του e la libertà
Το άρθρο του Joseph Daher γράφτηκε στις 9 Φεβρουαρίου, πριν δηλαδή την απόφαση του Άσαντ να αποδεχτεί την έκκληση του PYD και να στείλει ενισχύσεις στο Αφρίν για την αντιμετώπιση της εισβολής της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα αυτή η εξέλιξη οδηγεί πολύ κοντά στην αρχική πρόταση της Ρωσίας προς το PYD, να παραδώσει το Αφρίν στον Άσαντ, την οποία το PYD είχε αρχικά απορρίψει. Όπως όμως αναφέρεται και στο άρθρο, το συριακό δικτατορικό καθεστώς δεν έχει καμιά διάθεση να ικανοποιήσει κανένα από τα αιτήματα των Κούρδων (τους οποίους χαρακτηρίζει εθνικούς προδότες) και ως εκ τούτου, η εισβολή των φιλοκαθεστωτικών πολιτοφυλακών στο Αφρίν, αποτελεί μια πολύ σοβαρή απειλή για την αυτόνομη κουρδική περιοχή.
Η κουρδική κρίση στο Ιράκ και στη Συρία
Ο κουρδικός αγώνας στη Συρία και το Ιράκ έχει γνωρίσει πολλές πρόσφατες αλλαγές, με σαφείς αντιθέσεις σε κάθε χώρα. Η ευρεία νίκη του «ναι» στο δημοψήφισμα για τηνανεξαρτησία του αυτόνομου ιρακινού Κουρδιστάν, που διεξήχθη στις 25 Σεπτεμβρίου 2017,είχε τις ρίζες της στη μακρόχρονη ιστορική βούληση του κουρδικού λαού να ιδρύσει ένα κράτος. Ήταν επίσης η συνέπεια μιας ιστορίας βίαιης καταπίεσης που υπέστη ο ιρακινό-κουρδικός πληθυσμός από τα διάφορα προηγούμενα ιρακινά εθνικιστικά αυταρχικά καθεστώτα.
Η σφαγή με χημικά όπλα του κουρδικού πληθυσμού της Χαλάμπτζα το 1988 από το Μπααθικό καθεστώς [που τότε υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές κυβερνήσεις – εκδ.] δεν μπορεί να ξεχαστεί εύκολα. Περίπου 5.000 Κούρδοι έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτή τησφαγή. Η επίθεση αυτή ήταν μέρος της επιχείρησης Anfal που διεξήγαγαν οι αρχές της Βαγδάτης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κατά την οποία σκοτώθηκαν 182.000άνθρωποι και καταστράφηκε περισσότερο από το 90% των κουρδικών χωριών.
Το ιρακινό δημοψήφισμα καταδεικνύει για άλλη μια φορά την αποτυχία των μοντέλων των καπιταλιστικών, σοβινιστικών και συγκεντρωτικών εθνικών κρατών της περιοχής τα οποία σε διαρκή βάση έχουν καταπιέσει, εξαλείψει και/ή αρνηθεί την πολυφωνία των κοινωνιών τους επιβεβαιώνοντας την υπεροχή και την κυριαρχία μιας εθνοτικής ομάδας πάνω σε άλλες, μιας θρησκευτικής ομάδας πάνω σε άλλες ή και τα δύο ταυτόχρονα.
Στη Συρία δεν μπορεί να υπάρξει μια λύση για το κουρδικό ζήτημα και για μια Συρία που συμπεριλαμβάνει όλους χωρίς να αναγνωριστούν οι Κούρδοι ως ένας κανονικός «λαός» ή «έθνος» και να παρασχεθεί άνευ όρων υποστήριξη στην αυτοδιάθεση του κουρδικού λαού στη χώρα και αλλού.
Το πεπρωμένο του κουρδικού λαού στη Συρία ήταν και παραμένει εγγενώς συνδεδεμένο με τη δυναμική της συριακής εξέγερσης και, ως εκ τούτου, το μέλλον του κινδυνεύει, όπως καιτου υπόλοιπου κινήματος διαμαρτυρίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να απομονώσουμε τον αγώνα για αυτοδιάθεση του κουρδικού λαού από τη δυναμική της συριακής επανάστασης.
Οποιαδήποτε δυνατότητα αυτοδιάθεσης του κουρδικού λαού στη Συρία, καθώς και στο Ιράν και την Τουρκία, πρέπει να περάσει από έναν κοινό αγώνα με τις λαϊκές τάξεις αυτών των χωρών εναντίον των διαφόρων τμημάτων της αστικής τάξης που κυριαρχούν σε αυτά τα κράτη, είτε είναι ο αντιδραστικός ισλαμικός φονταμενταλισμός είτε ο εθνικιστικός σοβινισμός είτε έναςσυνδυασμός και των δύο.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να υποστηρίξουμε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης για τον κουρδικό λαό των 28 έως 35 εκατομμυρίων στο Ιράκ, τη Συρία, την Τουρκία και το Ιράν. Πρέπει να καταγγείλουμε αυτά τα αυταρχικά καθεστώτα, καθώς και τα διεθνή και περιφερειακά μέτρα και τις πιέσεις που εμποδίζουν τους πληθυσμούς των Κούρδων να αποφασίσουν το δικό τους μέλλον.
Ο αρχικός ενθουσιασμός των Ιρακινών Κούρδων, μετά την τεράστια νίκη της ψήφου του«ναι» (πάνω από το 92% υπέρ της ανεξαρτησίας) στις 25 Σεπτεμβρίου, υποχώρησε γρήγορααπέναντι στις πολλαπλές απειλές και τις στρατιωτικές επιθέσεις εναντίον των αυτόνομων εδαφών που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Κουρδικής Περιφερειακής Κυβέρνησης (KRG) από το 1992.
Αποτελούμενη από τις τρεις επαρχίες του βόρειου Ιράκ, αυτή η πλατιά λωρίδα γης που εκτείνεται από τα ιρανικά μέχρι τα συριακά σύνορα με το Κιρκούκ στο κέντρο της - και την οποία διεκδικούν και το Έρμπιλ και η Βαγδάτη - χάθηκε στα μέσα Οκτωβρίου. Η απώλεια περιλάμβανε και την πλούσια σε πετρέλαιο πόλη του Κιρκούκ (βλ. τον χάρτη).
Εν τω μεταξύ, η ιρακινή κυβέρνηση υπό την ηγεσία του σιιτικού ισλαμικού φονταμενταλιστικού κόμματος al-Dawa, με την υποστήριξη της Τουρκίας και του Ιράν, εξακολουθεί να ασκεί πιέσεις για την απόσπαση νέων παραχωρήσεων από την KRG.
Στη Συρία, το Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας (PYD), μέσω της ένοπλης πτέρυγάς του, των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG) και της Μονάδας Προστασίας των Γυναικών (YPJ), που κυριαρχεί στη συμμαχία των μαχητών των Συμμαχικών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), έχει συσσωρεύσει νίκες και ελέγχει νέα εδάφη στη Συρία, ως επί το πλείστον, αλλά όχι μόνο, εις βάρος του τζιχαντιστικού Ισλαμικού Κράτους / Ντά’ες (IS/D). Το πέτυχε αυτό με την υποστήριξη τόσο του Διεθνούς συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας. Τον Νοέμβριο, οι SDF έλεγχαν σχεδόν το ένα τέταρτο της Συρίας.
Η τελευταία μεγάλη επιτυχία του PYD ήταν η εκδίωξη των δυνάμεων του IS / D από τη Ράκκα στη Συρία, αν και όχι χωρίς μεγάλο ανθρωπιστικό κόστος για τους κατοίκους της. Αυτή η θετική κατάσταση, ωστόσο, απειλείται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η Τουρκία και το Ιράν, καθώς και το καθεστώς του Άσαντ. Το τελευταίο παράδειγμα είναι η τουρκική στρατιωτική επίθεση, με τη βοήθεια αντιδραστικών ένοπλων ομάδων της αντιπολίτευσης της Συρίας, στο Αφρίν στις 20 Ιανουαρίου.
Το Ιράκ ή η κατάρρευση του ονείρου
Στις 16 Οκτωβρίου, οι ιρακινές δυνάμεις και οι υποστηριζόμενες από το Ιράν ιρακινές σιιτικές πολιτοφυλακές οι Δυνάμεις Λαϊκής Κινητοποίησης (αλ-Χασντ ασ-Σά’αμπι) απέσπασαντην πόλη Κιρκούκ και τις γύρω πετρελαιοπηγές από τις κουρδικές δυνάμεις. Η ενέργεια αυτήήταν συνέπεια μιας συμφωνίας που συνάφθηκε μεταξύ του ιρακινού πρωθυπουργού Αμπάντι και μιας φατρία της Πατριωτικής Ένωσης του Κουρδιστάν (PUK), πολιτικού αντιπάλου του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος (KDP) αρχηγός του οποίου είναι ο Μπαρζανί.1
Οι Κούρδοι πεσμεργκά που συνδέονται με το PUK και το KDP αποσύρθηκαν ή έφυγαν. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στις 29 Οκτωβρίου, ο πρώην πρόεδρος Μασούντ Μπαρζανίκατηγόρησε τους πολιτικούς αντιπάλους του για «εσχάτη προδοσία» για την παράδοση χωρίς αγώνα της επικράτειας, ιδιαίτερα του Κιρκούκ,. Το δημοψήφισμα και η αντίδραση της κυβέρνησης αποκάλυψαν επίσης τις βαθιές διαφορές μεταξύ των κουρδικών πολιτικών κομμάτων και τις αύξησαν.
Την 1η Νοεμβρίου, ο πρόεδρος Μπαρζανί παραιτήθηκε και μεταβίβασε πολλές από τις εξουσίες του από κοινού στον ανιψιό του, τον πρωθυπουργό Νεσιρβάν Μπαρζανί, στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κουμπάντ Ταλαμπανί, τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου και στοΔικαστικό Συμβούλιο.
Αυτή η παραίτηση εμφανίστηκε αρχικά ως σημαντική παραχώρηση του KDP του Μπαρζανί, μετά το φιάσκο του δημοψηφίσματος, για να αμβλύνει το αδιέξοδο που περιβάλλει την μη νόμιμη παραμονή του στην εξουσία και πρόβαλλε τη δυνατότητα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων.
Στην πραγματικότητα, είναι μια απόπειρα του KDP να διατηρήσει την κυριαρχία του πάνω στην KRG και για να κρατήσει το PUK ο,τι απομένει από τις μακρόχρονες και αποκλειστικές σχέσεις μοιράσματος της εξουσίας με το KDP σε ένα όλο και περισσότερο ασταθές και πολωμένο πολιτικό περιβάλλον.
Ο Μπαρζανί παραμένει ωστόσο ισχυρός ως επικεφαλής του κυβερνώντος KDP και εξακολουθεί να βρίσκεται στο Ανώτατο Πολιτικό Συμβούλιο (HPC), ένα μη κυβερνητικό όργανο που προέκυψε μετά το δημοψήφισμα και μπορεί να δρα ανεξάρτητα από τους νόμιμους θεσμούς της KRG2.
Περισσότεροι από 183.000 πολίτες έχουν εκτοπιστεί από τη σύγκρουση, μεταξύ των οποίων 79.000 από την πόλη του Κιρκούκ, την οποία η κυβέρνηση του Ιράκ κατέκτησε την πρώτη ημέρα της επίθεσης. Η KRG έχασε περίπου το 40% της περιοχής που κατείχε πιο πριν, καθώς οι δυνάμεις της αποσύρθηκαν από τις αμφισβητούμενες περιοχές.
Πηγή: IHS Markit Conflict Monitor
Η ιρακινή κυβέρνηση συνέχισε να απειλεί την KRG και να απαιτεί νέες παραχωρήσεις σχετικά με την κυριαρχία της. Θέλει τον έλεγχο όλων των συνοριακών σημείων ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων και των τουρκικών συνόρων που ελέγχονται από την KRG από το 1992, την εποχή του Σαντάμ Χουσεΐν.
Η KRG προσπάθησε να εξουδετερώσει τις εντάσεις με την ιρακινή κυβέρνηση με τηνκατάπαυση του πυρός σε όλα τα μέτωπα, με τη συνεχιζόμενη συνεργασία στον πόλεμοεναντίον του IS/D και μα την από κοινού ανάπτυξη δυνάμεων στις αμφισβητούμενες περιοχές που διεκδικούν και οι δύο πλευρές.
Το κουρδικό υπουργείο άμυνας δήλωσε ότι η προσφορά για από κοινού έλεγχο των συνόρων ήταν μέρος μιας πρότασης «αποκλιμάκωσης» που υποβλήθηκε στη Βαγδάτη στις 31 Οκτωβρίου. Ένα από τα σημεία διέλευσης των συνόρων, το Φις-Χαμπούρ, είναι στρατηγικά ζωτικής σημασίας για την KRG, καθώς είναι το σημείο απ’ το οποίο το πετρέλαιο από το βόρειο Ιράκ περνάει στην Τουρκία.
Η ιρακινή κυβέρνηση ζήτησε επίσης να σταματήσει η KRG να εξάγει το δικό της πετρέλαιο και να παραδώσει τις πωλήσεις στην ιρακινή κρατική πετρελαϊκή εταιρεία SOMO. Η Βαγδάτη συζητά στην πραγματικότητα με την Άγκυρα να επιτρέψει στη SOMO να πουλά το κουρδικό αργό πετρέλαιο που μεταφέρεται με αγωγό.
Μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, περίπου 530.000 βαρέλια ημερησίως (bpd) έφταναν στο Τσεϊχάν, τον τουρκικό τερματικό σταθμό στη Μεσόγειο, μέσω του αγωγού. Τα μισά προερχόταναπό τις πετρελαιοπηγές της KRG, τα υπόλοιπα από το Κιρκούκ.
Η ιρακινή κυβέρνηση υποστηρίχθηκε άμεσα στις στρατιωτικές της ενέργειες από τα γειτονικά κράτη, την Τουρκία και το Ιράν. Η Άγκυρα και η Τεχεράνη φοβούνται ότι μια διαδικασία ανεξαρτησίας του ιρακινού Κουρδικού θα έχει συνέπειες για τις δικές τους κουρδικές μειονότητες, οι οποίες επίσης υφίστανται πολιτικές διακρίσεων και καταπίεσης από αυτά τακαθεστώτα.
Τουρκία, Ιράν, Ρωσία και Δυτικές Χώρες
Η Τουρκία, η οποία είχε εξαιρετικές σχέσεις με την KRG και την οικογένεια Μπαρζανί και είναι ο κύριος επενδυτής στο ιρακινό Κουρδιστάν, κατήγγειλε το δημοψήφισμα ως «τρομερό λάθος» και επανέλαβε την υποστήριξή της στην «εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ».
Το Ιράν δεσμεύθηκε να σταθεί στο πλευρό της Βαγδάτη και της Άγκυρας ενάντια στοαποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία του ιρακινού Κουρδιστάν. Ο Αλί Ακμπάρ Βελαγιατί, επικεφαλής σύμβουλος του ανώτατου ηγέτη του Ιράν Αγιατολλάχ Αλί Χαμενεΐ, δήλωσε ότι «τα μουσουλμανικά έθνη δεν θα επιτρέψουν τη δημιουργία ενός δεύτερου Ισραήλ». Ο συντηρητικός Τύπος στο Ιράν περιγράφει το δημοψήφισμα ως «σιωνιστική συνωμοσία» γιατην αποσταθεροποίηση της περιοχής.
Η πολιτική και στρατιωτική συνεργασία μεταξύ της Βαγδάτης, της Άγκυρας και της Τεχεράνης εντάθηκε σε όλη αυτή την περίοδο ενάντια στην KRG.
Το ιρανικό καθεστώς επωφελήθηκε άμεσα από τη συμμετοχή του μέσω των Δυνάμεων Λαϊκής Κινητοποίησης στην κατάκτηση του Κιρκούκ αναλαμβάνοντας το ίδιο τον έλεγχο των εξαγωγών πετρελαίου από την πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή. Σύμφωνα με μια νέα συμφωνία με τη Βαγδάτη, η Τεχεράνη θα παίρνει 15.000 βαρέλια την ημέρα αξίας περίπου 1 εκατομμυρίου δολαρίων και θα αυξηθούν σταδιακά στα 60.000 bpd. Το Ιράν και το Ιράκεπανέφεραν επίσης ένα σχέδιο για την κατασκευή αγωγού μεταφοράς πετρελαίου από τις πετρελαιοπηγές του Κιρκούκ του Ιράκ στο κεντρικό Ιράν που στη συνέχεια θα εξάγονται από τον Κόλπο.
Η ιρακινή κυβέρνηση υπέγραψε με τη BP (British Petroleum) μνημόνιο συμφωνίας στα μέσα Ιανουαρίου για την ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας από τα 700.000 στα 750.000 bpd, ενώ σήμερα μπορεί να αντλήσει περίπου 450.000 βαρέλια ημερησίως από τις βόρειες πετρελαιοπηγές του Κιρκούκ, οι οποίες καταλήφθηκαν τον Οκτώβριο από ιρακινές κυβερνητικές δυνάμεις.
Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές χώρες αντιτάχθηκαν στο δημοψήφισμα και στην ιδέα της ανεξαρτησίας. Οι δυτικές χώρες επανέλαβαν πολλές φορές την αντίθεσή τους τόσο στο δημοψήφισμα όσο και στην ανεξαρτησία του ιρακινού Κουρδιστάν. Φοβήθηκαν ότι αυτές οι εξελίξεις θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη περιφερειακή αστάθεια, θα αποδυνάμωναν τον «πόλεμο» ενάντια στον IS/D και θα οδηγούσαν σε αναταραχές στις αμφισβητούμενες περιοχές όπως η πολυεθνική και πλούσια πόλη του Κιρκούκ.
Η Ρωσία, η οποία επένδυσε πάνω από 4 δισεκατομμύρια δολάρια στον ενεργειακό τομέα της περιοχής του Κουρδιστάν και ξεπέρασε τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος επενδυτής, δήλωσε από την πλευρά της ότι «οι διαφορές μεταξύ Βαγδάτης και Έρμπιλ πρέπει να επιλυθούν με διάλογο με στόχο την εξεύρεση μιας συνύπαρξης εντός του ιρακινού κράτος.»
Στις 6 Νοεμβρίου, η KRG δήλωσε ότι θα σεβαστεί την απόφαση του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου του Ιράκ, η οποία ανέφερε ότι καμία ιρακινή επαρχία δεν θα μπορούσε να αποσχισθεί. «Πιστεύουμε ότι αυτή η απόφαση πρέπει να αποτελέσει τη βάση για την έναρξη της διεξαγωγής ενός εθνικού διαλόγου μεταξύ των (κουρδικών αρχών) του Έρμπιλκαι της Βαγδάτης για την επίλυση όλων των διαφορών», ανέφερε η KRG σε μία δήλωση.
Ωστόσο, την ίδια ημέρα, το ιρακινό υπουργικό συμβούλιο πρότεινε να μειωθεί το μερίδιο της περιοχής του Κουρδιστάν στο σχέδιο του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού του 2018 στο12,6%. Από την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν, η περιφέρεια έχει δικαίωμα στο 17%.3 Ο ιρακινός πρωθυπουργός αλ-Αμπάντι επανέλαβε, στις αρχές Ιανουαρίου, την άρνησή του να επιτρέψει στο ιρακινό κοινοβούλιο να αλλάξει το μερίδιο της KRG στον προϋπολογισμό του 2018. Επέμεινε ότι το αίτημα του Έμρπιλ για το 17% ανήκει στο παρελθόν. Οι Κούρδοι βουλευτές μποϋκόταραν ουσιαστικά την πρώτη παρουσίαση του ιρακινού προϋπολογισμού για το 2018, κυρίως για το αμφιλεγόμενο ζήτημα της κατανομής του προϋπολογισμού, απαιτώντας την επιστροφή του μεριδίου της KRG στο 17%.
Ο μειωμένος προϋπολογισμός θα αυξήσει δραματικά τις οικονομικές δυσκολίες της KRG και θεωρείται μέτρο τιμωρίας. Επιπλέον, το σχέδιο προϋπολογισμού θα κατανείμει το μερίδιο της κουρδικής περιοχής απευθείας στις τρεις επαρχίες, υπονομεύοντας περαιτέρω τον έλεγχο της KRG στην κατανομή των κεφαλαίων.
Τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Έρμπιλ και Βαγδάτης δεν σημειώνουν επιτυχία και συνεχίζονται, παρά την πρώτη συνάντηση του πρωθυπουργού της KRG Νεσιρβάν Βαρζανί με τον ιρακινό πρωθυπουργό Αμπάντι, μετά την αποτυχία του δημοψηφίσματος του Σεπτεμβρίου του 2017, στα μέσα Ιανουαρίου 2018 στη Βαγδάτη. Στη συνέχεια συναντήθηκαν για δεύτερη φορά στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός στην Ελβετία.
Τους τελευταίους μήνες, η οικονομική κρίση επιδεινώθηκε στις κουρδικές περιοχές του Ιράκ, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν διαδηλώσεις επί τρεις μέρες τον Δεκέμβριο σε αρκετές κουρδικές πόλεις στις οποίες πυρπολήθηκαν κυβερνητικά κτίρια. Οι δυνάμειςασφαλείας της KRG κατέστειλαν βίαια τις διαδηλώσεις, σκοτώνοντας έξι διαδηλωτές και τραυματίζοντας εκατοντάδες. Μετά τις διαδηλώσεις, ο Αμπάντι υποσχέθηκε να πληρώσει μερικούς από τους μισθούς των Κούρδων δημόσιων υπαλλήλων, εν αναμονή της επικύρωσης της απασχόλησής τους. Η ιρακινή κυβέρνηση σχημάτισε δέκα επιτροπές για να ελέγξει τον κατάλογο των Υπουργείων Υγείας και Παιδείας της KRG και να πάρει ακριβείς πληροφορίες, εκφράζοντας ανησυχίες για τη διαφθορά. Όσον αφορά τις απαιτήσεις για διαπραγματεύσεις, οΑμπάντι επανέλαβε ότι το Έρμπιλ πρέπει πρώτα να δεσμευτεί στο σύνταγμα και να παραδώσει όλες τις συνοριακές θέσεις στις ιρακινές ομοσπονδιακές δυνάμεις, καθώς και να αποσυρθεί στατα πριν το 2003 σύνορα.
Στις αρχές Φεβρουαρίου, οι Κούρδοι βουλευτές επανέλαβαν την έκκλησή τους για αύξηση του ποσοστού του KRG στο 17% και παρότρυναν τον Αμπάντι να επισπεύσει τις προσπάθειές του για να στείλει τους μισθούς των υπουργείων υγείας και παιδείας. Ζήτησαν επίσης την άρση της διεθνούς απαγόρευσης πτήσεων για τα αεροδρόμια του Έρμπιλ και της Σουλεϊμανίγια και τη λήψη μέτρων για την επίλυση του προβλήματος του Κιρκούκ. Τη στιγμή που γράφεται το άρθρο, ο Αμπάντι δεν έχει ακόμα απαντήσει θετικά σε αυτά τα αιτήματα.
Εν ολίγοις, ο κουρδικός πληθυσμός του Ιράκ υπέστη ένα νέο και φοβερό πλήγμα, καθώς οι περισσότερες χώρες καθορίζουν τα δικά τους συμφέροντα σε αντίθεση με την κουρδική ανεξαρτησία.
Η Συρία μετά το IS/D
Αν και περιορίζονται κυρίως στον στρατιωτικό τομέα, το PYD στη Συρία έχει αναπτύξει στενότερες σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία τα τελευταία χρόνια. Αλλά πρόσφατα οι σχέσεις με τη Ρωσία έγιναν πιο στενές.
Στο πλαίσιο του στρατηγικού πλαισίου «πρώτα το IS/D» και της πλήρους αποτυχίας να βοηθήσει τις δυνάμεις του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA) να καταπολεμήσουν το IS/D, η Ουάσινγκτον υποστήριζε ολοένα και περισσότερο το PYD και τη συμμαχία υπό την ηγεσία του YPG, γνωστή ως SDF που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2015. Οι SDF δημιουργήθηκαν επισήμως ως απάντηση για την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας που εκπροσωπείται από τοIS, τις αδελφές [οργανώσεις] και το εγκληματικό μπααθικό καθεστώς» σύμφωνα με την ιδρυτική τους ανακοίνωση.
Οι SDF δημιουργήθηκαν για να παρέχουν νομική και πολιτική κάλυψη για την αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη στο PYD που συνδέεται με το PKK στη Συρία. Η υποστήριξη των ΗΠΑστις SDF συνεχίστηκε στον αγώνα τους εναντίον του IS/D το 2016 και το 2017, ενώ η Ρωσία απέτρεψε οποιαδήποτε άμεση αντιπαράθεση μεταξύ των SDF και των τουρκικών δυνάμεων, δημιουργώντας de facto ζώνες προστασίας μεταξύ των δύο φορέων σε ορισμένους τομείς.
Οι SDF θεωρήθηκαν ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ ο καλύτερος παράγοντας στην περιοχή για την καταπολέμηση του IS/D. Οι ΗΠΑ υποστήριξαν ειδικά τις μονάδες των SDF για την απομάκρυνση του IS/D από το Ράκκα και τα περίχωρά της. Η στρατιωτική εκστρατεία εναντίον της Ράκκα, όπως είδαμε προηγουμένως και με την ιρακινή πόλη Μοσούλη, είχε ως αποτέλεσμα να καταστρέψει πάνω από το 80 τοις εκατό της πόλης.
Υπάρχει ανθρωπιστική κρίση με σοβαρή έλλειψη τροφίμων, φαρμάκων, ηλεκτρικής ενέργειας, πόσιμου νερού και ειδών που καλύπτουν βασικές ανάγκες. Κατά την τετραετή επίθεση εναντίον της Ράκκα, σκοτώθηκαν 1.300 έως 1.800 άμαχοι4.
Περίπου 270.000 έως 320.000 άτομα έχουν εκτοπιστεί από τις μάχες και ζουν σε άθλιες συνθήκες σε υπερπλήρεις καταυλισμούς στα περίχωρα της πόλης. Δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν μέχρις ότου απομακρυνθούν από την πόλη οι νάρκες και τα εκρηκτικά που είναι διάσπαρτα από το IS/D, κάτι για το οποίο μπορεί να χρειαστούν μήνες.
Από τα τέλη Οκτωβρίου, με την απώλεια της Ράκκα, το IS/D ελέγχει λιγότερο από το 10% της περιοχής της Συρίας - σε σύγκριση με το 30% στις αρχές του 2017. Περισσότερο από το μισό βρίσκεται στην επαρχία Ντέιρ εζ-Ζορ, κοντά στη Ράκκα. Το IS/D ήταν ο στόχος δύο ξεχωριστών επιθέσεων στο Ντέιρ εζ-Ζορ: η μία από τους στρατιώτες του καθεστώτος και τουςσύμμαχους του, με την υποστήριξη της Ρωσίας και η άλλη από τις SDF, με την υποστήριξη των ΗΠΑ.
Η επαρχία Ντέιρ εζ-Ζορ υπέφερε επίσης τρομερά από αυτές τις επιθέσεις και τους βομβαρδισμούς Από τις 10 Σεπτεμβρίου έως τις αρχές Νοεμβρίου, σκοτώθηκαν 660 έως 880άμαχοι, ενώ περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν την επαρχία.
Οι δυνάμεις του καθεστώτος ανέλαβαν τον Νοέμβριο τον πλήρη έλεγχο της πόλης Ντέιρ εζ-Ζορ. Το πρωτο-κράτος IS/D κατέρρευσε σχεδόν τελείως στα τέλη του 2017 υπό την πίεση πολλαπλών προσβολών στη Συρία και το Ιράκ.
Στα μέσα Νοεμβρίου, ο στρατός του Συριακού καθεστώτος και οι σύμμαχοί του, οι στρατιώτες της Χεζμπολάχ και των ιρανικών δυνάμεων, με τη βοήθεια των ρωσικών αεροπορικών δυνάμεων, πολεμούσαν το IS/D σε ερημικές περιοχές κοντά στο Αλμπού Καμάλ, την τελευταία πόλη που κρατούσε η τζιχαντιστική ομάδα στη Συρία, κοντά στα σύνορα με το Ιράκ. Το Αλμπού Καμάλ ήταν ένας σημαντικός κόμβος προμηθειών και επικοινωνιών για τοIS/D μεταξύ Συρίας και Ιράκ και ήταν ένα μεγάλο έπαθλο για τις πολιτοφυλακές που υποστηρίζονταν από το Ιράν.
Ωστόσο, αυτή η διαδοχή των ηττών δεν εμπόδισε το IS/D να πολλαπλασιάσει τις επιχειρήσεις αυτοκτονίας και τις βομβιστικές επιθέσεις με αυτοκίνητα σε διάφορες περιοχές της χώρας. Η τζιχαντιστική ομάδα αύξησε επίσης τις βαναυσότητες εναντίον αμάχων στις περιοχές από τις οποίες αποσύρονται οι στρατιώτες της.
Ο εκπρόσωπος του PYD στη Μόσχα, Αμπντ Σαλάμ Μουχάμμαντ Άλι, δήλωσε στις αρχές Δεκεμβρίου ότι οι SDF θα μπορούσαν να ενταχθούν στον συριακό στρατό αν βρεθεί μια πολιτική λύση που να ικανοποιεί όλες τις πλευρές. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2017, οπολιτικός ηγέτης του PYD και συμπρόεδρος του Δημοκρατικού Συμβουλίου της Συρίας, Ιλχάμ Άντμεντ, αποκάλυψε ότι οι αξιωματούχοι του PYD είχαν ήδη συναντηθεί δύο φορές με το καθεστώς Άσαντ, αλλά ο διάλογος που διεξήχθη με τη μεσολάβηση της Ρωσίας δεν οδήγησεπουθενά.
Η Ρωσία δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να παρακάμψει το τουρκικό βέτο για τη συμμετοχή του PYD στις ειρηνευτικές συνομιλίες του Ιανουαρίου του 2017 στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, την Αστάνα, κατά τη διάρκεια της οποίας τόσο οι αντιπρόσωποι της αντιπολίτευσης όσο και του καθεστώτος απέρριψαν οποιαδήποτε κουρδική αυτονομία.
Η προσέγγιση μεταξύ των Τούρκων και Ρώσων ηγετών, του Ερντογάν και του Πούτιν, μετά την κατάρριψη ενός ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους από την Τουρκία το 2015, δεν βελτίωσε την κατάσταση για το PYD, ύστερα από το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα ενός τμήματος του τουρκικού στρατού τον Ιούλιο του 2016. Εκείνο τον Αύγουστο, οι τουρκικές δυνάμεις σχημάτισαν συνασπισμό με τις ένοπλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης της Συρίας σε μια στρατιωτική εκστρατεία με την επωνυμία «Επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη». Στόχευσαν τόσο το IS/D όσο και το PYD στη Συρία και στην παρέμβασή τους δεν αντιτάχθηκαν η Ρωσία,οι ΗΠΑ ή το Ιράν.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Τουρκίας Νουρεττίν Τζανικλί αναγνώρισε ακόμη τον Δεκέμβριο του 2016 ότι η Τουρκία «δεν θα είχε κινηθεί τόσο άνετα» χωρίς την προσέγγιση με τη Ρωσία, η οποία ελέγχει αποτελεσματικά τμήματα του βορείου συριακού εναέριου χώρου. Αυτό έδειξε ότι τα συμφέροντα της Ρωσίας δεν ήταν παρόμοια με του PYD. Η Επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη πέτυχε όχι μόνο να εξαλείψει το IS/D από τα σύνορα της Τουρκίας αλλάκαι να αποτρέψει το PYD-YPG να συνδέσει την κύρια περιοχή του στη βορειοανατολική Συρία με την πόλη Αφρίν.
Επίσης, οι επικοινωνίες μεταξύ των αξιωματούχων των ΗΠΑ και των διοικητών του YPG παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ανεπίσημες. Ο Μπρετ ΜακΓκουργκ, ειδικός απεσταλμένος τουΑμερικανού προέδρου στον συνασπισμό εναντίον του IS/D, επισκέφθηκε δύο φορές τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο του 2016 τις ελεγχόμενες από τις YPG περιοχές Ρουμεϊλάν καιΚομπάνι. Βιντεοσκοπήθηκε με τους διοικητές των YPG-PYD και των SDF αλλά δεν συζητήστε το ζήτημα που απασχολούσε περισσότερο τη σκέψη της ομάδας του PYD: την προστασία των ΗΠΑ και την αναγνώριση της αυτόνομης περιοχής.
Μην επιθυμώντας να ενθαρρύνει τις κουρδικές αυτονομιστικές φιλοδοξίες που θα έπλητταν περαιτέρω την Τουρκία, η Ουάσιγκτον απέφυγε επίσης να παρέχει οικονομική υποστήριξη στις περιοχές που ελέγχονται από το PYD. Αφού η Άγκυρα εξοργίστηκε με τηναπόφαση των ΗΠΑ να οπλίσουν τους μαχητές των SDF για την επίθεση στην Ράκκα, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Τζιμ Μάτις, κατά τη διάρκεια του Μαΐου του 2017, μίλησε με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας, εκφράζοντας έντονη υποστήριξη στον πόλεμο της Τουρκίας εναντίον των μαχητών του ΡΚΚ.
Οι ΗΠΑ διατήρησαν το PKK στη λίστα τρομοκρατών καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των ετών. Αυτό εμπόδισε τους ηγέτες του PKK να μιλήσουν απευθείας με τους στρατιωτικούς διοικητές των ΗΠΑ. (Το έκαναν με τα μέλη του PKK που είναι συνεργάτες των YPG, υπό την ιδιότητά τους ως διοικητών των SDF). Τον περασμένο Ιούνιο του 2017, η Ουάσινγκτον υποσχέθηκε στους Τούρκους αξιωματούχους να πάρουν πίσω τα όπλα που παραδόθηκαν στιςYPG μετά την ήττα του IS/D.
Ο ηγέτης του ΡΚΚ, Ριζά Αλτούν, επεσήμανε ότι η συμπεριφορά των ΗΠΑ απέναντι στοκουρδικό ζήτημα στη Συρία «έχει δύο όψεις, ανάλογα με τα συμφέροντά τους και η σχέση με την Ουάσινγκτον είναι συνεπώς τακτικής φύσης».
Στις 31 Οκτωβρίου, ο υποστράτηγος Τζέιμς Τζάραρντ, διοικητής της Δύναμης Ειδικών Επιχειρήσεων, της «Επιχείρησης Εγγενούς Επίλυσης», δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τις SDF μετά την στρατιωτική ήττα του IS/D, αλλά ισχυρίστηκε ότι δεν ξέρει για πόσο καιρό.
Επίσης, δεν απάντησε εάν, σε περίπτωση που το καθεστώς του Άσαντ προσπαθήσει να καταργήσει τον έλεγχο των αρχών που κυβερνούν την Δημοκρατική Ομοσπονδία της ΒόρειαςΣυρίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υποστήριζαν τις SDF. Από την πλευρά τους, οι ηγέτες του PYD εξέφρασαν την υποστήριξή τους για έναν πιο μακροπρόθεσμο ρόλο των αμερικανικών δυνάμεων στη Συρία μόλις ηττηθεί το IS/D και μέχρι να υπάρξει μια πολιτική λύση στη συριακή κρίση.
Το PYD αντιμετώπισε την αντίφαση ότι η Ρωσία και οι ΗΠΑ δεν ήταν έτοιμες να θέσουν σε κίνδυνο τις σχέσεις τους με την Τουρκία για να στηρίξουν οποιοδήποτε σχέδιο της Κουρδικής αυτονομίας είτε στη Συρία είτε αλλού.
Η προσέγγιση στα τέλη του 2016 μεταξύ του Ιράν, της Τουρκίας και της Ρωσίας απείλησε ακόμα περισσότερο τα συμφέροντα του PYD.
Οι στρατιωτικές πρόοδοι του Συριακού καθεστώτος κατέδειξαν επίσης την απροθυμία της Δαμασκού να δεχθεί ανταγωνιστή στα εδάφη που ανακτήθηκαν από το IS/D, όπως φαίνεται από τον πολλαπλασιασμό των συγκρούσεων με τις SDF. Το γεγονός ότι, για λόγους τακτικής,και οι δυο πλευρές απέφυγαν τις μεταξύ τους μεγάλες συγκρούσεις κατά τα τελευταία χρόνια5και ότι υπάρχουν παραδείγματα τακτικής συνεργασίας κατά τόπους, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι οι δύο πλευρές είναι στρατηγικά αντίθετες.
Στα μέσα Ιουνίου του 2017, τα αμερικανικά αεροπλάνα κατέρριψαν ένα συριακό αεροσκάφος στα νότια τις επαρχίας της Ράκκα επειδή έριξε βόμβες κοντά σε θέσεις των SDF. Στα μέσα Σεπτεμβρίου, οι ρωσικές αεροπορικές δυνάμεις στόχευσαν θέσεις των SDF, προκαλώντας τραυματισμούς, ανατολικά του ποταμού Ευφράτη στη Συρία κοντά στο Ντέιρ εζ-Ζορ. Αν και η Μόσχα αρνήθηκε ότι βομβάρδισε τις δυνάμεις των SDF, η συμμαχία των ΗΠΑ καιοι SDF υποστήριξαν το αντίθετο.
Οι πιέσεις στις δυνάμεις των SDF συνέχισαν να αυξάνονται, καθώς δέχτηκαν νέα επίθεση από ρωσικές δυνάμεις και δυνάμεις του καθεστώτος εναντίον των θέσεών τους στην επαρχίαΝτέιρ εζ-Ζορ στις 25 Σεπτεμβρίου.
Από την πλευρά του, το καθεστώς της Δαμασκού έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν θα επιτρέψει στο PYD να απειλήσει την εδαφική ενότητα της χώρας και ότι «Εκείνοι που κινούνται προς αυτές τις κατευθύνσεις γνωρίζουν το τίμημα που θα πληρώσουν».
Μια ανώτερη αξιωματούχος του Συριακού καθεστώτος, η Μπουτάινα Σααμπάν, δήλωσε στην πραγματικότητα ότι η κυβέρνηση της Συρίας είναι έτοιμη να πολεμήσει τις SDF, χαρακτηρίζοντάς τες παράνομη ξένη δύναμη όπως ακριβώς είναι και το IS/D. Για τους αξιωματούχους της Δαμασκού, η Ράκκα εξακολουθεί να θεωρείται πόλη υπό κατοχή.
Εν μέσω της επιδείνωσης των στρατιωτικών και πολιτικών εντάσεων μεταξύ της Δαμασκού και των συμμάχων της από τη μία πλευρά και του PYD από την άλλη, ο υπουργός Εξωτερικών της Συρίας Ουαλίντ Μοάλεμ επιβεβαίωσε στο τέλος Σεπτεμβρίου ότι η συριακή κυβέρνηση ήταν ανοικτή σε διαπραγματεύσεις με τους Κούρδους για το αίτημά τους για αυτονομία εντός των συνόρων της Συρίας. Αυτή η δήλωση ήταν απλώς ρητορική, καθώς δεν παρείχε κανένα πολιτικό περιεχόμενο στην έννοια της «αυτονομίας» που χρησιμοποιούν οι αξιωματούχοι στη Δαμασκό.
Η διφορούμενη δήλωση του Ουαλίντ Μοάλεμ είχε ως στόχο μια βραχυπρόθεσμησυνεννόηση με το PYD παρέχοντας ενδεχομένως στο κουρδικό κίνημα με ένα είδος πολιτικής συμφωνίας για να προσπαθήσει να αποφύγει ένα σενάριο πλήρους αποχώρησης, παρόμοιο με το ιρακινό Κουρδιστάν.
Μπορεί επίσης να ασκήσει πιέσεις στην τουρκική κυβέρνηση, η οποία βλέπει ως κίνδυνο μια κουρδική αυτόνομη περιοχή υπό την ηγεσία της αδελφής οργάνωσης του ΡΚΚ. Η δήλωση του Σύριου Υπουργού Εξωτερικών έγινε την ίδια ημέρα του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία των Κούρδων στο Ιράκ, το οποίο απορρίφθηκε εντελώς από το συριακό καθεστώς.
Παρά την επιφυλακτική ετοιμότητα ορισμένων αξιωματούχων του PYD να συμμετάσχουν σε διάλογο με το καθεστώς, ο Ιλχάμ Άχμεντ παρατήρησε ότι και στις δύο συναντήσεις τους οι αξιωματούχοι της Δαμασκού «δεν φαίνονταν σοβαροί» σχετικά με τις συζητήσεις για το μέλλον των αυτόνομων περιοχών και το αίτημα για ένα ομοσπονδιακό σύστημα στη Συρία. Το συριακό καθεστώς με τη φωνή του δικτάτορα Μπασάρ αλ Ασαντ έχει υποσχεθεί να αποκαταστήσει την εξουσία του κράτους σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένης της Ράκκα.
Η Τουρκία, η Συρία και η στρατιωτική επίθεση στο Αφρίν
Τον Οκτώβριο του 2017, ο τουρκικός στρατός αναπτύχθηκε και πάλι στη Συρία, αυτή τη φορά στην επαρχία Ιντλίπμ στη βόρεια Συρία, δημιουργώντας θέσεις παρακολούθησης στο πλαίσιο μιας αποστολής για τον έλεγχο των SDF. Αρχικά, η αποστολή στόχευε επίσημα στηνεκδίωξη του Χάι’ατ Ταχρίρ ασ-Σαμ (HTS), μιας στρατιωτικής συμμαχίας στην οποία κυριαρχούν οι τζιχαντιστές της Τζάμπχατ αν-Νούσρα.
Ο HTS έχει συμφωνήσει στην πραγματικότητα να μην παρεμβαίνει στις τουρκικές επιχειρήσεις κατά μήκος των συνόρων και, συνεπώς, έχει αφεθεί σχετικά στην ησυχία του, προς το παρόν, από την Άγκυρα. Αυτή η τουρκική στρατιωτική επέμβαση, σε συνεργασία με ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης της Συρίας, αποτελεί μέρος των αποκαλούμενων συμφωνιών αποκλιμάκωσης που επιτεύχθηκαν με το Ιράν και τη Ρωσία. Ο στόχος είναι να απομονωθεί η πόλη Αφρίν6 που ελέγχεται από τις SDF.
Η τουρκική φιλοκυβερνητική εφημερίδα Yeni Safak δεν δίστασε σε μία από τις εκδόσεις της να χρησιμοποιήσει τον τίτλο: «Σήμερα το Ιντλίπμ, αύριο το Αφρίν». Η τουρκική κυβέρνησητοποθέτησε επίσης αντιπολιτευόμενες ένοπλες ομάδες που υποστηρίζει στην περιοχή.
Οι τουρκικές δυνάμεις συνέχισαν την εισβολή τους στα βόρεια εδάφη της χώρας μέχρι τα τέλη του 2017, ενώ στα μέσα Νοεμβρίου ο Ερντογάν δήλωσε ότι «πρέπει να καθαρίσουμε τοΑφρίν από την τρομοκρατική οργάνωση που ονομάζεται YPG».
Τον Ιανουάριο του 2018, ο τουρκικός στρατός επικουρούμενος από τις φιλοτουρκικές συριακές αντιδραστικές αντιπολιτευτικές ομάδες πολιτοφυλακών, αποτελούμενες κυρίως από ισλαμικά φονταμενταλιστικά κινήματα, ξεκίνησε μια μεγάλη αεροπορική και χερσαία επίθεση, που ονομάστηκε «Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας», στην επαρχία Αφρίν. Ο τουρκικός στρατός χρησιμοποίησε ως πρόσχημα μια ανακοίνωση από έναν στρατιωτικό εκπρόσωπο του διεθνούςσυνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εναντίον του IS/D για την συγκρότηση μιας συνοριακής δύναμης 30.000 υπό τη διοίκηση των SDF. Κατά την άποψη της Άγκυρας, η απόφαση των ΗΠΑ σήμαινε ότι η συνεργασία των ΗΠΑ- SDF δεν θα τελείωνε με την κατάρρευση του IS/D, όπως είχε ελπίσει η τουρκική κυβέρνηση. Ο Εθνικός Συνασπισμός των Συριακών Επαναστατικών και Αντιπολιτευτικών Δυνάμεων της Συρίας (γνωστός ως Etilaf), που αποτελείται κυρίως από φιλελεύθερες και συντηρητικές ισλαμιστικές και φονταμενταλιστικές ομάδες και προσωπικότητες, όχι μόνο υποστήριξε την τουρκική στρατιωτική επέμβαση και συνέχισε τις προηγούμενες σοβινιστικές πολιτικές του εναντίον των Κούρδων στη Συρία, αλλά συμμετέχει σε αυτήν την επιχείρηση καλώντας τους Σύριους πρόσφυγες στην Τουρκία να ενταχθούν στις συριακές ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης που πολεμάνε στο Αφρίν.
Βίντεο που προέρχονται από την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης εναντίον του Αφρίν παρουσιάζουν μια ρητορική ρατσιστικού μίσους εναντίον των Κούρδων μεταξύ μερικών από τους Σύριους μαχητές, καθώς και συνθήματα υπέρ του Σαντάμ Χουσεΐν και του Ερντογάν. Επίσης, ακρωτηρίασαν σώματα Κούρδων στρατιωτών των YPG και τα έδειξαν σε μέσακοινωνικής δικτύωσης, κυρίως μελών της Μονάδας Προστασίας Κούρδων Γυναικών, τροφοδοτώντας εθνοτικές εντάσεις.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι μετά την επιχείρηση Αφρίν θα ακολουθήσει μια άλλη εναντίον της Μανμπίτζ και μέχρι τα ιρακινά σύνορα για να καθαρίσει τιςYPG από τα τουρκο-συριακά σύνορα. Ο Ερντογάν απείλησε επίσης κάθε κριτική φωνή στην Τουρκία εναντίον του «Κλάδου Ελαίας», αναφερόμενος κυρίως στο φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) ότι «αν βγείτε στους δρόμους οι δυνάμεις ασφαλείας μας θα σας πατήσουν στο λαιμό». Σχεδόν 600 άτομα συνελήφθησαν για συμμετοχή σε διαμαρτυρίες ή / καιαναρτήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επικρίνουν τη στρατιωτική επίθεση στο Αφρίνστη Συρία, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών, δημοσιογράφων και ακτιβιστών, ενώ ο Ερντογάν κατηγόρησε την τουρκική ιατρική ένωση (TTB), η οποία αντιτάχθηκε στην εκστρατεία και ζήτησε ειρήνη, για προδοσία και ότι είναι συμμορία σκλάβων και υπαλλήλων του ιμπεριαλισμού. Την επόμενη μέρα μετά το σχόλιο του Ερντογάν, ένας Τούρκος εισαγγελέας διέταξε την κράτηση 11 ανώτερων μελών του TTB, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου του,με κατηγορίες για «προπαγάνδα υπέρ μιας τρομοκρατικής οργάνωσης και πρόκλησης του κοινού». Με εξαίρεση το HDP, τα υπόλοιπα βασικά κόμματα στην Τουρκία, μεταξύ των οποίων το φασιστικό Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (γνωστό ως MHP) και το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (γνωστό ως CHP), υποστηρίζουν τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας.
Ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας, Μπινάλι Γκιλντιρίμ, υποστήριξε την επιχείρηση λέγοντας ότι αποσκοπεί αποκλειστικά στην εξασφάλιση της ασφάλειας της χώρας του και στην προστασία των Αραβών, των Κούρδων και των Τουρκμένωνν από «τρομοκρατικές οργανώσεις».
Αυτή η επέμβαση πραγματοποιήθηκε με τη σχετική παθητικότητα και την αποδοχή των κύριων δυνάμεων που εμπλέκονται στη Συρία. Παρά τη δήλωση του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών που εκφράζει «ανησυχία» και καλεί όλες τις πλευρές να επιδείξουν αμοιβαία αυτοσυγκράτηση, η Μόσχα, η οποία ελέγχει μεγάλα τμήματα του συριακού εναέριου χώρου, έδωσε στην Τουρκία το πράσινο φως για αυτή την εισβολή και απέσυρε τις ένοπλες δυνάμεις της από τις περιοχές που ήταν στόχος των τουρκικών δυνάμεων, τις πόλεις Νουμπλ και αζ-Ζάχρα, και οι οποίες βρίσκονται υπό τον έλεγχο του καθεστώτος. Ρώσοι αξιωματούχοι ζήτησαν από τις YPG να παραδώσουν το Αφρίν στο καθεστώς της Συρίας για να «σταματήσει» τις τουρκικές επιθέσεις στην περιοχή. Η Ρωσία είδε επίσης την επιχείρηση ως έναν τρόπο να εμβαθύνει τη σφήνα μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ, της Άγκυρας και της Ουάσινγκτον υπό το πρίσμα της υποστήριξης της τελευταίας προς τις YPG. Επιπλέον, η Ρωσία πιθανώς εκτιμά ότι οι YPG, απειλούμενες με εισβολή από την Τουρκία και τους πληρεξουσίους της, τις ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης της Συρίας, θα γίνονταν πιο δεκτικές στο προηγούμενο αίτημα της Μόσχας να παραδώσουν το Αφρίν ξανά στο συριακό καθεστώς.
Στις 6 Φεβρουαρίου, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Μέβλουτ Τσαβούσογλου, δήλωσε ότι η Τουρκία και η Ρωσία δεν έχουν διαφωνίες σχετικά με την αεροπορική και χερσαίαεπίθεση της Άγκυρας στην περιοχή του Αφρίν της βόρειας Συρίας και ότι οι δύο χώρες βρίσκονται σε στενή επαφή σχετικά με την επιχείρηση.
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ παρέμειναν μάλλον παθητικές δηλώνοντας ότι κατανοούσαν τις ανησυχίες για ασφαλεία της Άγκυρας που προειδοποιούσε εκ των προτέρων για την επιχείρησή της, προτρέποντας μόνο την Τουρκία να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και να διασφαλίσει ότι οι στρατιωτικές της επιχειρήσεις θα παραμείνουν περιορισμένες ως προς το εύρος και τη διάρκεια. Στις 31 Ιανουαρίου, η Τουρκία προέτρεψε τις ΗΠΑ να σταματήσουν την υποστήριξή τους προς τους μαχητές των Κουρδικών YPG ή να διακινδυνεύσουν να βρεθούν αντιμέτωπες με τις τουρκικές δυνάμεις στο έδαφος της Συρίας. Στην Ουάσινγκτον, το Πεντάγωνο απάντησε ότι επέβλεπε προσεκτικά τα όπλα που παρασχέθηκαν στις YPG και ότι θα συνέχιζε τις συζητήσεις με την Τουρκία, προσθέτοντας ότι η επιχείρηση της Τουρκίας στο Αφρίν δεν ήταν βοηθητική και αποσπούσε την προσοχή από την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους.
Αντιμετωπίζοντας αυτή την κατάσταση, η αυτόνομη κυβέρνηση του Αφρίν, υπό την κυριαρχία του PYD, κάλεσε τη Δαμασκό να ασκήσει το κυριαρχικό της καθήκον προς το Αφρίν και να προστατέψει τα σύνορά της με την Τουρκία από τις κατοχικές τουρκικές δυνάμεις. Το συριακό καθεστώς έχει καταγγείλει ρητορικά από την αρχή την τουρκική επέμβαση ενάντια στοΑφρίν και απείλησε να καταρρίψει τα τουρκικά μαχητικά αεροπλάνα στον εναέριο χώρο του, αλλά δεν έχει μετακινήσει τις ένοπλες δυνάμεις του για να την σταματήσει. Η συνεργασία της Ρωσίας στην τουρκική στρατιωτική επίθεση και η στρατιωτική αδυναμία της Δαμασκού την εμπόδισαν να σταματήσει την «Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας», ενώ πιθανόν ενδιαφέρεται να αποδυναμωθούν οι δυνάμεις των Κουρδικών YPG.
Εκτός αυτού, ένα σημαντικό νέο γεγονός συνέβη τη νύχτα 7 προς 8 Φεβρουαρίουανάμεσα στις αμερικανικές δυνάμεις και τους συμμάχων τους, τις Συριακές ΔημοκρατικέςΔυνάμεις (SDF) από τη μια πλευρά και τις δυνάμεις υπέρ του καθεστώτος από την άλλη, στην επαρχία Ντέιρ εζ-Ζορ, προκαλώντας 45 έως 100 θανάτους στις τάξεις των μαχητών του καθεστώτος. Η Δαμασκός χαρακτήρισε την πράξη αυτή ως «επιθετικότητα» και «σφαγή». Μετά από αυτό το γεγονός, ένας εκπρόσωπος του Πενταγώνου δήλωσε ότι η Ουάσινγκτον «δεν επιδιώκει σύγκρουση με το καθεστώς». Οι εχθροπραξίες άρχισαν όταν οι μαχητές που συνδέονταν με το καθεστώς του Άσαντ διέσχισαν τον Ευφράτη, παραβιάζοντας τηρωσοαμερικανική συμφωνία που θέτει τον ποταμό ως διαχωριστική γραμμή: στα δυτικά οι φιλοκαθεστωτικοί, υποστηριζόμενοι από τη Μόσχα, και στα ανατολικά οι SDF, υποστηριζόμενεςαπό τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, οι δύο κύριοι συριακοί κουρδικοί πολιτικοίπαράγοντες, το PYD και το KNC, μποϊκόταραν τη Διάσκεψη του Σότσι στη Ρωσία, πουονομάστηκε Συνέδριο Εθνικού Διαλόγου της Συρίας στα τέλη Ιανουαρίου, και αποσκοπούσεστην προώθηση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στη Συρία. Το PYD θεώρησε τη Διάσκεψη του Σότσι άνευ αντικειμένου, αφού η Ρωσία δεν αντιτάχθηκε στη στρατιωτική επίθεση της Τουρκίας στο Αφρίν ενώ συνεργάστηκε με την Άγκυρα. Το KNC αποφάσισε να μην συμμετάσχει αφού η Μόσχα αρνήθηκε να αποδεχθεί τα αιτήματά του, τα οποία περιελάμβαναν κυρίως το κουρδικό ζήτημα στη Συρία να είναι ένα από τα βασικά στην ατζέντα του συνεδρίου και εν όψει της συνεργασίας της Μόσχας με την Τουρκική επίθεση εναντίον του Αφρίν.
Η τρέχουσα τουρκική στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του Αφρίν και το πρόσφατο αποτυχημένο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του Κουρδιστάν στο ιρακινό Κουρδιστάν έδειξαν ότι οι διεθνείς και οι περιφερειακές δυνάμεις δεν έχουν καμιά διάθεση να δουν να πραγματοποιείται οποιαδήποτε κουρδική εθνική ή αυτονομιστική διεκδίκηση. Είναι προφανές ότι η προηγούμενη υποστήριξη της Μόσχας και της Ουάσινγκτον στις YPG και η υποστήριξη των YPG στη ρωσική αεροπορική και στρατιωτική εκστρατεία μαζί με το καθεστώς του Άσαντπου ξεκίνησε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2015 δεν εμπόδισαν τη στρατιωτική επίθεση της Άγκυρας εναντίον του Αφρίν.
Γενικότερα, η επιχείρηση Αφρίν αντικατοπτρίζει την αδυναμία όλων των δημοκρατικών και προοδευτικών στοιχείων της Συρίας απέναντι στην καταστροφή της συριακής επανάστασης από το καθεστώς του Άσαντ και τους συμμάχους του και τη συνακόλουθη ανανέωση της ισχύος αυτού του καθεστώτος, που έγινε αποδεκτό από όλους τους διεθνείς παράγοντες.
Συμπέρασμα
Η υποστήριξη στην αυτοδιάθεση, η οποία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές όπως η ανεξαρτησία, ο φεντεραλισμός ή η αναγνώριση του κουρδικού λαού ως οντότητας με ίσα δικαιώματα σε ένα κράτος, δεν πρέπει να σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνεται κριτική στηνπολιτική και στη συνεργασία με διάφορες ιμπεριαλιστικές χώρες από διάφορες κουρδικές ηγεσίες της κλίκας Μπαρζανί, του PKK/PYD ή άλλων κουρδικών πολιτικών κομμάτων.
Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρούμε τις δυνάμεις αυτές παρόμοιες. Για παράδειγμα,θα πρέπει να εκφράσουμε κριτική υποστήριξη προς το PKK / PYD – θα πρέπει να μιλάμε γιατις θετικές πολιτικές σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών και τον κοσμικό χαρακτήρα, μεταξύ άλλων - ενώ οι προοδευτικοί θα πρέπει να αντιταχθούμε στις νεοφιλελεύθερες και συντηρητικές πολιτικές του Μπαρζανί και στις σχέσεις του με το Ισραήλ.
Ωστόσο, η συνεργασία ορισμένων κουρδικών δυνάμεων με ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει την άρνηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του κουρδικού λαού, όπως κάνουν κάποιοι σοβινιστές αριστεροί στην περιοχή. Όπως έγραψε ο Ρώσος επαναστάτης Βλαντιμίρ Λένιν:
«Το γεγονός ότι η πάλη για την εθνική ελευθερία ενάντια σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη μπορεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να χρησιμοποιηθεί από μιαν άλλη ‘‘μεγάλη’’ δύναμη για δικούς της εξίσου ιμπεριαλιστικούς σκοπούς, μπορεί τόσο λίγο να αναγκάσει τη σοσιαλδημοκρατία να παραιτηθεί από την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των εθνών, όσο μπορούν ν’ αναγκάσουν τους σοσιαλδημοκράτες ν’ αρνηθούν το δημοκρατισμό τους οι πολυάριθμες περιπτώσεις χρησιμοποίησης από την αστική τάξη των δημοκρατικών συνθημάτων, με σκοπό την πολιτική απάτη και την οικονομική ληστεία, λόγου χάρη στις λατινικές χώρες.»7
Αυτό που είναι σημαντικό να καταλάβουμε εδώ είναι ότι οι Κούρδοι στο παρελθόν έχουν χρησιμοποιηθεί από τα αυταρχικά καθεστώτα και τους ιμπεριαλιστικους παράγοντες για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων πριν τους θυσιάσουν όταν άλλαξαν αυτά τα συμφέροντα. Αυτό συνέβη πριν και κατά πάσα πιθανότητα θα συμβεί ξανά.
Από αυτή την άποψη, η ενότητα και η ανεξαρτησία των λαϊκών και εργαζόμενων τάξεων χωρίς οποιαδήποτε μορφή διακρίσεων (φυλής, θρησκείας, φύλου κλπ.) στην περιοχή είναιφυσικά ο μόνος τρόπος για την απελευθέρωση και τη χειραφέτηση όλων.
Αλλά οι αγώνες των εργατών δεν θα αρκούν για να ενώσουν τις εργαζόμενες τάξεις. Οι σοσιαλιστές σε αυτούς τους αγώνες πρέπει επίσης να υπερασπίζονται την απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων. Αυτό απαιτεί την ανάδειξη των δικαιωμάτων για τις γυναίκες, τις θρησκευτικές μειονότητες, τις κοινότητες των ΛΟΑΤ και τις καταπιεσμένες φυλετικές και εθνοτικές ομάδες.
Οποιοσδήποτε συμβιβασμός από τη ρητή δέσμευση σε αυτά τα αιτήματα θα εμποδίσει την Αριστερά να ενώσει την εργατική τάξη για τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει επίσης την υποστήριξη του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των κουρδικών πληθυσμών σε ολόκληρη την περιοχή.
Μετάφραση: e la libertà
Joseph Daher, «The Kurdish Crisis in Iraq and Syria», New Socialist, 9 Φεβρουαρίου 2018 και سوريا الحرية للأبد – Syria Freedom Forever, 10 Φεβρουαρίου 2018.
Σημειώσεις
1 Η κουρδική πολιτική κυριαρχείται εδώ και δεκαετίες από το KDP, το οποίο διευθύνεται από τρεις γενιές της οικογένειας Μπαρζανί, και τον κυριότερο ανταγωνιστή του, το PUK, υπό την ηγεσία της οικογένειας Τζαλάλ Ταλαμπανί, που πέθανε τον Οκτώβριο. Τα δύο κόμματα διεξήγαγαν έναν εμφύλιο πόλεμο το ένα εναντίον του άλλου τη δεκαετία του 1990, αλλά διατήρησαν μια επιφανειακή εικόνα ενότητας μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν το 2003, ενώ ο Τζαλάλ Ταλαμπανί ήταν ο τελετουργικός πρόεδρος του Ιράκ στη Βαγδάτη από το 2005-2014, ενώ ο Μασούντ Μπαρζανί διοικούσε την αυτόνομη κουρδική περιοχή.
2 Το HPC είναι ο «μεγάλος συνασπισμός» που διαδέχθηκε το Ανώτατο Συμβούλιο Δημοψηφίσματος, το όργανο που δημιουργήθηκε για να διεξαγάγει το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας στην περιοχή του Κουρδιστάν. Αποτελείται κυρίως από μέλη του KDP και μερικά στελέχη του PUK που βρίσκονται κοντά στο KDP. Δεν λογοδοτεί στο κοινοβούλιο ή σε άλλο επίσημο οργανισμό, αλλά δήλωσε ότι θα «προστατεύσει τη σταθερότητα του Κουρδιστάν από κάθε είδους απειλή» και εκπροσωπεί την περιοχή του Κουρδιστάν στη Βαγδάτη και στο εξωτερικό.
3 Το σύνταγμα μετά το Σαντάμ έθεσε σε εφαρμογή ένα σύστημα που εγγυάται την αυτοκυβέρνηση των Κούρδων με ένα μερίδιο από τα συνολικά έσοδα ανάλογο με το ποσοστό του πληθυσμού τους. Από το 2014, ενώ η KRG κατείχε σχεδόν όλη την πετρελαϊκή υποδομή του βόρειου Ιράκ και πουλούσε αρκετό αργό πετρέλαιο για την αυτοχρηματοδότησή του, η Βαγδάτη σταμάτησε να στέλνει χρήματα. Ωστόσο, η επίθεση της κυβέρνησης του Ιράκ που ανακατέλαβε την πετρελαιοπαραγωγική επικράτεια της KRG τον Οκτώβριο σήμαινε ότι η κουρδική αυτόνομη περιοχή εξαρτάται και πάλι από τη Βαγδάτη για χρηματοδότηση.
4 Περισσότεροι από 1.000 άμαχοι (1.058) σκοτώθηκαν από τις βομβιστικές επιθέσεις της συμμαχίας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, 311 άμαχοι σκοτώθηκαν από το IS και 191 άμαχοι από τις SDF. Οι Τζιχαντιστές έχουν χρησιμοποιήσει πολλούς αμάχους ως ανθρώπινες ασπίδες.
5 Οι πολιτικές του PYD στη Συρία ήταν προβληματικές σε ορισμένα ζητήματα όπως ο προσανατολισμός τηςμη σύγκρουσης με το καθεστώς Άσαντ, η υποστήριξη της ρωσικής παρέμβασης στη Συρία και ακόμη ηεκμετάλλευση στις αρχές του 2016 της ρωσικής βομβιστικής επίθεσης στην επαρχία του Χαλεπιού για να κατακτήσει νέες περιοχές εναντίον του FSA και των ισλαμικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Υπάρχουν επίσης ορισμένες κατηγορίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εναντίον αραβικών πληθυσμών. Επιπλέον, έχει ασκήσει αυταρχικά και κατασταλτικά μέτρα εναντίον άλλων κουρδικών αντίπαλων ομάδων και ακτιβιστών.
6 Το Αφρίν υποδέχτηκε πολλούς εσωτερικά εκτοπισμένους από άλλες περιοχές της χώρας, γεγονός που οδήγησε στον διπλασιασμό του πληθυσμού του στις 400.000 με 500.000, επειδή ήταν σχετικά προφυλαγμένοαπό τον πόλεμο και τις επιθέσεις των δυνάμεων του καθεστώτος Άσαντ.
7 [Σ.τ.Μ.:] Β. Ι. Λένιν, «Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών», στο Β. Ι. Λένιν, Το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, Ειρήνη, Αθήνα 1975, σελ. 127.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου