Της Δωρας Aντωνιου
Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, την περασμένη Δευτέρα, η οποία, σε απάντηση προσφυγής της ΠΓΔΜ που υποβλήθηκε τον Νοέμβριο του 2008, διαπιστώνει ότι η Ελλάδα παραβίασε το άρθρο 11, παράγραφος 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, αλλά απορρίπτει το έτερο αίτημα των Σκοπίων να διαταχθεί η χώρα μας να μην παρεμποδίσει στο μέλλον την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ ή σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, είναι ένας σημαντικός σταθμός μιας πορείας που ουσιαστικά ξεκίνησε στη Ρίγα της Λεττονίας τον Νοέμβριο του 2006.
Στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ εκεί, αποφασίσθηκε ότι οι χώρες που θα έχουν εκπληρώσει τα απαραίτητα κριτήρια θα πρέπει να αναμένουν πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ στη σύνοδο κορυφής του 2008. Η ΠΓΔΜ ήταν μία από αυτές.
Οπως αναφέρουν διπλωματικές πηγές, μέχρι τη στιγμή εκείνη, η Αθήνα είχε επιλέξει να αντιμετωπίζει με όρους διαχείρισης το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Το ισχυρό σοκ, που προκάλεσε η αναγνώριση από τις ΗΠΑ της ΠΓΔΜ με τη συνταγματική ονομασία το 2004, είχε παρέλθει. Η Αθήνα, που θεωρούσε ότι οι ομογενείς αποτελούσαν ισχυρό ανάχωμα προκειμένου η Ουάσιγκτον να μην προβεί σε μια τέτοια κίνηση, δεν έδειξε να κατανοεί το καμπανάκι κινδύνου που χτύπησε και επέλεξε να συνεχίσει την ίδια διαχειριστική τακτική.
Ετσι, η Ελλάδα βρήκε εκ νέου μπροστά της τα Σκόπια, αυτή τη φορά στον προθάλαμο του ΝΑΤΟ. Το καλοκαίρι του 2007 η Αθήνα έπρεπε να αποφασίσει για τη στρατηγική που επρόκειτο να ακολουθήσει. Απόλυτα έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι οι πρώτες συζητήσεις έγιναν αποκλειστικά ανάμεσα στον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή και την υπουργό Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη. Σε αυτές τις συζητήσεις αποφασίσθηκε η Ελλάδα να αξιοποιήσει το ισχυρότερο όπλο που διέθετε, την απειλή προβολής βέτο στην πρόσκληση της ΠΓΔΜ για ένταξη στη Συμμαχία, στην περίπτωση που το ζήτημα της ονομασίας δεν επιλυόταν πριν από τη σύνοδο κορυφής του 2008.
Δύο υποθέσεις εργασίαςΟι υποθέσεις εργασίας, βάσει των οποίων ελήφθη η απόφαση, ήταν δύο: ότι η πολιτική ηγεσία των Σκοπίων θα συνεκτιμούσε το διακύβευμα και θα προσερχόταν στις διαπραγματεύσεις με ίχνη λογικής, και ότι η Ουάσιγκτον, που ενδιαφερόταν για την ολοκλήρωση της διεύρυνσης της Συμμαχίας, θα ασκούσε όλη της την επιρροή προς τα Σκόπια για να επιτευχθεί ο στόχος.
Αμέσως μετά τις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου του 2007, το θέμα μονοπώλησε διαδοχικές συσκέψεις στο υπουργείο Εξωτερικών, όπου ελήφθη η απόφαση να προχωρήσει αυτή η πολιτική, η οποία θα επικοινωνείτο άμεσα προς κάθε κατεύθυνση, με δύο μηνύματα: πρώτον, η Ελλάδα εγκαταλείπει τη θέση «ούτε Μακεδονία ούτε παράγωγα» και αποδέχεται λύση με σύνθετη ονομασία και, δεύτερον, είναι έτοιμη και αποφασισμένη για βέτο. Αντιρρήσεις για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής διατυπώθηκαν από δύο εκ των συμμετασχόντων στις συσκέψεις -ο ένας διπλωμάτης- που εξέφρασαν την άποψη ότι ήταν μια επιλογή που ενείχε κινδύνους: τίναζε στον αέρα την πολιτική επιλογή της Ελλάδας για υποστήριξη της ευρωατλαντικής ενσωμάτωσης των χωρών των δυτικών Βαλκανίων, θα απαιτούσε διάθεση σημαντικού διπλωματικού κεφαλαίου και ταυτόχρονα υπήρχε κίνδυνος να προκαλέσει σημαντικές αντιδράσεις από εταίρους. Ο αντίλογος ήταν ότι η Ελλάδα θα έχανε τον σημαντικότερο μοχλό πίεσης που διέθετε έναντι των Σκοπίων.
Σε μία από αυτές τις συσκέψεις συζητήθηκε η πρόταση η Αθήνα να καταγγείλει την Ενδιάμεση Συμφωνία εκείνη τη στιγμή. Εκτιμήθηκε ότι θα ήταν μια άσκοπη κίνηση, καθώς η Ενδιάμεση Συμφωνία ισχύει για 12 μήνες μετά την καταγγελία της, οπότε θα ήταν εν ισχύι κατά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τον Απρίλιο του 2008. Η γενική αίσθηση σε εκείνη τη σύσκεψη ήταν ότι η Αθήνα δεν είχε να κερδίσει κάτι συγκεκριμένο καταγγέλλοντας την Ενδιάμεση Συμφωνία τη δεδομένη στιγμή.
Η προσφυγή των Σκοπίων στη Χάγη λίγους μήνες μετά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, τον Νοέμβριο του 2008, έφερε την Αθήνα ενώπιον νέων δεδομένων. Στις συσκέψεις που ακολούθησαν συζητήθηκε για άλλη μία φορά το ενδεχόμενο καταγγελίας της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Εκτιμήθηκε ότι νομικά μια τέτοια κίνηση δεν θα είχε νόημα, διότι την περίοδο στην οποία αφορούσε η προσφυγή, η Ενδιάμεση Συμφωνία βρισκόταν εν ισχύι. Παράλληλα, εκφράστηκε η ανησυχία ότι εάν η Ελλάδα προέβαινε τότε σε καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, ενδεχομένως το Δικαστήριο να εκλάμβανε την κίνηση ως έμμεση παραδοχή ενοχής. Η καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας συζητήθηκε για άλλη μία φορά σε σύσκεψη στο υπουργείο Εξωτερικών τον περασμένο Μάρτιο, παραμονές της δημόσιας ακρόασης για την προσφυγή ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Και πάλι απορρίφθηκε, με το ίδιο σκεπτικό.
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου