Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

H υψηλή στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Ο τελευταίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενοποιημένη υπήρξε ο 
Θεοδόσιος Α’. Μετά το θάνατο του, 395 μ.Χ, οι γιοί του χώρισαν την Αυτοκρατορία στα δύο. Ο Ονώριος πήρε τη Δύση, με Πρωτεύουσα τη Ρώμη, και ο Αρκάδιος την Ανατολή, με Πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Φαινομενικά, η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πλεονεκτούσε στρατηγικά σε σχέση με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όμως η Δύση κατέρρευσε το 476 μ.Χ.

 Γράφει ο Χρήστος Σκεμπόπουλος
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μπόρεσε να επιβιώσει για περίπου χίλια χρόνια και αυτό οφείλεται κυρίως στην ικανότητα της ηγεσίας της γιατί μπορούσε να υιοθετεί νέες στρατηγικές και να διαμορφώνει τις καταστάσεις προς όφελός της. Ο Αρκάδιος παρέλαβε ίσως το πλουσιότερο και πιο παραγωγικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας. 

Για παράδειγμα, η Αίγυπτος παρήγαγε σιτηρά και τα προμηθεύε σε όλη την Αυτοκρατορία, επίσης οι παραλιακές περιοχές της Μικράς Ασίας ήταν άκρως παραγωγικές και το εμπόριο άκμαζε. Μόνο η περιοχή των Βαλκανίων βρισκόταν υπό τον διαρκή κίνδυνο επιδρομών από λαούς που βρισκόντουσαν στην άλλη όχθη του Δούναβη. Αυτό όμως που είναι πολύ βασικό είναι ότι στρατηγικά η Ανατολική Αυτοκρατορία μειονεκτούσε έναντι της Δύσης. Συγκεκριμένα, στην Ανατολή συνόρευε με την Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, οι οποίοι ήταν οι βασικοί εχθροί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για αιώνες, καθώς επιθυμούσαν να ανακαταλάβουν τα εδάφη της πρώην Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Βορειοανατολικά η Αυτοκρατορία, στη μεθόριο του Δούναβη, έπρεπε να αντιμετωπίζει τις συχνές επιδρομές νομαδικών λαών της Στέπας (Ούννους, Αβάρους, Βουλγάρους, Πετσενέγκους) και για μια περίοδο και Γερμανικούς λαούς όπως τους Γότθους.

Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, η γεωγραφική θέση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας μειονεκτούσε έναντι της Δύσης. Με εξαίρεση την Ανατολική Λιβύη και την Αίγυπτο, όλα τα υπόλοιπα εδάφη της Αυτοκρατορίας βρίσκονταν υπό διαρκή απειλή. Ακόμα και η Μικρά Ασία, η οποία λειτουργούσε ως μια προστασία για την Κωνσταντινούπολη, ήταν και αυτή εξίσου ευάλωτη είτε από μια εισβολή στρατού είτε για ναυτικές επιδρομές. Παρόλα αυτά, η Ανατολική Αυτοκρατορία επιβίωσε για πολλούς αιώνες. Οι ηγέτες της Αυτοκρατορίας κατόρθωσαν να προσαρμοστούν στρατηγικά ούτως ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς τους είτε αντιγράφοντας τις μεθόδους τους είτε να ανακαλύπτουν νέες μεθόδους. Ο στρατός και ο στόλος, η συλλογή φόρων, η γραφειοκρατία άλλαζαν σημαντικά ανά τους αιώνες, αλλά το στρατηγικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι: σε σχέση με τους Ρωμαίους, οι οποίοι βασίζονταν στη στρατιωτική ισχύ , οι Βυζαντινοί στόχευαν περισσότερο στη πειθώ. Συγκεκριμένα, να στρατολογούν συμμάχους, να επιδιώκουν με διάφορους τρόπους να αποφεύγουν πολέμους και επίσης να στοχεύουν σε συμμάχους και να τους πείθουν να επιτίθενται ενάντια σε εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Γενικότερα, οι Βυζαντινοί δεν επεδίωκαν να καταστρέφουν τους εχθρούς τους αλλά να τους συγκρατούν, δηλαδή να τους χειραγωγούν, καθώς γνώριζαν ότι κάποια μέρα θα τύχαινε ο εχθρός να γίνει κάποτε σύμμαχος.

Υπήρξαν διάφορες εποχές που η ισχύς τους Αυτοκρατορικού στρατού ήταν τόσο μεγάλη που μπορούσε να περνά στην αντεπίθεση και να κατακτά νέα εδάφη, όπως για παράδειγμα την περίοδο της Βασιλείας του Ιουστινιανού που με τις εκστρατείες του στρατηγού Βελισαρίου η Αυτοκρατορία προσάρτησε τη Βόρεια Αφρική, τη Νότια Ισπανία και την Ιταλία με αποτέλεσμα να διπλασιάσει τα εδάφη της. Όμως, υπήρξαν και εποχές, που ο στρατός και ο στόλος της Αυτοκρατορίας ήταν τόσο αδύναμος που βασιζόταν εξολοκλήρου σε συμμαχικά/φιλικά έθνη. Γενικότερα, ο συνδυασμός της διπλωματίας και της στρατιωτικής ισχύς, αποτέλεσαν τα κλειδιά για τη σωτηρία και την επιβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για τόσους αιώνες.

Θα πραγματοποιηθεί μια σύντομη αναφορά για τον Αττίλα και την κρίση που επέφερε στην Αυτοκρατορία. Οι Ούννοι οι οποίοι ήταν ένας νομαδικός λαός είχαν εγκατασταθεί στην Παννονία, υπό την ηγεσία του Αττίλα ενοποιήθηκαν σε ένα έθνος, γιατί μέχρι τότε ήταν διαιρεμένοι, και σταδιακά επεκτάθηκαν στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη με αποτέλεσμα να προσαρτήσουν νέα εδάφη και να υποδουλώσουν νέους λαούς. Οι Ούννοι πραγματοποίησαν πολλές επιδρομές εναντίον του Βυζαντίου. Η Βυζαντινή ηγεσία γνωρίζοντας ότι δε μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Αττίλα στο πεδίο της μάχης, ακολούθησε μια άλλη πολιτική. Προτιμούσαν να του αποδίδουν ετήσιο φόρο, παρά να δέχονται επιδρομές από τον ίδιο και τους Ούννους του. Βέβαια, έπρατταν με αυτόν τον τρόπο διότι γνώριζαν ότι οι Ούννοι δεν διέθεταν γνώσεις πολιορκητικού πολέμου. Πολλές φορές ο Αττίλας έφθασε κοντά είτε στην Κωνσταντινούπολη είτε στη Θεσσαλονίκη αλλά δε διέθετε τα μέσα για να τις πολιορκήσει αυτές τις ισχυρά οχυρωμένες πόλεις. Συμπερασματικά, η εμφάνιση του Αττίλα δρομολόγησε εξελίξεις στην Αυτοκρατορία καθώς επήλθε μια Τακτική Επανάσταση. Οι Βυζαντινοί διέκριναν ότι ο συνδυασμός ισχυρού πεζικού και ιππικού καθιστά απίθανη την επικράτηση ενός τέτοιου στρατού ενάντια σε έναν πιο ευκίνητο στρατό, ο οποίος μάλιστα διαθέτει ελαφρύ ιππικό και ιπποτοξότες. Μεθοδικά υιοθέτησαν αυτές τις τακτικές των νομαδικών λαών. Αργότερα πολλοί Ούννοι θα υπηρετήσουν ως μισθοφόροι στον Αυτοκρατορικό στρατό.

Οι Βυζαντινοί έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στην κατασκοπεία και στην συλλογή πληροφοριών. Οι διοικητές ή οι στρατηγοί έδιναν έμφαση σε κάποια μέσα ή τρόπους συλλογής πληροφοριών και κατασκοπείας. Συγκεκριμένα: 1) διέθεταν ελαφρύ ιππικό, το οποίο πραγματοποιούσε περιπολίες, ενέδρες, ξαφνικές επιθέσεις, λειτουργούσε ως μια αναγνωριστική δύναμη μπροστά από τον όγκο των στρατευμάτων, 2) μικρές ομάδες στρατιωτών εισχωρούσαν σε εχθρικό έδαφος, είτε ως πεζοί είτε ως ιππείς, για να κατασκοπεύσουν την εχθρική δύναμη και μετέπειτα να επιστρέψουν για αναφορά στο επιτελείο και 3) οι πληροφορίες συλλέγονταν από κατασκόπους, οι οποίοι συνήθως δρούσαν ατομικά, και εισχωρούσαν σε εχθρικά στρατόπεδα και οχυρά ακόμα και σε πόλεις για να συλλέξουν αυτό που επιθυμούν. Οι συγκαλυμμένες επιχειρήσεις είναι μια προέκταση της κατασκοπείας και οι Βυζαντινοί τις χρησιμοποιούσαν πολλές φορές εν καιρώ πολέμου. Σκοπός ήταν να αποδυναμώσουν τον αντίπαλο μέσω υπονόμευσης, δηλαδή να τίθεται θέμα ανυπακοής στο αντίπαλο στρατόπεδο. Δινόταν εντολή στους διοικητές να έρχονται σε επαφή με ξένους συμμάχους και να δίνονται και υποσχέσεις για αλληλοβοήθεια σε περίπτωση πολέμου.

Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η γεωγραφική θέση της Ανατολικής Ρωμαικής Αυτοκρατορίας μειονεκτούσε έναντι της Δυτικής Αυτοκρατορίας, διότι βρισκόταν περικυκλωμένη σχεδόν από εχθρούς και από την ανατολή αλλά και από τα σύνορα στο Δούναβη. Δεν ισχύει όμως αυτό στην περίπτωση της πρωτεύουσας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη ή αλλιώς η Νέα Ρώμη, την οποία την είχε ιδρύσει ο Μέγας Κωνσταντίνος, βρισκόταν σε μια ιδανική στρατηγικά περιοχή, καθώς βρισκόταν ανάμεσα σε 3 θάλασσες, γεγονός που καθιστούσε τη τοποθεσία της άκρως αμυντική. Συγκεκριμένα, με το λιμάνι της να βρίσκεται στην είσοδο του Βοσπόρου, η Κωνσταντινούπολη είχε πρόσβαση από τη μια στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση σε όλη τη Μεσόγειο και επίσης είχε πρόσβαση και στην Μαύρη Θάλασσα. Λόγω του ότι βρισκόταν στο σταυροδρόμι Ευρώπης και Ασίας, η Κωνσταντινούπολη από την μια πλευρά είχε τη Θράκη και από την άλλη τις εύφορες ακτές της Προποντίδας.

Για να μπορέσει ένας στρατός να αποκλείσει τη πόλη, κατά τη διάρκεια πολιορκίας, θα έπρεπε να ελέγχει τη Θράκη ούτως ώστε να αποκλείσουν το ενδεχόμενο τροφοδοσίας προς τη Κωνσταντινούπολη. Αυτό έγινε πολλές φορές, για παράδειγμα από τους Αβάρους, τους Βουλγάρους  και τους Οθωμανούς. Όμως έπρεπε να αποκλεισθεί και η ασιατική πλευρά για να αποκλεισθεί ολοκληρωτικά η πόλη και συνεπώς να προκληθεί πρόβλημα τροφοδοσίας στην πόλη. Η Ασιατική ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά, είχε έρθει για μια περίοδο στα χέρια των Περσών το 626, ενώ οι Αβάροι είχαν αποκλείσει τη πόλη από την Ευρωπαϊκή πλευρά. Το ίδιο προσπάθησαν να επαναλάβουν και οι Άραβες, σε δύο πολιορκίες, αλλά απέτυχαν. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαιτείτο και ναυτικός αποκλεισμός για να είναι επιτυχημένη η πολιορκία, διότι σε περίπτωση που δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Βυζαντινός στόλος θα μπορούσε να ανεφοδιάζει ανενόχλητος την Κωνσταντινούπολη. Όποτε γίνεται απολύτως αντιληπτό ότι για να πολιορκηθεί η Κωνσταντινούπολη, το σχέδιο που θα έπρεπε να καταστρωθεί θα έπρεπε να ήταν πολύ προσεκτικό και σωστά σχεδιασμένο, διότι ο αποκλεισμός της Κωνσταντινούπολης ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα.

Παράλληλα στην Κωνσταντινούπολη στάθμευε μεγάλο μέρος του Βυζαντινού στόλου. Αν ο στόλος ήταν αποδοτικός, μπορούσε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο κατά τη διάρκεια πολιορκιών. Δεν έπαιζε απλά μόνο ρόλο ως προς την άμυνα της πόλης, δηλαδή να αποκρούει τους εχθρικούς στόλους και να εμποδίζει τις αποβάσεις, αλλά μπορούσε και να φέρει ενισχύσεις από άλλες επαρχίες της Αυτοκρατορίας για να ενισχύσουν την άμυνα της πόλης. Επιπροσθέτως, η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε τη βάση των ισχυρότερων χερσαίων δυνάμεων του Βυζαντινού στρατού, τα λεγόμενα «Τάγματα». Επίσης, το Βυζαντινό ναυτικό είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει χερσαίες δυνάμεις από τη Κωνσταντινούπολη σε ανοιχτά μέτωπα, αυτό αποτελούσε συχνό φαινόμενο.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν επίσης διάσημη για τα διάσημα τείχη της. Τα οποία είχαν ανακατασκευαστεί  από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Γι’ αυτό άλλωστε ονομαζόντουσαν «Θεοδοσιανά Τείχη». Αυτό όμως το οποίο ήταν εντυπωσιακό ήταν η κατασκευή των θαλάσσιων τειχών, τα οποία προστάτευαν τη πόλη δια θαλάσσης. Για να εξασφαλισθεί όμως η ναυτική ασφάλεια, απαιτείτο η παρουσία του στόλου. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε καταλήφθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους το 1204, διότι λόγω της έλλειψης Βυζαντινού στόλου δεν μπορούσαν να αμυνθούν οι Βυζαντινοί στα Θαλάσσια’ τείχη και αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ο Βενετικός στόλος να καταλάβει τα θαλάσσια τείχη και αυτό το γεγονός συντέλεσε στη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το έργο του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού και συγκεκριμένα στην εξωτερική του πολιτική. Όταν ανήλθε στην εξουσία, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τους Σασσανίδες Πέρσες στον Καύκασο και συγκεκριμένα να υπερασπιστεί την Αρμενία. Στα άλλα σύνορα της Αυτοκρατορίας παρατηρείται μια σταθερότητα. Το Οστρογοτθικό Βασίλειο της Ιταλίας επιθυμούσε καλές σχέσεις γειτνίασης με την Αυτοκρατορία, το Βανδαλικό Βασίλειο στην Αφρική δεν ήταν σε θέση να απειλεί την Αίγυπτο με ναυτικές επιδρομές και τέλος στα σύνορα στο Δούναβη δεν υπήρχε κάποια απειλή. Κάποιοι Νομαδικοί λαοί έκαναν απόπειρες να επιτεθούν στην Αυτοκρατορία αλλά είχαν πλέον χάσει με την πάροδο του χρόνου την τακτική τους υπεροχή διότι ο Αυτοκρατορικός στρατός είχε υιοθετήσει πολλά στοιχεία από τον Νομαδικό τρόπο πολέμου.

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και οι Πέρσες, ήρθαν τελικά σε συμβιβασμό και επήλθε ειρήνη μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων της εποχής. Αυτό ωφέλησε τον Ιουστινιανό καθώς ήθελε να  βάλει μπρος ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, δηλαδή να ξανακάνει τη Μεσόγειο μια «Ρωμαϊκή Λίμνη». Πρώτος στόχος ήταν η Βόρειος Αφρική και συγκεκριμένα το Βανδαλικό Βασίλειο. Η εκστρατεία του στρατηγού Βελισάριου στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, αφού απώθησε τους Βανδάλους στη μάχη του Δέκιμον και μετά με τη κατάληψη της Καρχηδόνας, η Ρωμαϊκή κυριαρχία επαναφέρθηκε στη Βόρεια Αφρική μέχρι το Γιβραλτάρ. Μετέπειτα, στόχος του Ιουστινιανού ήταν η ίδια η Ιταλία. Δόθηκε εντολή στον Βελισάριο να αποβιβαστεί στη Σικελία και να αναλάβει επιχειρήσεις κατά των Οστρογότθων. Ο Αυτοκρατορικός στρατός υπό την ηγεσία του χαρισματικού στρατηγού παρέμεινε αήττητος στο πεδίο των μαχών με αποτέλεσμα να καταληφθεί σχεδόν όλη η Ιταλία, εκτός από κάποιες περιοχές στο Βορρά. Παράλληλα, οι Βυζαντινοί ήρθαν και σε συμβιβασμό με το Βησιγοτθικό Βασίλειο της Ισπανίας και τους παραχωρήθηκε η Νότια Ισπανία. Το όραμα του Ιουστινιανού, μετά από πολλούς μακροχρόνιους πολέμους, να καταστήσει τη Μεσόγειο μια «Ρωμαϊκή Λίμνη» ξανά, επαληθεύτηκε αλλά δυστυχώς μετά από μερικά χρόνια οι Βυζαντινοί θα αδυνατούν να διατηρήσουν αυτά τα εδάφη κυρίως λόγω της υπερεξάπλωσης τους καθώς δεν διέθεταν επαρκείς δυνάμεις να διατηρούν πολλά μέτωπα ανοιχτά.

Ως προς τη διπλωματία που ακολούθησαν οι Βυζαντινοί ανά περιόδους, είναι ένα άλλο κεφάλαιο το οποίο θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό αν και η διπλωματία δεν είχε αναπτυχθεί την περίοδο εκείνη όπως τη γνωρίζουμε εμείς σήμερα. Οι Βυζαντινοί συχνά προέβαιναν σε διπλωματικές αποστολές και έστελναν απεσταλμένους οι οποίοι έπρεπε να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Ένα παράδειγμα ήταν η διπλωματική αποστολή του Ζήμαρχου, κατόπιν εντολής του Αυτοκράτορα Ιουστίνου Β’, ο οποίος μετά από τρία χρόνια συναντήθηκε με τον Τούρκο Χαγάνο Σιλζιβούλο κάπου στη κεντρική Ασία. Αυτή ήταν μια μεγάλη διπλωματική κίνηση των Βυζαντινών διότι κατόρθωσαν να έχουν στο πλευρό τους έναν σύμμαχο και παράλληλα ένα αντίβαρο προς τη Σασσανιδική Περσία. Γενικότερα οι Βυζαντινοί έστελναν απεσταλμένους σε μακρινές περιοχές για να συνάπτουν συμμαχίες ή για εμπορικούς σκοπούς, κάτι που φυσικά μας βοηθά να αντιληφθούμε τη διπλωματική διορατικότητά τους. Όμως, όπως προαναφέρθηκε δεν υπήρχαν την περίοδο εκείνη επαγγελματίες διπλωμάτες.

Άλλο διπλωματικό μέσο των Βυζαντινών ήταν και η ίδια η Θρησκεία. Υπό την ηγεσία του Ιουστινιανού είχε ξεκινήσει μαζικός προσηλυτισμός των λαών του Καυκάσου, Λαζικής και Ιβηρίας. Η κίνηση αυτή είχε όμως άλλο λόγο. Ο Ιουστινιανός ήθελε να αποσπάσει συμμάχους σε αυτή περιοχή για τους πολέμους με τη Περσία. Γνωρίζοντας ότι οι λαοί των περιοχών εκεί είναι διαιρεμένοι, αποφάσισε ότι μέσω της Θρησκείας μπορούν να ενωθούν. Κάτι που επαληθεύτηκε καθώς στους πολέμους με τη Περσία αργότερα, οι λαοί αυτοί ενίσχυσαν την Αυτοκρατορία και ιδιαίτερα κατά τη δύσκολη περίοδο 610-640 μ.Χ, που η Αυτοκρατορία είχε αποδυναμωθεί. Άλλωστε κατά τον τελευταίο Βυζαντινό-Περσικό Πόλεμο ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε μεταφέρει το στάδιο επιχειρήσεων στις περιοχές του Καυκάσου και στην Αρμενία γιατί μπορούσε εκεί και να βρει συμμάχους και να πραγματοποιεί επιδρομές σε στρατηγικά σημεία σε Περσικά εδάφη. Συνεπώς, η κίνηση αυτή του Ιουστινιανού αποδείχθηκε μακροπρόθεσμα πολύ κομβική. Αυτό συνέβη και αργότερα μετά από πολλούς αιώνες με τους Ρώς, οι οποίοι υπό την ηγεσία του Πρίγκιπα Βλαδίμηρου εκχριστιανίστηκαν ύστερα από προτροπή του Αυτοκράτορα Βασίλειου Β’, κάτι που ωφέλησε την Αυτοκρατορία διότι εξασφαλίστηκε μια μακροχρόνια φιλία μεταξύ των δύο λαών. Ένα άλλο μέσο ήταν και οι γάμοι. Κύριος σκοπός ήταν για συμμαχίες, για εμπορικούς σκοπούς και φυσικά για στρατιωτική βοήθεια. Πολλές περιπτώσεις υπάρχουν, ένα παράδειγμα είναι ο γάμος μεταξύ του Πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου με την αδελφή του Αυτοκράτορα Βασίλειου Β’, Άννα, κάτι που όπως προαναφέρθηκε επέφερε μια μακροχρόνια φιλία μεταξύ των δύο λαών και φυσικά οδήγησε στο να ασπαστεί το κράτος του Κιέβου την Ορθοδοξία.

Όπως είναι γνωστό, όπως κάθε μεγάλη σε έκταση Αυτοκρατορία, έχει πάντοτε εχθρούς. Ένας από αυτούς ήταν και οι Βούλγαροι. Οι Βούλγαροι αποτελούσαν ένα μείγμα Σλάβων και Νομάδων. Η Βουλγαρία θεωρείται από πολλούς μελετητές, και όχι εσφαλμένα, ότι ήταν «Βυζαντινό δημιούργημα». Συγκεκριμένα, ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος αναζητούσε έναν σύμμαχο κατά του Αβαρικού Χαγανάτου. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε όταν ο Ηράκλειος συναντήθηκε με τον ηγέτη των Βουλγάρων το 619, στην Κωνσταντινούπολη. Με την πάροδο των χρόνων, οι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν την αδυναμία της Αυτοκρατορίας της οποίας ο στρατός δεν μπορούσε να ανακόψει τους στρατούς του Ισλαμικού Χαλιφάτου, αποφάσισαν υπό την ηγεσία του Ασπαρούχ, ο οποίος θεωρείται ο ιδρυτής του Βουλγαρικού έθνους-κράτους, να διασχίσουν τον Δούναβη και να εισέλθουν στο Αυτοκρατορικό έδαφος. Ο τότε αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ’, αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει αλλά όμως ηττήθηκε, αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να εγκατασταθούν στην επαρχία της Βόρειας Θράκης και να δημιουργήσουν το δικό τους Βασίλειο.

Οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων ήταν κατά τα μεγαλύτερα διαστήματα ιδιαίτερα τεταμένες, καθώς οι Βούλγαροι προέβαιναν συχνά σε επιδρομές στα Βαλκανικά εδάφη της Αυτοκρατορίας, στη Μακεδονία, στη Θράκη αλλά μέχρι και τη Νότια Ελλάδα και συγκεκριμένα μέχρι και τη Πελοπόννησο. Όταν οι Άραβες επιτέθηκαν το 717 στην Κωνσταντινούπολη και την πολιορκούσαν και από ξηρά και διά θαλάσσης, ο διορατικός Αυτοκράτορας Λέοντας Γ’ ο «Ίσαυρος» συμμάχησε με τους Βουλγάρους ενάντια στο κοινό εχθρό. Οι Βούλγαροι κατανόησαν ότι αν οι Άραβες καταλάμβαναν την Κωνσταντινούπολη θα ήταν ο επόμενος στόχος, συνεπώς συμμάχησαν με τους Βυζαντινούς, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τελική επικράτηση των Βυζαντινών σε αυτόν τον πόλεμο και φυσικά στην μη εξάπλωση του Ισλάμ στην Ευρώπη. Μετέπειτα οι σχέσεις πάλι μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων υπήρξαν τεταμένες, οι Βούλγαροι συνέχιζαν τις επιδρομές και παράλληλα νίκησαν σε πολλές περιπτώσεις τον Αυτοκρατορικό στρατό στα πεδία των μαχών. Η αποφασιστική νίκη των Βυζαντινών στην μάχη του Κλειδίου υπό την ηγεσία του Στρατηγού-Αυτοκράτορα Βασίλειου Β’, σήμανε ουσιαστικά την κατάλυση του Βουλγαρικού Βασιλείου και την προσάρτησή του από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για τους επόμενους δύο αιώνες.

Μακροπρόθεσμα, ο σημαντικότερος εχθρός των Βυζαντινών υπήρξε το Ισλάμ. Μετά το θάνατο του προφήτη Μωάμεθ, οι Άραβες ενώθηκαν και κήρυξαν τον πόλεμο κατά των απίστων. Άμεσοι στόχοι τους ήταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Σασσανιδική Περσία. Οι δύο Αυτοκρατορίες ήταν εξασθενημένες μετά από τον μακροχρόνιο πόλεμο μεταξύ τους, από τον οποίο είχαν εξέλθει νικητές οι Βυζαντινοί. Οι Άραβες αφού νίκησαν στην μάχη του Γιαρμούκ τον Αυτοκρατορικό στρατό, ξεκίνησε η μεγάλη επέκταση τους. Κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα, μέσα σε μερικά χρόνια οι Άραβες είχαν καταλάβει τη Συρία, τη Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και όλη τη Βόρεια Αφρική. Σχεδόν τα δύο τρίτα των εδαφών της Αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί αφού πλέον δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην ορμή των Αράβων άλλαξαν πολιτική, βλέποντας ρεαλιστικά πως είχε διαμορφωθεί πλέον η κατάσταση στο διεθνές περιβάλλον υιοθέτησαν μια αμυντική πολιτική κατά των Αράβων. Γενικότερα παρατηρείται μια έμμεση προσέγγιση των Βυζαντινών, μη επιδιώκοντας μια άμεση σύγκρουση με τις Αραβικές δυνάμεις, οι οποίοι αποφάσισαν να επιδίδονται σε επιδρομές σε Αραβικά εδάφη στη Μεσοποταμία και στη Συρία και γενικά επιδίωκαν την ασφάλεια των οχυρών όταν οι Άραβες πραγματοποιούσαν εισβολές στην Μικρά Ασία.

Οι Άραβες είχαν θέσει ως στόχο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης διότι γνώριζαν πως αν καταλάμβαναν την Κωνσταντινούπολη θα μπορούσαν να επεκταθούν στην Ευρώπη χωρίς δυσκολία. Έτσι λοιπόν πραγματοποίησαν δύο επιχειρήσεις κατάληψης της Κωνσταντινούπολης και οι δύο εξίσου απέτυχαν. Ειδικότερα, κατά την δεύτερη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717 οι Άραβες επιχείρησαν να αποκλείσουν και από τη στεριά και από τη Θάλασσα την Κωνσταντινούπολη, αλλά οι Άραβες δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το ικανότατο Βυζαντινό ναυτικό, που τα περισσότερα πλοία ήταν εξοπλισμένα με υγρό πυρ. Μετά την αποτυχία αυτή, οι Άραβες δεν είχαν ιδιαίτερες βλέψεις προς τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αντίθετα, κατά τον 10ο αιώνα και 11ο αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πέρασε στην αντεπίθεση υπό την ηγεσία των ικανότατων Στρατηγών- Αυτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή και Βασίλειου Β’ οι οποίοι κατόρθωσαν να ανακαταλάβουν σημαντικές περιοχές από τους Άραβες όπως η Κρήτη, η Κύπρος, η Κιλικία, η Συρία και τη Βόρεια Μεσοποταμία.

Μετά το θάνατο του ικανότατου Αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ το 1025, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε μια δεύτερη ακμή. Θεωρείται πως ήταν το ισχυρότερο κράτος της εποχής εκείνης στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο. Για τα επόμενα περίπου πενήντα χρόνια, το Βυζάντιο άκμαζε και προσάρτησε και άλλα εδάφη. Όμως η ηγεσία αδρανούσε διότι επειδή δεν υπήρχε απειλή, επικρατούσε ένας εφησυχασμός και μια χαλαρότητα. Μέσα στα πενήντα αυτά χρόνια, από την κεντρική Ασία είχαν προωθηθεί οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι οποίοι ήταν ένας νομαδικός λαός, και είχαν καταλάβει και τη Βαγδάτη, την έδρα του Αραβικού Χαλιφάτου. Παράλληλα είχαν ασπαστεί και το Ισλάμ. Όμως, ομάδες Σελτζούκων πραγματοποιούσαν συχνές επιδρομές στα σύνορα της Αυτοκρατορίας και μια από αυτές εισέβαλλε στην Αρμενία και λεηλάτησε την Πρωτεύουσα της επαρχίας. Βλέποντας αυτό το πρόβλημα που επικρατούσε στα σύνορα, η Βυζαντινή ηγεσία αποφάσισε να δράσει.

Αυτοκράτορας την Περίοδο εκείνη ήταν ο Ρωμανος Β’ ο Διογένης, χαρισματικός και ικανός στρατηγός, ο οποίος αποφάσισε να κινηθεί εναντίον των Σελτζούκων και κατά της Βαγδάτης. Εντωμεταξύ, ο Αυτοκρατορικός στρατός δεν θύμιζε σε τίποτα τον πειθαρχημένο και καλά οργανωμένο που είχε αφήσει ως παρακαταθήκη ο Βασίλειος Β’. Πλέον ο στρατός αποτελείτο από απείθαρχους Γερμανούς και Λατίνους μισθοφόρους, τα θέματα είχαν χάσει την παλαιά τους αίγλη σε πειθαρχία και οργάνωση, τα μόνα αξιόμαχα τμήματα του Αυτοκρατορικού στρατού ήταν τα Τάγματα (τα οποία στάθμευαν στην Κωνσταντινούπολη) και η Βαράγγεια Φρουρά. Στην ηγεσία των Σελτζούκων είχε αναρριχηθεί ο ικανότατος Άλπ Αρσλάν, ο οποίος σκόπευε να επεκταθεί κατά των Φατιμίδων της Αιγύπτου. Δεν είχε βλέψεις προς την Βυζαντινή Αυτοκρατορία διότι γνώριζε πως παρέμενε ένα από τα ισχυρότερα κράτη της περιοχής. Ενώ προετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τους Φατιμίδες, πληροφορήθηκε πως ο Αυτοκρατορικός στρατός είχε εισέλθει στην Αρμενία. Η στρατηγική του αιφνιδιασμού από πλευράς των Βυζαντινών είχε πετύχει. Εν τέλει, οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Μάντζικερτ που κατέληξε σε μια οδυνηρή ήττα για τους Βυζαντινούς και ο ίδιος Αυτοκράτορας πιάστηκε αιχμάλωτος. Αυτό υπήρξε μια ταπείνωση για τους Βυζαντινούς. Ενώ οι Βυζαντινοί όπως έχει αναφερθεί και νωρίτερα, μπορούσαν να προσαρμόζονται πάντοτε στις απαιτήσεις και στις προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσουν και προσάρμοζαν την στρατηγική τους ανάλογα με τον εχθρό, στην συγκεκριμένη περίπτωση η Βυζαντινή στρατηγική σημείωσε μια μεγάλη αποτυχία. Αυτό κυρίως οφείλεται σε τρείς παράγοντες, στην αδυναμίας της ηγεσίας να αντιληφθεί τι εχθρό καλείτο να αντιμετωπίσει, στον απείθαρχο και μη καλά οργανωμένο στρατό και φυσικά στο ότι δεν εκμεταλλεύθηκε το στοιχείο του αιφνιδιασμού που είχε αποκτήσει πριν τη μάχη. Η ήττα αυτή επέφερε τραγικές συνέπειες για την Αυτοκρατορία.

Μετά από αυτή την εξέλιξη, οι Σελτζούκοι, εκμεταλλευόμενοι από τον εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, διείσδυσαν στην Μικρά Ασία και την κατέλαβαν όλη. Νικητής του Εμφυλίου αναδείχτηκε ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός, ιδρύοντας τη δυναστεία των Κομνηνών, ο οποίος ήταν ένας ικανός ηγέτης. Αφού ισχυροποίησε τη θέση του στα Βαλκάνια, τότε ξέσπασε η Α’ Σταυροφορία και το εκμεταλλεύθηκε το γεγονός αυτό για να αποκτήσει τα χαμένα εδάφη στη Μικρά Ασία και Συρία από τους Σελτζούκους. Η διπλωματική πολιτική της Αυτοκρατορίας και η ηγεσία της εποχής, χρησιμοποίησαν τους Σταυροφόρους με αποτέλεσμα να ανακαταληφθούν πολλά από τα εδάφη. Υπό την ηγεσία και των άλλων Κομνηνών, Ιωάννη και Μανουήλ, η Αυτοκρατορία συνέχιζε να ισχυροποιείται ξανά. Όμως ο Μανουήλ Κομνηνός, ήταν αποφασισμένος να καταλύσει το Τουρκικό Σουλτανάτο το οποίο έδραζε στο Ικόνιο. Συγκέντρωσε ένα μεγάλο στρατό, αλλά λόγω το ότι οι Βυζαντινοί δεν έκαναν χρήση κατασκοπείας και συλλογής πληροφοριών από το αντίπαλο στρατόπεδο, έπεσαν σε ενέδρα και ηττήθηκαν ξανά. Παρατηρείται κάτι ανάλογο με το Μάτζικερτ. Φυσικά δεν ήταν τόσο οδυνηρή ήττα, γιατί ουσιαστικά η Αυτοκρατορία ήταν σε θέση πλέον να ανταποκριθεί άμεσα αλλά το θέμα είναι ότι έχασε το στοιχείο υπεροχής που είχε σε εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Συμπερασματικά, η στρατιωτική ισχύς της Αυτοκρατορίας είχε επιρροές από την Αρχαία Ελλάδα και από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Όμως οι Βυζαντινοί, είχαν την ικανότητα να αλλάζουν και να προσαρμόζουν τον επιχειρησιακό τους κώδικα ανάλογα με τη περίσταση. Για παράδειγμα, ο στρατός τους είχε νομαδικές επιρροές αλλά και ανατολικές. Συνεπώς, μπορούσαν ανάλογα με τον εχθρό να προσαρμόζουν την στρατηγική τους και να ανταποκρίνονται όσο το δυνατόν καλύτερα και αυτός είναι ο λόγος γιατί μπόρεσε να επιβιώσει τόσα χρόνια. Το εγχειρίδιο το οποίο είχε συγγράψει ο Αυτοκράτορας Μαυρίκιος, «Στρατηγικόν», χαρακτηρίζεται ως μια μεγάλη κληρονομιά για τη στρατηγική έως σήμερα. Συγκεκριμένα, ο Μαυρίκιος θεωρείται ο πρώτος Αυτοκράτορας ο οποίος άλλαξε άρδην το στρατό στην Αυτοκρατορία. Πολλοί Βάρβαροι και Γερμανοί που υπηρετούσαν εκδιώχθηκαν, με αποτέλεσμα ο στρατός να γίνει περισσότερο εθνικός. Παράλληλα, έδωσε τεράστια έμφαση στο ιππικό και παρατηρείται μια αλλαγή και το κέντρο βάρους πηγαίνει στο ιππικό και δεν δίνεται τόσο μεγάλη έμφαση στο πεζικό σε αντίθεση με το παρελθόν. Αυτό οφείλεται λόγω των επιρροών από άλλους λαούς. Πλέον, οι Βυζαντινοί ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν ανάλογα με τη περίσταση είτε ελαφρύ είτε βαρύ ιππικό. Γενικότερα, οι μεταρρυθμίσεις του Μαυρίκιου στην στρατιωτική διοίκηση της Αυτοκρατορίας θεωρούνται πάρα πολύ σημαντικές και αυτός ήταν ο λόγος που μπόρεσε ο Ηράκλειος να κατανικήσει τους Πέρσες, διότι παρέλαβε έναν εθνικό στρατό, με κοινή συνείδηση και χωρίς να βασίζεται τόσο έντονα σε μισθοφόρους.

Συμπερασματικά, οι Βυζαντινοί δεν επεδίωκαν να καταστρέφουν ή να υπερνικούν εχθρικά κράτη αλλά προτιμούσαν να διατηρούν το status quo υπέρ τους, γιατί γνώριζαν πως αν κατέλυαν ένα κράτος θα εμφανιζόταν ένας άλλος λαός. Αυτό το είδαμε ιδιαίτερα, μετά την υπερεξάπλωση επί εποχής Ιουστινιανού, που οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να διατηρήσουν τις επαρχίες τους. Ιδιαίτερα με την εμφάνιση του Ισλάμ, τα περισσότερα εδάφη σε Μέση Ανατολή και Αφρική είχαν καταληφθεί, ενώ παράλληλα στην Ιταλία λόγω της εισβολής των Λογγοβαρδών οι Βυζαντινοί αδυνατούσαν να ελέγξουν την Ιταλία με αποτέλεσμα να περιοριστούν σε εδάφη στην Νότια Ιταλία.

Ο επιχειρησιακός κώδικας των Βυζαντινών ήταν ως εξής: να εξαντλούνται όλες οι πιθανότητες για αποφυγή πολέμου, αλλά πάντοτε να είσαι προετοιμασμένος ότι μπορεί να ξεσπάσει οποιαδήποτε στιγμή, συλλογή πληροφοριών του εχθρού και της ιδιοσυγκρασίας του και να παρατηρούνται οι κινήσεις του συνεχώς να εκστρατεύεις δυναμικά, έχοντας και επιθετικές και αμυντικές τάσεις, αλλά θα πρέπει να επιτίθεσαι με μικρές μονάδες. Θα πρέπει να δίνεται έμφαση στις περιπολίες, στην πραγματοποίηση επιδρομών και στις αψιμαχίες παρά να επιτίθεσαι μαζικά. Θα πρέπει να αποφεύγονται οι μάχες και ειδικά μάχες σε μεγάλους αριθμούς εκτός αν οι καταστάσεις ευνοούν κάτι τέτοιο, να αποφεύγεται η μάχη της τριβής αλλά να ενθαρρύνεται η «μη μάχη» των στρατιωτικών ελιγμών. Παράδειγμα, Ηράκλειος εναντίον Περσών, να δίνεται έμφαση στην στρατολόγηση συμμάχων για να αλλάζει ισορροπία ισχύος. Αυτό θα πρέπει να πραγματοποιείται μέσω της διπλωματικής οδού. Κλασσικά παραδείγματα ήταν: η συμμαχία Βυζαντινών και Βουλγάρων κατά των Αράβων και επίσης οι λαοί του Καυκάσου οι οποίοι ενίσχυσαν τον Ηράκλειο κατά των Περσών, η υπονόμευση του εχθρού είναι η οδός που οδηγεί στην τελική επικράτηση και τέλος όταν η διπλωματία και η υπονόμευση δεν επαρκούν και αναγκαστικά θα πρέπει να οδηγηθείς στη σύρραξη, θα πρέπει να εφαρμοστεί η κατάλληλη επιχειρησιακή μέθοδος και οι κατάλληλες τακτικές για να εκμεταλλευθείς τις αδυναμίες του εχθρού.
http://www.defencenews.gr/index.php/ethiniki-amina-2/1297-h-ypsili-stratigiki-tis-vyzantinis-aftokratorias

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου