Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Τριάντα χρόνια από το πογκρόμ σε Σάμπρα και Σατίλα

του Γιάννη Πλάκα
Τριάντα χρόνια από το πογκρόμ σε Σάμπρα και Σατίλα
Σήμερα,  16 Σεπτεμβρίου, συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τις σφαγές των Παλαιστινίων στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Σάμπρα και της Σατίλα. Σφαγές που συγκλόνισαν την υφήλιο και καταχωρήθηκαν στη συλλογική συνείδηση των Παλαιστινίων αλλά και των Αράβων γενικότερα ως  μαύρη σελίδα στην ιστορία τους. Πώς φτάσαμε όμως στα όσα διαδραματίστηκαν στη δυτική Bηρυτό μεταξύ 16-18 Σεπτεμβρίου 1982;

Το 1948, ως αποτέλεσμα του πρώτου αραβοϊσραηλινού πολέμου, 82.000 Παλαιστίνιοι εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους και βρήκαν καταφύγιο στον Λίβανο. Η στάση της λιβανικής πολιτείας απέναντί τους ήταν εξαρχής επιφυλακτική, λόγω των λεπτών δημογραφικών ισορροπιών πάνω στις οποίες στηρίζονταν, και στηρίζεται ακόμα, το πολιτικό σύστημα της χώρας[1]. Έγιναν όμως ευμενώς δεκτοί από την αστική τάξη της χώρας, που βρήκε ένα φθηνό και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στον αγροτικό τομέα. Μετά την άρνηση του Ισραήλ να δεχθεί τα ψηφίσματα του ΟΗΕ περί επιστροφής των προσφύγων (1959), κάτι που άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο μόνιμης εγκατάστασής τους στις χώρες που τους φιλοξενούσαν, η στάση της λιβανικής κυβέρνησης έγινε πιο άκαμπτη, περιορίζοντας κατά πολύ  τα δικαιώματα διαμονής και εργασίας των Παλαιστινίων εκτός των καταυλισμών.
 Το κομβικό όμως χρονικό σημείο για την κλιμάκωση της ένατσης στις σχέσεις των Παλαιστινίων με ένα μεγάλο μέρος Λιβανέζων ήταν ο πόλεμος του 1967 και τα όσα επακολούθησαν. Η ήττα των αραβικών στρατευμάτων μαζικοποίησε το αντιστασιακό κίνημα των Φενταγίν, καθιστώντας  την  ένοπλη αντίσταση εναλλακτική επιλογή για την επίλυση του παλαιστινιακού εθνικού προβλήματος. Η δε εκδίωξη των Φενταγίν από την Ιορδανία το 1970-71 κατέστησε το νότιο Λίβανο την κύρια βάση εξόρμησής τους εναντίον του Ισραήλ. Η τακτική αυτή επιλογή της παλαιστινιακής αντίστασης  τοποθέτησε αμέσως το Λίβανο στην καρδιά της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, αναιρώντας την πολιτική ουδετερότητας που ακολουθούνταν μέχρι τότε. Σύντομα, ο ισραηλινός στρατός θα έβαλλε περιοχές του Νότου όπου βρίσκονταν βάσεις της ΟΑΠ, δημιουργώντας τριβές στις σχέσεις της οργάνωσης με Χριστιανούς αλλά και Σιίτες κατοίκους της περιοχής. Η ιδιότυπη εμπόλεμη κατάσταση στην οποία είχαν εισέλθει οι νότιες επαρχίες της χώρας  άρχισαν να δημιουργούν προστριβές μεταξύ Χριστιανών και Σιιτών, Λιβανέζων και Παλαιστινίων, με τους πρώτους να εγκαταλείπουν τις μεθοριακές περιοχές προς αναζήτηση ασφαλούς καταφυγίου στην ενδοχώρα και τις μεγάλες πόλεις.
Ταυτόχρονα με την εξωτερική πολιτική, η παρουσία της ΟΑΠ επηρέασε και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Η παρουσία της ενέγραψε τον πολιτικό ριζοσπαστισμό σε μια κοινωνία όπου η μορφή του πολιτικού καθεστώτος επέτρεπε τις κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες και αναπαρήγαγε την κυριαρχία των κατεστημένων ελίτ, χριστιανικών και μουσουλμανικών. Το κίνημα κοινωνικής διαμαρτυρίας που εμφανίστηκε από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 εκπροσωπήθηκε πολιτικά από μια σειρά αριστερών και νασερικών/μπααθικών κομμάτων που υποστηρίχθηκαν από την ΟΑΠ λόγω της πολιτικής και ιδεολογικής συγγένειας μαζί τους, αλλά και λόγω της από μέρους τους υποστήριξη της παλαιστινιακής υπόθεσης. Οι εξελίξεις αυτές κλόνισαν τις σχέσεις της παλαιστινιακής ηγεσίας με τους Χριστιανούς της χώρας, κυρίως με αυτούς που συσπειρώνονταν γύρω από το Κόμμα της Φάλαγγας, ένα ακραίο δεξιό κόμμα που δεν ήθελε με κανένα τρόπο τη διατάραξη του status quo, απηχώντας, μεταξύ άλλων, και τις θέσεις της χριστιανικής αστικής τάξης.
 Καθώς οι εξελίξεις οδηγούσαν προς την έκρηξη του εμφυλίου, οι συγκρούσεις μεταξύ Φαλαγγιτών και Παλαιστινίων ήταν συνηθισμένο φαινόμενο και η ΟΑΠ, παρά την επίσημη στάση ουδετερότητας, σύσφιγγε τις σχέσεις της με το Εθνικό Κίνημα, την οργάνωση-ομπρέλα που δημιουργήθηκε στο μεταξύ από τις αριστερές και λοιπές ριζοσπαστικές οργανώσεις της χώρας. Η πρώτη φάση του εμφυλίου βρήκε Παλαιστίνιους και Φαλαγγίτες αντιμέτωπους (Απρίλης-φθινόπωρο 1975), κάτι που θα επαναλαμβανόταν αρκετές φορές μέσα στη δίνη του Eμφυλίου μέχρι και το 1982[2]. Όλο αυτό το διάστημα οι Φαλαγγίτες άρχισαν να έχουν επαφές με τους Ισραηλινούς στη βάση κοινών συμφερόντων, ένα από τα οποία ήταν και η εκδίωξη της ΟΑΠ από τον Λίβανο. Το καλοκαίρι του 1982, ο ισραηλινός στρατός σε συνεννόηση και συνεργασία με τον αρχηγό του ένοπλου τμήματος των Φαλαγγιτών, Μπασίρ Τζουμάγιελ, εισέβαλε στο Λίβανο, με στόχο τη συντριβή της ΟΑΠ. Ο πόλεμος έληξε με την αποχώρηση της ΟΑΠ από τον Λίβανο στα τέλη Αυγούστου και την εγκαθίδρυση του Τζουμάγιελ στη προεδρία του Λιβάνου. Ο τελευταίος δολοφονήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1982.
 Μετά τη δολοφονία του Τζουμάγιελ, οι Παλαιστίνιοι ενοχοποιήθηκαν ως αυτουργοί. Το απόγευμα της 16ης Αυγούστου τμήματα των Λιβανικών Δυνάμεων πιστά στον Ελίας Χομπέικα  μπήκαν στους δυο καταυλισμούς και άρχισαν να δολοφονούν αδιακρίτως τις επόμενες 48 ώρες[3]. Ο ισραηλινός στρατός προσέφερε  υποστήριξη στην επιχείρηση, μεταφέροντας τις δυνάμεις που επιχείρησαν στους καταυλισμούς, ελέγχοντας όλες τις διεξόδους προς αυτές και φωτίζοντας τη νύχτα με βόμβες φωσφόρου προκειμένου να διευκολυνθεί η  επιχείρηση. Στο τέλος των επιχειρήσεων, οι δυο καταυλισμοί είχαν ισοπεδωθεί και οι ανθρώπινες απώλειες ανέρχονταν σε πολλούς εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες Παλαιστινίους[4].
 Ποιος ευθύνεται για το μακελειό στη Σάμπρα και τη Σατίλα; Οι ευθύνες ποικίλλουν και  πρέπει να αναζητηθούν σε πολλές κατευθύνσεις. Καταρχάς ευθύνεται αν όχι όλη, τουλάχιστον η ποιο ακραία πτέρυγα των Λιβανικών Δυνάμεων που βρισκόταν υπό την επιρροή του Χομπέικα, στενού συμβούλου του Μπασίρ Τζουμάγελ. Σύμφωνα με συνεργάτη του ίδιου του Χομπέικα, ο τελευταίος έδωσε διαταγές στους άντρες του να εξολοθρεύσουν τους Παλαιστινίους και να μην κάνουν καμία διάκριση σε ένοπλους και αμάχους, άντρες και γυναίκες[5]. Πρόκειται για απλή πράξη αντεκδίκησης των ανδρών του Χομπέικα για τη δολοφονία του Τζουμάγιελ; Μάλλον η δολοφονία Τζουμάγιελ αποτέλεσε την αφορμή που έψαχναν οι Χριστιανοί για την επιβολή μιας ριζοσπαστικής λύσης στο παλαιστινιακό πρόβλημα του Λιβάνου, προσπαθώντας να προκαλέσουν, με τη βαρβαρότητα που επιδείχθηκε, τη μαζική έξοδο των Παλαιστινίων από τη Βηρυτό και στη συνέχεια από ολόκληρη τη χώρα[6].
 Ευθύνες υπάρχουν βέβαια και στην ισραηλινή πλευρά, η οποία προσέφερε τεχνική υποστήριξη στους ένοπλους χριστιανούς. Εκείνο που δεν είναι ακόμα εξακριβωμένο είναι αν οι τελευταίοι ήταν ενήμεροι και συμφωνούσαν με τα σχέδια Χομπέικα για μαζικές σφαγές στους καταυλισμούς. Η επίσημη ισραηλινή εκδοχή γύρω από τα γεγονότα είναι ότι στους καταυλισμούς ο Αραφάτ είχε αφήσει 2.000 ενόπλους τους οποίους ήθελαν να αφοπλίσουν. Για να μην εισέλθουν οι ίδιοι στους καταυλισμούς, χρησιμοποίησαν τους άντρες του Χομπέικα. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι είχαν δώσει εντολές στον Χομπέικα να συγκεντρώσει όλο τον πληθυσμό στο στάδιο του καταυλισμού, όπου ισραηλινοί ιθύνοντες θα συνελάμβαναν τους παλαιστίνιους μαχητές που ήθελαν, φωτογραφίες των οποίων είχαν δώσει και στους άνδρες του Χομπέικα[7]. Ακόμα όμως και αν δεν γνώριζαν τις προθέσεις του Χομπέικα, ήταν τουλάχιστον τραγικό λάθος να χρησιμοποιήσουν τις συγκεκριμένες ακραίες ομάδες για την εξυπηρέτηση του σκοπού τους, μετά τα όσα είχαν προηγηθεί μεταξύ Παλαιστινίων και Φαλαγγιτών τα προηγούμενα χρόνια. Στα συμπεράσματα αυτά έφτασε ισραηλινή επιτροπή που εξέτασε τα γεγονότα, αναφέροντας στο πόρισμά της ότι ο ισραηλινός στρατός έπρεπε να είχε προβλέψει το πογκρόμ που θα ακολουθούσε τη δολοφονία Τζουμάγιελ, και πως ακόμα όταν έγινε αντιληπτό το τι γινόταν στο εσωτερικό των καταυλισμών δεν προσπάθησαν να το σταματήσουν[8].
Τέλος, ερωτήματα προκύπτουν και για τη στάση του λιβανικού στρατού. Ο Χάτεμ αναφέρει ότι σε σύσκεψη στα γραφεία των Λιβανικών Δυνάμεων, πριν την επιχείρηση,  ανώτατος στρατιωτικός (δεν κατονομάζεται) προσπάθησε να πείσει τον Χομπέικα να μην εισέλθει στους καταυλισμούς. Αν κάτι τέτοιο αληθεύει, ο λιβανικός στρατός δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει το προγκρόμ[9].
Ο Γιάννης Πλάκας είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ και ασχολείται με ζητήματα Μέσης Ανατολής.

[1] Πρόκειται για ένα πολιτικό σύστημα όπου οι πολιτειακές και διοικητικές θέσεις μοιράζονται μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων της χώρας, κυρίως ανάμεσα σε Μαρωνίτες, Σουνίτες και Σιίτες.
[2] Επιλεκτικά να αναφέρουμε την κατάληψη της στρατηγικής συνοικίας Καραντίνα στη Βηρυτό και το θάνατο 1800 Παλαιστινίων τον Ιανουάριο του 1976, τη σφαγή των Χριστιανών από Παλαιστίνιους στην πόλη Νταμούρ ως πράξη αντεκδίκησης μερικές μέρες αργότερα και τη σκληρή σύγκρουση για τον έλεγχο του καταυλισμού Τελ Αλ Ζατάρ, που έπεσε τελικά στα χέρια των Χριστιανών τον Αύγουστο του 1976.
[3] Οι Λιβανικές Δυνάμεις ήταν η ένοπλη πτέρυγα του Κόμματος της Φάλαγγας.
[4]Ο ακριβής αριθμών των θυμάτων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Οι εκτιμήσεις ποικίλουν από 700 έως 3.500 άτομα.
[5] Πρόκειται για τον Ρόμπερτ Χάτεμ, υπεύθυνο ασφαλείας του Χομπέικα. Βλ. το ντοκιμαντέρ The War of Lebanon,  Al Jazeera  productions, 2004, επεισόδιο 10, 00:08:21-00:10:09, 00:36:15-00:37:56
[6] Fawwaz Traboulsi, A History of Modern Lebanon, Pluto Press, 2007, London, σ. 218-219, 273 υποσημείωση 12.  Σύμφωνα με το συγγραφέα, το σχέδιο αυτό ήταν επεξεργασμένο από τον ίδιο τον Τζουμάγιελ ο οποίος πριν δολοφονηθεί ανέφερε στο Σαρόν πως σκόπευε να ισοπεδώσει τη Δυτική Βηρυτό με μπουλντόζες και στη θέση της να εγκαταστήσει εκεί ζωολογικό κήπο ή γήπεδα τένις.
[7] Τα παραπάνω βεβαιώνει τόσο ο ισραηλινός δημοσιογράφος Ιχούντ Γιαρίν, που κάλυπτε τα γεγονότα του πολέμου και βρισκόταν κοντά στη στην ισραηλινή στρατιωτική ηγεσία όσο και ο Ρόμπερτ Χάτεμ. Βλ. The War of Lebanon,  ό.π., 00:06:54-00:10:09, 00:36:15-00:37:56, 00:42:28-00:49:32
[8] Η ισραηλινή εξεταστική επιτροπή συστάθηκε κατόπιν πιέσεως της κοινής γνώμης στο Ισραήλ, μετά τη δημοσιοποίηση των γεγονότων στους καταυλισμούς.
[9] Βλ The War of Lebanon,  ό.π., 00:03:51-00:05:21 ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου