Τις μαρτυρίες τριών νεαρών Αφγανών προσφύγων που συνελήφθησαν από την ελληνική αστυνομία, ξυλοκοπήθηκαν, τους κλάπηκαν όλα τα υπάρχοντά τους και απελάθηκαν πίσω στην Τουρκία, δημοσιεύει σήμερα η El Pais.
Οι ανταποκριτές της ισπανικής εφημερίδας τούς συνάντησαν σ’ ένα χωματόδρομο κοντά στα Ύψαλα να περπατούν πλάι πλάι μ’ έναν αδέσποτο σκύλο.
«Έχω χάσει την οικογένειά μου, δεν ξέρω αν είναι στην Ελλάδα ή στην Τουρκία», είπε ο Άχμαντ, ο μεγαλύτερος απ’ τους τρεις.
Τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή είχαν περάσει τα σύνορα από ένα κανάλι του Έβρου, μια περιοχή πολύ στρατιωτικοποιημένη από τον τουρκικό στρατό, αλλά κανείς δεν τους σταμάτησε. Μόλις έφτασαν στην Ελλάδα, τους ανακάλυψε η ελληνική αστυνομία και σκόρπισαν σε διάφορα σημεία. Εκεί, μέσα στο χαμό, έχασε ο Άχμαντ τον αδερφό και την αδερφή του. Ύστερα τους συλλάβανε.
«Μας χτύπησαν με σιδερένιες ράβδους, μας φέρθηκαν με το χειρότερο τρόπο, δεν μας έδωσαν ούτε φαγητό ούτε νερό για 24 ώρες», είπε ο μικρότερος απ’ τους τρεις. Τους έριξαν σ’ ένα μπουντρούμι και την επόμενη μέρα τούς επέστρεψαν στην Τουρκία, αφού πρώτα τους αφαιρέσανε τα κινητά, τα χρήματα και τα σακίδιά τους.
«Μας πήρανε ακόμα και τις ζώνες μας», διαμαρτύρεται ο Άχμαντ. Και πραγματικά και οι τρεις περπατούν κρατώντας τα παντελόνια με τα χέρια τους.
«Επιστρέφουμε στην Κωνσταντινούπολη. Έχω χάσει τα πάντα, ακόμα και τ’ αδέρφια μου. Δεν θέλω να ξαναπάω στην Ελλάδα. Δεν έχω δει στη ζωή μου χειρότερους ανθρώπους από τους Έλληνες», είπε, έχοντας φύγει για να γλιτώσει από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και τους Ταλιμπάν.
Εκτός από την αναστολή της διεκπεραίωσης των αιτήσεων ασύλου για ένα μήνα, το όργιο καταστολής και η καταλήστευση των προσφύγων φαίνεται να ανταποκρίνεται σε μια συστηματική πολιτική αποτροπής των ανθρώπων που θέλουν να περάσουν στην άλλη πλευρά.
Και σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται ότι το καταφέρνουν. Στο χωριό Γενί Καρπουζλού, 6 χιλιόμετρα από τα σύνορα, σε μια δημοτική αίθουσα γαμήλιων τελετών στοιβάζονται χιλιάδες πρόσφυγες διαφόρων εθνικοτήτων: Αφγανοί, Σύριοι, Σομαλοί. Παρότι ο εξαερισμός λειτουργεί στο φουλ, η μυρωδιά είναι διαπεραστική. Είναι άνθρωποι που έχουν μείνει πολλές μέρες στο δρόμο χωρίς πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό. Άρρωστοι άνθρωποι, κουλουριασμένοι στο πάτωμα κάτω από βρώμικα σκεπάσματα, μώρα που κλαίνε καθώς οι μητέρες τους τα αλλάζουνε πάνες. Κάποιοι φορούν χάρτινες μάσκες που δεν κάνουν και τίποτα, άλλοι τις έχουν βγαλμένες.
Αλλαγή στάσης
Σχεδόν όλοι έχουν περάσει απ’ την Ελλάδα και επιστράφηκαν, χωρίς τίποτα. Ένας άλλος Αφγανός παραπονιέται ότι δεν μπορεί να βρει τον 15χρονο αδερφό του. «Σήμερα το πρωί τον χάσαμε, δεν ξέρω αν μπήκε σε κάποιο λεωφορείο ή πού τον πήγανε. Κι απ’ τις στιγμή που οι ελληνικές αρχές μάς πήρανε τα κινητά δεν έχω τρόπο να τον βρω. Το είπα σ’ έναν (Τούρκο) χωροφύλακα, κι αυτός μου απάντησε: «Και τι με νοιάζει;»
Οι χωροφύλακες έχουν πολλά νεύρα. Κάπου κάπου περνάει ένα λεωφορείο και ουρλιάζουν: «Για Κωνσταντινούπολη; Ποιος θέλει να πάει Ιστανμπούλ; 80 λίρες κάνει το εισιτήριο». Αυτό μπορεί να σημαίνει μια αλλαγή στάσης γιατί μέχρι τώρα πολλοί πρόσφυγες είπαν ότι όταν προσπάθησαν να επιστρέψουν στην Ιστανμπούλ ή στις άλλες πόλεις της Τουρκίας όπου διέμεναν, η τουρκική αστυνομία σταματούσε τα οχήματά τους και τους ανάγκαζε να επιστρέψουν στα σύνορα.
Πολλοί τελικά επιβιβάζονται σε λεωφορεία εκατό άτομα στο καθένα και φεύγουν απ’ το Γενί Καρπουζλού. Ένας εριστικός χωροφύλακας κραδαίνει ένα μεγάλο γκλοπ για να αναγκάσει τους υπόλοιπους να ξαναμπούνε μέσα στο κτίριο. Είναι κι αυτοί που πιστεύουν ακόμα ότι μπορεί να φτάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος. «Λένε ότι θα μας παν στην Ελλάδα», είπε ένας. Όχι ακριβώς στην Ελλάδα, αλλά με κάποια βανάκια (ιδιωτικών εταιρειών που κανείς δεν ξέρει ποιος χρηματοδοτεί) θα μεταφερθούν σε μέρη που βρίσκονται κοντά στα σύνορα για να προσπαθήσουν να περάσουν από κει.
Υπάρχουν ακόμα αρκετοί που ελπίζουν. Εξακολουθούν να φτάνουν στο σταθμό λεωφορείων της Αδριανούπολης (Erdine). Πολλοί περνούν τη νύχτα σ’ ένα εγκαταλειμμένο κτίριο δίπλα στο σταθμό, άλλοι στα γρασίδια ή στα χωράφια παραδίπλα.
«Χθες ήταν μια πολύ παγερή νύχτα. Νόμισα ότι θα πέθαινα», είπε η 14χρονη Μερβέ από το Ιράκ που ταξιδεύει με τη μητέρα της, Αλίγια, καρδιοπαθή, και άλλους συγγενείς της. Λένε ότι οι Τούρκοι τούς εκμεταλλεύονται, τους πουλάνε το τσάι, το φαγητό και την κούρσα με ταξί για τα σύνορα σε διπλάσια ή τριπλάσια τιμή.
Αλλά, παρά τις δυσκολίες, λένε ότι πίσω τους δεν έχει μείνει τίποτα δικό τους και το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να περιμένουν: «Το μόνο που θέλουμε είναι να ανοίξουν τα σύνορα», είπε η Αλίγια. Έχουμε μαζί μας πολλά μικρά παιδιά, δεν θέλουμε να διακινδυνεύουμε μια διέλευση από τη θάλασσα ή το ποτάμι. Θέλουμε να περάσουμε από την πόρτα σαν άνθρωποι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου