Πηγή: http://archive.enet.gr/
Η περίοδος της πείνας, στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, στοίχισε στην Ελλάδα το 5% του πληθυσμού της και αποτέλεσε μία από τις τραγικότερες στιγμές της ιστορίας της. Οι κατασχέσεις τροφίμων από τους Γερμανούς, η μείωση της παραγωγής και οι μαυραγορίτες ήταν, ώς τώρα, οι επίσημες αιτίες του λιμού. Να, όμως, που μία τολμηρή ιστορική μελέτη αναδεικνύει δύο ακόμη:
Το ναυτικό αποκλεισμό που επέβαλαν, τότε, οι Αγγλοι και τις διοικητικές ρυθμίσεις που έγιναν από την ελληνική κατοχική κυβέρνηση.
Η έρευνα της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Νιούκασλ Βιολέτας Χιονίδου «Famine and Death in Occupied Greece» (Λιμός και Θάνατος στην Κατεχόμενη Ελλάδα) εκδόθηκε πρόσφατα από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και περιέχει στοιχεία που εμπλουτίζουν τα έως σήμερα δεδομένα:
*Μία από τις πιο διαδεδομένες ερμηνείες είναι ότι ο λιμός στα πρώτα χρόνια της Κατοχής (1941-1942) οφειλόταν στο ότι οι Γερμανοί και οι Ιταλοί κατάσχεσαν όλη την ετήσια σοδειά.
Ελλειψη σιτηρών
Ομως, όπως δείχνει η Χιονίδου, αυτές οι κατασχέσεις αφορούσαν αγαθά (πορτοκάλια και λεμόνια στη Χίο, λαδι στη Λέσβο και σταφίδες στην Κρήτη) που ήταν ήδη αποθηκευμένα. Και, κατά συνέπεια, είχαν ελάχιστες επιπτώσεις στην έκρηξη του λιμού.
*Καθοριστικό ρόλο στο ξέσπασμα του λιμού έπαιξε, κατά τη συγγραφέα, ο ναυτικός αποκλεισμός των Αγγλων, που επιβλήθηκε αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας. Κι αυτό γιατί αν και το 60% του πληθυσμού ήταν, τότε, αγρότες, η επιβίωσή του εξαρτάτο από τις εισαγωγές τροφίμων.Υπολογίζεται ότι προπολεμικά το 30%- 45% των σιτηρών που κατανάλωνε η χώρα ήταν εισαγόμενα. Κατανοεί, λοιπόν, εύκολα κανείς τις συνέπειες που είχε ο αποκλεισμός στη διατροφική κατάσταση των Ελλήνων.
*Ανατρέχοντας σε αδημοσίευτα έγγραφα του Φόρεϊν Οφις, η Χιονίδου αποκαλύπτει συγκρούσεις εντός της βρετανικής κυβέρνησης σχετικά με το θέμα του αποκλεισμού: Από την μια πλευρά ο υπουργός Εξωτερικών Αντόνι Ιντεν επέμενε να δοθεί βοήθεια στην Ελλάδα, όμως είχε να αντιμετωπίσει το υπουργείο Οικονομικού Πολέμου. Στη διαμάχη αυτή παρενέβη ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, που υποστήριξε τη συνέχιση του αποκλεισμού.
*Τον Δεκέμβριο του 1941, ο λιμός είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του, με εκατοντάδες ανθρώπους να πεθαίνουν στους δρόμους. Τότε παρενέβη η αμερικανικη κυβέρνηση, εκφράζοντας την ανησυχία της στη Βρετανία για την κατάσταση στην Ελλάδα, και ζητώντας να απαντήσει στις κατηγορίες ότι ευθυνόταν για τον λιμό στη χώρα.
Ετσι, το Λονδίνο άλλαξε την πολιτική του, και από τον Φεβρουάριο του 1942 άρχισε ξανά η αποστολή βοήθειας και τροφίμων στην Ελλάδα.
*Μια άλλη διαδεδομένη ερμηνεία για τον λιμό είναι ότι οφειλόταν στους «μαυραγορίτες», που αποθηκεύοντας τα τρόφιμα δημιουργούσαν ελλείψεις.
Ομως και αυτή την άποψη αμφισβητεί η μελέτη της ελληνίδας καθηγήτριας. Σύμφωνα με τη Χιονίδου, τις ελλείψεις τις προκάλεσε ο κατακερματισμός της αγοράς και οι έλεγχοι των τιμών, ενώ η «μαύρη αγορά», στην οποία συμμετείχαν λίγο πολύ όλοι, μάλλον άμβλυνε την κατάσταση.
*Η Ελλάδα μετά την παράδοσή της διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες: Τη βουλγαρική (Βόρεια Ελλάδα), τη γερμανική (Αθήνα, Κρήτη και ορισμένα νησιά, τμήμα της Μακεδονίας) και την ιταλική (υπόλοιπη Ελλάδα). Επιπλέον, η χώρα χωρίσθηκε σε 13 ζώνες, μεταξύ των οποίων απαγορευόταν η μετακίνηση ανθρώπων ή προϊόντων.
*Αυτός ο κατακερματισμός της αγοράς και οι έλεγχοι των τιμών είχαν ως αποτέλεσμα να σταματήσει κάθε είδους νόμιμη εμπορική συναλλαγή, κάτι που οδηγούσε σε ολοκληρωτική εξάρτηση από την τοπική παραγωγή.
Ετσι, οι τιμές και οι ελλείψεις συγκεκριμένων προϊόντων διέφεραν από ζώνη σε ζώνη, και εκτεθειμένα στον λιμό βρέθηκαν τα μέρη όπου δεν υπήρχε σημαντική παραγωγή τροφίμων: τα αστικά κέντρα, τα απομονωμένα ορεινά χωριά και τα ξερονήσια.
Οι «μαυραγορίτες»
Στο πλαίσιο αυτό, εμφανίστηκε στην Ελλάδα η «μαύρη αγορά», που στην ουσία ήταν το μόνο μέρος από το οποίο μπορούσε κανείς, πλέον, να προμηθευτεί ορισμένα βασικά αγαθά.
*Στην «μαύρη αγορά», συμμετείχε αναγκαστικά όλος σχεδόν ο πληθυσμός, είτε ως αγοραστής είτε ως πωλητής, στο βαθμό που ήταν ο μοναδικός χώρος όπου έβρισκε κανείς τροφή. Ηταν επίσης το μέρος όπου αντάμωναν όλες οι κοινωνικές τάξεις της χώρας.
*Γράφει χαρακτηριστικά η Χιονίδου: «Η τράμπα ή ανταλλαγή, υιοθετήθηκε κατ' αρχάς από τους χωρικούς και ύστερα από όλους. Κοσμήματα, έπιπλα, μηχανές ραψίματος, ρούχα θα ανταλλάσσονταν για γεωργικά προϊόντα. Στην Χίο, π.χ., οι γυναίκες των ναυτικών που είχαν μείνει στους Βροντάδες θα αντάλλασαν ρούχα και υφάσματα από το εξωτερικό για τρόφιμα στα χωριά. Οι γυναίκες αυτές θα έκλειναν και "ντιλ" με τους ψαράδες, ανταλλάσσοντας ακριβά οικιακά σκεύη, για συγκεριμένο αριθμό ψαριών, που θα έπαιρναν σε δόσεις. Ακόμα και οι ταβέρνες στην κατεχόμενη χώρα λειτουργούσαν στη βάση της ανταλλαγής: ένα ποτό για μια φούχτα ξερά φασόλια».
*Από την άλλη πλευρά, παρ' όλο που μεγάλο μέρος του πληθυσμού συμμετείχε στην παραοικονομία, κανείς δεν αναγνώριζε τον εαυτό του ως «μαυραγορίτη». «Μαυραγορίτης» ήταν πάντοτε ο Αλλος. Η ρητορική των αρχών, αλλά και της αριστεράς, που ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία τους, ήταν -κατά τη συγγραφέα- ο κυριότερος λόγος που πολλοί απέκρυπταν την συμμετοχή τους στην παραοικονομία.
*«Για τους δημόσιους υπαλλήλους μαυραγορίτες ήσαν οι εργάτες, που έκαναν τους μεσάζοντες μεταξύ των χωρικών και των αστών, οι βαρκάρηδες, οι Ιταλοί, οι έμποροι και οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα -αλλά ποτέ οι δημόσιοι υπάλληλοι! Για τους εργάτες πάλι, οι μαυραγορίτες ήσαν οι μπακάληδες, οι χωρικοί και οι εύποροι», καταλήγει η συγγραφέας.
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ - 06/07/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου