Συντάκτης: Απόστολος Φωτιάδης
Μέρος 2ο
Η επικοινωνία και η μόχλευση του momentum είναι κάτι που η Επιτροπή κάνει καλά. Μετά την ολοκλήρωση της μόχλευσης της πολιτικής δυναμικής στο Ευρωκοινοβούλιο (Ε.Κ.) τον Νοέμβριο του 2016, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για τον Γιούνκερ να καταλήξει σε συγκεκριμένα σχέδια για τη νέα αμυντική πολιτική. Για την ακρίβεια, χρειάστηκε ακριβώς μία εβδομάδα.
Στις 30 Νοεμβρίου ανακοίνωσε το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Δράσης για την Αμυνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (EDAP), το οποίο έθετε σε εφαρμογή την Προπαρασκευαστική Δράση για την έρευνα στον τομέα της άμυνας, όπως προβλεπόταν στην αναφορά της ομάδας της Μπιενκόφσκα.
Το σχέδιο ήταν κάπως πιο φιλόδοξο απ’ ό,τι προβλεπόταν τόσο από την GoP όσο και την πλειονότητα των αναφορών του Ε.Κ. Ο επίτροπος έβαζε πραγματικά το χρήμα στο τραπέζι.
Το «ερευνητικό παράθυρο» του νέου προτεινόμενου χρηματοδοτικού εργαλείου (το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Αμυνα - European Defense Fund) που προϋπολόγιζε 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως για έρευνα, αλλά προέβλεπε μια παράλληλη δομή που ονομάζεται «παράθυρο ικανότητας», η οποία πρακτικά μεταφράζεται σε χρήματα για προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού μέσω κοινοπραξιών κοινών κρατών-μελών.
Το ποσό αναφοράς, το οποίο θα μπορούσε να μετατραπεί αρκετά στο πλαίσιο της σχετικής τριλογίας (διαπραγμάτευση μεταξύ Ευρωκοινοβουλίου, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής) και θα έτρεχε μετά το 2021 ήταν 5 δισ. ευρώ ετησίως για όλο τον επόμενο προϋπολογισμό της Ε.Ε.
Το συνολικό ποσό προσέγγιζε τα 35 δισεκατομμύρια ευρώ, μέρος του οποίου θα προέρχεται άμεσα από πόρους της Ε.Ε. (το ⅕) πλαισιωμένο κυρίως από εθνικές εισφορές για τις οποίες η Επιτροπή προέβλεπε την προνομιακή μεταχείριση του να μην προσμετρώνται στους εθνικούς ισολογισμούς όπως προβλέπουν τα κριτήρια σταθερότητας.
Στην πορεία ο Γιούνκερ θα ανανεώσει την πρόταση ώστε να προβλέπει ακόμα 1,5 δισ. για προμήθειες άμεσα και μέχρι το τέλος αυτού του προϋπολογισμού. Πριν από επτά χρόνια, κατά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους, η Ελλάδα είχε ζητήσει την ίδια ευέλικτη προσέγγιση σχετικά με τις αμυντικές δαπάνες έναντι του ελλείμματος στον προϋπολογισμό της για να λάβει ένα ξερό «όχι».
Τα λεφτά της νέας χρηματοδοτικής δομής δεν ήταν τα μόνα στα οποία η βιομηχανία αναζητούσε πρόσβαση
Το εαρινό ενημερωτικό δελτίο του ASD το 2016 ανέφερε σχετικά με τον ρόλο της οργάνωσης ότι είχε συνεισφέρει σημαντικά προς την Επιτροπή για τη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για την Αμυνα κυρίως «μέσω διαφόρων ομάδων εργασίας».
Επικέντρωνε ωστόσο στη δυνατότητα αξιοποίησης άλλων χρηματοδοτικών δυνατοτήτων πέρα από το πλαίσιο του Σχεδίου για την αμυντική πολιτική. Κυρίως στην πρόταση της Επιτροπής «που θα επέτρεπε στην Ε.Ε. να χρηματοδοτεί την απόκτηση στρατιωτικού εξοπλισμού από αναπτυσσόμενες χώρες» αλλά και το νέο πλάνο της Μογκερίνι για την εξωτερική πολιτική, το οποίο «βελτιώνει», για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, την «πρόσβαση σε χρηματοδοτικές γραμμές» σχετιζόμενες με την ασφάλεια.
Οπως προέβλεπε το ενημερωτικό δελτίο με τη συνδρομή των οργανωμένων συμφερόντων και την πλήρη κάλυψη του Γιούνκερ, τα σχέδια σε όλα τα μέτωπα είχαν ωριμάσει αρκετά μέχρι τη Σύνοδο Ηγετών τον Δεκέμβριο του 2016, όπου οι Ευρωπαίοι ηγέτες άνοιξαν τον δρόμο για τη φιλόδοξη εφαρμογή τους.
Ωστόσο μία μέρα μετά τη σύνοδο κορυφής, ο Σολάνα, συμβολική φυσιογνωμία μεταξύ των απολογητών της στρατιωτικοποίησης, δημοσίευσε άρθρο στον EUObserver στο οποίο, αν και χαιρετίζει τις εξελίξεις στην αμυντική πολιτική της Ε.Ε., καθιστά σαφές ότι τα λεφτά και η πρόοδος που είχε επιτευχθεί δεν ήταν αρκετά ώστε «η Ε.Ε. να δημιουργήσει ένα στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα». Εως τον Μάρτιο που η Ε.Ε. θα γιόρταζε τα 60 χρόνια της, τα πράγματα έπρεπε να είναι πολύ πιο συγκεκριμένα και με χρονοδιάγραμμα, σύμφωνα με τον Σολάνα.
Πριν από το πάρτι γενεθλίων της Ρώμης, η Λετίσια Σεντού απηύθυνε επιστολή στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, τον Γιούνκερ και τους αρχηγούς κρατών εξηγώντας γιατί η Ε.Ε. «πρέπει να παραμείνει ειρηνική λέσχη εθνών, αντί να συνεισφέρει σε νέες κούρσες εξοπλισμών».
Στην επιστολή τής Σεντού δεν διαβάζει κανείς μία καταγγελία του Σχεδίου για την άμυνα και του νέου ταμείου, αλλά την περιγραφή μιας ευρύτερης στρατιωτικοποίησης του προϋπολογισμού της Ε.Ε. σε όλα τα μέτωπα.
Εκτός από τα ορατά ποσά των 38,5 δισ. ευρώ που πρότεινε η EDAP (Προπαρασκευαστική Δράση και Ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας για έρευνα και προμήθειες μετά το 2020) για τη στρατιωτική βιομηχανία, η Ε.Ε. εργάζεται για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των παραγωγών όπλων σε μια σειρά χρηματοδοτικών εργαλείων της Ε.Ε.
«Αυτό θα σήμαινε συγκεκριμένα το άνοιγμα άλλων χρηματοδοτικών μέσων της Ε.Ε. βάσει των δανείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI) (γνωστότερο ως πακέτο Γιούνκερ) και το COSME (Πρόγραμμα για την Ανταγωνιστικότητα των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων)» γράφει η Σεντού. Στα σχέδια αναφέρονται επίσης η αυξημένη χρήση των διαρθρωτικών ταμείων και άλλων περιφερειακών κονδυλίων.
Ακόμα και οι πιο ισχνές πιστωτικές δυνατότητες φαίνεται ότι προτεραιοποιούνται υπέρ του τομέα των εξοπλισμών: σύμφωνα με την Σεντού, «κονδύλια όπως το Erasmus+, το πρόγραμμα της Ε.Ε. για την εκπαίδευση, την κατάρτιση, τη νεολαία και τον αθλητισμό» προσαρμόζονται στην ίδια λογική. «Τον Ιανουάριο του 2017, ήδη μια πρόσκληση υποβολής προτάσεων που ξεκίνησε στο πλαίσιο του Erasmus περιλαμβάνει την Αμυνα ως έναν από τους 6 τομείς προτεραιότητας».
Επίσης, η πρόθεση της Επιτροπής να εκτρέψει μέρος του προϋπολογισμού της Ε.Ε. για την αναπτυξιακή βοήθεια προς όφελος της στρατιωτικής βιομηχανίας, ενισχύεται και από τον διορισμό του Γάλλου κεντροδεξιού Αρνό Ντανζάν, αναγνωρισμένου από πολλούς ως ισχυρού υποστηρικτή της βιομηχανίας όπλων, ως εισηγητή του Ευρωκοινοβουλίου στη σχετική πρόταση.
Η ASD είχε πολύ νωρίς εκφράσει τη γνώμη της σχετικά, ότι τα αναπτυξιακά κονδύλια που προορίζονται για στρατιωτικούς σκοπούς «θα πρέπει να καλύπτουν την προμήθεια εξοπλισμού και υπηρεσιών». «Αυτό σημαίνει εξαγορά όπλων με αναπτυξιακά κονδύλια για την αντιμετώπιση της φτώχειας», σχολιάζει η Σεντού.
Ακόμα και εάν κάποιος αφήσει κατά μέρος κάθε επιπλέον χρηματοδοτική δυνατότητα που προκύπτει. Μόνο η αύξηση των άμεσων κεφαλαίων προς όφελος των εταιρειών της στρατιωτικής βιομηχανίας και των θυγατρικών τους από το 2004 μέχρι και τον επόμενο Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό μετά το 2020, για έρευνα και αγορά εξοπλισμών, μέσω του νέου ταμείου εκτοξεύεται από μηδέν σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ.
Ενα πρόπλασμα του Ευρωπαϊκού Στρατού ζωντανεύει
Αναλυτές και ειδικοί στην πλειονότητά τους θεωρούν ότι οι εξελίξεις γύρω από την πολιτική για την άμυνα και η δημιουργία αποκλειστικών χρηματοδοτικών εργαλείων δεν θα δρομολογήσουν, από μόνες τους, μια αλλαγή του στρατιωτικού και γεωπολιτικού ρόλου της Ε.Ε. παγκοσμίως.
Ωστόσο ο Γιούνκερ, παράλληλα με τις οικονομικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες, συστηματικά επαναφέρει το θέμα του Ευρωστρατού.
«Ενας κοινός στρατός της Ε.Ε. θα έδειχνε στον κόσμο ότι δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά ένας πόλεμος μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.», έχει δηλώσει στην εφημερίδα «Welt am Sonntag». «Ενας τέτοιος στρατός θα μας βοηθήσει επίσης να διαμορφώσουμε κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και να επιτρέψουμε στην Ευρώπη να αναλάβει τις ευθύνες της στον κόσμο».
Τα σχόλια του Γιούνκερ, ιδωμένα εντός ενός πλαισίου συνολικού μετασχηματισμού της Ε.Ε., δεν αποτελούν απλώς ρητορικά σχήματα. Σημαντικοί πολιτικοί παράγοντες στην Ε.Ε., κυρίως προσκείμενοι στον γαλλογερμανικό άξονα, μοιράζονται το όραμά του για αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Ε.Ε. παγκοσμίως και δεν μένουν άπραγοι.
Τον Δεκέμβριο του 2016, την ίδια μέρα που οι ηγέτες της Ε.Ε. συγκεντρώθηκαν για να δώσουν μια πρώτη έγκριση στη νεόκοπη πολιτική για την άμυνα, ο Μίκαελ Γκέλερ έφερνε ακόμη μία έκθεση στην κοινή συνεδρίαση των κοινοβουλευτικών επιτροπών SEDE, AFET και AFCO (Συνταγματικών Υποθέσεων).
Ο ίδιος ανέφερε ότι «η αξιοποίηση της δυναμικής γύρω από τις πολιτικές άμυνας και ασφάλειας» τροφοδοτούμενη από το Brexit και την εκλογή του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες «ήταν πολύ σημαντική ώστε να προχωρήσουμε», δίνοντας ζωή σε μία δομή που θα μπορούσε να φέρει στρατιωτικές αποστολές της Ε.Ε. σε κρίσιμες ζώνες.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Γκέλερ έδειχνε σαφώς ανικανοποίητος με τον ρυθμό της πολιτικής στρατιωτικοποίησης της Ε.Ε., δεδομένης της εξαιρετικής δυναμικής που ήταν διαθέσιμη.
Χαρακτήρισε τόσο το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για την Αμυνα όσο και τη στρατηγική για τις εξωτερικές υποθέσεις της Επιτροπής ως περιορισμένης επάρκειας και πρότεινε τη χρήση μιας ξεχασμένης διάταξης της Συνθήκης της Λισαβόνας, αποκαλούμενη από τους τεχνοκράτες της Ε.Ε. και ως «η ωραία κοιμωμένη της Λισαβόνας», της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO), προκειμένου να προωθηθεί η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ κρατών-μελών που είναι πρόθυμα.
Η Επιτροπή θα έπρεπε επίσης να επιλύσει ζητήματα, κυρίως νομικά εμπόδια για τη χρηματοδότηση, που απέτρεπαν την ανάπτυξης των ομάδων μάχης της Ε.Ε. (EU Battlegroups), άλλη μια δομή που υπάρχει μόνο στα χαρτιά εδώ και χρόνια, και να χρηματοδοτεί τόσο την PESCO όσο και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αμυνας (European Defense Agency) σε περιόδους ειρήνης.
Ο Γκέλερ (και ο συν-υπογράφων ευρωβουλευτής Εστέμπαν Γκονθάλεθ Πονς, επίσης από την Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος) ουσιαστικά ελισσόταν εντός του δίκαιου της Ε.Ε. διεκδικώντας κάτι που η Ενωση, με την αυστηρή ερμηνεία των συνθηκών, δεν επιτρέπεται να κάνει, δεδομένου ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν επιτρέπει την αξιοποίηση χρημάτων της Ε.Ε. για αμιγώς στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Ο Γκέλερ ανέφερε, εξηγώντας την έκθεση στους συναδέλφους ευρωβουλευτές, ότι ο στόχος δεν ήταν να αλλάξουν οι συνθήκες «για τώρα», αλλά να αξιοποιηθούν ανεπαρκώς αναπτυγμένα νομικά μέσα «εντός της Συνθήκης της Λισαβόνας».
Η αντίδραση του Ούγγρου ευρωβουλευτή των Πράσινων, Τάμας Μέτσεριτς, κατά τη διάρκεια της ίδιας συνάντησης απεικονίζει γραφικά γιατί τα παράπονα του Γκέλερ για μη αξιοποίηση της δυναμικής δεν ευσταθούν.
Ο Μέτσεριτς διαπιστώνει ότι, εκείνη την εποχή, είχαν προχωρήσει θετικά τέσσερις διαφορετικές ενέργειες στο Ευρωκοινοβούλιο, μόνο τον Δεκέμβριο και τον Νοέμβριο του 2016, οι οποίες πρότειναν διάθεση κεφαλαίων «για κάθε είδους στρατιωτικές δαπάνες». Ενώ κάθε πρόταση κοινωνικής πολιτικής τα τελευταία δυόμισι χρόνια παίρνει την ίδια μονότονη απάντηση: «Δεν υπάρχουν λεφτά».
Εως τον Μάρτιο του 2017 η έκθεση του Γκέλερ είχε ήδη εγκριθεί στις επιτροπές και έπαιζε σαν άσος στα χέρια της Επιτροπής. Απαντώντας εάν η δυνατότητα αποστολής ενόπλων δυνάμεων της Ε.Ε. είναι πολιτική προτεραιότητα, αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα απαντήσει θετικά λέγοντας:
«Πράγματι, αυτό είναι ακριβώς ένα από τα θέματα στα οποία εργαζόμαστε τώρα, υπό την ηγεσία της Μογκερίνι», ώστε να αυξηθούν τα περιθώρια χρηματοδότησης για στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Στις 22 Ιουνίου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επικυρώσει ως πολιτικό πρόγραμμα της Ε.Ε. τα σχέδια Γιούνκερ για την Αμυντική Πολιτική και το Ταμείο Αμυνας αλλά και τον σχεδιασμό για τη Διαρθρωμένη Συνεργασία μεταξύ κρατών-μελών πάνω στην οποία οι από κοινού εξαγορές με λεφτά του ταμείου θα μπορούσαν να διεκπεραιωθούν.
Στα σκαλάκια της εξόδου ο νέος σταρ της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, Εμανουέλ Μακρόν, δηλώνει με αγοραίους όρους ότι «τα συμπεράσματα που υιοθετήσαμε πριν από λίγη ώρα για την άμυνα ανταποκρίνονται στους στόχους. Πρέπει να αναλογιστούμε την ιστορική τους φύση». Σε απόλυτη σύγκλιση είναι και οι δηλώσεις της Μέρκελ.
Με τα λεφτά στο τραπέζι, το πρόσχημα για την αποστολή δυνάμεων της Ε.Ε. στο πεδίο μπορεί να μη χρειαστεί πολύ χρόνος για να εμφανιστεί. Στα μέσα του προηγούμενου Μαΐου ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ και ο Ιταλός ομόλογός του Μάρκο Μινίτι ζητούσαν ήδη την αποστολή ευρωπαϊκών δυνάμεων μεταξύ Λιβύης και Νίγηρα για να κάνουν ό,τι δεν κατάφερε να κάνει η πολιτική της Ε.Ε. στην κεντρική Μεσόγειο.
Με λίγα λόγια, να σταματήσουν πρόσφυγες και μετανάστες να φτάσουν στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον EUObserver, στην κοινή δήλωση που απηύθυναν οι υπουργοί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφερόταν ότι μια αποστολή στα σύνορα μεταξύ των δύο εθνών ήταν αναγκαία το «συντομότερο δυνατόν».
Για όσους συνομιλούν με τον πυρήνα της κυριαρχίας που επεξεργάζεται τα σενάρια για το μέλλον της Ε.Ε., η ανάδυση ενός στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος στην Ε.Ε. συνδέεται άμεσα με την πίεση να ανοίξει ο δρόμος για την επιχειρησιακή στρατιωτική εμπλοκή της Ε.Ε.
Πρόκειται για μία διττή δυναμική που θα έχει τεράστια επίδραση στο μέλλον της Ε.Ε., κάτι που η Βαλέρο περιγράφει εμφατικά: «Ως ευρωβουλευτής από μια χώρα-κράτος μέλος της Ε.Ε. και μη μέλος του ΝΑΤΟ, μπορώ να πω ότι δεν θέλω η Ε.Ε. να μετασχηματιστεί σε μια στρατιωτική συμμαχία. Κάτι τέτοιο θα άλλαζε βαθιά τον χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου