Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Raul Zibechi, Η τέχνη διακυβέρνησης κινημάτων από κυβερνήσεις [1]




  Θα αναδημοσιεύσουμε σε δύο μέρη το κείμενο ''η τέχνη της διακυβέρνησης των κινημάτων'', που καταπιάνεται με τις νέες μορφές κρατικού ελέγχου των κοινωνικών αντιστάσεων, από ένα κράτος που δεν καταστέλλει απλώς, αλλά εισδύει σε ''μοριακό'' επίπεδο στο εσωτερικό των ίδιων των κινημάτων. Η μέθοδος αυτή, προέκταση της κρατικής κυριαρχίας που μεταμορφώνεται σε μια πιο εκλεπτυσμένη διακυβέρνηση, αφορά κατά τον συγγραφέα και τις αυτοαποκαλούμενες ''προοδευτικές αριστερές'' κυβερνήσεις (ή μάλλον, κυρίως αυτές). 
Για το δεύτερο μέρος του κειμένου κλικ εδώ
Από το Raul Zibechi, Αυτονομίες και χειραφετήσεις-Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, εκδόσεις Αλάνα, σελ 287 και επ. 
Η τέχνη της διακυβέρνησης κινημάτων
  Η πολιτική των από κάτω και από τα κάτω έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα από τις αρχές της δεκαετίας του '90 ως σήμερα και έχει διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα στη Λατινική Αμερική, μέρος της οποίας αποτελούν και οι νέες αυτοαποκαλούμενες προοδευτικές και αριστερές κυβερνήσεις. Σε γενικές γραμμές, αυτές οι κυβερνήσεις είναι έμμεση συνέπεια των αγώνων των κινημάτων που απονομιμοποίησαν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο και άνοιξαν έτσι ρωγμές στις μορφές κυριαρχίας. Με αυτές γεννιούνται νέοι τρόποι διακυβέρνησης, ως αποτέλεσμα της δυναμικής των κοινωνικών κινημάτων αλλά και της προσπάθειας των ελίτ να διαχειριστούν την κρίση του κυρίαρχου μοντέλου. Η κατανόηση των «νέων μορφών διακυβέρνησης»*, σε συνθήκες πιο περίπλοκες από αυτές του παρελθόντος, είναι απαραίτητη για την προώθηση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων.
  Καταρχάς, θεωρώ ότι οι νέες μορφές διακυβέρνησης δεν συνιστούν απάντηση στα κινήματα, αλλά κάτι πιο περίπλοκο: είναι το σημείο τομής των κινημάτων (όχι ως οργανώσεων, αλλά σε ό,τι αφορά
την ικανότητα κίνησης και κινητοποίησής τους) και των κρατών. Από αυτή τη «συνάντηση» και την εξέλιξή τηςγεννιούνται σταδιακά οι νέες μορφές διοίκησης κρατών και πληθυσμών. Ακριβέστερα, δεν πρόκειται για ένα ή περισσότερα σημεία συνάντησης αλλά για κάτι μη στατικό, κάτι που βρίσκεται υπό διαρκή κατασκευή και ανακατασκευή. Με άλλα λόγια, οι νέες μορφές διακυβέρνησης δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές ούτε ως ένα είδος μονοδιάστατου δημιουργήματος ούτε ως ένα σταθερό σημείο, αλλά ως μια συλλογική οικοδόμηση εν κινήσει, πράγμα που φιλοδοξώ να αποδείξω παρακάτω.
  Η αναφορά στις νέες μορφές διακυβέρνησης σημαίνει ότι οι παλιές εισήλθαν σε κρίση ή ότι ξεπεράστηκαν από τη δράση οργανωμένων τμημάτων του πληθυσμού, από αυτό που αποκαλούμε κοινωνικό κίνημα.Ωστόσο, μου φαίνεται ότι ο όρος αυτός είναι ολοένα και πιο ακατάλληλος, καθώς δεν κατορθώνει να περιγράψει αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Θα κάνω λόγο λοιπόν, προσωρινά, για «κοινωνίες εν κινήσει», επειδή νομίζω ότι αυτός ο όρος, παρόλο που είναι ασαφής αλλά και χάρη στην ασάφειά του, δεν παραπέμπει σε θεσμούς, δίνει έμφαση στο γεγονός ότι κάτι κινείται και αυτό το κάτι είναι κοινωνίες διαφορετικές από τις κυρίαρχες.
  Αφετηρία για την προσέγγιση των νέων μορφών διακυβέρνησης θα μπορούσε να αποτελέσει μια φράση του Εδουάρδο Ντουάλδε,προέδρου της Αργεντινής που ανέλαβε μετά την εξέγερση της 19ης και 20ής Δεκεμβρίου του 2001: «Δεν μπορείς να κυβερνάς με συνελεύσεις». Αυτό ήταν αλήθεια, αποκάλυπτε όμως και τα όρια του ίδιου του Ντουάλδε, ο οποίος ήταν ικανός μεν να δει το πρόβλημα, επιδίωξε όμως να το επιλύσει ακολουθώντας την παλιά μέθοδο: διώχνοντας τον κόσμο από τον δρόμο, είτε με την καταστολή είτε αποτρέποντας τις διαδηλώσεις.Αυτό όμως που χρειάζονταν οι κυρίαρχες ομάδες ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν απαραίτητος ένας άλλος τρόπος προσέγγισης του «προβλήματος», ο οποίος απαιτούσε μια δέσμη μέτρων που να εκτείνονται από το πεδίο της οικονομικής πολιτικής ως αυτό που θα ονόμαζα «η τέχνη διακυβέρνησης κινημάτων» ή, αν θέλετε, «κοινωνιών εν κινήσει». Αυτή η νέα δέσμη τεχνικών ή μορφών διοίκησης δεν καταργεί τις προηγούμενες, όπως για παράδειγμα τις μεθόδους πειθάρχησης, ούτε τις βάζει στο αρχείο, αλλά τις τοποθετεί, υπό μια έννοια, σε ένα δεύτερο πλάνο.
  Οι μορφές που υιοθετούν τα κατάλοιπα των εθνικών κρατών για τη διακυβέρνηση των κινημάτων δεν είναι ομοιογενείς. Σε γενικές γραμμές, εδώ και μερικά χρόνια εφαρμόζονται δύο διαφορετικοί τρόποι παρέμβασης στα κινήματα: ο πρώτος αφορά τις χώρες που βρίσκονται στην περιοχή των Άνδεων, ειδικότερα δε το Εκουαδόρ και τη Βολιβία, και έχει να κάνει με την αναπτυξιακή βοήθεια. Ο δεύτερος αφορά χώρες όπως η Αργεντινή και η Ουρουγουάη (ίσως και τη Βραζιλία), όπου πλάι στα προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας εμφανίζονται νέες μορφές παρέμβασης στα εδάφη των καταπιεσμένων.Παρ' όλα αυτά, η μία μορφή δεν αποκλείει την άλλη, εμφανίζονται δε και οι δύο ταυτόχρονα σε όλες σχεδόν τις χώρες. Έχουν ως κοινό τους σημείο την ανάγκη να επιχειρήσουν κάτι πιο σύνθετο από την απλή καθυπόταξη των σωμάτων σε έναν κλειστό χώρο, όπως το να κυβερνήσεις έναν πληθυσμό [1] Με την ιδιαιτερότητα όμως τώρα ότι οι πληθυσμοί αυτοί μετακινούνται, κινητοποιούνται και πολύ συχνά συγκροτούν ευρύτερα κινήματα. Η δυσκολία τού να κυβερνάς έγκειται στο ότι τις τελευταίες δεκαετίες στη Λατινική Αμερική οι πληθυσμοί ξεσηκώνονται, εξεγείρονται και, από την εξέγερση του Καράκας το 1989 κι έπειτα, το κάνουν με τρόπο σταθερό και σχεδόν μόνιμο.
  Οι νέες μορφές ελέγχου και αντιμετώπισης των προκλήσεων που θέτουν οι κοινωνίες εν κινήσει, σε αντίθεση με τις προηγούμενες που βασίζονταν στην πειθαρχία -χαρακτηριστικό της αρνητικής και κανονιστικής σκέψης-βασίζονται σε υπαρκτά φαινόμενα και επιδιώκουν «όχι την παρεμπόδιση τους αλλά, αντίθετα, την εμπλοκή στο παιχνίδι άλλων στοιχείων του υπαρκτού, προκειμένου τα φαινόμενα αυτά να αυτοακυρωθούν» (Foucault, 2006, σ. 79). Αντί της απαγόρευσης και της καταστολής επιχειρείται η ρύθμιση της πραγματικότητας, έτσι ώστε κάποια στοιχεία της να επενεργούν σε άλλα και να τα ακυρώνουν. Αυτή η μορφή ελέγχου είναι περισσότερο αναγκαία
 όταν οι καταπιεσμένοι υπερβαίνουν τους πειθαρχικούς κανόνες και όταν αυτό που κινητοποιείται δεν είναι πλέον μεμονωμένα κοινωνικά στρώματα αλλά ολόκληρα κομμάτια του πληθυσμού, τα οποία δεν είναι εφικτό να ελεγχθούν και να εξουδετερωθούν μέσω της καταστολής. Πώς να επιβληθούν άτεγκτοι νόμοι, απαγορεύσεις, σε αυτές τις άλλες κοινωνίες, που είναι ικανές να ανατρέψουν και να ακυρώσουν πραξικοπήματα, καταστάσεις εξαίρεσης και παραδοσιακές μορφές καταστολής;
  Στη νέα αυτή πραγματικότητα το πανοπτικό σύστημα παρακολούθησης καθίσταται παρωχημένο (παρόλο που λειτουργεί, έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι το βασικό μέσο ελέγχου). Αυτό που απαιτείται για τη διακυβέρνηση μεγάλων πληθυσμών είναι μορφές ελέγχου εξ αποστάσεως, πιο διακριτικές, που να στοχεύουν στη «σταδιακή αυτοακύρωση των φαινομένων», γεγονός που απαιτεί με τη σειρά του μια δράση λιγότερο ορατή από αυτήν του κυρίαρχου προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την «υπολογιστική, μελετημένη, αναλυτική και υπολογισμένη» δράση (Foucault, 2006, σ. 95). Οι κυρίαρχες τάξεις πρέπει να ενεργήσουν τώρα στη βάση μιας πλειάδας παραγόντων,όχι όμως από μια θέση εξωτερική -όπως ο Ηγεμόνας του Μακιαβέλι- αλλά από το εσωτερικό των κινημάτων, τα οποία προσπαθούν να τιθασεύσουν ή, καλύτερα, να επαναπροσανατολίσουν προς όφελός τους. Αν στο παρελθόν οι κυρίαρχοι προσπαθούσαν να αποτρέψουν τον ξεσηκωμό των υπηκόων τους, αφού το γεγονός αυτό από μόνο του έθετε υπό αμφισβήτηση την ίδια τους την υπόσταση, τώρα η τέχνη της
διακυβέρνησης περιλαμβάνει, ως μία από τις τεχνικές της, την κοινωνική κινητοποίηση. Αυτή δεν γίνεται, όπως παλιότερα, για τη στήριξη λαϊκών κυβερνήσεων που πιέζονται ασφυκτικά από την ολιγαρχία-όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα- αλλά για την προώθηση «δίκαιων υποθέσεων», όπως εκείνες που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αργεντινή ή ενάντια στην ενδοοικογενειακή βία στην Ουρουγουάη [2] Αυτές είναι, μεταξύ άλλων, μερικές από τις διαφορές ανάμεσα στις παλιές και τις νέες μορφές διακυβέρνησης που προκαλούν τη μεγαλύτερη σύγχυση στους κοινωνικούς ακτιβιστές. Με αυτήν ακριβώς τη συγχυση επιδιώκεται η ακύρωση των φαινομένων μέσα από τα ίδια τα φαινόμενα. Σε ό,τι αφορά την εκ των ένδον παρέμβαση στους καταπιεσμένους, ποιος θα μπορούσε να δράσει αποτελεσματικότερα από τις κυβερνήσεις εκείνες που έχουν προκύψει από τα ίδια τα σπλάχνα των από κάτω, στον βαθμό που αυτές διαθέτουν τη μεγαλύτερη εμπειρíα στην εφαρμογή σύνθετων τακτικών, αντιπροσωπευτικών της αληθινής τέχνης της διακυβέρνησης; Ποιος άλλος πέρα από αυτούς που έχουν διατελέσει μέλη οργανώσεων, με εμπειρία στα κινήματα των καταπιεσμένων θα μπορούσε να εφαρμόσει καλύτερα αυτές τις τακτικές;
  Ακολουθώντας τον Φουκώ, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα «νέα» κράτη υπό τις κυβερνήσεις των Λούλα, Κίρσνερ και Βάσκες, που αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αλλά όχι και τα
μοναδικά, είναι παιδιά της τέχνης της διακυβέρνησης. «Νέα», γιατί δεν έχουμε πλέον ενώπιόν μας κράτη πρόνοιας ή νεοφιλελεύθερα, που βασίζονται στον αποκλεισμό, αλλά κάτι πρωτόγνωρο που, στη βάση του εύθραυστου κληροδοτήματος του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, αναζητεί νέους τρόπους για να κρατηθεί όρθιο, αντλώντας μεγαλύτερη νομιμοποίηση και διασφαλίζοντας έτσι τη μόνιμα επαπειλούμενη επιβίωσή του. Είναι ακριβώς η τέχνη της διακυβέρνησης και συγκεκριμένα της διακυβέρνησης των κινημάτων των από κάτω, αυτό που επιμηκύνει τη ζωή των ετοιμόρροπων εθνικών κρατών.
  Με βάση την πεποίθηση ότι το κράτος δεν είναι ένα πράγμα αλλά ένα σύνολο παγιωμένων κοινωνικών σχέσεων, θεωρώντας εν ολίγοις ότι «το κράτος είναι μια πρακτική» (Foucault, 2006) που αντιτίθεται στη μεταβολή, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω τους δύο τρόπους «διακυβέρνησης των κινημάτων» που στοχεύουν στην ακύρωση των αντισυστημικών τους χαρακτηριστικών. Για την πρώτη περίπτωση, που αφορά τις χώρες των Άνδεων, θα βασιστώ στη βιβλιογραφική ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων. Τη δεύτερη κατηγορία, που αφορά τις χώρες του Νότιου Κώνου, θα την προσεγγίσω μέσα από ένα συγκεκριμένο εγχείρημα με το οποίο διατηρώ εδώ και χρόνια μια σχέση στράτευσης. Η δεύτερη παραδοχή είναι ότι ενώ στον κόσμο των Άνδεων τα προγράμματα αναπτυξιακής συνεργασίας υλοποιούνται εδώ και μια δεκαετία, στον Νότιο Κώνο οι προοδευτικές κυβερνήσεις άρχισαν μόλις πρόσφατα να εφαρμόζουν τα κοινωνικά τους προγράμματα, εξ ου και ο προσωρινός χαρακτήρας των απόψεων που εκθέτω.



Η εμπειρία των Άνδεων:



Η «ενδυνάμωση των οργανώσεων»



  Πριν από είκοσι χρόνια η Αϊμάρα ανθρωπολόγος Silvia Rivera Cusicanqui και η ομάδα του Εργαστηρίου Προφορικής Ιστορίας των Άνδεων κατήγγειλαν τον ρόλο των αναπτυξιακών προγραμμάτων και των ΜΚΟ στην αποδόμηση των κοινοτήτων των Άνδεων στα βόρεια του Ποτοσί (Βολιβία). Η έρευνα αναφέρεται «στην κολοσσιαία κοινωνική και πολιτισμική παρερμηνεία που, στο όνομα της ανάπτυξης, έκανε τις ΜΚΟ να προσπαθούν να μετασχηματίσουν την "παρωχημένη" οργανωτική δομή των άιγιου **, στο βόρειο Ποτοσί, με την πρόθεση να επιταχύνουν τη μετάβαση τους στην οικονομική και εμποροκρατική ορθολογικότητα για να πετύχουν τελικά, μέσω αυτής, ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν, την επιθυμητή αλλά επίπλαστη οικονομική ευμάρεια» (Rivera Cusicanqui, 1992, σ. 7).
  Οι ΜΚΟ, σύμφωνα με την έρευνα, ποτέ δεν κατάλαβαν ή δεν θέλησαν να καταλάβουν ότι η κυκλοφορία του χρήματος στις κοινότητες δεν επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η οικονομία τους, την οποία η συγγραφέας αποκαλεί «εθνοτική οικονομία» [3]. Επιπλέον, δεν αντιλήφθηκαν ότι «το χρήμα κυκλοφορεί στο εσωτερικό της εθνοτικής οικονομίας ως χρηστική αξία, η διαδρομή του οποίου καθώς και οι κανόνες της συναλλαγής καθορίζονται από τις αρχές
της κουλτούρας και της συγγένειας» (Harris, 1987, σ. 154). Αυτή η πραγματικότητα είναι ασύλληπτη με βάση τη λογική της ανάπτυξης, η οποία όπου υπάρχει χρήμα βλέπει την αγορά και στοχεύει στη
διεύρυνση των εμπορευματικών στοιχείων της κοινοτικής οικονομίας για την υπέρβαση αυτοΰ που εκλαμβάνει ως εγγενή «περιορισμό» του ιθαγενικοϋ κόσμου. Δεδομένου όμως ότι τα προγράμματα
δεν καλύπτουν όλες τις οικογένειες, το χειρότερο είναι ότι δημιουργούνται ανισότητες στους κόλπους των κοινοτήτων, κάτι που, μαζί μετην εμπορευματοποίηση, επισπεύδει την αποδόμησή τους.
Στα συμπεράσματα της συγκεκριμένης έρευνας αναφέρονται έξι προβλήματα που προκάλεσαν τα αναπτυξιακά προγράμματα βόρειατου Ποτοσί: διαβρώθηκαν οι κοινότητες και, ως εκ τούτου, «οι αυτόνομοι χώροι αναπαραγωγής των ενδογενών μορφών κοινωνικήςκαι παραγωγικής οργάνωσης»· εμπορευματοποιήθηκαν οι κοινότηχες-άιγίον με συνέπεια να εξερτώνται από τις εξωτερικές εμπορικέςσυναλλαγές και να χάσουν την αυτονομία τους· εφαρμόστηκαν εταιρικά οργανωτικά μοντέλα που προκάλεσαν συγκρούσεις μεταξύ τωνγενεών, διαχωρισμούς και σύγχυση και υποβάθμισαν την κοινοτικήδημοκρατία· υπονομεύθηκαν οι ικανότητες αυτοδιαχείρισης, σε σημείο που «για τα άιγιον είναι σήμερα πιο δύσκολο να αντιμετωπίσουν την ξηρασία ή άλλες παρόμοιες καταστροφές»· χάθηκε η πολιτισμική τους ταυτότητα* τέλος, τα άιγιου έγιναν ευάλωτα «ως προς την πολιτική αφομοίωση και τη χειραγώγηση των αναγκών τους, γεγονός που διευκόλυνε την πολιτισμική διείσδυση της κυρίαρχης κοινωνίας των κρεολών σε αυτά» (Harris, 1987, σ. 191-192).
  Αν και αυτά συνέβαιναν ήδη από τη δεκαετία του '80, το πρόβλημα επιδεινώθηκε σημαντικά την επόμενη. Στην Βολιβία, οι εκατό πε-ρίπου ΜΚΟ στις αρχές της δεκαετίας του '80 ανήλθαν σε 530 στιςαρχές του '90. Στο Εκουαδόρ, η κατάσταση είναι παρόμοια: στα μέσα της δεκαετίας του '90 υπήρχαν 519 ΜΚΟ, από τις οποίες το 73% δημιουργήθηκε μεταξύ 1981 και 1994, δηλαδή «ταυτόχρονα με τηνεφαρμογή των προγραμμάτων διαρθροπικών αλλαγών, που άρχισαν να δοκιμάζονται ήδη από το 1982» (Bretón, 2001, σ. 240). Με το πέρασμα του χρόνου, οι χρηματοδότες και οι σχεδιαστές των προγραμμάτων από το εξωτερικό προχώρησαν ακόμα περισσότερο και χρησιμοποίησαν τις αυξανόμενες ΜΚΟ ως βάση για τη διεύρυνση του κύκλου εργασιών τους. Αυτό το βήμα το έκαναν πρώτη φορά στο Εκουαδόρ, σε μια κρίσιμη εποχή -στα μέσα της δεκαετίας του '90- κατόπιν διαλόγου με τις ιθαγενικές οργανώσεις περί ενός νέου μοντέλου συνεργασίας. Ο διάλογος κατέληξε στη δημιουργία, το 1998, τουΠρογράμματος Ανάπτυξης των Ιθαγενών και Μαύρων Λαών του Εκουαδόρ. 
  Η συζήτηση γύρω από την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός θεσμού όπως το PRODEPINE αρχίζει έναν χρόνο μετά την εξέγερση των ιθαγενών, το 1994, η οποία έκανε για δεύτερη φορά τα θεμέλια
του κράτους του Εκουαδόρ να τρίζουν και έναν χρόνο μετά από τη στιγμή που ένας στρατός από ιθαγενείς Μάγιας -πολΰ βορει-ότερα- στην Τσιάπας, αντέδρασε παίρνοντας τα όπλα ενάντια
στον οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό αποκλεισμό στον οποίο τους καταδίκαζε το λαμπερό νεοφιλελεύθερο Μεξικό (...) Εκείνη την εποχή οι σχεδιαστές των αναπτυξιακών
προγραμμάτων επιδίωξαν την ενίσχυση των οργανώσεων ως μιαστρατηγική ενάντια στον αποκλεισμό και, παρεμπιπτόντως, ως έναν έμμεσο τρόπο ενσωμάτωσης και αποδυνάμωσης των αναδυόμενων κοινωνικών κινημάτων. (Bretón, 2001, σ. 234-235)
  Το PRODEPINE θεωρείται από την Παγκόσμια Τράπεζα-η οποία τοδημιούργησε και το χρηματοδοτεί- ως ένα από τα πιο επιτυχημένα τηςπρογράμματα. Αποτελεί μια εξέλιξη παλαιότερων προγραμμάτων,όπως για παράδειγμα του μεξικανικού PRONASOL. Σε αντίθεση με αυτό, το PRODEPINE δεν συνδέεται με κρατικούς οργανισμούς αλλά απευθύνεται με άμεσο τρόπο στις ιθαγενικές οργανώσεις αποσκοπώντας στην «ενίσχυση της οργανωτικής ικανότητας» για την «ενδυνάμωση (empoderamiento) των αποκλεισμένων» (Bretón, 2001, σ. 232).
  Ας δούμε αναλυτικότερα κάποια χαρακτηριστικά του προγράμματος και τα αποτελέσματά του.
«Ποτέ άλλοτε δεν είχε υπάρξει μια πρωτοβουλία τόσο αποκεντρωμένη και συμμετοχική, που να παρακινεί σε τέτοιο βαθμό τις Δευτεροβάθμιες Οργανώσεις (Oganizaciones de Segundo Grado) να προσανατολίσουν και να διαχειριστούν το μέλλον των θυγατρικών τους οργανώσεων», υποστηρίζει ο ισπανός ανθρωπολόγος Víctor Bretón (2001, σ. 233). Το πρόγραμμα δεν υποκαθιστά τις κοινωνικές
οργανώσεις αλλά, αντίθετα, τις τοποθετεί στο επίκεντρο. Είναι αυτές που προβαίνουν στη «διάγνωση» των αναγκών τους. Το PRODEPINE «περιορίζεται στο να καταθέτει την επιχορήγηση στον λογαριασμό μιας οργάνωσης, να της παρέχει μεθοδολογία και να παρακολουθείτην εξέλιξη του προγράμματος, ενώ η οργάνωση προσλαμβάνει δικούς της ή εξωτερικούς τεχνικούς», σύμφωνα με την αξιολόγηση του Γενικού Διευθυντή του PRODEPINE (Bretón, 2001, σ. 233). Στη συνέχεια, η Δευτεροβάθμια Οργάνωση υλοποιεί το πρόγραμμα. Έτσι, οι οργανώσεις είναι αυτές που έχουν τον έλεγχο των μελλοντικών παρεμβάσεων στα εδάφη τους, «μαθαίνουν» να θέτουν προτεραιότητες,
να προσλαμβάνουν τεχνικούς και να υλοποιούν το πρόγραμμα, «καθώς το PRODEPINE δεν συμμετέχει στην υλοποίηση του. Διευκολύνει, συνοδεύει, καταρτίζει, συμβουλεύει και χρηματοδοτεί, επιλύει προβλήματα, αλλά αυτές που υλοποιούν είναι οι Δευτεροβάθμιες Οργανώσεις» (Bretón, 2001, σ. 233-234).Όπως μπορούμε να δούμε, η μεθοδολογία εργασίας έχει αλλάξει δραστικά. Το PRODEPINE έχει ανοίξει επτά γραφεία στο Εκουαδόρ και είναι οι οργανώσεις, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε πριν, αυτές που έρχονται σε επαφή με το πρόγραμμα. Βέβαια, το PRODEPINEαξιολογεί την «ποιότητα» των οργανώσεων, επιλέγει αυτές που πληρούν τους όρους για την ανάληψη ενός προγράμματος και, σε όσεςυστερούν, «παρέχεται ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για την ενίσχυση της οργανωτικής τους ικανότητας» (Bretón, 2001, σ. 234).
  Αξίζει να παρατηρήσουμε το γεγονός ότι η Παγκόσμια Τράπεζαέφτασε στο σημείο να προωθεί «τη συμμετοχή της κοινότητας» -πουπάντοτε έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο-θέτοντάς την στο επίκεντρο των
ενδιαφερόντων της. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις και τις αδυναμίες των κρατικών θεσμών-οι οποίες ευθύνονται για την αποτυχία του μεξικανικού εγχειρήματος- και να
προχωρήσει απευθείας στο ζητούμενο, δηλαδή στις οργανωμένες κοινωνικές βάσεις. Στις αξιολογήσεις, τα προβλήματα των προγραμ-μάτων που υλοποιούνται στο πλαίσιο του μεξικανικού PRONASOL σχετίζονται με «τη γραφειοκρατία, τον συγκεντρωτισμό της πληροφορίας στα τεχνικά όργανα και στην επιβολή αυτών εις βάρος τωνφυσικών ηγεσιών των οργανώσεων» (Díaz Polanco, 1997, σ. 120). Πράγματι, σύμφωνα με τον συγγραφέα αυτόν:



η αποτυχία ή η περιορισμένη αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων ως προς την επίτευξη ουσιαστικών και μακροπρόθεσμων στόχων σχετίζεται με την ισχνή οικονομική οργάνωση των κοινοτήτων και των ιθαγενών λαών. Ειδικά σε τοπικό επίπεδο (...) η κοινή ανεπάρκεια οργάνωσης σε αυτό το επίπεδο λειτουργεί αρνητικά σε ό,τι αφορά την ανεύρεση από τους υπεύθυνους των προγραμμάτων (αν πραγματικά το αναζητούν) ενός κοινωνικού υποκειμένου -αντιπροσωπευτικού, με νομιμοποίηση και ηθικό βάρος μες στις κοινότητες- που να εξασφαλίζει τη λειτουργία τους. (Díaz Polanco, 1997, σ. 124)



  Έτσι εξηγείται και η πολιτική «ενίσχυσης των οργανώσεων», που αντανακλάται στην αριθμητική αύξηση των Δευτεροβάθμιων Οργανώσεων, οι οποίες, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, αποτελούντον παράγοντα που «εξασφαλίζει τη λειτουργία» των κοινωνικών κρατικών προγραμμάτων.
  Η πολιτική «ενίσχυσης των οργανώσεων», πέρα από την κάλυψητων θεσμικών ελλείψεων επιδιώκει την επίλυση των προβλημάτωνδιακυβέρνησης, όταν οι εξεγέρσεις των από κάτω έχουν πια καταλαγιάσει, επηρεάζοντας τα υποκείμενα που συμμετείχαν σ' αυτές. Στο σημείο αυτό παρατηρούμε δύο φαινόμενα. Το πρώτο αφορά τιςΜΚΟ, στις οποίες καταγράφονται σημαντικές αλλαγές στη δεκαετίατου '90. Συνοψίζοντας, εγκατέλειψαν τον διεκδικητικό τους ρόλο και μετατράπηκαν σε συνεργάτες των κρατών και των κυβερνήσεων. Ειδικεύονται πλέον στη διαμεσολάβηση στις κοινωνικές υποθέσεις, στη διαχείριση και προώθηση της λαϊκής συμμετοχής σε τοπικό επίπεδο,χωρίς όμως να θέτουν υπό αμφισβήτηση τις μακροοικονομικές πολιτικές διαρθρωτικών αλλαγών. Το δεύτερο φαινόμενο αφορά την αύξηση των Δευτεροβάθμιων Οργανώσεων, τις οποίες χρησιμοποιούνοι ΜΚΟ ως εργαλείο για τον έλεγχο της «αναπτυξιακής βοήθειας».
  Ο Víctor Bretón μελετά την περίππωση του Γουαμότε, στα νότια του Τσιμποράσο, μια επαρχία του Εκουαδόρ με μεγάλο ποσοστό ιθαγενι-κού πληθυσμού που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις δυο ιθαγενικές εξεγέρσεις (το 1990 και το 1994). Η ανάγκη των αναπτυξιακών φορέων(ΜΚΟ) να διαθέτουν συνομιλητές οδήγησε στη δημιουργία πολυάριθμων Δευτεροβάθμιων Οργανώσεων. Με μόλις 28 χιλιάδες κατοίκους,στα τέλη της δεκαετίας του '90 στην περιοχή λειτουργούσαν 128
Πρωτοβάθμιες και 12 Δευτεροβάθμιες Οργανώσεις, «που αποδέχονταν τη διαδοχή και επιβολή διαφόρων εξωτερικών παρεμβάσεων, δη-μόσιων αλλά και ιδιωτικών» (Bretón, 2001, σ. 173). Αν και το Γουαμότε είναι ο δήμος με τις περισσότερες οργανώσεις στις Άνδεις του Εκουαδόρ και συγκαταλέγεται στους έξι πρώτους ως προς το πλήθος τωνπαρεμβάσεων από ΜΚΟ, η φτώχεια εξακολουθεί να είναι τεράστια(89% των οικογενειών), έχει το υψηλότερο ποσοστό παιδικής θνησιμότητας (122,6 στις χίλιες γεννήσεις) και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστάχρόνιου υποσιτισμού σε παιδιά κάτω των πέντε ετών. Αυτό αποδεικνύει το πόσο ελάχιστα αποτελεσματική είναι η αναπτυξιακή συνεργασία.
  Παρ' όλα αυτά, θα πρέπει να αναζητήσουμε την επιτυχία του PRODEPINE σε άλλους παράγοντες. Ο Bretón διατυπώνει έξι θέσειςσε ό,τι αφορά την επίδραση του μοντέλου στα ιθαγενικά κινήματα
(2001, σ. 246-248). Πρώτον, οι Δευτεροβάθμιες Οργανώσεις προέκυψαν ως συνέπεια της δράσης εξωτερικών φορέων και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν «απόρροια ενός υποτιθέμενου πνεύματος κοινοτισμού στην περιοχή των Άνδεων». Δεύτερον, ο συγγραφέας συναρτά «την αυξημένη παρουσία των αναπτυξιακών θεσμών με την ισχυρή οργανωτική συγκρότηση του ιθαγενικού πληθυσμού» διαπιστώνει όμωςότι προκαλούνται πολλές διασπάσεις στις οργανώσεις με σκοπό τηνπροσέλκυση και αξιοποίηση των εξωτερικών πόρων. Τρίτον, κάθε Δευτεροβάθμια Οργάνωση ανταγωνίζεται τις άλλες προσπαθώντας«να διασφαλίσει, να διατηρήσει και να αυξήσει την "πελατεία της"».Σε κάθε μία διαμορφώνονται ελίτ και ηγέτες που απομακρύνονταιολοένα και περισσότερο από τις βάσεις τους. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία εχθρικών σχέσεων μεταξύ των οργανώσεων και μεταξύτων ακτιβιστών. «Ακριβώς όπως οι ΜΚΟ ανταγωνίζονται η μία την άλλη, με τρόπο που παραπέμπει στη θεωρία του Δαρβίνου, για τον προσεταιρισμό των Δευτεροβάθμιων Οργανώσεων -δεδομένου ότι αυτέςαποτελούν αναπτυξιακούς φορείς που νομιμοποιούν τη θεσμική τους δράση- και για την απορρόφηση διεθνών πόρων, που εξ ορισμού είναιελάχιστοι, έτσι και οι Δευτεροβάθμιες Οργανώσεις ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να γίνουν οι ευνοούμενες της δράσης των ΜΚΟ».
  Η τέταρτη και πέμπτη θέση του Bretón είναι αυτές που μας ενδιαφέρουν περισσότερο. Εξ αιτίας της δράσης των ΜΚΟ, η μαχητική ηγεσία των Δευτεροβάθμιων Οργανώσεων αντικαθίσταται από μια
πιο τεχνοκρατική, που ενδιαφέρεται για την εμβέλεια των προγραμμάτων. Οι ηγέτες τους μετασχηματίζονται, κατά τον συγγραφέα σε «τοπικούς άρχοντες νέου τυπου» καθώς έχουν την εξουσία να μεταβιβάζουν τα προνόμια που απορρέουν από την υλοποίηση των αναπτυξιακών
προγραμμάτων, γεγονός που ευνοεί τις πελατειακές σχέσεις. Έτσι, το κύρος των ηγετών δεν σχετίζεται πλέον από το αν είναι καλοί αγωνιστές, μαχητικοί και αφοσιωμένοι στον αγώνα, αλλά από την ικανότητά τους να εξασφαλίζουν πόρους. «Η ίδια η αναπαραγωγή τους ως ηγετών εξαρτάται επίσης από την επιτυχία του διαχειριστικού τους έργουκαι από την ικανότητά τους να αναπτύσσουν με τις θυγατρικές οργανώσεις ένα λίγο ως πολύ σύνθετο πλέγμα παροχής εξυπηρετήσεων με αντάλλαγμα κάποια μελλοντική υποστήριξη» (Bretón, 2001, σ. 248).
  Τέλος, οι ηγέτες που διαμορφώνονται στα σπλάχνα των Δευτεροβάθμιων Οργανώσεων τείνουν να «συγκρούονται με τις αρχές των κοινοτήτων», προκαλώντας έτσι μεγάλες διασπάσεις στο εσωτερικό του κινήματος. Το αποτέλεσμα -στην περίπτωση του Εκουαδόρ- ήταν η ενσωμάτωση των ηγετών και η διάσπαση της CONAIE***. Τον Αύγουστο του 2001 η κυβέρνηση διόρισε υπουργό Κοινωνικής Πρόνοιαςτον πρίοην ηγέτη της CONAIE, Βάργκας. Η CONAIE και η ECUARUNARI
(οργάνωση των Κέτσουα των Άνδεων) αντιτάχθηκαν, αλλά δήμαρχοι και άλλες εκλεγμένες ιθαγενικές αρχές ήταν υπέρ αυτού του διορισμού «ο οποίος θα άνοιγε τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης, που τόσο έχουν ανάγκη οι δήμοι» (Guerrero και Ospina, 2003, σ. 252). Με το πέρασμα του χρόνου, έγινε φανερό το πολιτικό κόστος αυτών των προγραμμάτων και είναι λίγοι σήμερα αυτοί που αμφιβάλλουν ότι «στόχος της κυβέρνησης είναι να υλοποιήσει έργα και προγράμματαμε αντάλλαγμα την αποτροπή των εξεγέρσεων» (Guerrero και Ospina, 2003, σ.253).
  Με την κυβέρνηση του Αούσιο Γκουτιέρες, ο οποίος έφτασε στο κυβερνητικό μέγαρο με τη στήριξη του ιθαγενικού κινήματος, η κατάσταση είχε ήδη χειροτερέψει σημαντικά. Η κυβέρνηση εφάρμοσε μιαφιλόδοξη πολιτική που είχε στόχο να εξουδετερώσει τα κινήματα των ιθαγενών μέσω μιας τριπλής στρατηγικής: διάσπαση, καταστολή και ενσωμάτωση. Κατά την περίοδο που η CONAIE συνεργαζόταν με τηνκυβέρνηση, αυξήθηκαν οι παροχές σης κοινότητες με άμεσο τρόπο,χωρίς τη διαμεσολάβηση των οργανώσεων τους, κυρίως στην Αμαζονία και την Ακτή του Ειρηνικού, με σκοπό να απομονώσουν την περισσότερο μαχητική και συγκροτημένη οργάνωση της περιοχής τωνΆνδεων (ECUARUNARI). Αλλά όταν η CONAIE αποχώρησε από την κυβέρνηση του Γκουτιέρες κατηγορώντας τον ότι πρόδωσε τη λαϊκή εντολή, η απάντηση του κράτους ήταν να διορίσει τον Βάργκας, ένανσημαντικό ηγέτη της CONAIE, ως υπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας. Με αυτόν τον τρόπο ο Γκουτιέρες προσπάθησε να αποδιοργανώσει το κίνημα και, κυρίως, να το διασπάσει, αφοΰ ο Βάργκας ανήκε στην οργάνωση της Αμαζονίας, την οποία το κράτος και οι ΜΚΟ-στον βωμό της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και ακολουθώντας την τακτική της συνεργασίας-υποταγής, προσπάθησαν να απομονώσουν από το εθνικό ιθαγενικό κίνημα. Ο διορισμός του ήταν ένα σκληρό χτύπημα για την CONAIE, δεδομένου ότι είχε υπάρξει ο πιο διακεκριμένος ηγέτης της οργάνωσης και έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης. Η παρέμβασή του σε μια συνέλευση της αμαζονικής συνομοσπονδίας CONFENIAE είναι αποκαλυπτική της δράσης του: «Δεν βρίσκομαι εδώ για να διασπάσω το ιθαγενικό κίνημα, αλλά γιατί η κυβέρνηση επιθυμεί να ενισχύσει τους ιθαγενείς λαούς (...) Γι' αυτό έχω έτοιμη μια επιταγή 300 χιλιάδων δολαρίων (...) 118 χιλιάδες για κάθε εθνότητα».Ως συνέπεια, η ηγεσία της οργάνωσης διασπάστηκε και η συλλογικότητα αφομοιώθηκε και ενσωματώθηκε δια της συνεργασίας.
  Η CONAIE έπιασε πάτο τον Ιούνιο του 2004, όταν κάλεσε σε κινητοποιήσεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση και δεν εισακούστηκε από την πλειοψηφία των κοινοτήτων. Το ρήγμα ανάμεσα στις βάσεις και τους ηγέτες ποτέ δεν ήταν τόσο βαθύ. Το βάρος της αποτυχίας λειτούργησε σαν ένα σήμα κινδύνου για την οργάνωση, ηοποία συγκάλεσε το Δεύτερο Συνέδριό της -τον Δεκέμβριο του2004-για να προσπαθήσει να βρει εκ νέου τον προσανατολισμό της.Ε πικράτησε η πρόταση αντικατάστασης της ηγεσίας και επιστροφή των ιδρυτών της. Ανάμεσά τους ήταν και ο Αουίς Μάκας, ο οποίος εκλέχτηκε επικεφαλής της CONAIE για να ανακτήσει η οργάνωσητην εύθραυστη ικανότητα της να κινητοποιεί τον κόσμοι Η διάσπαση παρ' όλα αυτά ήταν πολύ κοντά, καθώς πολλά μέλη της που συνεργάζονταν με την κυβέρνηση απειλούσαν με αποχώρηση και με «επανίδρυση της CONAIE».
  Το Συνέδριο προσδιόρισε τα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να έχουν οι υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου. Οι όροι που τέθηκαναντανακλούν την αποτίμηση που έγινε ως προς τα αίτια της κρίσης:
οι υποψήφιοι θα έπρεπε να στηρίζονται από τις βάσεις, να παραιτηθούν από τις θέσεις τους στις ΜΚΟ και σε άλλα ιδρύματα, να μηνέχουν συμμετάσχει στην κυβέρνηση μετά το τέλος της συμμαχίας με αυτήν και να μην κατηγορούνται για δολοπλοκίες εις βάρος της οργάνωσης. Με αυτόν τον τρόπο η CONAIE επιδίωκε την επανάκτηση της αυτονομίας της και τον έλεγχο των ηγετών από τις βάσεις, όπως παλιά. Η νέα ηγεσία επιχείρησε, στην ανάλυσή της, να κατανοήσειαυτό που είχε συμβεί. Πρώτον, έγινε σαφές ότι «το ιθαγενικό κίνημαδεν έχει διαμορφώσει μια δική του πολιτική θεωρία». Δεύτερον, εκφράστηκαν αμφιβολίες για τη χρησιμότητα της συμμετοχής στα θε-σμικά όργανα του κράτους, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Γκουτιέρες «ξεκίνησε μια πορεία ατυχούς συμμετοχήστους θεσμούς, που κατέστησε φανερή τη στρατηγική διάσπασης τουκινήματος» (Cauja, 2004). Αμφισβητήθηκε ακόμη και η ίδια η ύπαρξη ενός κινήματος όπως το Pachakutik, δημιούργημα της CONAIE το1996 προκειμένου να συμμετάσχει στις εκλογές.
  Το «άνοιγμα» των κρατικών θεσμών προς τους ιθαγενείς αποτελεί μέρος της ίδιας στρατηγικής με αυτήν της αναπτυξιακής συνεργασίας.Με άλλα λόγια, οι δύο πολιτικές αλληλοσυμπληρώνονται στον βαθμό που επιδιώκουν τη δημιουργία μιας ηγεσίας αποκομμένης από τιςβάσεις και εξειδικευμένης στο να διαχειρίζεται τομείς του κρατικού μηχανισμού. Μετά από όσα συνέβησαν στα τέλη της δεκαετίας του '90 και σης αρχές του νέου αιώνα, δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι «υπήρξε εσκεμμένα μια στρατηγική "παραπλανητικού ανοίγματος" με σκοπό την ακύρωση των αντισυστημικών χαρακτηριστικώνενός κινήματος που αμφισβητούσε, από την ίδρυση του, τα θεμέλιατης κυριαρχίας και του αποκλεισμού» (Guerrero και Ospina, 2003, σ.252). Μολονότι η CONAIE κατάφερε να ξεπεράσει εν μέρει τις αδυναμίες της με την εξέγερση του Μαρτίου του 2006 ενάντια στο ΣύμφωνοΕλευθέρου Εμπορίου με τις ΗΠΑ, εξακολουθεί ακόμα να αντιμετωπί-ζει πολύ μεγάλες δυσκολίες. Για να ξανασταθεί στα πόδια της ως οργάνωση, το 2005 η ηγεσία της CONAIE επέστρεψε στις κοινότητες.Οργανώθηκαν περισσότερα από 200 εργαστήρια γύρω από το θέματου Συμφώνου - ο Μάκας συμμετείχε σε 150 τουλάχιστον- και η CONAIE εξαφανίστηκε από το πολιτικό σκηνικό του Εκουαδόρ γιατί ηηγεσία της είχε επιστρέψει στη βάση. Αυτή η εξαφάνιση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της επέτρεψε να αναδιοργανωθεί από τα κάτω. Η εντύπωση μου είναι ότι τα προγράμματα αναπτυξιακής συνεργασίας ήταν καθοριστικό εργαλείο στη «διακυβέρνηση» των κινημάτων, καθώς συνέβαλαν στην εμφάνιση μιας πλειάδας ηγετών-υπαλλήλων (καθηγητές, κρατικοί υπάλληλοι και τεχνικοί αναπτυξιακών προγραμμάτων) οι οποίοι αλλοίωσαν τη μορφή των κινημάτων. Αναφέρομαι σ' αυτούς που άνοιξαν τον δρόμο τόσο στις νέες μορφέςαφομοίωσης όσο και στην ένταξη των κινημάτων σε κρατικούς θεσμούς, υπερτονίζοντας το βάρος των εκλογικών διαδικασιών στηνπολιτική πρακτική.
  Μια εμπειρία από τον Νότιο Κώνο: η παρέμβαση στο έδαφος. Ας επιστρέψουμε στη φράση του πρώην προέδρου της Αργεντινής,Ντουάλδε: «Δεν μπορείς να κυβερνάς με συνελεύσεις». Καθώς το πλήθος καταλαμβάνει μαζικά τους δρόμους το βράδυ της 19ης Δεκεμβρίου του 2001 και καταλύει το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, γίνεται φανερό ότι η στρατηγική της παρεμπόδισης των συνελεύσεων καθίσταται ανώφελη. Οι συνελεύσεις είναι μια πραγματικότητα. Η τέχνη της διακυβέρνησης, δηλαδή η λογική του κράτους, υπαγορεύει εφεξής την ανάγκη διακυβέρνησης των συνελεύσεων ή, εν πάση περιπτώσει, την επινόηση μιας στρατηγικής με βάση την οποίακάποιοι παράγοντες θα επενεργούν σε άλλους και θα τους ακυρώνουν. Με άλλα λόγια, αν με την καταστολή οι συνελεύσεις δυναμώνουν, ποια θα έπρεπε να είναι η απάντηση; Υπάρχουν πολλά επίπεδα δράσης.Από τη μία, απαιτείται να γίνει μια προσεκτικότερη διαχείριση της οικονομίας, αυτό που θα ονομάζαμε «καλή διακυβέρνηση», έτσι ώστε να μην αναγκάζεται ο κόσμος να βγαίνει στους δρόμους και να παίρνει πρωτοβουλίες για να επιβιώσει, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να αποκτήσουν -ή αποκτούν- χαρακτηριστικά αυτονομίας, ενίοτε δε μετατρέπονται και σε μορφές αντίστασης.
  Από την άλλη, το κράτος αρχίζει να υιοθετεί μερικές από τις πρωτοβουλίες της βάσης, τις επαναπροσδιορίζει και τις στρέφει προς άλλη κατεύθυνση. Εμφανίζονται έτσι προγράμματα στους δήμους παρόμοια με αυτά των συνελεύσεων (παιδικοί σταθμοί, συσσίτια), με αποτέλεσμα
κάποιοι να απομακρύνονται από τις συνελεύσεις, καθώς διαπιστώνουν ότι ο Δήμος ή οι ΜΚΟ τα υλοποιούν πιο αποτελεσματικά και επιπλέον διαθέτουν περισσότερους οικονομικούς πόρους από το κίνημα. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν είναι πρωτόγνωρο. Υπάρχουν όμως τώρα νέες πρωτοβουλίες που ανήκουν στην ίδια λογική «ενίσχυσης των οργανώσεων» και προωθούνται από κυβερνήσεις που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές και αριστερές, όπως η κυβέρνηση της Ουρουγουάης.
  Ας πάρουμε ένα παράδειγμα πολύ συγκεκριμένο: μια περιοχή στην περιφέρεια του Μοντεβιδέο που ονομάζεται Μπάρος Μπλάνκος. Είναι ένα είδος «γραμμικής πόλης», καθώς έχει αναπτυχθεί κατά μήκος ενός αυτοκινητοδρόμου που οδηγεί στα βορειοδυτικά τηςπόλης και εκτείνεται από το 22ο ως το 29ο χιλιόμετρο. Η περιοχή αυτή, στην οποία ζουν περίπου 35 χιλιάδες άνθρωποι, είναι μία από τις
φτωχότερες της χώρας. Αποτελείται από τριάντα αυτοσχέδιους οικισμούς, που δημιουργήθηκαν πρόσφατα και σε πολύ σύντομο χρονικόδιάστημα. Πολλές οικογένειες ήρθαν εδώ επειδή αναγκάστηκαν να φύγουν από κεντρικότερα σημεία της πόλης λόγω της ανεργίας και του κλεισίματος των εργοστασίων.
  Η νέα κυβέρνηση του Frente Amplio αποφάσισε να εφαρμόσει το «Πρόγραμμα Έκτακτης Ανάγκης», το οποίο στοχεύει στην αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας, της αποκαλούμενης «ανέχειας»: αφορά 320 χιλιάδες ανθρώπους (86 χιλιάδες νοικοκυριά), δηλαδή το 10% του πληθυσμού της χώρας, η οποία έχει συνολικά 800 χιλιάδες (φτωχούς. Το πρόγραμμα προβλέπει τη χορήγηση επιδόματος σε 76 χιλιάδες νοικοκυριά (το επίδομα ονομάζεται «εισόδημα του πολίτη» και ανέρχεται στα 50 δολάρια για κάθε οικογένεια). Επιπλέον, υπάρχουν προγράμματα πιο εξειδικευμένα, όπως το «Εργασία για την Ουρουγουάη» (εποχιακή απασχόληση για επτά χιλιάδες νοικοκυριά σε έργα στην κοινότητα) και το «Οδός Εξόδου» (κάτι παρεμφερές, που καλύπτει επτάμισι χιλιάδες νοικοκυριά και περιλαμβάνει «κατάρτιση» σε εργαστήρια και ομάδες υπό την ευθύνη ΜΚΟ και πανεπιστημίων).
  Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκε το Υπουργείο Κοινωνικής Ανάπτυξης, το οποίο διευθύνει η Μαρίνα Αρισμέντι, γενική γραμματέας του Κομουνιστικού Κόμματος. Σε όλους τους τομείς του υπουργείου βρίσκονται επικεφαλής επώνυμοι διανοούμενοι της αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών παλαιών συναγωνιστών.
  Εκτός από αυτά τα γενικά προγράμματα, το υπουργείο έχει να επιδείξει καινοτόμο έργο σε επίπεδο «εδάφους». Για τον λόγο αυτό ιδρύθηκαν οι Υπηρεσίες Προσανατολισμού, Συμβουλευτικής Υποστήριξης και Εδαφικής Συνάρθρωσης (ΥΠΣΥΕΣ), οι οποίες λίγους μήνες πριν είχαν στον τίτλο τους τον όρο «Οικογενειακής Συνάρθρωσης» αντί για «Εδαφικής». Αυτή είναι μια σημαντική αλλαγή
από μια προοδευτική κυβέρνηση. Γιατί «εδαφικής»;
  Σε όλη τη χώρα έχουν δημιουργηθεί 75 ΥΠΣΥΕΣ σε φτωχές περιοχές, μέσω των οποίων το Υπουργείο Κοινωνικής Ανάπτυξης παρέχει υπηρεσίες, με διάφορους τρόπους, σε 617 χιλιάδες άτομα.
  Έχουμε δηλαδή μία ΥΠΣΥΕΣ για κάθε εννιά χιλιάδες άτομα. Στο Μπάρος Μπλάνκος υπάρχουν τρεις ΥΠΣΥΕΣ. Κάθε μία απευθύνεται σε δέκα χιλιάδες άτομα, αλλά καθώς εξυπηρετούν μόνο πολύ
φτωχές οικογένειες, στην πραγματικότητα υπάρχει μια για κάθτέσσερις με πέντε χιλιάδες κατοίκους. Πρόκειται για μια δουλειά σε μικρο-επίπεδο.




* Αποδίδεται ως «μορφή διακυβέρνησης» το ισπανικό «gobernabilidad», το οποίο, κυριο-
λεκτικά, σημαίνει «κυβερνησιμοτητα». {σ.τ.μ.)
 1. Σχετικά μ' amó, μεγάλο μέρος της παρούσας εργασίας βασίζεται στο εργο του Μισέλ
Φουκοΰ, Seguridad, territorio, población, Μπουένος Άιρες, Fondo de Cultura Económica
2006.
2. 0 δήμος του Μοντεβίδεο, στον οποίο κυβερνούσε η δεξιά, κάλεσε σια τέλη του 2006 τον
κόσμο σε κοινωνική διαμαρτυρία ενάντια στην ενδοοικογενειακή βία.
** Ayllu: πρόκειται για μια μορφή διευρυμένης οικογενείας γυρω από την οποία οργανώ-νεται η κοινωνική και πολιτική ζωή, σε εδάφη τα οποία αποτελούν συλλογική ιδιοκτη-σία των μελών της. Απαντάται στην περιοχή των Ανδεων και έλκει την καταγωγή τηςαπό την εποχή των Ίνκας. {σ.τ.μ.)
3. Ο όρος προέρχεται από την εργασία της Olivia Harris, Economía Étnica, Αα Πας,
Hisbol 1987, στην οποία υποστηρίζει ότι η κυκλοφορία των προϊόντων και του χρήματοςπραγματοποιείται έξω από τα πλαίσια της αγοράς.
4. Ό.π. Υπογράμμιση δική μου.
*** CONAIE: Confederación de Nacionalidades Indígenas del Ecuador (Συνομοσπονδία
Ιθαγενών Εθνοτήτων του Εκουαδόρ). {σ.τ.μ.)
5. Monica Chuji Gualinga, «Asamblea extraordinaria de la CONFENIAE», 3 Σετττεμβρίου
2004, στο: www.alainet.org.
6. Raúl Zibechi, «Los límites del neoliberalismo», La Jomada, 3 Ιανουαρίου 2005.
7. «Perfil de los candidatos(as) al Consejo de Gobierno de la CONAIE», στο:
www.ecuarunari.org.
8. «Entre los remordimientos y el análisis del levantamiento del 7 de junio de 2004»,
Editorial OTOπεριοδικό No 63 (Ιούνιος 2004). Στο:
http://icci.nativeweb.org/.
9. Raúl Zibechi, «Dilemas electorales de la CONAIE», La Jomada, 14 Απριλίου 2006.
http://bestimmung.blogspot.gr/2014/07/raul-zibechi-1.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου