Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

«Πώς βίωσα τους νόμους κατά της βλασφημίας στην Ελλάδα»

Γελοιογραφία που σαρκάζει τη νομική εμπλοκή του Γέροντος Παστίτσιου.ohnantono.blogspot.com
 

Ο Φίλιππος Λοΐζος είναι ο "Πάτερ Παστίτσιος", το πρόσωπο που πέρασε (και συνεχίζει να περνά) μια οδυνηρή αστυνομοδικαστική περιπέτεια επειδή δημιούργησε μια χιουμοριστική σελίδα στο facebook. Στο κείμενό του, που αναδημοσιεύεται από το τεύχος 58 του Books' Journal, Σεπτέμβριος 2015, περιγράφει αυτή τη ζοφερή περιπέτεια.
Έχω μιλήσει πάρα πολλές φορές σε μέσα ενημέρωσης και σε εκδηλώσεις για την υπόθεσή μου, πώς βίωσα δηλαδή τους νόμους της βλασφημίας, και έχω τοποθετηθεί επανειλημμένα για το πολυσύνθετο θέμα της εκκοσμίκευσης της ελληνικής κοινωνίας. Κατά τη γνώμη μου, περισσότερο από όσο θα έπρεπε, διότι εκτός του ότι δεν είμαι ο ειδικός που θα απαντήσει σε νομικά θέματα, η συνεχής προβολή μου μπορεί να δώσει στην υπόθεσή μου προσωποκεντρικό χαρακτήρα, και αυτό είναι κάτι που δεν επιθυμεί κανένας μας, διότι η δίωξή μου αποσκοπεί στη λογοκρισία και την κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 
Μας αφορά δηλαδή όλους. 
Δέχθηκα την πρόσκληση αυτής της εκδήλωσης διότι θέλω να συνεισφέρω στη διεθνή εκστρατεία κατά των νόμων της βλασφημίας και να παρουσιάσω, για πρώτη φορά, μια λεπτομερή καταγραφή για το πώς βίωσα αλλά και για το πώς εξακολουθώ να βιώνω αυτούς τους νόμους, αφού η υπόθεσή μου δεν έχει κλείσει ακόμα, καθώς έχω ασκήσει έφεση μετά την πρωτόδικη καταδίκη μου.

Η συστηματική ανάδειξη του μοναχού Παΐσιου από τον περιθωριακό ακροδεξιό και υπερσυντηρητικό Τύπο, καθώς και από τους τηλε-ευαγγελιστές των ακροδεξιών τηλεοπτικών διαύλων, δημιούργησε ένα τεράστιο ρεύμα φονταμενταλιστικής λατρείας στο πρόσωπό του, αποφέροντας τεράστια κέρδη σε εκδότες και μοναστήρια. Είπα φονταμενταλιστικής, διότι –πέρα από τον ακραίο σκοταδισμό της (εσχατολογία, προφητείες, αντιεπιστημονισμός κ.λπ.)– διεπόταν κυρίως από αναχρονιστικές και ακροδεξιές πολιτικολογίες. Στις διδαχές του Παϊσίου (αν όντως τις είπε ή όχι, λίγη σημασία έχει) γίνεται συνεχής αναφορά στην επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου, στους «άθεους» πολιτικούς, στην κοινωνική θέση της γυναίκας που πρέπει να υποβαθμιστεί, στον αντι-δυτικισμό, στην ακραία μισαλλοδοξία σε οτιδήποτε μη ελληνικό και νεωτεριστικό, την κρατική παιδεία, την αντιδημοκρατική και αντικομμουνιστική ρητορεία, τους επεκτατικούς πολέμους που θα προκαλέσουν γενοκτονίες, που θα αναδείξουν την ορθοδοξία σε παγκόσμια υπερδύναμη κ.λπ. Το ρεύμα αυτό φούντωσε και πήρε κινηματικές διαστάσεις –πλέον υπάρχει και επίσημη σελίδα– μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Το πιο ανησυχητικό είναι πως όλη αυτή η ρητορική, πλέον, επικυρώθηκε και στις συνειδήσεις εκατομμυρίων ορθόδοξων πιστών μετά την πρόσφατη αγιοποίηση του μοναχού από το Πατριαρχείο.

Την περίοδο εκείνη ένιωσα την ανάγκη να δημιουργήσω στο facebookτη σατιρική σελίδα «Γέροντας Παστίτσιος», όπου απομυθοποιούσα και σατίριζα συστηματικά, χωρίς υβρεολόγιο, το ρεύμα της παϊσιολατρίας, την οποία, εκτός από επικίνδυνη, τη θεωρούσα και αιρετική. Η σελίδα είχε κυρίως αντιεθνικιστικό και αντιμεσσιανικό χαρακτήρα και κατάφερα να τη λειτουργήσω για ένα χρόνο. Αυτό που κατά τη γνώμη μου κατάφερα να αναδείξω μέσα από τη σελίδα, και ενόχλησε περισσότερο από όλα, ήταν πως το φαινόμενο Παΐσιος ήταν κάτι το κατασκευασμένο προκειμένου να χειραγωγεί τους αδαείς, να τους εκμεταλλεύεται και να τους φανατίζει. Ένα κατασκεύασμα που αναπαράγει όλη εκείνη τη ρητορική των αντιδραστικών και σκοταδιστικών δυνάμεων που ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα εμπόδισαν και συνεχίζουν να εμποδίζουν τον εκσυγχρονισμό της χώρας, με αποτέλεσμα σήμερα να μοιάζει περισσότερο με ένα μεσαιωνικό απολειφάδι παρά με μια σύγχρονη, δυτικού τύπου, αστική δημοκρατία. Το φαινόμενο της παϊσιολατρίας είναι ένα κατασκεύασμα πολιτικοθρησκευτικό, καθαρά φονταμενταλιστικού χαρακτήρα. Η δίωξη μου, από την άλλη, δεν ήταν ούτε πολιτική ούτε θρησκευτική. Ήταν αυτεπάγγελτη.

Ο μεγάλος ντόρος ξεκίνησε στις 11 Σεπτεμβρίου 2012 από μια υπερσυντηριτική σελίδα μεγάλης επισκεψιμότητας (ιδιαίτερα γνωστή για τα ομοφοβικά της άρθρα), στελεχωμένη από επιφανείς δημοσιογράφους, η οποία κίνησε μητροπολίτες από όλη την Ελλάδα να καταδικάσουν τη σελίδα μου και προέτρεπε στους αναγνώστες να την αναφέρουν στο facebook προκειμένου να πέσει. Έπειτα από δυο μέρες θα έφτανε στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος δικαστική εντολή, που θα ζητούσε από την υπηρεσία να έρθει να σε επαφή με το facebook προκειμένου να γίνει άρση του απορρήτου, να αποκαλυφθούν τα στοιχεία μου και, εν συνεχεία να έρθει σε επαφή και με την google, προκειμένου να εντοπιστεί ο διαχειριστής ενός άλλου μπλογκ, το οποίο από ό,τι είδα και εγώ ο ίδιος ,πράγματι, χρησιμοποιούσε ένα κάπως ακραίο υβρεολόγιο κατά του χριστιανισμού. Την επόμενη μέρα, στις 14 Σεπτεμβρίου, εστάλη αίτημα από τη δίωξη στο facebook για την άρση του απορρήτου μου με την αιτιολογία πως (διαβάζω αυτολεξεί) «[α]υτό το προφίλ προσβάλλει την ελληνική ορθόδοξη εκκλησία και έναν μοναχό ο οποίος έχει αναγνωριστεί ως άγιος. Προκαλεί το μίσος σε όλα τα επίπεδα (in all the levels) κατά των ορθόδοξων πιστών. Έχουμε πληροφορηθεί για κοινωνικές αναταραχές εξαιτίας αυτού του γεγονότος». Φυσικά, πρόκειται για μια εντελώς ψευδή περιγραφή, αφού η σελίδα μου ούτε με την εκκλησία ασχολούνταν ούτε με την ορθόδοξη πίστη, ούτε ο Παΐσιος τότε είχε αναγνωριστεί ως άγιος και ούτε κοινωνικές αναταραχές υπήρξαν. Ήταν επίσης μια κίνηση εντελώς παράνομη και από πλευράς της δίωξης –διότι άρση του απορρήτου προβλέπεται μόνο σε περιπτώσεις κακουργήματος– αλλά και από πλευράς του facebook, που έδωσε κατ’ ευθείαν τα στοιχεία μου χωρίς καν να εξετάσει τη φύση του εγκλήματος (κάτι που ομολόγησε ο ίδιος ο υπεύθυνος επικοινωνίας του facebook Ίαν Μακένζι, σε συνέντευξή του στο περιοδικόChristian Science Monitor). Την επόμενη μέρα, στις 15 Σεπτεμβρίου 2012, η δίωξη έστειλε επιστολή στην google για να ζητήσει τα στοιχεία του άλλου «βλάσφημου» μπλόγκερ που προανέφερα, αλλά δεν έλαβε ποτέ καμία απάντηση από την εταιρεία, έτσι δεν κατάφερε να τον εντοπίσει. Ύστερα από δύο ημέρες, στις 17 Σεπτεμβρίου, εστάλη αίτημα από τη δίωξη στην εταιρεία παροχής υπηρεσιών Ίντερνετ, ΟΤΕΝΕΤ, για να παραχωρηθούν τα πλήρη στοιχεία μου, έτσι ώστε να μπορέσει να συνεχιστεί η προκαταρκτική εξέταση η οποία –όπως αναφέρει η επιστολή– αφορά υπόθεση «στην οποία υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τη δημιουργία εκτροπών και αναταράξεων και προκαλείται κατ' επέκταση πιθανόν κίνδυνος ανθρώπινης ζωής». Ο ΟΤΕ δεν απάντησε άμεσα και η δίωξη έστειλε την επόμενη μέρα κατεπείγουσα επιστολή με την εξής διατύπωση: «Παρακαλούμε την άμεση αποστολή των αιτούμενων στοιχείων εντός μιας ώρας, λόγω του κατεπείγοντος χαρακτήρα της υπόθεσης, τονίζοντας ότι αφορά κίνδυνο ανθρώπινης/ων ζωής/ζωών». Μέσα στην επόμενη ώρα, η εταιρεία παρέδωσε όλα τα στοιχεία μου. Την ίδια μέρα, ο υπόδικος βουλευτής του ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, Χρήστος Παππάς, θα κατέθετε ερώτηση στη Βουλή απαιτώντας από τους υπουργούς της τότε κυβέρνησης την άμεση διαγραφή της σελίδας μου.

***

Ύστερα από τέσσερις μέρες, κατέφθασε στο πατρικό μου σπίτι στο Βόλο κλιμάκιο τεσσάρων αστυνομικών, με την συνοδεία ενός εισαγγελέα, ενώ εγώ βρισκόμουν στη Χαλκίδα, όπου και εργαζόμουν ως υπάλληλος ιχθυοτροφείου. Εκεί βρήκαν μόνο τη μητέρα μου, την ενημέρωσαν πως έχουν ένταλμα για κατ'οίκον έρευνα και στη συνέχεια τη ρώτησαν αν είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι. 'Επειτα της αποκάλυψαν πως έχω μια σελίδα η οποία ασχολείται με τον γέροντα Παΐσιο και πως η υπόθεσή μου έχει φτάσει μέχρι το Κοινοβούλιο. Ακολούθησε εξονυχιστική έρευνα σε όλους τους υπολογιστές και τους σκληρούς δίσκους που βρίσκονταν εντός της οικίας και, για να σιγουρευτούν μήπως τους ξέφυγε κάτι, ρώτησαν τη μητέρα μου αν υπήρχε κι άλλος υπολογιστής που δεν εξέτασαν, για να τους απαντήσει εκείνη πως όχι, δεν υπήρχε άλλος. Τότε συνέχισαν να ψάχνουν κάτω από τους καναπέδες, στα ντουλάπια της κουζίνας, σπιθαμή προς σπιθαμή όλο το δωμάτιό μου, όπου ανακάλυψαν ένα παλιό λάπτοπ που δεν λειτουργούσε και το είχα παρατημένο για χρόνια σε μια γωνία. Τότε γύρισαν και είπαν με επικριτικό ύφος στη μητέρα μου: «μας αποκρύψατε στοιχεία». Τους είπε πως το λάπτοτ δεν λειτουργεί και της απάντησαν «δεν έχει σημασία, μας το αποκρύψατε». «Μπορείτε να μου πείτε τι ακριβώς ψάχνετε, μήπως μπορώ να βοηθήσω;» τους ρώτησε κάποια στιγμή εκείνη, αλλά της απάντησαν πως δεν μπορούν γιατί είναι απόρρητο. Πράγματι, δεν μπορούσαν να της πουν, όχι επειδή ήταν απόρρητο αλλά επειδή δεν ήξεραν ούτε οι ίδιοι τι ακριβώς ψάχνανε. Έψαχναν οτιδήποτε θα μπορούσε να επιβαρύνει τη θέση μου, να μου φορτώσει περισσότερες κατηγορίες, οτιδήποτε θα μπορούσε να δικαιολογήσει έστω και λίγο όλη αυτή την παράνομη και γελοία διαδικασία. Δεν συνωμοσιολογώ, μου το είπαν οι ίδιοι όταν ήρθαν και με βρήκαν στη Χαλκίδα. Εξέταζαν πρωτίστως το ενδεχόμενο να ανήκω σε κάποια αίρεση ή να είμαι τρομοκράτης. Αφού δεν βρήκαν τίποτα το ικανοποιητικό, έδωσαν στη μητέρα μου ένα χαρτί να υπογράψει και της είπαν πως θα μεταβούν στη Χαλκίδα όπου θα δώσουν και σε εμένα να υπογράψω ένα χαρτί και η υπόθεση θα τελείωνε εκεί.

Αναγκάστηκα να φύγω πιο νωρίς από τη δουλειά και τους συνάντησα έξω από το σπίτι μου, όπου με περίμεναν εμφανώς ταλαιπωρημένοι από τη ζέστη και από τα πολλά χιλιόμετρα που είχαν ταξιδέψει: Αθήνα-Βόλος-Χαλκίδα. Ήταν λιγομίλητοι, ευγενικοί και αμήχανοι, νέα παιδιά περίπου στην ηλικία μου. Ακολούθησε ο εξής διάλογος: «Φίλιππε, δική σου είναι η σελίδα;» «Ναι». «Έχεις άλλες σελίδες;» «Όχι». «Είσαι σίγουρος;» «Ναι». «Ο γέροντας Παρίσιος (σελίδα κλώνος, που δεν ανήκε σε εμένα, και εμφάνιζε έναν μοναχό ο οποίος αντί για κεφάλι είχε τον Πύργο του Άιφελ) ποιος είναι;» «Δεν έχω ιδέα». «Θέλω να μπεις στη σελίδα σου και να τη διαγράψεις». Αφού τη διέγραψα, τράβηξε δυο φωτογραφίες στην οθόνη του υπολογιστή και μετά απομακρύνθηκε για να πάρει τηλέφωνο. Αφού μίλησε αρκετή ώρα, ξαναμπήκε στο δωμάτιο για να τον ρωτήσει ο συνάδελφός του: «Tι θα γίνει τελικά;» «Θα τον πάρουμε μαζί μας». «Ετοιμάσου για ταξιδάκι», μου είπαν και κατάσχεσαν τον υπολογιστή για να τον μεταφέρουν, μαζί με εμένα, στη ΓΑΔΑ. Στο δρόμο για την Αθήνα, οι δύο αστυνομικοί μου εξέφρασαν τη λύπη τους για το συμβάν και πως η υπόθεση αυτή ήταν μια αστεία υπόθεση. Στη ΓΑΔΑ, αφού έδωσα τα στοιχεία μου και πολλά δαχτυλικά αποτυπώματα, τηλεφώνησα στους γονείς μου προκειμένου να μου βρουν δικηγόρο το συντομότερο, διότι ήταν Παρασκευή και, αν δεν προλάβαινα να βρω μέχρι το Σάββατο, θα καθόμουν στα κρατητήρια όλο το διήμερο – κι εγώ τη Δευτέρα εργαζόμουν. Με ξεγύμνωσαν, με ψάξανε και με έβαλαν σε ένα κελί με άλλους πέντε Έλληνες.

Την επόμενη μέρα οδηγήθηκα με χειροπέδες για να μου βγάλουν φωτογραφίες προφίλ και ανφάς, και μετά στην εισαγγελέα όπου εκεί και συνάντησα πρώτη φορά το δικηγόρο μου. Του εξήγησα στο περίπου τι συμβαίνει και μπήκαμε στην αίθουσα. Η εισαγγελέας, εμφανώς αναστατωμένη με τη δικογραφία μου την οποία εξέταζε εκείνη τη στιγμή, μου ζήτησε σε έντονο ύφος να δώσω εξηγήσεις. «Μήπως ήθελες να πας καλόγερος και σε απέρριψαν;», με ρώτησε με ειρωνεία. «Ήθελα να περάσω το δικό μου κοινωνικό μήνυμα απέναντι στον εθνικοθρησκευτικό φανατισμό», απάντησα. «Α, ώστε ήθελες να το παίξεις ήρωας;» «Όχι, ήθελα να εκφράσω τον αντίλογό μου». Δεν είχα δει ακόμα τη δικογραφία μου, ούτε μου δόθηκε η ευκαιρία να τη δω. Ρίχνοντας μια ματιά στα χαρτιά της, παρατήρησα πως η δικογραφία του μπλόγκερ που δεν κατάφεραν να εντοπίσουν είχε μπολιαστεί μαζί με τη δική μου και έφερε επάνω της δακτυλογραφημένη επισήμανση που έλεγε: «το μπλογκ αυτό φτιάχτηκε από αυτόν», χρεώνοντας σε μένα και κάτι με το οποίο δεν είχα σχέση. Διαμαρτυρήθηκα, αλλά με αγνόησε, και με μια μονοκοντυλιά διέγραψε την κατηγορία της βλασφημίας, μου χρέωσε την καθύβριση θρησκεύματος και μου όρισε τακτική δικάσιμο. Στη συνέχεια, οδηγήθηκα ξανά στη ΓΑΔΑ προκειμένου να παραλάβω τα αντικείμενά μου. Κινητό, πορτοφόλι, κορδόνια κ.λπ. Τέλος, οδηγήθηκα στον αρμόδιο αστυνομικό που είχε αναλάβει την υπόθεσή μου, ο οποίος με κοιτούσε αποσβολωμένος και με ρωτούσε έκπληκτος με ποιο σκεπτικό έκανα τη σελίδα και πώς τόλμησα να βάλω ένα παστίτσιο στο πρόσωπο ενός τόσο άγιου ανθρώπου. Αφού εξήγησα για εκατοστή φορά το σκεπτικό μου, μαλάκωσε, φάνηκε να με συμπάθησε, μου ευχήθηκε να πάω στο καλό και με συμβούλεψε να μην πω παραέξω αυτά που συνέβησαν, για να μην έχω προβλήματα και με τη δουλειά μου. Δεν μου φάνηκε κακή ιδέα και συμφώνησα. Την επόμενη μέρα, όμως, η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος ανάρτησε στη σελίδα της το συμβάν, λεπτομερώς. Το πανελλήνιο υπέστη σοκ και έτσι ξέσπασε ένας διαδικτυακός πόλεμος που δεν είχε προηγούμενο. Η Χρυσή Αυγή πανηγύριζε στη Βουλή λέγοντας πως μόνο με τη δική της συμβολή παίρνει μπροστά ο κρατικός μηχανισμός, δεκάδες νέοι γέροντες Παστίτσιοι ξεφύτρωσαν σαν τα μανιτάρια σε όλο το facebook και το θέμα πήρε διεθνείς διαστάσεις. Τη μέρα της σύλληψής μου, η μητέρα μου έκανε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να συμβουλευτεί έναν γνωστό μας, χρόνια εν ενεργεία, εισαγγελέα. Η απάντησή του ήταν πως μου αξίζουν τα χειρότερα, πως έπρεπε να με μαυρίσουν στο ξύλο, η βλασφημία να μετατραπεί σε κακούργημα και να φάω ισόβια. Το αναφέρω αυτό για να σας δώσω να καταλάβετε πως δεν είναι μόνο οι ναζί και οι φονταμενταλιστές που επιθυμούν την εξόντωσή μου. Όλα τα κόμματα (πλην ΝΔ και ΑΝΕΛ) καταδίκασαν το γεγονός και δύο επιφανείς ιερείς (ο πατήρ Τιμόθεος Άνθης, γραφείο Επιτροπής Τύπου Ιεράς Συνόδου και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος), όταν ερωτήθηκαν, εξέφρασαν την αντίθεσή τους για αυτή τη δίωξη.

Όλα αυτά συνέβησαν σε μία πολύ σκοτεινή περίοδο,τότε που ο ναζισμός σημείωνε ραγδαία άνοδο και το διαδίκτυο είχε πλημμυρίσει από ρατσιστικό μίσος, από βίντεο με τραμπουκισμούς από δράστες που έδειχναν ξεκάθαρα το πρόσωπό τους, από απειλές κατά της ζωής, από ναζιστές που επεδείκνυαν με υπερηφάνεια τα όπλα τους, ακόμα και από επώνυμες παραδοχές ατόμων για ρατσιστικές επιθέσεις. Παρ’ όλα αυτά, ο κίνδυνος κατά της ανθρώπινης ζωής ήμουν εγώ, και έπρεπε να συλληφθώ με συνοπτικές διαδικασίες.

Η δικογραφία μου αποτελείται από 50 σελίδες και εμπεριέχει σχεδόν όλο το υλικό που είχα αναρτήσει εγώ, καθώς και πολλά σχόλια και εικόνες που είχαν αναρτήσει οι επισκέπτες της σελίδας (τίποτα το υβριστικό), τα οποία επίσης χρέωναν σε εμένα.

Έπειτα από ένα χρόνο, με πήρε τηλέφωνο ο δικηγόρος μου για να με ενημερώσει πως δικαζόμουν τη μεθεπόμενη μέρα. Αυτό με εξόργισε, γιατί δεν μου είχε σταλεί καμία κλήση από το δικαστήριο, όπως προβλέπεται, έτσι ώστε να προλάβω να κάνω τις προετοιμασίες μου. Πήρα αναβολή και η δίκη ορίστηκε για τις 16/1/2014. Η κατηγορία ήταν κατ' εξακολούθηση καθύβριση θρησκεύματος. Αλλά είχα κάποια αισιοδοξία, διότι όπως προείπα ούτε υβριστικά σχόλια χρησιμοποίησα μήτε με τη θρησκεία ασχολήθηκα. Δεν κάλεσα σε συμπαράσταση, δεν διέρρευσα την ημερομηνία της δίκης και κάλεσα μόνο ένα μάρτυρα, τον κ. Δημήτρη Χριστόπουλο, καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου. Όχι μόνο από αίσθηση σιγουριάς για την αθώωσή μου, αλλά και επειδή ήθελα να δω από κοντά, να μάθω από πρώτο χέρι δηλαδή, αλλά και για να γίνει ευρύτερα γνωστό, το πώς αντιμετωπίζει η ελληνική δικαιοσύνη το 2014 τέτοιου είδους αναχρονιστικούς νόμους, τους οποίους πολλοί από εμάς μέχρι πρότινος τους θεωρούσαμε ανενεργούς και παρωχημένους. Η δίκη ξεκίνησε με την εισαγγελέα να διαβάσει τη δικογραφία του μπλόγκερ που δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει η δίωξη, η οποία όπως ανέφερα είχε χρεωθεί σε εμένα. Αντέδρασα αμέσως και την απέσυραν. Βέβαια, η ζημιά είχε ήδη γίνει, διότι η δικογραφία αυτή, που πράγματι περιείχε υβρεολόγιο, είχε διαβαστεί, συνεπώς είχε επηρεάσει αρνητικά τη γνώμη των δικαστών για μένα. Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, ο μάρτυρας που κάλεσα, υπέστη το μεγαλύτερο μέρος της ιεράς εξετάσεως. Του ζητήθηκε να ορίσει πού αρχίζει και πού σταματάει η σάτιρα και αν τελικά έβρισκε τη σελίδα μου χυδαία ή σατιρική. Παρ’ όλο που οι απαντήσεις του υπήρξαν σύντομες και περιεκτικές, οι δικαστές δεν έδειξαν να κατανοούν ούτε στιγμή τα λόγια του, μετατρέποντας τη διαδικασία σε έναν λαβύρινθο επαναλήψεων και άτοπων ερωτήσεων. Όταν ήρθε η στιγμή να απολογηθώ, εξήγησα πολύ σύντομα και κατανοητά το σκεπτικό της σελίδας. Στη συνέχεια, μου ζήτησαν να εξηγήσω το χιούμορ μου, διότι το έβρισκαν κακόγουστο και δυσνόητο, ενώ άλλες αναρτήσεις τις έβρισκαν εσκεμμένα ασαφείς που παραποιούν και παρεξηγούν τα λόγια του γέροντα. Μου ζήτησαν επίσης να δώσω εξηγήσεις για τις αναρτήσεις των επισκεπτών της σελίδας, νομίζοντας πως είναι δικές μου. Καθώς περνούσε η ώρα και δεν έβρισκαν κάτι το εξυβριστικό να μου καταλογίσουν, ο εκνευρισμός στο πρόσωπο του προέδρου γίνονταν όλο και πιο εμφανής. «Γιατί έχεις βάλει τον Χριστό να ξυρίζεται;», υπεβλήθη μια εισαγγελική ερώτηση. «Δεν είναι δική μου ανάρτηση αυτή, κυρία Εισαγγελεύ». «Γιατί γράφεις “μακάρι ο Θεός να κάνει καλό καιρό αύριο να πάμε εκδρομή”; Φταίει ο Θεός για τον καιρό;» «Δεν ξέρω, κύριε Πρόεδρε, δεν ανήκει σε εμένα το σχόλιο, πάνω αριστερά αναγράφεται και το όνομα του χρήστη». «Μάλιστα, έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο;» «Όχι». «Ωραία, μπορείς να καθήσεις». Όταν ήρθε η ώρα της εισαγγελικής πρότασης, είπε πως με κρίνει ένοχο διότι έδειξα ασυνέπεια στο να διαγράφω τις αναρτήσεις τον επισκεπτών της σελίδας που έθιγαν τη θρησκεία, συνεπώς είχα πρόθεση να εξυβρίσω τη θρησκεία, και πρότεινε τέσσερις μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή. Έτσι απλά και εύκολα, δηλαδή, η κατηγορία μου, από «κατ' εξακολούθηση καθύβριση θρησκεύματος», μετετράπη σε πρόθεση καθύβρισης.

Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, τελικά, στην απόφασή του, αρκέστηκε σε δύο λέξεις: «ένοχος, δέκα». Όταν μετά από πολύ καιρό κατάφερα να παραλάβω την απόφαση δακτυλογραφημένη και να τη διαβάσω, είδα πως τελικά όλες αυτές τις εικόνες για τις οποίες με κάλεσαν να απολογηθώ, και εγώ με τη σειρά μου τους απέδειξα πως δεν ανήκουν σε εμένα αλλά σε τρίτους, μου τις χρέωσαν με το στανιό προκειμένου να δικαιολογήσουν την απόφαση.

***

Η περίπτωσή μου είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Όπως είπα στην αρχή, το πρόσωπο του Παϊσίου ως σύμβολο συγκεντρώνει όλα εκείνα τα οπισθοδρομικά στοιχεία που στοιχειώνουν διαχρονικά τη νεοελληνική κοινωνία και τη σκοταδιστική ρητορική που αναζωπυρώνεται, βρίσκοντας πάτημα σε κοινωνίες σε κρίση που δεν έχουν μάθει να διεκδικούν και να οργανώνονται με ορθολογικό τρόπο. Χτυπώντας τον μεσσιανισμό δεν στερείς μόνο από ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας τις ζωτικές του ψευδαισθήσεις , αλλά καταστρέφεις και ένα πολύτιμο εργαλείο χειραγώγησης που εδώ και αιώνες το κατεστημένο στην Ελλάδα έχει μάθει να χειρίζεται με εξαιρετική μαεστρία. Η αντίδραση του κόσμου σε διεθνές επίπεδο ενάντια στη δίωξη έδωσε μια βαρύτητα στο πρόσωπο μου και με έφερε, άθελά μου, στη θέση του εκπροσώπου και του εκφραστή μεγάλου τμήματος της κοινωνίας που ζητάει τα αυτονόητα: την προστασία δηλαδή των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και την εκκοσμίκευση της κοινωνίας, κάτι που το κατεστημένο δεν το αγνοεί. Χτυπώντας εμένα, χτυπιέται ταυτόχρονα η μερίδα των ανθρώπων που επιθυμούν το διαφορετικό. Αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι που, κατά τη γνώμη μου, με κάνουν να βιώνω αυτόν τον καφκικό εφιάλτη στη πιο μεσαιωνική εκδοχή του, και με φέρνουν απέναντι σε μία απρόσωπη και αδυσώπητη δικαιοσύνη. Λέω απρόσωπη, διότι με διώκει με έναν νόμο ασαφή και ρευστό, που ερμηνεύεται και εφαρμόζεται ανάλογα με τις ιδεοληψίες του εκάστοτε δικαστή.

Ο εφιάλτης που έζησα μπορεί να με κουράζει και να μου τρώει χρήματα, ταυτόχρονα όμως με χαροποιεί διότι κατάφερε να αναδείξει ένα βαθύ πρόβλημα που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Προτείνω στους εκπροσώπους των κομμάτων, από σήμερα κιόλας, να βρουν κοινό σημείο πάνω στο θέμα αυτό και να ξεκινήσουν άμεσα οι συζητήσεις και οι διεργασίες για την κατάργηση των επικίνδυνών νόμων που, δήθεν, προστατεύουν την κοινωνική ειρήνη. Αυτών των νόμων που ακόμα και η ίδια η καθολική εκκλησία τους θεωρεί επικίνδυνους. Αν καταφέρετε και καταργήσετε τους νόμους της βλασφημίας πριν από τη δίκη μου, αυτό θα ήταν το ιδανικό μήνυμα που θα έδειχνε ότι η Ελλάδα θέλει να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα, ότι πράγματι θέλει να γυρίσει σελίδα και να γίνει ευρωπαϊκή χώρα.

Μπορούμε να συμβάλουμε ώστε να εξασφαλίσουμε τις βασικές μας ελευθερίες και να εξαφανίσουμε μια για πάντα τη δαμόκλειο σπάθη της λογοκρισίας που αιωρείται απειλητικά πάνω από τα κεφάλια μας, πριν στιγματιστεί διεθνώς η χώρα μας από παρόμοια περιστατικά.

http://booksjournal.gr/

3 σχόλια:

  1. Απαντήσεις
    1. Σχόλιο βουτηγμένο στο θρησκευτικό μίσος!

      Διαγραφή
    2. Θρησκευτικό μίσος διακατέχει αυτον που έφτιαξε αυτή την άδεια.

      Διαγραφή