(Φωτό Αρχείου) Κοινά αεροναυτικά γυμνάσια Αυστραλίας – Ιαπωνίας – ΗΠΑ στη Θάλασσα των Φιλιππίνων / Πηγή: navalnews
Καθώς σε λίγες μέρες ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία συμπληρώνει έναν χρόνο, ο ευρωατλαντικός άξονας προετοιμάζεται ολοένα και περισσότερο για μια παρατεταμένη σύγκρουση. Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και των υπόλοιπων κρατών – μελών του ΝΑΤΟ, αλλά και της ΕΕ, αναβαθμίζουν τη στήριξη στην κυβέρνηση Ζελένσκι (βλέπε θέμα στη διπλανή σελίδα), με σύγχρονο πολεμικό υλικό, επιβεβαιώνοντας ότι πρόκειται για αναμέτρηση ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και στη Ρωσία, στο έδαφος των ανταγωνισμών που οξύνονται παγκοσμίως.
«Αόρατος» πρωταγωνιστής σε αυτό το «κάδρο» είναι η Κίνα, ο «στρατηγικός ανταγωνιστής» των ΗΠΑ, που αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία τους στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι σχέσεις Κίνας – Ρωσίας είναι το «κλειδί» που χρησιμοποιούν αστικά επιτελεία και ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί για να ξεκλειδώσουν τις εξελίξεις, με τις προβλέψεις τους να είναι κυνικές, αλλά και δυσοίωνες για τους λαούς.
«Ενας μακρύς και δύσκολος πόλεμος»
Τα σύγχρονα και βαρέα όπλα με τα οποία προμηθεύουν το Κίεβο οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους «είναι απίθανο να αλλάξουν την ισορροπία δυνάμεων στο πεδίο της μάχης, ούτε αρκετά για να τερματίσουν τον πόλεμο», έγραφε στις αρχές του μήνα το «Foreign Affairs», κάνοντας λόγο για έναν «μακρύ και δύσκολο πόλεμο», στον οποίο δεν διαφαίνεται μέχρι στιγμής προοπτική νίκης για οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές, ούτε και ειρήνης.
Σε έρευνα του «Atlantic Council», μίας από τις «ναυαρχίδες» των ευρωατλαντικών «δεξαμενών σκέψης», με προβλέψεις άνω των 150 ειδικών, πρώην διπλωματών, κυβερνητικών αξιωματούχων κ.λπ., ένα ποσοστό 23% απάντησαν ότι συμφωνούν με την εξής τοποθέτηση: «Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια η Ρωσία και το ΝΑΤΟ θα εμπλακούν σε μια άμεση στρατιωτική σύγκρουση». Σχεδόν ένας στους τέσσερις, δηλαδή, θεωρούν πιθανό έναν γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο1.
Στην ίδια έρευνα, η αμέσως προηγούμενη ερώτηση αφορούσε το άλλο «καυτό» σημείο του πλανήτη, τη Νοτιοανατολική Ασία. Πάνω από το 70% των ερωτηθέντων του «Atlantic Council» απάντησαν ότι συμφωνούν με την εξής τοποθέτηση: «Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, η Κίνα θα προσπαθήσει να ανακαταλάβει την Ταϊβάν με τη βία».
Ανησυχίες για το ενδεχόμενο πολέμου στη Ταϊβάν έχουν εκφραστεί εδώ και καιρό. Ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, σε συνέντευξή του τον περασμένο Σεπτέμβρη είχε δηλώσει ξεκάθαρα ότι σε περίπτωση επίθεσης της Κίνας οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να υπερασπιστούν το νησί της Ταϊβάν2.
Της συνέντευξης είχε προηγηθεί η ανακοίνωση της κυβέρνησης των ΗΠΑ για μία ακόμα συμφωνία πώλησης όπλων στη Ταϊβάν, ύψους πάνω από 1 δισ. δολαρίων, με τον εκπρόσωπο του αμερικανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας να δηλώνει πως η αμερικανική κυβέρνηση «είναι ανένδοτη στη δέσμευσή της για την αυτοάμυνα της Ταϊβάν, και συνεχίζει».
Υπενθυμίζεται ότι η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας είχε φτάσει στα ύψη τον περασμένο Αύγουστο, όταν επισκέφτηκε το νησί η πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, με τις δύο πλευρές να προχωρούν σε νέα στρατιωτικά γυμνάσια στην περιοχή εκείνη την περίοδο.
Ολα τα φώτα στραμμένα στην Κίνα
«Μετατρέψτε την Ταϊβάν σε σκαντζόχοιρο», έγραψε χαρακτηριστικά ο πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Αντερς Φογκ Ράσμουσεν, με αφορμή τα «μαθήματα» από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο ίδιος τονίζει ότι είναι πλέον αδύνατο να μη «χαραχθούν παράλληλες γραμμές» μεταξύ της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και των σχεδίων της Κίνας για την Ταϊβάν, προειδοποιώντας παράλληλα πως «η Κίνα είναι πλέον μία από τις δύο κυρίαρχες δυνάμεις στον κόσμο και οι παγκόσμιες συνέπειες ενός πολέμου στα Στενά της Ταϊβάν θα ήταν προφανώς μεγαλύτερες. Ενας πόλεμος Κίνας – Ταϊβάν θα προσέλκυε γρήγορα και άλλες χώρες».
Ο πρώην γγ της λυκοσυμμαχίας σκιαγραφεί παράλληλα τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της. Αφενός τονίζει την ανάγκη μιας πιο σκληρής στάσης του ευρωατλαντικού άξονα απέναντι στο Πεκίνο («το δίδαγμα από την εισβολή της Ρωσίας είναι ότι η αποτροπή θα αποτύχει αν τα μηνύματα δεν είναι ισχυρά και ενωμένα πριν ξεκινήσει ο πόλεμος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι οικονομικές συνέπειες μιας κίνησης κατά της Ταϊβάν πρέπει να γίνουν σαφείς στο Πεκίνο τώρα»), αφετέρου παρατηρεί με νόημα ότι η επίσκεψη του Γερμανού καγκελάριου Ολαφ Σολτς στο Πεκίνο τον περασμένο Νοέμβρη, μαζί με ομάδα διευθυνόντων συμβούλων, «έστειλε το αντίθετο μήνυμα».
Ο Ράσμουσεν εκτιμά ότι το «εργαλείο» των οικονομικών κυρώσεων δεν μπορεί να λειτουργήσει απέναντι στην Κίνα, η οποία διαθέτει ΑΕΠ 10 φορές μεγαλύτερο από αυτό της Ρωσίας και «πολύ περισσότερες επιλογές για αντίποινα» σε σχέση με τη Ρωσία.«Η διακοπή των δεσμών με την Κίνα θα μπορούσε να μετατραπεί στην οικονομική εκδοχή του πυρηνικού πολέμου: Αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή, όπου όλοι χάνουν», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Αντίθετα, συνιστά τα κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ να «πλημμυρίσουν» το νησί της Ταϊβάν με πολεμικούς εξοπλισμούς, ώστε να αυξήσουν το κόστος μιας ενδεχόμενης κινεζικής εισβολής και να την αποτρέψουν. Παράλληλα, να διασφαλίσουν την τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ έναντι της Κίνας, ιδιαίτερα στον τομέα των πολεμικών εξοπλισμών, όπου, παρά τη σημαντική πρόοδο της κινεζικής πολεμικής βιομηχανίας, αυτή παραμένει εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους για τα πιο προηγμένα μικροτσίπ και άλλες τεχνολογίες αιχμής.
«Επανεκκίνηση» της πολεμικής βιομηχανίας
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρώην διευθυντής της CIA και απόστρατος στρατηγός του αμερικανικού στρατού, Ντέιβιντ Πετρέους, υποστηρίζει την ανάγκη να γεμίσουν οι αποθήκες οπλισμού στην Ταϊβάν και στις κοντινές στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ με πυραύλους και άλλα οπλικά συστήματα. Αντλώντας συμπεράσματα από την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, υποστηρίζει ότι είναι επείγον να προετοιμαστεί «κατάλληλα» η πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ και των συμμάχων τους για τη «νέα εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων».
Υπογραμμίζει επίσης ότι χρειάζεται «μια συμμαχική βιομηχανική βάση που μπορεί να διατηρήσει την παραγωγή αυτών των όπλων (σ.σ. για τον εξοπλισμό της Ταϊβάν και άλλων κρίσιμων κρίκων στην περιοχή) σε κλίμακα και με ταχύτητα. Το Κίεβο έχει διασωθεί από την εντυπωσιακή προθυμία της Ουάσιγκτον και άλλων Δυτικών υποστηρικτών να αδειάσουν τα δικά τους οπλοστάσια για να εξοπλίσουν την Ουκρανία».
Σύμφωνα με τον Πετρέους, το παράδειγμα της Ουκρανίας αποτελεί «ένα ανεκτίμητο ξυπνητήρι για τους υπεύθυνους του Πενταγώνου», καθώς, όπως εκτιμά, οι υποδομές και το εργατικό δυναμικό της αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ είναι πλέον «ανεπαρκείς για το είδος του διαρκούς πολέμου που μπορεί να επιβάλει η νέα εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων».
Παραπομπές:
Πηγή: Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου