ΤΑ ΝΕΑ
Ενα μυθιστόρημα που, πάνω στον καμβά μιας αληθινής, τραγικής ιστορίας, ζωγραφίζει μια κριτική εικόνα της Ελλάδας των δεκαετιών του 1950 και 1960, εστιάζοντας στη ζωή και την κουλτούρα των περιθωριακών στρωμάτων.
Οι παλιότεροι θυμούνται την υπόθεση Παγκρατίδη. ΄Ηταν μια από τις πιο πολύκροτες δίκες στην ιστορία της ελληνικής Δικαιοσύνης και, σχεδόν με βεβαιότητα, μια από τις στυγνότερες δικαστικές δολοφονίες στα ποινικά χρονικά της χώρας.
Το 1959 η Θεσσαλονίκη συγκλονίστηκε από μια σειρά δολοφονικών επιθέσεων στο δάσος του Σέιχ Σου και στην περιοχή της Μίκρας. Τα θύματα, ζευγάρια και μοναχικές γυναίκες, σκοτώνονταν με κοτρόνες, κακοποιούνταν σεξουαλικά (οι γυναίκες) και ληστεύονταν. Ο δράστης έδειχνε να είναι ο ίδιος.
Έγινε περιβόητος ως «ο δράκος του Σέιχ Σου» και το φάσμα του τρομοκρατούσε την πόλη για πολύ καιρό.
Σχεδόν πέντε χρόνια μετά τα εγκλήματα η χωροφυλακή συνέλαβε ένα άτομο που είχε αποπειραθεί να βιάσει μια ανήλικη σ΄ ένα ορφανοτροφείο.
Το άτομο αυτό ήταν ο Αριστείδης Παγκρατίδης, ένας περιθωριακός νέος, που είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για μικροκλοπές, δούλευε κατά καιρούς εδώ κι εκεί κι εκδιδόταν επί χρήμασι σε ομοφυλόφιλους. Μερικές μέρες αργότερα η χωροφυλακή ανακοίνωσε περήφανα ότι είχε στα χέρια της τον «δράκο του Σέιχ Σου»: ο Παγκρατίδης είχε ομολογήσει ότι ήταν ο ίδιος. Αργότερα όμως αναίρεσε την ομολογία του, υποστηρίζοντας ότι του αποσπάστηκε με βασανιστήρια, που εναλλάσσονταν με υποσχέσεις για ευνοϊκή μεταχείριση.
Η δίκη του έγινε το 1966 και όλα δείχνουν ότι η απόφαση ήταν προειλημμένη. Σημαντικά στοιχεία και μαρτυρίες που κατέρριπταν την ταύτισή του με τον δράκο αποκρύφτηκαν ή αγνοήθηκαν. Ο συνήγορός του εμποδίστηκε να τον υπερασπίσει όπως ήθελε, αργότερα μάλιστα κατήγγειλε ότι δέχτηκε ακόμη και απειλές για τη ζωή του. Άνθρωποι που γνώριζαν καλά αυτό το ταλαιπωρημένο, συναισθηματικά εύθραυστο παιδί, το μεγαλωμένο σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και αστοργίας (είχε αποκτήσει το παρατσούκλι «Γουρούνα», επειδή έψαχνε για φαγητό στα σκουπίδια), απέκλειαν την περίπτωση να ήταν αυτός ο δράκος. Το ίδιο έκαναν κατ΄ ιδίαν, όπως παραδέχτηκαν αργότερα, ακόμη και αξιωματικοί της χωροφυλακής που πήραν μέρος στην έρευνα και τις ανακρίσεις. Ώς και ο εισαγγελέας στη δίκη δεν πείστηκε εντελώς για την ενοχή του, γι΄ αυτό πρότεινε ισόβια.
Αλλά ο Παγκρατίδης ήταν ένα εύκολο εξιλαστήριο θύμα, μια βολική λύση, και υπήρξαν αργότερα σαφείς υπαινιγμοί για «εντολές άνωθεν». Καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε τον Φεβρουάριο του 1968. Τα τελευταία λόγια του, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ήταν: «Μανούλα μου, είμαι αθώος».
΄Εχουν γραφτεί τουλάχιστον τρία βιβλία γι΄ αυτή την υπόθεση. Όλα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν ο Παγκρατίδης ο δράκος του Σέιχ Σου. Για τον πραγματικό δράστη οι εκδοχές ποικίλλουν. Άλλοι έχουν προσπαθήσει να τεκμηριώσουν ότι ήταν ο ψυχοπαθής γιος γνωστής οικογένειας, άλλοι ότι ήταν ένας ακόμη γνωστότερος επιχειρηματίας μαζί με τον σοφέρ του. Η αλήθεια δεν αποδείχτηκε ποτέ.
Αλλά δεν είναι αυτή η αλήθεια που επιχειρεί να ιχνηλατήσει ο Θωμάς Κοροβίνης. Το βιβλίο του δεν ανήκει στο είδος του μυθιστορήματος faction (fact + fiction), όπως για παράδειγμα το «Εν ψυχρώ» του Καπότε ή το «Ζ» του Βασιλικού. Παραθέτει βέβαια στην αρχή αποσπάσματα από τη δικογραφία και από ρεπορτάζ της εποχής, για να δώσει το γεγονοτικό πλαίσιο της ιστορίας, αλλά στο κύριο σώμα του το θέμα δεν είναι τόσο ο Παγκρατίδης όσο η εποχή του. Εννιά αφηγήσεις ισάριθμων, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους προσώπων που (υποτίθεται ότι) γνώρισαν τον Παγκρατίδη, όλες με τη μορφή εξομολογητικών μονολόγων ή ίσως συνεντεύξεων σ΄ έναν αφανή συνεντευκτή, συνθέτουν ένα πολύπτυχο πανόραμα της Ελλάδας, ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης, των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60, με έμφαση σε πολιτισμικά, κοινωνικά και, δευτερευόντως, πολιτικά φαινόμενα, πολλά από τα οποία έχουν σήμερα χαθεί και σχεδόν ξεχαστεί.
Έτσι, ένας παιδικός φίλος του Αριστείδη μιλάει για τη φτώχεια, αλλά και τα ξεφαντώματα των παιδιών της Τούμπας. Μια γειτόνισσα της μητέρας του Αριστείδη, παραδουλεύτρα όπως εκείνη, για τη δική τους στερημένη ζωή. Ένας αχθοφόρος για τον κόσμο του λιμανιού. Ένας χαφιές περιπτεράς για το «έργο» του και για μια βραδιά του σ΄ ένα κακόφημο κέντρο διασκέδασης, όπου σύχναζαν ομοφυλόφιλοι και τραβεστί. Ένας δημοκρατικός χωροφύλακας για το αστυνομικό κράτος της εποχής. Ένας «καθωσπρέπει», εθνικόφρων αστός για την πολιτική, κοινωνική και ηθική κατάσταση, φυσικά όπως την έβλεπε ο ίδιος. Ένας τσιρκολάνος, με ατραξιόν του τον «γύρο του θανάτου», για τα λαϊκά πανηγύρια. Ένας εκδιδόμενος τραβεστί για τη ζωή του, το επάγγελμά του και τον σύντομο δεσμό του με τον Αριστείδη. Τέλος, μια λαϊκή τραγουδίστρια για την καριέρα της, τα μπουζουξίδικα εκείνου του καιρού και τον δικό της έρωτα με τον υποτιθέμενο «δράκο του Σέιχ Σου».
Καθεμιά από τις εννιά αφηγήσεις αντιπροσωπεύει, όπως βλέπουμε, μια ορισμένη κοινωνική κατηγορία. Καθεμιά γίνεται σε διαφορετικό ιδιόλεκτο, από την καθαρεύουσα του εθνικόφρονα αστού ώς τα καλιαρντά του εκδιδόμενου ομοφυλόφιλου. Κάπως εγκεφαλικό και προβλέψιμο το σχέδιο, κάπως εξεζητημένη μερικές φορές η σκηνοθεσία (είναι μάλλον απίθανο να μιλάει ένας κίναιδος καλιαρντά εκτός σιναφιού), αλλά τόσο οι περιγρα φές όσο και η απόδοση του ήθους των αφηγητών είναι πολύ ζωντανές και με σφραγίδα αυθεντικότητας. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Κοροβίνης διακρίνεται για το λαογραφικό έργο του, που εστιάζει προπαντός σε περιθωριακά κοινωνικά στρώματα και ανυπόληπτα λαϊκά ήθη περασμένων δεκαετιών. Σ΄ αυτό του το υπόβαθρο οφείλονται οι ευαισθησίες του μυθιστορήματός του, οι αρετές του, αλλά και οι αδυναμίες του.
Παρά τη ζωντάνια της σύνθετης εικόνας που προκύπτει, παρά την εκρηκτική, ατιθάσευτη ζωική ενέργεια πολλών από τις μορφές που απεικονίζονται σ΄ αυτή, μένω με την εντύπωση της μιζέριας. Δεν φταίει όμως ο Κοροβίνης γι΄ αυτό. Έτσι ήταν από πολλές απόψεις, τις περισσότερες, ο κόσμος που αναπαριστάνει. Ένας κόσμος φοβισμένος, ταπεινωμένος, μ΄ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης, να υφίσταται αδικίες κι εξευτελισμούς χωρίς να του επιτρέπεται καν να διαμαρτυρηθεί, ένας κόσμος με τον χωροφύλακα και το παρακράτος διαρκώς πάνω από το κεφάλι του, με πάθη που μια υποκριτική ηθική ανεχόταν κρυφά και μάλιστα υποδαύλιζε, με φτωχά όνειρα και συμβατικές φιλοδοξίες, μ΄ εσωτερικευμένη τη σκληρότητα του περιβάλλοντος, πάνω απ΄ όλα με τη σκοτεινή γνώση της μικρής αξίας που είχε η ατομική ύπαρξη για τους μηχανισμούς του κράτους και της κοινωνίας. Σ΄ έναν τέτοιο κόσμο, η μοίρα ενός ανθρώπου όπως ο Παγκρατίδης ήταν σφραγισμένη από νωρίς και ο ρόλος που εξαναγκάστηκε να παίξει τον περίμενε στα κατάστιχα της εξουσίας.
Σήμερα υπάρχει μια τάση νοσταλγίας για εκείνη την εποχή. Θεωρείται πιο αγνή, πιο ανθρώπινη, πιο φωτεινή από τη δική μας. «Ο γύρος του θανάτου», όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις του συγγραφέα του, έρχεται να μας θυμίσει ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι και ότι, όσα προβλήματα κι αν έχουμε στις μέρες μας, όσες κοινωνικές και πολιτικές παθογένειες κι αν μας ταλανίζουν, τα κρίνουμε όλα αυτά, καθώς και τους εαυτούς μας, από σαφώς πιο προνομιακή θέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου