυρίως με αντιμετώπιση επείγουσα και άμεση του μεγάλου προβλήματος της γλωσσικής αλλοτρίωσης που συντελείται στη νήσο στις μέρες μας.
* Ο κ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου