Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Raul Zibechi, Η τέχνη διακυβέρνησης κινημάτων από κυβερνήσεις [2]




Για το πρώτο μέρος του κειμένου κλικ εδώ 
  Η «θεωρητική» ανάλυση
  Η ίδια η υπουργός εξήγησε τους λόγους για τους οποίους έγινε αυτή η αλλαγή από το οικογενειακό στο εδαφικό: «Οι ΥΠΣΥΕΣ λειτουργούν ως οργανισμοί που υφαίνουν τον κοινωνικό ιστό σε ένα συγκεκριμένο έδαφος και συναρθρώνουν τις διάφορες υπηρεσίες. Το έργο τους είναι να συντονίζουν και να υφαίνουν τον κοινωνικό ιστό εκεί όπου υπάρχουν προβλήματα και ανάγκες (...) να δημιουργούν δηλαδη ένα δίκτυο κοινωνικής προστασίας σε μια συγκεκριμένη εδαφική περιοχή». Η έννοια της «δημιουργίας ιστού» συνίσταται «στην προώθηση της οργανωμένης συμμετοχής του κόσμου, μέσα από τις λεγόμενες Ομάδες Περιφερειακού Συντονισμού. Σε αυτές συμμετέχουνγείτονες, σχολεία, πολυκλινικές κ.λπ. Έργο τους είναι η κατάρτισηπρογραμμάτων, τα οποία χρηματοδοτούνται από το INFAMILIA (πρόγραμμα του υπουργείου για την παιδική και εφηβική ηλικία)» [10]
  Στην ίδια παρέμβαση η υπουργός ανέφερε ότι στο έδαφος συγκλίνουν το κράτος (δήμοι, υπουργεία) με την οργανωμένη κοινωνία,«της οποίας εσείς αποτελείτε μέρος. Όπως επίσης αποτελείτε μέρος-προσέξτε πόσο ενδιαφέρουσα είναι αυτή η διαδικασία- της θεσμικότητας του κράτους». Εξήγησε ακόμη την αντικατάσταση του όρου «οικογενειακής» από το «εδαφικής», λέγοντας ότι «υφαίνουμε, συναρθρώνουμε και εργαζόμαστε όλοι μαζί (...) στο έδαφος, που είναι το μέρος όπου στην πραγματικότητα βρίσκεται η ζωή, και γι' αυτό, αν η ζωή βρίσκεται εκεί, εκεί ακριβώς θα πρέπει να δράσουμε» [11].
  Με τη σειρά του, ο διευθυντής του INFAMILIA, Χούλιο Μπάνγκο, (κοινωνιολόγος, μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Frente Amplio), πρώην πρόεδρος μιας ΜΚΟ για νέους, αποφάνθηκε ότι: «Οι ΥΠΣΥΕΣ είναι η φωνή του εδάφους, οι οργανισμοί που παρέχουν υπηρεσίες για παιδιά και εφήβους σε επίπεδο εδάφους και που προωθούν τη συμμετοχή των πολιτών». Σε μια προηγούμενή του εργασία, ο Μπάνγκο υποστηρίζει ότι η κρίση του κράτους πρόνοιας έχει ως συνέπεια τη δημιουργία νέων μορφών συσχέτισης μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών» (Bango, 2000). Πιστεύει ότι οι αντισταθμιστικές πολιτικές έχουν αποτύχει εξ αιτίας της μη συμμετοχής των δικαιούχων και ότι για να είναι αποτελεσματικές δεν θα πρέπει να βασίζονται στις ανησυχίες των ιθυνόντων του κράτους αλλά «στις προσδοκίες των νέων». Τονίζει ότι είναι σημαντικό «να σκεφτόμαστε την πολιτική από την πλευρά των υποκειμένων πρώτα και όχι από την πλευρά των παρεχομένων υπηρεσιών ή αυτών που θαμπορούσαν να προσφερθούν». Πιστεύει ότι αυτό είναι εφικτό μέσα από «συμμετοχικές, διαδραστικές τεχνικές διαγνωστικού τύπου, όπως είναι οι ομάδες εμψύχωσης και δημιουργίας κινήτρων».
  Σε συνάρτηση με όλα τα παραπάνω, ασκεί κριτική στους τεχνοκράτες, υπερασπίζεται την κουλτούρα των νέων ως σημείο αφετηρίας, το δε τοπικό ως τον ιδανικό χώρο για «την ανανέωση του οργανωτικού τους ιστού» και την προώθηση των συμφερόντων των νέωνπου επενδύουν στο συλλογικό. Και συνεχίζει, εισάγοντας την έννοια της διαφοράς: «Το όφελος από τη σύμπραξη των κρατικών φορέων για τη νεολαία με τις οργανώσεις των νέων έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι και οι δυο πλευρές δημιουργούν συναινέσεις έχοντας ως αφετηρία την αποδοχή της διαφοράς, την αναγνώριση των πολλαπλών ταυτοτήτων και την εξυπηρέτηση διαφορετικών συμφερόντων» (Bango, 2000) [12]
   Γι' αυτό, οι κρατικοί φορείς δεν θα πρέπει να περιοριστούν στην παροχή υπηρεσιών αλλά «να επιδιώξουν τη συμμετοχή των νέων στην κατάρτιση του προγράμματος, προκειμένου αυτό να προσαρμόζεται και να εντάσσεται στη ζωή τους». Αυτό σημαίνει ότι κατά τον προγραμματισμό θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι «διαφορετικές αξίες, τα κίνητρα, οι πολιτιστικές παραδόσεις και οι ευαισθησίες που επανακαθορίζουν το ίδιο το περιεχόμενο της παρεχόμενης υπηρεσίας, εξειδικεύοντάς την και καθιστώντας την πιο αποτελεσματική». Αυτή τη στρατηγική προτείνει για την ένταξη των νέων στη διαμόρφωση ενός προγράμματος για την κοινωνία, μέσω μιας πολιτικής «διαλογικής» (ακολουθώντας τον Habermas) και δημοκρατικής (αναγνώριση της διαφορετικότητας).
  Ο Μπάνγκο πραγματοποιεί μια ανάλυση που δεν είναι καθόλου οικονομιστική ή φονξιοναλιστική. Τονίζει ότι «οι αλλαγές στην κοινωνική δομή της Ουρουγουάης και η αυξανόμενη κοινωνική πολυμορφία έχουν υπερβεί τις δυνατότητες των θεσμών που ήταν υπεύθυνοι για την
προώθηση διαδικασιών κοινωνικής ένταξης» (Bango, 1999) [13]. Θεωρεί ως εκ τούτου το φαινόμενο της φτώχειας ως ένα σύνθετο οικονομικό,κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο και προσπαθεί να στοχαστεί πάνω στο «πρόβλημα» του στιγματισμού της διαφορετικής συμπεριφοράς. Γι' αυτό ισχυρίζεται ότι μόνο με τη συνεισφορά της κοινωνίας των πολιτών είναι δυνατόν να ξεπεραστεί ο αποκλεισμός και θεωρεί ότι είναι απαραίτητος «ο πρωταγωνιστικός ρόλος των νέων», η πλειοψηφία των οποίων ζει στη φτώχεια. Πώς θα συμβεί αυτό; Μέσα από «τη δημιουργία χώρων αλληλεπίδρασης των φορέων παροχής υπηρεσιών και των δικαιούχων τους, καθώς και με τη γνώση και την αναγνώριση των διαφορετικών πραγματικοτήτων και καταστάσεων των νέων».

  Οι μορφές εργασίας

  Οι ΥΠΣΥΕΣ χρηματοδοτούνται από τη Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης με σαράντα εκατομμύρια δολάρια, ενώ η εθνική κυβέρνηση τις συγχρηματοδοτεί με άλλα πέντε εκατομμύρια. Αλλά το πιο σημαντικό είναι το μοντέλο εργασίας. Σε κάθε περιοχή οι ΥΠΣΥΕΣ δημιουργούν τις Ομάδες Περιφερειακού Συντονισμού στις οποίες συμμετέχουν γείτονες καθώς και δημόσιοι και ιδιωτικοί οργανισμοί. Σε μια τυπική ομάδα συναντιούνται τα σχολεία της περιοχής, οι Εκκλησίες,
τα Κέντρα Στήριξης της Οικογένειας και των Παιδιών, ομάδες γυναικών, επιτροπές γειτόνων, επιτροπές προώθησης δημόσιων έργων,στεγαστικοί συνεταιρισμοί, πολιτιστικοί και αθλητικοί σύλλογοι και σύλλογοι συνταξιούχων. Σε μια γειτονιά για την οποία διαθέτουμε έγκυρα στοιχεία, από τις είκοσι ουλλογικότητες που συμμετέχουν στις ΥΠΣΥΕΣ, οι έντεκα περίπου αποτελούν μέρος αυτού που θα αποκαλούσαμε κοινωνικό κίνημα. Οι υπόλοιπες είναι Εκκλησίες,σχολεία και πολυκλινικές. Επίσης, συμμετέχουν μεμονωμένα άτομα.

  Οι ΥΠΣΥΕΣ λειτουργούν με δημοκρατικό τρόπο και κάθε μία διοικείται από μία ΜΚΟ. Στο Μπαρος Μπλάνκος υπάρχουν οι εξής οργανώσεις: «Ζωή και Εκπαίδευση» και «Μαζί Είμαστε Περισσότεροι». Η τελευταία έχει την ιδιαιτερότητα ότι προέκυψε «από τα κάτω» -ως αποτέλεσμα μιας επίμονης δουλειάς στην περιοχή- και το ότι συμμετέχουν σε αυτήν κυρίως φτωχές γυναίκες από τη γειτονιά. Κά-θε ΥΠΣΥΕΣ έχει έναν προϋπολογισμό που εγκρίνεται από το Υπουργείο Κοινωνικής Ανάπτυξης και τον οποίο διαχειρίζονται ΜΚΟ, τα λεγόμενα Κεφάλαια Εδαφικών Επενδύσεων, ύψους τριών χιλιάδων δολαρίων το τρίμηνο. Δεν είναι μεγάλο το ποσό, αλλά πρόκειται για μικρές περιοχές, των τεσσάρων χιλιάδων περίπου κατοίκων. Μετά από εκτενή συζήτηση, η Ομάδα Περιφερειακού Συντονισμού αποφασίζει με ψηφοφορία σε τι θα τα «επενδύσουν». Κάποιες ΥΠΣΥΕΣ έχουν δώσει και όνομα στον εαυτό τους. Μία απ' αυτές επέλεξε ένα πολύ χαρακτηριστικό: «Είμαστε μια περιοχή εν κινήσει».Ένα στοιχείο που αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι οι ΥΠΣΥΕΣ «πραγματοποιούν μια συμμετοχική διάγνωση» των αναγκών της περιοχής. Στο Μπάρος Μπλάνκος έκαναν μια εξαιρετική δουλειά, πηγαίνοντας από δρόμο σε δρόμο και καταγράφοντας τις ανάγκες, αυτά που οι ίδιοι οι ακτιβιστές της περιοχής έκριναν ότι είναι αναγκαία. Ένα άλλο στοιχείο είναι οι υπάλληλοι, στην πλειοψηφία τους γυναίκες εργαζόμενες σε ΜΚΟ, με κοινά περίπου χαρακτηριστικά: νέες (περίπου 30 χρόνων), με ολοκληρωμένη ή μη πανεπιστημιακή εκπαίδευση και, κυρίως, με μεγάλη εμπειρία σε (ρτωχές περιοχές, είτε ως εργαζόμενες σε ΜΚΟ είτε ως κοινωνικές αγωνίστριες ή και τα δύο μαζί. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιούν τις τεχνικές της λαϊκής εκπαίδευσης -οι ΥΠΣΥΕΣ λειτουργούν σε ολομέλειες και εργαστήρια-χρησιμοποιούν μαρκαδόρο και χαρτί, καθώς και τεχνικές ομαδικής συμμετοχής.

  Με βάση αυτές τις περιγραφές, θα ήθελα να προβώ σε μερικές παρατηρήσεις:

  1. Τα Γραφεία Περιφερειακού Συντονισμού λειτουργούν πράγματι ως «συντονιστικά», παρόμοια ή ολόιδια με τις συντονιστικές επιτροπές που συγκροτούνται και αγωνίζονται για συγκεκριμένα αιτήματα (φως, νερό, εργασία, δρόμοι, ζητήματα υγιεινής). Για να είμαστε ακριβείς, η ιδέα προέρχεται από εκεί. Είναι οι λεγόμενες «ζωντανές δυνάμεις», ό,τι πραγματικά δραστηριοποιείται στην περιοχή και πρόκειται σίγουρα για ανθρώπους αριστερούς και προοδευτικούς, που δουλεύουν εδώ και πολύ καιρό στις φτωχότερες γειτονιές.

  2. Ο τρόπος δράσης και λήψης αποφάσεων είναι ο ίδιος σχεδόν με αυτόν που ακολουθούν τα κινήματα στις συντονιστικές τους συνεδριάσεις. Όλα τίθενται υπό συζήτηση, μπαίνει ακόμη και το θέμα της οριζοντιότητας. Υπάρχουν βέβαια άτομα που θέτουν τις κατευθύνσεις (οι εργαζόμενες στις ΜΚΟ) καθώς και τοπικές ηγετικές μορφές ή αγωνιστές, οι οποίοι όμως δεν επιβάλλονται, γίνεται συζήτηση μέχρι να φτάσουν σε συναίνεση. Αφού αποφασίσει η συνέλευση πού θα χρησιμοποιηθούν τα χρήματα, απομένει μόνο η έγκριση από το Υπουργείο Κοινωνικής Ανάπτυξης, η οποία όμως είναι δεδομένη. Αν παρατηρήσουμε φωτογραφίες των συναντήσεων, όχι μόνο των ΥΠΣΥΕΣ μιας περιοχής αλλά και των υπουργείων, θα δούμε ότι κάθονται σε κύκλο και δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε αν πρόκειται για ένα κοινωνικό κίνημα, για συνεδρίαση μιας ΜΚΟ ή για σύσκεψη σε υπουργείο.Γενικά, χρησιμοποιούν τη μεθοδολογία της λαϊκής εκπαίδευσης, κάτι στο οποίο θα πρέπει να εμβαθύνουμε. Στην Ουρουγουάη, όπως και σε όλη την περιοχή, η λαϊκή εκπαίδευση γεννήθηκε προς το τέλος των δικτατοριών, στα τέλη δηλαδή της δεκαετίας του 70 και στις αρχές του '80. Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν νόμιμα κόμματα και, επιπλέον, ο ιεραρχικός τρόπος άσκησης της πολιτικής βρισκόταν σε κρίση. Οι ΜΚΟ κάλυψαν το κενό που υπήρχε, χρησιμοποιώντας μια μεθοδολογία «συμμετοχική» και δημοκρατική, ακολουθώντας δηλαδή μια καινοτόμο πολιτική διαδικασία. Οι περισσότερες ΜΚΟ που ασχολούνται με το θέμα της φτώχειας και εμφανίστηκαν σαν τα μανιτάρια στο τέλος των δικτατοριών έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της λαϊκής εκπαίδευσης. Μέσα από αυτήν συγκροτήθηκαν γενιές ακτιβιστών με δράση σε επίπεδο εδάφους, καθώς δεν υπήρχαν ούτε κόμματα αλλά ούτε συνδικάτα και το έδαφος, ως το λιγότερο ελεγχόμενο πεδίο,τους άφηνε μεγάλα περιθώρια δράσης. Στις ΜΚΟ διαμορφώθηκε για πρώτη φορά ένας μεγάλος αριθμός ακτιβιστών έξω από κόμματα και Εκκλησίες, αλλά στο ίδιο μήκος κύματος με αυτά. Ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω στο θέμα της φτώχειας και μάλιστα,δεδομένης της ανυπαρξίας του κράτους, το έκαναν πολύ καλά.Στη συνέχεια διασταυρώθηκαν με τους δήμους και τις κυβερνήσεις, τώρα δε και με τις προοδευτικές κυβερνήσεις. Δεν είναι του παρόντος να το αναπτύξω, αλλά οι ΜΚΟ είναι η πηγή ενέργειας αυτών των κυβερνήσεων και ταυτόχρονα συνέβαλαν στην ανέλιξη και τη στήριξή τους. Θέλω να τονίσω ότι οι ΜΚΟ, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος τους, αποτελούν κατά κάποιον τρόπο μέρος του κοινωνικού κινήματος, τουλάχιστον του θεσμικού του σκέλους. Και αυτό προκαλεί μια μεγάλη δόση σύγχυσης και ασάφειας.

  3. Οι υπάλληλοι των ΥΠΣΥΕΣ, των ΜΚΟ και του Υπουργείου Κοινωνικής Ανάπτυξης είναι, όπως είπαμε, νέοι και νέες με αγωνιστικό πνεύμα, με υψηλή μόρφωση, γνωρίζουν τις αρχές της λαϊκής εκπαίδευσης και προωθούν την κοινωνική οργάνωση της βάσης για να αντιμετωπίσουν τοπικά θέματα και μόνο -ποτέ εθνικά- καθώς δεν αμφισβητούν τις κεντρικές πολιτικές. Το έργο των ΥΠΣΥΕΣ κάθε περιοχής συντονίζεται από το Υπουργείο Κοινωνικής Ανάπτυξης. Υπάρχει δηλαδή ένας έλεγχος από τα πάνω, ο οποίος όμως δεν είναι ένας έλεγχος παραδοσιακού τύπου. Είναι στο πνεύμα της λαϊκής εκπαίδευσης και έχει «συμμετοχικό» χαρακτήρα.
  Πολλές συντρόφισσες των ΥΠΣΥΕΣ και των ΜΚΟ του Μπάρος Μπλάνκος είναι επίσης κοινωνικές αγωνίστριες της Διαρκούς Συνέλευσης Γειτονιάς και Κοινωνικών Οργανώσεων που υπάρχει
στην περιοχή. Η Διαρκής Συνέλευση αποτελεί έναν χώρο για την οργάνωση της δράσης σε επίπεδο εδάφους και συνενώνει όλες τις γειτονιές. Οι εργαζόμενες στις ΜΚΟ συμμετέχουν στη Συνέλευση,
γεγονός γενικά αποδεκτό, αν και για τους πιο πολιτικοποιημένους μοιάζει αντιφατικό. Ωστόσο, επειδή είναι στρατευμένες σε αυτό που κάνουν και αφιερώνουν πολλές ώρες εργασίας χωρίς καμία
αμοιβή, δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν το ζήτημα αυτό. Είναι δηλαδή ταυτόχρονα υπάλληλοι σε ΜΚΟ και ακτιβίστριες, προωθούν και την οργάνωση τους και τη συμμετοχή των γειτόνων. Προσέξτε ότι υπάρχει κι εδώ μια μεγάλη δόση σύγχυσης και ασάφειας.

  Ελπίζω με τα παραπάνω να έγινε κάπως σαφές ότι αυτή η εδαφικά επικεντρωμένη δράση συναρθρώνει το κράτος με τα κινήματα, αλλά μέσω αυτής της συνάρθρωσης το κράτος τα ρυθμίζει, τα ελέγχει με έμμεσο τρόπο και εξ αποστάσεως, χρησιμοποιώντας τις μορφές αγώνα των αγωνιστούν και τις τεχνικές της λαϊκής εκπαίδευσης.

  Οι γνώσεις

  Όλες οι ΥΠΣΥΕΣ διαθέτουν έναν χάρτη και μια λεπτομερή μελέτη ποσοτικού χαρακτήρα, που τους παρέχει το κράτος: πληθυσμός, ηλικίες, επίπεδα φτώχειας, εκπαίδευση, γεννήσεις. Στη συνέχεια, αναλύουν την πραγματικότητα των παιδιών και των νέων: επανάληψη τάξης, σχολική εγκατάλειψη, αναπηρίες και οι λεγόμενοι «κρίσιμοι τομείς»: κατοικία, οικογένεια, εκπαίδευση, υγεία. Όλα αυτά αποτελούν μέρος μιας λεπτομερούς χαρτογράφησης, που συμπεριλαμβάνει την εξέλιξη των διαφόρων μεταβλητών κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Πρόκειται για καθαρή στατιστική, μια «επιστήμη» που είναι εκ φύσεως κρατική και που διευκολύνει τη λεπτομερή γνώση του κυβερνώμενου πληθυσμού.Υπάρχουν όμως και άλλες ποιοτικές προσεγγίσεις, που δεν εξαρτώνται από τη στατιστική αλλά διαμορφώνονται συμμετοχικά μέσα από τις τεχνικές της λαϊκής εκπαίδευσης. Τέσσερις κοινωνικοί λειτουργοί που εργάζονται στο Μπάρος Μπλάνκος εκπόνησαν μια μελέτη ποιοτικού χαρακτήρα με τη συμμετοχή νέων και θέμα την επικοινωνία, τις κουλτούρες της νεολαίας και την εκπαίδευση (Gradin, 2005).Αυτή η εργασία είχε ως σκοπό της «να ανακαλύψει και να γνωρίσει τους χώρους συνάντησης των νέων, τους κώδικες επικοινωνίας, τις ιδιαίτερες πρακτικές τους, τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούν σχέσεις μέσα και έξω από την ομάδα», έτσι ώστε «να δομηθούν γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στους φορείς παροχής υπηρεσιών και τους νέους». Χρησιμοποιούν ολόκληρο το φάσμα των τεχνικών της λαϊκής εκπαίδευσης, για να «προωθήσουν την ανάπτυξη των νέων, προάγοντας τη δημιουργικότητα και τη συμμετοχή τους σε συγκεκριμένα προγράμματα» και επιδιώκοντας «την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και του διαλόγου πάνω σε θέματα του ενδιαφέροντός τους».

  Ένα από τα αποτελέσματα ήταν ότι μερικές δεκάδες νέων εκπαιδεύτηκαν στην επικοινωνία. Πήραν μέρος αυτοί που είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με τις συλλογικές διαδικασίες, δηλαδή οι μη «πε-
ριθωριοποιημένοι», ή οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,όχι οι πιο φτωχοί αλλά ένας είδος ελίτ των φτωχών, που είναι τα άτομα με τα οποία δουλεύουν οι ΜΚΟ. Έμαθαν να αναλύουν άρθρα,
να φτιάχνουν εφημερίδες και βίντεο και να ερευνούν τις κουλτούρες των νέων της γειτονιάς. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί στην πραγματικότητα εκπαιδεύτηκαν ως ηγέτες της περιοχής, αλλά το έκαναν σε εξωγενείς χώρους που είχαν δημιουργήσει οι ΜΚΟ και είχε χρηματοδοτήσει το κράτος.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφερθώ στην εμπειρία μου από τη λαϊκή εκπαίδευση. Πέρα από κάποιες ενδιαφέρουσες μεθόδους που ενισχύουν τη συμμετοχή ατόμων που σε γενικές γραμμές δυσκολεύονται να συμμετάσχουν, ποτέ δεν προσπάθησε να ξεπεράσει τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου. Αντίθετα μάλιστα, με «ήπιο» αλλά σταθερό τρόπο παγιώνει αυτη τη διαίρεση. Από αυτό αντλώ δύο προσωρινά συμπεράσματα, καθώς θεωρώ ότι εκκρεμεί μια αξιολόγηση του ρόλου της λαϊκής εκπαίδευσης στη Λατινική Αμερική. Το προ        είναι ότι, με το να διατηρεί και να παγιώνει τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου, η λαϊκή εκπαίδευση είναι χρήσιμη στο κράτος, τα κόμματα, τώρα δε και στις νέες μορφές διακυβέρνησης. Γι' αυτό τον λόγο άλλωστε υιοθετήθηκε χωρίς επιφύλαξη από τις νέες κυβερνήσεις και απ' όλο το θεσμικό πλαίσιο. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι στοχεύει στη διαμόρφωση νέων στελεχών και κινηματικών ηγετών, ατόμων δηλαδή ειδικευμένων στο να καθοδηγούν τις «μάζες».Η λαϊκή εκπαίδευση, μαζί με τις ΥΠΣΥΕΣ και τις ΜΚΟ, απευθύνεται σε ένα μικρό μόνο τμήμα νέων, στους «προνομιούχους» που έχουν πρόσβαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εκείνους που δεν είναι «περιθωριοποιημένοι» και δεν αντιμετωπίζονται ως «προβληματικοί» από το κομμάτι της νεολαίας που συμμετέχει σε χώρους-δημιουργήματα των ΜΚΟ [14]. Αυτοί συμμετέχουν στα προγράμματα επιμόρφωσης, προγράμματα που απευθύνονται μόνο σε όσους καλούνται να γίνουνοι συνομιλητές των ΜΚΟ και όσων εφαρμόζουν τις νέες μορφές διακυβέρνησης στη βάση, στα εδάφη της φτώχειας. Ένα παράδειγμα:
όταν πραγματοποιούν συμμετοχικά τη διάγνωση των αναγκών της περιοχής και παραδίδουν τον κατάλογο με αυτές τις ανάγκες στις ΜΚΟ (και αυτές με τη σειρά τους στο υπουργείο), τότε, όσοι συμμετέχουν σ' αυτή τη διαδικασία αποκτούν περισσότερες γνώσεις από τους άλλους, γνώσεις που διαθέτουν αποκλειστικά και μόνο οι νέοι αυτοί ακτιβιστές και οι οποίες, στη συνέχεια, χρησιμοποιούνται για την καθοδήγηση του συνόλου.

Η διακυβέρνηση κινημάτων

  Το Υπουργείο Κοινωνικής Ανάπτυξης της Ουρουγουάης επιδιώκει τη συγκρότηση κινημάτων. Όχι οποιουδήποτε τύπου αλλά εκείνων που επιτρέπουν στο κράτος και τους θεσμούς του να τα χειρίζεταιαπό τα μέσα. Με εργαλείο τις ΥΠΣΥΕΣ και τις ΜΚΟ, το κράτος επενεργεί στα κινήματα, τα αναδιαμορφώνει και με αυτόν τον τρόπο τα κυβερνά. Στην καθημερινή πρακτική των Ομάδων Περιφερειακού Συντονισμού, που είναι εγχειρήματα συμμετοχικά και με οριζόντια,μερικές φορές, λειτουργία, φτιαγμένα από τα πάνω και ως εκ τούτου χωρίς αυτονομία, «αναπτύσσεται το κράτος μέσα στη συνειδητή πρακτική των ατόμων» (Foucault, 2006, σ. 209).
  Συνοπτικά, θα υπογράμμιζα έξι σημεία αναφορικά με τη δράση του κράτους σε επίπεδο εδάφους και τις συνέπειές της στα κινήματα:

  1. Μέσα από τους μηχανισμούς των ΥΠΣΥΕΣ δημιουργείται ένας χώρος αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο κράτος και σε τμήμα της κοινωνίας εν κινήσει. Αυτός ο χώρος που δεν είναι ακριβώς κοινωνικός, αλλά ούτε και ο παραδοσιακά κρατικός, επιτρέπει τη διασύνδεση του κράτους με τα κινήματα μέσα από μια σταθερή και μόνιμη συλλογική πρακτική. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή την πρακτική, νέα διακυβέρνηση.ανήκουν στο περιθώριο και «κλέβουν». Οι «τσετος» λένε ότι θέλουν να «σπουδάσουν και να γίνουν κάποιοι στην ζωή», πάνε στο Γυμνάσιο, συμμετέχουν στις συναντήσεις των ΜΚΟ και χειρίζονται το διαδίκτυο.

  2. Αυτή η πρακτική κατανέμει πόρους, χτίζει γνώσεις και διαχειρίζεται καταστάσεις που επηρεάζουν τον πληθυσμό. Θέλω να τονίσω ότι δεν πρόκειται για μια διακυβέρνηση που οικοδομείται από το κράτος και υιοθετείται παθητικά από τα κινήματα αλλά,αντίθετα, επιδιώκεται, και κατά κάποιον τρόπο επιτυγχάνεται, η από κοινού οικοδόμηση στον ίδιο χώρο και χρόνο. Για να γίνει αυτό εφικτό δεν είναι απαραίτητη η αφομοίωση μεμονωμένων ατόμων -άλλωστε αυτό θα ήταν αντιπαραγωγικό- αλλά η κοινή δράση. Γι' αυτό, τον πιο σημαντικό ρόλο τον διαδραματίζουν τα στελέχη των ΜΚΟ, σε χώρους όπου συναντιούνται οι πραγματικοί αγώνες με τις πρακτικές της λαϊκής εκπαίδευσης.

 3. Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι μια αποδοχή εκατέρωθενΤο κράτος αποδέχεται τον ρόλο του εδάφους και των κινημάτων με δράση σε επίπεδο εδάφους και αυτά με τη σειρά τους αναγνωρίζουν τον νέο ρόλο του κράτους. Και μαζί, στη βάση της αμοιβαίας αποδοχής, δημιουργούν κάτι καινούριο, δημιουργούν τις νέες μορφές διακυβέρνησης. Απ' αυτή την άποψη,δεν υπάρχει καμία σύγκρουση ανάμεσα στα επίπεδα «μικρό-»και «μακρό-» και κανένα χάσμα ανάμεσά τους. Το να αντιληφθούμε αυτό που συμβαίνει σε μικρο-επίπεδο μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τις νέες μορφές διακυβέρνησης.

 4. Οι πρακτικές των ΥΠΣΥΕΣ ενισχύουν την αντίληψη ότι το «κράτος λειτουργεί ως αρχή μέσω της οποίας καθίσταται κατανοητή η πραγματικότητα» (Foucault, 2006, σ. 328). Η διάγνωση των αναγκών μιας γειτονιάς, όσο συμμετοχικά κι αν διενεργείται, αποτελεί μια προσπάθεια κατανόησης της γειτονιάς μέσα από μια κρατική ματιά, στη βάση αυτού που οι τεχνικοί αποκαλούν «ελλείψεις». Γι' αυτό τον λόγο το κράτος οικειοποιείται αυτά τα δεδομένα, όπως διαμαρτύρονται πολλοί οργανωμένοι κάτοικοι της γειτονιάς. Υιοθετείται η λογική του κράτους, καθώς η διατήρηση του κράτους αποτελεί τον κυρίαρχο στόχο. Με άλλα λόγια, όλη αυτή η δράση προσπαθεί να αποτρέψει αυτό που θα μπορούσε να συμβεί, εν συντομία «να αποτρέψει την επανάσταση». Είναι πρακτικές που δημιουργούν το κράτος και το συντηρούν.Οι ΥΠΣΥΕΣ πειραματίζονται σε έναν νέο «τρόπο διακυβέρνησης», τον οποίο δεν μπορεί κανείς να υλοποιήσει καλύτερα από την κοινωνία των πολιτών, όταν αυτή ενεργεί ως κράτος.Όταν το Γραφείο Περιφερειακού Συντονισμού συζητά και αποφασίζει που να διαθέσει τα τρεις χιλιάδες δολάρια του τριμήνου,ανιχνεύει τις προτεραιότητες, τι θα πρέπει να γίνει για να βελτιωθεί η γειτονιά. Ενεργεί με βάση τα στατιστικά δεδομένα (που έχει συλλέξει το κράτος), τις ποιοτικές αναλύσεις (που έχουν εκπονήσει κοινωνικοί λειτουργοί) και τη συμμετοχική διάγνωση (που έχουν πραγματοποιήσει τα ίδια τα κινήματα και οι κάτοικοιμιας γειτονιάς). Στη βάση αυτής της πλήρους και σφαιρικής γνώσης, υπολογίζει και αναλύει, υιοθετεί δηλαδή μια πρακτική της κυβέρνησης.

 5. Οι φτωχοί μαθαίνουν έτσι να κυβερνώνται στον δικό τους χώρο.Αυτός δεν ήταν ο στόχος, κάποιοι παράγοντες να επενεργούν σε κάποιους άλλους και να τους ακυρώνουν; Τα κινήματα αντιμετωπίζουν στην πράξη τα προβλήματα που είναι θεμελιώδη για τις νέες μορφές διακυβέρνησης: υγεία, εκπαίδευση, διαχείριση της συνύπαρξης. Μεριμνούν με λίγα λόγια για την κοινωνία και μεριμνούν κυρίως για τους χώρους εκείνους στους οποίους μπορούν να προκύψουν προβλήματα, κινήματα, ρήξεις. Αυτό το κράτος, προϊόν των νέων μορφών διακυβέρνησης, χαίρει τεράστιας νομιμοποίησης. Είναι τώρα ένα κράτος πανταχού παρόν καθώς, χάρη στην τέχνη της διακυβέρνησης, έχει διεισδύσει στις εδαφικές επικράτειες της φτώχειας με πιο αποτελεσματικό τρόπο από ό,τι το έπραξαν την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού οι τοπικοί ηγέτες που βασίζονταν στις πελατειακές σχέσεις. Αυτοί οι ηγέτες ενεργούσαν με τρόπο κάθετο και αυταρχικό και γι' αυτό αντιμετώπιζαν πάντοτε το ενδεχόμενο να ανατραπούν ή, για να το πούμε ακόμα καλύτερα,ήταν (ρτιαγμένοι έτσι που η ανατροπή τους ήταν αναμενόμενη.

  6. Τέλος, διαπιστώνουμε ότι οι ΥΠΣΥΕΣ πληρούν τους τέσσερις όρους της νέας διακυβέρνησης: κυβερνούν την κανονικότητα της κοινωνίας, υιοθετούν την επιστημονική γνώση για να εξασφαλίσουν μια καλή διακυβέρνηση, αντιμετωπίζουν τον πληθυσμό σα να ήταν ένα σύνολο φυσικών φαινομένων και, τέλος, έχουν έναν διαχειριστικό και όχι κανονιστικό ρόλο. Δηλαδή, «ο βασικός σκοπός αυτής της διαχείρισης δεν είναι τόσο να παρεμποδίσουν αλλά να μεριμνήσουν για την αλληλεπίδραση των αναγκαίων ρυθμίσεων με τις (ρυσικές, και μάλιστα να θεσπίσουν ρυθμίσεις που να προάγουν τις (ρυσικές ρυθμίσεις» (Foucault, 2006, σ. 403-404). Δίδεται προτεραιότητα στη «θετική δράση», όπως είναι οι πρωτοβουλίες του Υπουργείου Κοινωνικής Ανάπτυξης και των ΥΠΣΥΕΣ, ενώ η αρνητική στάση εκχωρείται στην αστυνομία, την οποία υφίστανται οι «περιθωριοποιημένοι» νέοι κάθε φορά που αντιδρούν. Το κράτος-ως «τρόπος πράξης και τρόπος σκέψης»- διεισδύει στις περιοχές που μέχρι πρότινος αντιδρούσαν στην υιοθέτηση αυτών των τρόπων.Νέες προκλήσεις για την αυτονομία και την πολιτική από τα κάτω. Οι αγώνες των κινημάτων και των κοινωνιών εν κινήσει θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένα είδος σεισμικής δόνησης με μεγάλες κοινωνικές επιπτώσεις, τόσο για τους κυριαρχούμενους -που αλλάζουν τη θέση τους στον κόσμο- όσο και για τις κυρίαρχες τάξεις, τους θεσμούς και τα κράτη τους. Τίποτα δεν παραμένει στη θέση του, τα πάντα κινούνται και προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση. Η ανάδυση των από κάτω οδηγεί τις ελίτ στην τροποποίηση των μορφών κυριαρχίας τους, σχεδιάζοντας τη στρατηγική εκείνη που θα τους επιτρέψεινα παραμείνουν στη θέση τους ως ελίτ, ως κυρίαρχες ομάδεςΟι νέες αριστερές και προοδευτικές κυβερνήσεις με τους σύγχρονους τρόπους διακυβέρνησης αποτελούν μέρος της προσαρμογής των κρατικών θεσμών στη νέα κατάσταση της γενικευμένης ανυπακοής των από κάτω. Η μαζικότητα της εξέγερσης, εφόσον πλέον δεν εξεγείρονται μόνο μερικά τμήματα της κοινωνίας τοπικά εστιασμένα,αλλά είναι ολόκληρες κοινωνίες, άλλες, αυτές που ξεσηκώνονται, καθιστά αδύνατη για τις κυρίαρχες τάξεις την εξάλειψή της από τον κοινωνικό και γεωγραφικό χάρτη, αφού ο υπάρχων συσχετισμός δυνάμεων -καθώς και η κρίση και η αποδυνάμωση των κρατικών θεσμών- δυσχεραίνει την επιχείρηση γενοκτονίας. Θέλω να πω ότι η αιματοχυσία σήμερα δεν αποτελεί μια εύκολη υπόθεση, αφού αντί να καταπνίξει την εξέγερση μπορεί να την αναζωπυρώσει.

  Γι' αυτό τον λόγο και προέκυψαν οι προοδευτικές κυβερνήσεις. Επειδή είναι ικανότερες στη νέα συγκυρία να εξουδετερώνουν τον αντισυστημικό χαρακτήρα των κινημάτων, δρώντας εις βάθος στο έδαφος και στον χρόνο όπου κυοφορούνται οι εξεγέρσεις. Τα δυο προαναφερθέντα παραδείγματα αφορούν διαφορετικές καταστάσεις αλλά κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση: στο Εκουαδόρ ο στόχος ήταν η αποδιοργάνωση των βάσεων των ιθαγενικών και λαϊκών εξεγέρσεων,ενώ στην Ουρουγουάη η αποτροπή αυτών των εξεγέρσεων. Σε γενικές γραμμές, το ανθρώπινο δυναμικό που πλαισιώνει τις σημερινές προοδευτικές κυβερνήσεις διείσδυσε στον κρατικό μηχανισμό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90: το Κόμμα των Εργαζομένων στη Βραζιλίακαι το Frente Amplio στην Ουρουγουάη ανέλαβαν τη διοίκηση δήμων και επαρχιών εκείνη την περίοδο. Τα στελέχη της κυβέρνησης Κίρσνερ, στην Αργεντινή, είχαν -πέρα από τις «ιδεολογικές» διαφορές-μια παρόμοια πορεία. Στο Μεξικό υπήρξε μια σαφής πολιτική τομή το1997, όταν το PRD κέρδισε τις εκλογές στην Πόλη του Μεξικού και ανέλαβε την εξουσία στη μεγαλύτερη διοικητική περιφέρεια της χώρας. Στο Εκουαδόρ, το Pachakutik, που δημιουργήθηκε το 1996, ακολούθησε μια ανάλογη πορεία. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα ένα σημαντικό τμήμα της αριστεράς συμμετείχε στη διοίκηση των θεσμών καισημαντικοί ηγέτες ανέλαβαν έμμισθες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό.Από την πρόσφατη εμπειρία χωρών όπως η Αργεντινή, η Ουρουγουάη, η Βολιβία και η Βραζιλία, που αφορούν διαφορετικές περιπτώσεις αλλά πουέχουν όμως ως κοινό τους χαρακτηριστικό την ικανότητα των νέων εξουσιών να ακυρώνουν τις εξεγέρσεις της βάσης, οδηγούμαστε σε κάποιες σκέψεις για τα προβλήματα και τις πιθανές απαντήσεις. Δεν σκοπεύω να συντάξω έναν κατάλογο με τις αρχές που τα κινήματα θα πρέπει να ακολουθήσουν, κάτι που νομίζω ότι μόνο αυτά μπορούν να πράξουν. Θέλω μόνο ν' αναφερθώ σε μερικές προκλήσεις που δεν μπορούμε να παρακάμψουμε, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να κινούμαστε μέσα στη νέα πραγματικότητα.

  1. Να κατανοήσουμε ης νέες μορφές διακυβέρνησης σε όλη τους την πολυπλοκότητα: ως αποτέλεσμα των δικών μας αγώνων, αλλά και ως κάτι που αποσκοπεί στο να μας καταστρέψει. Ως προς αυτό το σημείο δεν χωράει αμφιβολία. Μόνο σε κρίσιμες για τα κινήματα στιγμές, ανάλογες με αυτές που εκτυλίχθηκαν στο Εκουαδόρ υπό τη διακυβέρνηση του Λούσιο Γκουτιέρες, διαφαίνεται σε όλη της τη γύμνια και αγριότητα η νέα στρατηγική των ισχυρών. Παρ' όλα αυτά, το πρόβλημα δεν οφείλεται στον «προδοτικό» χαρακτήρα αυτών των κυβερνήσεων. Θεωρώ αναγκαίο να κατανοήσουμε ότι οι νέες μορφές διακυβέρνησης συνιστούν ένα ισχυρό πλήγμα στους αυτόνομους χώρους που έχουν δημιουργήσει τα κινήματα. Ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν όσοι καλόβουλαυπερασπίζονται τις προοδευτικές κυβερνήσεις, είναι πως οι τελευταίες είναι καλύτερες από τις κυβερνήσεις της δεξιάς και ότι προσφέρουν στα κινήματα την ευκαιρία να εδραιώσουν τις κατακτήσεις τους και να αναπτυχθούν.
  Αυτό είναι αλήθεια. Πρόκειται όμως για μια κοντόθωρη ανάλυση -και από τα πάνω- την οποία τα ίδια τα γεγονότα διαψεύδουνΤα κινήματα σήμερα είναι τόσο αδύναμα, κατακερματισμένα και απομονωμένα όσο ποτέ άλλοτε. Το αποδέχονται όχι μόνο πολλοί πικετέρος στην Αργεντινή αλλά και πολλοί αγωνιστές από το MST της Βραζιλίας και από άλλες χώρες. Ο Όσκαρ Ολιβέρα, ηγέτης του Συντονιστικού για το Νερό της Κοτσαμπάμπα, στη Βολιβία, πραγματοποιεί την εξής αποτίμηση για τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης του Έβο Μοράλες:

Τώρα που το MAS κατέχει την κρατική εξουσία, θα επιδιώξει να εξουδετερώσει τα κινήματα προς όφελος της κυβέρνησης. Επίσης, θα προσπαθήσει να τα ενσωματώσει και να τα ελέγξει προκειμένου να αποδυναμώσει τις κινητοποιήσεις τους, ικανοποιώντας συγκεκριμένα αιτήματα τους. Θα έλεγα ότι το κράτος έχει σφετεριστεί σε μεγάλο βαθμό ικανότητες που είχαμε ανακτήσει με πολλές θυσίες, όπως την ικανότητα να εξεγειρόμαστε, να κινητοποιούμαστε, να οργανωνόμαστε και να παίρνουμε πρωτοβουλίες. Προσφέρονται θέσεις σε εκπροσώπους κοινωνικών ομάδων, πρεσβείες σε κοινωνικούς ηγέτες, ενώ εμάς, που δεν θέλουμε να ενσωματωθούμε στους θεσμούς αλλά να έρθουμε σε ρήξη με αυτούς, μας στιγματίζουν λέγοντας ότι μας χρηματοδοτεί η δεξιά και ότι παίζουμε το παιχνίδι της. Πρόκειται για μια στάση τυφλή, ίδια με αυτήν της δεξιάς [15] 


  Η νέα «προοδευτική» πραγματικότητα προκαλεί -Όπως είδαμε στο παράδειγμα της Ουρουγουάης και όπως συμπεραίνουμε από την εμπειρία του Εκουαδόρ- μεγάλη σύγχυση και ασάφεια. Μπροστά σε αυτό, το πρώτο αναγκαίο βήμα είναι η εμβάθυνση της ανάλυσης μας προκειμένου να κατανοήσουμε τις νέες μορφές διακυβέρνησης. Κι αυτό καθίσταται ακόμα πιο αναγκαίο στον βαθμό που σύντροφοι και συντρόφισσες με μεγάλη αγωνιστική ιστορία στηρίζουν αυτές τις κυβερνήσεις με τις καλύτερες προθέσεις. Η παρούσα εργασία φιλοδοξεί να αποτελέσει μια μικρή συνεισφορά -πρωτόλειου και προσωρινού χαρακτήρα- προς αυτή την κατεύθυνση, εφόσον πρόκειται για φαινόμενα που μόλις αρχίζουν τώρα να αποκαλύπτουν τις συνέπειές τους σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.
  2. Να προστατέψουμε τους χώρους και τα εδάφη μας. Οι νέες μορφές διακυβέρνησης στοχεύουν κατευθείαν στην καρδιά των κοινωνιών εν κινήσει. Εισβάλλουν στους χώρους τους, όχι με οπλισμένους στρατιώτες αλλά με πληρωμένους από διεθνείς χρηματοδότες τεχνικούς. Αυτή η αθόρυβη εισβολή είναι τόσο επικίνδυνη όσο και η στρατιωτική επέμβαση, δεδομένου ότι επιδιώκει τους ίδιους σκοπούς αλλά με πιο διακριτικό τρόπο. Και το χειρότερο από όλα είναι ότι τη φέρουν εις πέρας «σύντροφοι».
  Οι ελίτ που κυβερνούν τον κόσμο φαίνεται να έχουν κατανοήσει τον ρόλο που διαδραματίζουν οι χώροι και τα εδάφη των από κάτω στην επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων και στις αντιστάσεις που αυτά ορθώνουν. Γι' αυτό και πολλαπλασιάζονται τα προγράμματα που υλοποιούνται σε αυτά τα εδάφη. Το νέο στοιχείο είναι ότι αυτό γίνεται με τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούμε για να εξεγερθούμε, με την «ενίσχυση» δηλαδή των λαϊκών οργανώσεων.
  3. Να μην ενταχθούμε στην ατζέντα της εξουσίας. Να δημιουργήσουμε ή να διατηρήσουμε τη δική μας. Υπό αυτή την έννοια γίνεται ολοένα και πιο ορατή η ύπαρξη δύο προγραμμάτων. Το πρόγραμμα
των από πάνω μπορεί να εφαρμοστεί είτε από τη δεξιά είτε από την αριστερά, κάτι που είναι εντελώς αδιάφορο. Το πρόβλημα είναι ότι αρκετοί δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το πρόγραμμα των από πάνω από αυτό των από κάτω, ιδιαίτερα μάλιστα όταν το πρώτο παίρνει τη μορφή μαζικών κινητοποιήσεων. Επιπλέον, με μια πρώτη ματιά ίσως είναι δύσκολη η διάκριση ανάμεσα σε κινήματα και κινητοποιήσεις, αφού όπως έχουμε ήδη αναφέρει στα προηγούμενα παραδείγματα οι ασάφειες και οι συγχύσεις διαπερνούν όλο και περισσότερο το «επίσημο» πολιτικό σκηνικό, όχι μόνο με την υιοθέτηση αιτημάτων της βάσης στις κυβερνητικές εξαγγελίες αλλά, κυρίως, ενσωματώνοντας
σης κινητοποιήσεις που οργανώνονται από τους από πάνω μορφές και κώδικες των από κάτω.
  Πώς να διακρίνουμε αν πρόκειται για μια κινητοποίηση των από κάτω ή των από πάνω, όταν φαινομενικά μοιάζουν; Είναι αυτονόητο ότι ο αριθμός των ατόμων που κινητοποιούνται δεν αποτελεί το καλύτερο κριτήριο. Ο ινδός ιστορικός Ranahit Guha, στην προσπάθειά του να αποδομήσει την «ιστοριογραφία των ελίτ», υποστηρίζει ότι «η κινητοποίηση στο πλαίσιο της πολιτικής των κυρίαρχων πραγματοποιείται με κάθετο τρόπο, ενώ η κινητοποίηση των υποτελών, με οριζόντιο» (Guha, 2002, σ. 37). Η πρώτη είναι «πιο προσεκτική και ελεγχόμενη», ενώ η δεύτερη είναι πιο «αυθόρμητη». Η κινητοποίηση των ελίτ έχει την τάση να είναι «πιο νόμιμη και θεσμική», ενώ αυτή των από κάτω είναι «σχετικά πιο βίαιη» (Guha, 2002, σ. 37). Ο ορίζοντας της πρώτης είναι η εκλογική κινητοποίηση, ενώ της δεύτερης η λαϊκή εξέγερση. Σε κάθε περίπτωση, μόνο σε μια μακρά διάρκεια μπορούν να γίνουν ορατές στο σύνολό τους η σύγχυση και η ασάφεια που προκαλούν οι νέες μορφές διακυβέρνησης, κάτι που είναι βέβαια προσχεδιασμένο και όχι τυχαίο, καθώς αποτελούν μέρος της
τέχνης των ελίτ να κυβερνούν τα κινήματα.
  Το δεύτερο και το τρίτο σημείο μπορούν να θεωρηθούν ως δικλείδες ασφαλείας για την προστασία της αυτονομίας των κινημάτων των από κάτω, σε μια περίοδο που η πολιτική των ελίτ στοχεύει
στην εξαφάνιση οποιασδήποτε μορφής λαϊκής αυτονομίας. Γι' αυτό και οι εκλογές μετατρέπονται σε ένα βαρύ φορτίο που δρα ενάντια στην πολιτισμική και πολιτική αυτονομία των από κάτω, αφού αποτελούν ένα καλό πεδίο διεύρυνσης της ασάφειας.

4. Είναι απαραίτητο να οριοθετηθούν πεδία. Το γεγονός ότι η πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από μεγάλη ασάφεια και σύγχυση δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να τις αποδεχτούμε παθητικά. Το να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους σημαίνει ότι θα πρέπει να αποδεχτούμε τη μοναξιά σε σχέση με τους από πάνω και, κατά συνέπεια, την εχθρότητα της θεσμικής αριστεράς. Μέχρι πριν μερικά χρόνια, τα μεγάλα κινηματικά γεγονότα (Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, αντισυνοδοι, κ.λπ.) αποτελούσαν πεδία αντιφάσεων στα οποία όμως χωρούσαν και οι αντιστάσεις. Τώρα, κάθε φορά που υπάρχει ένα σημαντικό γεγονός από μέρους των από πάνω, οργανώνονται παράλληλα «αντισύνοδοι» με τη στήριξη των προοδευτικών κυβερνήσεων. Αυτό συνέβη στη Μαρ δελ Πλάτα, τον Νοέμβριο του 2005, στην Κόρδοβα, τον Ιούλιο του 2006 και στην Κοτσαμπάμπα, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, όπου οργανώθηκε η Σύνοδος των Λαών παράλληλα με τη σύνοδο κορυφής των προέδρων της Νότιας Αμερικής. Η Συντονιστική Επιτροπή Προστασίας του Νερού, των Βασικών Υπηρεσιών, του Φυσικού Περιβάλλοντος και της Ζωής, από τη Βολιβία, κράτησε υποδειγματική στάση όταν αρνήθηκε τη συμμετοχή της στη Σύνοδο των Λαών, η οποία οργανώθηκε «με τη στήριξη της κυβέρνησης της Βολιβίας και υπό το προσεκτικό βλέμμα κάποιων ΜΚΟ» [16]. 
  Σε δήλωση της, η Συντονιστική Επιτροπή τονίζει ότι «η αυτονομία και η πολιτική της βάσης δεν χτίζονται από τα πάνω». Ασκεί κριτική στους διανοούμενους και τους επαγγελματίες που διατηρούν μια «πατερναλιστική στάση ως προς το τι πρέπει να πράξουν τα κοινωνικά κινήματα, πώς πρέπει να οργανωθούν και να αγωνιστούν» και προσθέτει ότι «δεν δεχόμαστε την κηδεμονία» των ΜΚΟ. Ως προς τη  Σύνοδο, θεωρεί ότι «η διοργάνωσή της δεν έγινε με απόλυτα οριζόντιο τρόπο και ότι απέκλεισε κόσμο». Επιπλέον, «οι προγραμματισμένες εκδηλώσεις δεν έλαβαν υπόψη όλες τις οργανώσεις, τους χώρους δράσης και ύπαρξής τους». Μια τόσο κάθετη στάση οδηγεί βέβαια σε περιθωριοποίηση, κυρίως σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Όμως, αυτό είναι το τίμημα για να μην υποθηκευτούν τα κινήματα των από κάτω σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.

5. Να ενισχύσουμε την πολιτική των πληβείων,

Η ενότητα είναι μια από τις μορφές που μπορεί να υιοθετήσει η πολιτική των ελίτ στον κόσμο των από κάτω. Έχουν ακόμη ιδιαίτερη ισχύ οι απόψεις που υποστηρίζουν ότι η ενότητα του λαϊκών δυνάμεων είναι χρήσιμη για την ενδυνάμωση τους. Ιστορικά όμως, οι από κάτω δεν είχαν ανάγκη από ενωτικές δομές-συγκεντρωτικού χαρακτήρα πάντοτε-για να εξεγερθούν. Η ενότητα χτίζεται διαφορετικά: στα εξεγερσιακά γεγονότα, στον τρόπο να εξεγείρεσαι, στη συμπόρευση των οριζόντιων μορφών δράσης. Οι μεγάλες εξεγέρσεις δεν προήλθαν ποτέ από δομές ή μηχανισμούς, που συνήθως έχουν τα δικά τους συμφέροντα και δεν προτίθενται να τα θέσουν σε κίνδυνο.Κερδίζει έδαφος σταδιακά η σκέψη ότι η ενότητα μπορεί να είναι προϊόν επιβολής, ένας τρόπος αναχαίτισης των κινημάτων των από κάτω. «Η διατήρηση μιας ενότητας με κάθε κόστος, το μόνο που κάνει είναι να αφήνει τα νώτα ακάλυπτα στις δυνάμεις που αντιτίθενται στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Έτσι, ενίοτε το σύνθημα μπορεί να είναι "διάσπαση, για αποτελεσματικότερους αγώνες"», όπως υποστηρίζει ο βραζιλιάνος κοινωνιολόγος Francisco de Oliveira, o οποίος, για να συνεχίσει να αγωνίζεται, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Κόμμα των Εργαζομένων, του οποίου ήταν ιδρυτικό μέλος πριν από 25 χρόνια [17].     
  Συνοψίζοντας, η πολιτική των από κάτω ποτέ δεν μπορεί να έχει ως κύριο στόχο την επίτευξη της ενότητας. Επιπλέον, στις κουλτούρες των από κάτω η ενότητα δεν αποτελεί αυτοσκοπό, όπως συμβαίνει με την πολιτική εκείνη που στοχεύει στην ανάληψη της εξουσίας. Αυτή είναι που προωθεί τη λογική του κράτους στην κουλτούρα των από κάτω, με πρόσχημα την απόκτηση ορατότητας και διάρκειας και συνιστώντας ένα καλό μέσο για την ενσωμάτωση των κινημάτων. Σήμερα, ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα είναι η ενίσχυση των διαφορετικών μορφών, χώρων και χρόνων πολιτικής δράσης των από κάτω. Σ' αυτό, η ενότητα αποτελεί ένα από κυριότερα εμπόδια. Αντίθετα, αυτό που αποκαλείται «κατακερματισμός», που συνιστά συνήθως μια αντίληψη από τα πάνω, είναι ένας τρόπος αποφυγής της αφομοίωσης, η οποία αποτελεί, όπως είδαμε, έναν από τους στόχους της ελίτ. Με αυτή την έννοια, η πολιτική της «ενίσχυσης των οργανώσεων» -που προωθείται από την Παγκόσμια Τράπεζα και εφαρμόζεται από τις ελίτ με τη στήριξη ηγετών που προέρχονται από τη βάση- αποσκοπεί στη δημιουργία «ισχυρών» οργανώσεων, δηλαδή τέτοιων που να μην επιτρέπουν τη διάσπαση και να είναι σε θέση να συνενώνουν διαφορετικά κομμάτια. Η επίγνωση ότι η ενότητα, που επιτυγχάνεται με οποιοδήποτε κόστος -με το πρόσχημα της αύξησης της ορατότητας και της κατάκτησης νέων χώρων από αυτοΰς που αγωνίζονται- και που στηρίζεται σε ισχυρούς μηχανισμούς, μπορεί να οδηγήσει στην ενσωμάτωση, είναι ένα από τα διδάγματα των
τελευταίων χρόνων. Αντίθετα, οι πολιτικές των πληβείων δεν έχουν εξασφαλισμένη ορατότητα, δεν διαρκούν πολύ στα μάτια των κυρίαρχων, αφού τα ΜΜΕ δεν συνηθίζουν να τις προβάλλουν και οι διανοούμενοι ασχολούνται με αυτές μόνο όταν διαπιστώσουν ότι επηρεάζουν την «κεντρική» πολιτική σκηνή. Το υπόλοιπο διάστημα, οι από κάτω απλώς ζουν, δηλαδή αντιστέκονται στους δικούς τους χώρους, μακριά από τη βουή των από πάνω. Ωστόσο, αυτή η νέα πραγματικότητα που ζουν οι λαοί μας έχει οικοδομηθεί εκεί κάτω, και θα ήταν ακατανόητη χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τους χιλιάδες χώρους στους οποίους πραγματοποιούνται διαδοχικές εξεγέρσεις που αλλάζουν το πρόσω-
πο της Λατινικής Αμερικής.

10. Ομιλία της Marina Arismendi, «Trabajar políticas sociales sobre un mismo plan», 16 Αυγοΰστου 2006, oto www.presidencia.gub.uy. Υπογράμμιση δική μου.
11. Ό.π. Υπογράμμιση δική μου.
12. Υπογράμμιση δική μου.
13. Ό.π. Υπογράμμιση δική μου.
14. Συμφωνά με την προαναφερθείσα εργασία, μεταξύ των νέων έχει καθιερωθεί μια διά-κριση ανάμεσα σε «τσέτος» (chetos) και «πλάντσας» (planchas). Στα μάτια των πρώ-των, οι «πλάντσας» είναι οι φτωχοί, δεν πάνε στο Γυμνάσιο, «παίρνουν ναρκωτικά».προγράμματα που απευθύνονται μόνο σε όσους καλούνται να γίνουνοι συνομιλητές των ΜΚΟ και όσων εφαρμόζουν τις νέες μορφές διακυβέρνησης στη βάση, στα εδάφη της φτώχειας. Ένα παράδειγμα:όταν πραγματοποιούν συμμετοχικά τη διάγνωση των αναγκών της περιοχής και παραδίδουν τον κατάλογο με αυτές τις ανάγκες στις ΜΚΟ(και αυτές με τη σειρά τους στο υπουργείο), τότε, όσοι συμμετέχουν σ' αυτή τη διαδικασία αποκτούν περισσότερες γνώσεις από τους άλλους, γνώσεις που διαθέτουν αποκλειστικά και μόνο οι νέοι αυτοίακτιβιστές και οι οποίες, στη συνέχεια, χρησιμοποιούνται για την καθοδήγηση του συνόλου.
15. Συνέντευξη του Óscar Olivera, Μοντεβίδεο, 30 Οκτωβρίου 2006.
16. «Declaración de la Coordinadora Nacional de Defensa del Agua, los Servicios Básicos,
el Medio Ambiente y la Vida», Κοτσαμπάμπα, Οκχίοβριος 2006.
17. Francisco de Oliveira, «Voto condicional a Luiz Inácio», Folha de Sao Paulo, 30 Οκτω-
βρίου 2006.

http://bestimmung.blogspot.gr/2014/07/raul-zibechi-2.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου