http://www.enet.gr
Σύμφωνα με την επίσημη έκθεση του γραφείου του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά και το έγκλημα, UNDOC, πάνω από το μισό του ΑΕΠ της χώρας προέρχεται από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών ουσιών και οι καλλιέργειες της παπαρούνας ξεπερνούν το 1,5 εκατομμύριο στρέμματα. Συνολικά, πάνω από 4 δισεκατομύρια δολάρια μπαίνουν στη χώρα από τις εξαγωγές ηρωίνης, ακατέργαστου όπιου και χασίς. Σχεδόν το ένα τρίτο από αυτά τα χρήματα καταλήγει στους αγρότες. Παρά τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, που θα επέτρεπαν στους αγρότες να αναζητήσουν νέες νόμιμες καλλιέργειες με καλύτερα κέρδη, η παραγωγή όπιου παραμένει πολύ ανταγωνιστική. Στην επιλογή των αγροτών συμβάλλει και το γεγονός ότι το όπιο δεν έχει ανάγκη ούτε από σημαντική φροντίδα, ούτε από ιδιαίτερα εύφορα εδάφη, ούτε και από πολύ νερό, συνθήκες που φωτογραφίζουν την άγονη, άνυδρη και δύσκολη αφγανική γη. Το κέρδος για κάθε αγρότη είναι περί τα 1.100 δολάρια το στρέμμα, ένα ποσό ελάχιστο σε σχέση με το κέρδος των μεσαζόντων και των χοντρεμπόρων, ωστόσο πολύ καλό, αν λάβει κανείς υπ' όψιν του πως στο Αφγανιστάν οι αγρότες ζουν με στατιστικό μέσο όρο ένα δολάριο την ημέρα.
Το Αφγανιστάν παράγει το 80-90% της παγκόσμιας κατανάλωσης οπιούχων στον κόσμο και τα τελευταία χρόνια οι έμποροι άρχισαν να μετατρέπουν το όπιο σε ηρωίνη εντός της χώρας, αυξάνοντας τα κέρδη τους. Ομως το πρόβλημα της παραγωγής ναρκωτικών στο Αφγανιστάν δεν είναι οικονομικό, όσο πολιτικό. Είναι απολύτως φανερό, μόνο κοιτώντας τις στατιστικές, πως η αύξηση της παραγωγής σχετίζεται με τον πόλεμο αλλά και η ίδια η προϊστορία των πολέμων στο Αφγανιστάν αποκαλύπτει τη στενή σχέση που έχουν οι βαρόνοι του λαθρεμπορίου με την εκάστοτε διαφθαρμένη πολιτική εξουσία. Συχνά, λαθρέμποροι, πολέμαρχοι και πολιτικοί ηγέτες έχουν ταυτόχρονα και τις τρεις ιδιότητες. Το λαθρεμπόριο ναρκωτικών στο Αφγανιστάν και η διαπλοκή του με την εξουσία ξεκίνησε την εποχή του αντισοβιετικού αντάρτικου. Τότε, στις αρχές του '90, οι αμερικανικές και πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες βοηθούσαν, αν δεν συμμετείχαν ενεργά, στη διακίνηση του όπιου προς όφελος των μουτζαχεντίν.
Ο πρώην διευθυντής επιχειρήσεων της CIA στο Αφγανιστάν, Τσαρλς Κόγκαν, παραδέχτηκε σε συνέντευξή του σε τηλεοπτικό δίκτυο της Αυστραλίας το 1995, ότι «θυσιάσαμε τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών στην επικράτησή μας στον πόλεμο κατά των Σοβιετικών. Δεν χρειάζεται να απολογούμαστε για αυτό. Το κέρδος μας ήταν μεγαλύτερο από την αποτυχία. Ο βασικός σκοπός μας επετεύχθη, έστω με αυτό το κόστος. Οι Σοβιετικοί εγκατέλειψαν ηττημένοι το Αφγανιστάν».
Η σχέση αυτή ουσιαστικά δεν σταμάτησε ποτέ. Η περίφημη Βόρεια Συμμαχία των Τατζίκων με ηγέτη τον Σαχ Μασούντ είχε το μονοπώλιο στον Βορρά, με προορισμό την Ευρώπη, ενώ οι Παστούν του Νότου, με τον Χακανί, τον Χεκματιάρ, τον Χαν και άλλους οπλαρχηγούς, διαφέντευαν το λαθρεμπόριο προς το Πακιστάν και το Ιράν, ενδιάμεσους σταθμούς προς την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δυο πλευρές, αν και ορκισμένοι αντίπαλοι, είχαν βασικό τους σύμμαχο και υποστηριχτή την CIA, που τους εξασφάλιζε μεγάλα κέρδη κάνοντας τα στραβά μάτια, ή διευκολύνοντας τις εξαγωγές που κατέληγαν ως κέρδη σε αγορές όπλων από «φίλους» εμπόρους.
Η ανάρμοστη σχέση συνεχίστηκε με ακόμη μεγαλύτερη ένταση στη διάρκεια του εμφυλίου που ακολούθησε την αποχώρηση των Σοβιετικών. Τα ίδια κανάλια, τα ίδια δίκτυα που λειτουργούσαν στο αντάρτικο και ταυτοχρόνως η πτώση των Ταλιμπάν από την εξουσία και η άνοδος του Καρζάι έφερε νέες ευκαιρίες να ανθήσει το λαθρεμπόριο. Επί των ημερών του Χαμίντ Καρζάι και της αμερικανικής επέμβασης, η άυξηση της καλλιέργειας παπαρούνας ήταν σε έκταση 20πλάσια από την τελευταία χρονιά των Ταλιμπάν.
Οι Αμερικανοί έψαχναν ερείσματα στους οπλαρχηγούς που στρατεύτηκαν στον αντιτρομοκρατικό αγώνα και σε αντάλλαγμα είχαν ασυλία στο λαθρεμπόριο. Από τον άρχοντα του Μαζάρ ι Σαρίφ, Ουζμπέκο Ρασίντ Ντόστουμ και τους επιγόνους του Μασούντ Τατζίκους της Βόρειας Συμμαχίας έως τον αδελφό του προέδρου Καρζάι στην Κανταχάρ, οι πολέμαρχοι έφτιαξαν με τα χρήματα της ηρωίνης ισχυρές πολιτοφυλακές, τεράστιες προσωπικές περιουσίες και απέκτεισαν μεγάλη ισχύ, μεγαλύτερη κι από αυτή που έχει η δοτή εξουσία της Καμπούλ. Την ίδια ώρα, οι Ταλιμπάν προστατεύουν τους εμπόρους του Νότου και στηρίζουν τους δικούς τους συμμάχους παίρνοντας μεγάλη προμήθεια από τις εξαγωγές. Τελικά, το λαθρεμπόριο ναρκωτικών στη χώρα έγινε η κινητήριος δύναμη της οικονομίας, η ισχύς της πολιτικής εξουσίας και ο τροφοδότης του πολέμου.
Το ένα ρεκόρ μετά το άλλο καταρρίπτει η παραγωγή ναρκωτικών στο Αφγανιστάν, καθώς φέτος θα σημειώσει νέα αύξηση 7% σε σχέση με πέρυσι, ενώ η συνολική παραγωγή όπιου και χασίς έχει δεκαπλασιαστεί από το 2002, χρονιά που άρχισε η αμερικανική επέμβαση.
Σύμφωνα με την επίσημη έκθεση του γραφείου του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά και το έγκλημα, UNDOC, πάνω από το μισό του ΑΕΠ της χώρας προέρχεται από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών ουσιών και οι καλλιέργειες της παπαρούνας ξεπερνούν το 1,5 εκατομμύριο στρέμματα. Συνολικά, πάνω από 4 δισεκατομύρια δολάρια μπαίνουν στη χώρα από τις εξαγωγές ηρωίνης, ακατέργαστου όπιου και χασίς. Σχεδόν το ένα τρίτο από αυτά τα χρήματα καταλήγει στους αγρότες. Παρά τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, που θα επέτρεπαν στους αγρότες να αναζητήσουν νέες νόμιμες καλλιέργειες με καλύτερα κέρδη, η παραγωγή όπιου παραμένει πολύ ανταγωνιστική. Στην επιλογή των αγροτών συμβάλλει και το γεγονός ότι το όπιο δεν έχει ανάγκη ούτε από σημαντική φροντίδα, ούτε από ιδιαίτερα εύφορα εδάφη, ούτε και από πολύ νερό, συνθήκες που φωτογραφίζουν την άγονη, άνυδρη και δύσκολη αφγανική γη. Το κέρδος για κάθε αγρότη είναι περί τα 1.100 δολάρια το στρέμμα, ένα ποσό ελάχιστο σε σχέση με το κέρδος των μεσαζόντων και των χοντρεμπόρων, ωστόσο πολύ καλό, αν λάβει κανείς υπ' όψιν του πως στο Αφγανιστάν οι αγρότες ζουν με στατιστικό μέσο όρο ένα δολάριο την ημέρα.
Το Αφγανιστάν παράγει το 80-90% της παγκόσμιας κατανάλωσης οπιούχων στον κόσμο και τα τελευταία χρόνια οι έμποροι άρχισαν να μετατρέπουν το όπιο σε ηρωίνη εντός της χώρας, αυξάνοντας τα κέρδη τους. Ομως το πρόβλημα της παραγωγής ναρκωτικών στο Αφγανιστάν δεν είναι οικονομικό, όσο πολιτικό. Είναι απολύτως φανερό, μόνο κοιτώντας τις στατιστικές, πως η αύξηση της παραγωγής σχετίζεται με τον πόλεμο αλλά και η ίδια η προϊστορία των πολέμων στο Αφγανιστάν αποκαλύπτει τη στενή σχέση που έχουν οι βαρόνοι του λαθρεμπορίου με την εκάστοτε διαφθαρμένη πολιτική εξουσία. Συχνά, λαθρέμποροι, πολέμαρχοι και πολιτικοί ηγέτες έχουν ταυτόχρονα και τις τρεις ιδιότητες. Το λαθρεμπόριο ναρκωτικών στο Αφγανιστάν και η διαπλοκή του με την εξουσία ξεκίνησε την εποχή του αντισοβιετικού αντάρτικου. Τότε, στις αρχές του '90, οι αμερικανικές και πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες βοηθούσαν, αν δεν συμμετείχαν ενεργά, στη διακίνηση του όπιου προς όφελος των μουτζαχεντίν.
Ο πρώην διευθυντής επιχειρήσεων της CIA στο Αφγανιστάν, Τσαρλς Κόγκαν, παραδέχτηκε σε συνέντευξή του σε τηλεοπτικό δίκτυο της Αυστραλίας το 1995, ότι «θυσιάσαμε τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών στην επικράτησή μας στον πόλεμο κατά των Σοβιετικών. Δεν χρειάζεται να απολογούμαστε για αυτό. Το κέρδος μας ήταν μεγαλύτερο από την αποτυχία. Ο βασικός σκοπός μας επετεύχθη, έστω με αυτό το κόστος. Οι Σοβιετικοί εγκατέλειψαν ηττημένοι το Αφγανιστάν».
Η σχέση αυτή ουσιαστικά δεν σταμάτησε ποτέ. Η περίφημη Βόρεια Συμμαχία των Τατζίκων με ηγέτη τον Σαχ Μασούντ είχε το μονοπώλιο στον Βορρά, με προορισμό την Ευρώπη, ενώ οι Παστούν του Νότου, με τον Χακανί, τον Χεκματιάρ, τον Χαν και άλλους οπλαρχηγούς, διαφέντευαν το λαθρεμπόριο προς το Πακιστάν και το Ιράν, ενδιάμεσους σταθμούς προς την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δυο πλευρές, αν και ορκισμένοι αντίπαλοι, είχαν βασικό τους σύμμαχο και υποστηριχτή την CIA, που τους εξασφάλιζε μεγάλα κέρδη κάνοντας τα στραβά μάτια, ή διευκολύνοντας τις εξαγωγές που κατέληγαν ως κέρδη σε αγορές όπλων από «φίλους» εμπόρους.
Η ανάρμοστη σχέση συνεχίστηκε με ακόμη μεγαλύτερη ένταση στη διάρκεια του εμφυλίου που ακολούθησε την αποχώρηση των Σοβιετικών. Τα ίδια κανάλια, τα ίδια δίκτυα που λειτουργούσαν στο αντάρτικο και ταυτοχρόνως η πτώση των Ταλιμπάν από την εξουσία και η άνοδος του Καρζάι έφερε νέες ευκαιρίες να ανθήσει το λαθρεμπόριο. Επί των ημερών του Χαμίντ Καρζάι και της αμερικανικής επέμβασης, η άυξηση της καλλιέργειας παπαρούνας ήταν σε έκταση 20πλάσια από την τελευταία χρονιά των Ταλιμπάν.
Οι Αμερικανοί έψαχναν ερείσματα στους οπλαρχηγούς που στρατεύτηκαν στον αντιτρομοκρατικό αγώνα και σε αντάλλαγμα είχαν ασυλία στο λαθρεμπόριο. Από τον άρχοντα του Μαζάρ ι Σαρίφ, Ουζμπέκο Ρασίντ Ντόστουμ και τους επιγόνους του Μασούντ Τατζίκους της Βόρειας Συμμαχίας έως τον αδελφό του προέδρου Καρζάι στην Κανταχάρ, οι πολέμαρχοι έφτιαξαν με τα χρήματα της ηρωίνης ισχυρές πολιτοφυλακές, τεράστιες προσωπικές περιουσίες και απέκτεισαν μεγάλη ισχύ, μεγαλύτερη κι από αυτή που έχει η δοτή εξουσία της Καμπούλ. Την ίδια ώρα, οι Ταλιμπάν προστατεύουν τους εμπόρους του Νότου και στηρίζουν τους δικούς τους συμμάχους παίρνοντας μεγάλη προμήθεια από τις εξαγωγές. Τελικά, το λαθρεμπόριο ναρκωτικών στη χώρα έγινε η κινητήριος δύναμη της οικονομίας, η ισχύς της πολιτικής εξουσίας και ο τροφοδότης του πολέμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου