Κάθε μέρα, κάθε βράδυ και κάθε νύχτα, εδώ και αρκετές ημέρες, οι ίδιες εικόνες στο Παρίσι και άλλες πόλεις της Γαλλίας: Μαζικές διαδηλώσεις, βίαιη καταστολή, εκατοντάδες συλλήψεις, πλήθος αποφασισμένο να μην υποχωρήσει, που ανασυγκροτείται και προχωρά. Η συσσωρευμένη οργή βγαίνει στην επιφάνεια και μετατρέπεται σε δύναμη αγώνα, βάζοντας κυριολεκτικά το μαχαίρι στον λαιμό των συνδικάτων, ακόμη και των εργοδοτικών, αναγκάζοντάς τα να προκηρύττουν τη μία γενική απεργία μετά την άλλη (η επόμενη είναι την Πέμπτη 23 Μαρτίου).
Ο λαός μιλά στη Γαλλία, εδώ και καιρό. Η λαλιά του υψώνεται τρομερή – κι αυτό πυρπολεί ολοένα περισσότερες συνειδήσεις, που επιλέγουν στρατόπεδο. Η αντιδραστική αλλαγή του συνταξιοδοτικού ήταν μόνο η αφορμή, η ρωγμή από την οποία βγήκε στην επιφάνεια η λάβα που συγκεντρωνόταν επί χρόνια. Τα κοινοβουλευτικά κόμματα νιώθουν την ανάσα του λαού στο σβέρκο τους, με αποτέλεσμα να κλονίζονται, να διασπώνται, να ταλαντεύονται.
Φυσικά, στο τέλος, την πιο κρίσιμη στιγμή, θα επιλέξουν και θα στηρίξουν την πλευρά εκείνη που υπηρετούν συνειδητά. Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, να εγκριθεί η πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης – γιατί αν γινόταν κάτι τέτοιο, τότε θα απειλούνταν όλο το οικοδόμημα, μαζί και ο νόμος για το συνταξιοδοτικό, που απαιτεί πάγια και επιτακτική απαίτηση του γαλλικού κεφαλαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι «νόμιμοι» και οι «παράνομοι»
“Ο Μάρτιος του 23 είναι ο νέος Μάης του 68”
Ας είμαστε καθαροί, λοιπόν, χωρίς υπεκφυγές: Ο Εμανουέλ Μακρόν και η κυβέρνησή του είναι αυτοί που τηρούν το σύνταγμα και κινούνται εντός των ορίων που ορίζει για την άσκηση της εξουσίας στη Γαλλία – με άλλα λόγια, «ταράζουν στη νομιμότητα» τους αντιπάλους τους. Αντιθέτως, είναι τα εκατομμύρια των διαδηλωτών που αμφισβητούν εμπράκτως τα ασφυκτικά όρια της αστικής δημοκρατίας, καθώς διαπιστώνουν πως ούτε αυτοί ούτε τα δικαιώματά τους χωρούν εντός τους – με άλλα λόγια, βγαίνουν στην παρανομία για να καταφέρουν να ζήσουν και να έχουν αύριο.
Πράγματι, η δυνατότητα παράκαμψης της βουλής και έγκρισης νόμων, ακόμη και τόσο σοβαρών όσο η αλλαγή του συνταξιοδοτικού, χωρίς τη διεξαγωγή ψηφοφορίας σε αυτήν (κάτι αντίστοιχο με τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου στην Ελλάδα) οφείλεται σε ένα άρθρο – το περιβόητο 49.3 – που ισχύει από την εποχή του Σαρλ ντε Γκολ και συγκεκριμένα από το 1958. Έκτοτε, μάλιστα, έχει αξιοποιηθεί δεκάδες φορές από τους περισσότερους προέδρους και τις κυβερνήσεις τους, που κάνουν αυτό που θέλουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν και χωρίς να κινδυνεύουν να ηττηθούν σε μια κοινοβουλευτική διαδικασία.
Το γαλλικό σύνταγμα και οι ερμηνευτικοί του νόμοι, επίσης – ειδικά μετά την ενσωμάτωση διατάξεων της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που εφαρμόστηκε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015 – επιτρέπουν σε πρωθυπουργούς, υπουργούς και αστυνομία να απαγορεύουν τη διεξαγωγή διαδηλώσεων και να τις κηρύττουν παράνομες. Με βάση δε αυτό, στη συνέχεια να επιτίθενται εναντίον τους για να τις διαλύσουν, εκμεταλλευόμενες και την ρητή εκχώρηση του «μονοπωλίου της βίας» στο αστικό κράτος.
Όλα αυτά, όμως, αντιμετωπίζονται στην πράξη ως κουρελόχαρτα από τους Γάλλους που έχουν εξεγερθεί. Δεν ζητούν την άδεια κανενός, ούτε καν των συνδικάτων τους, προκειμένου να συγκεντρωθούν και να διαδηλώσουν στα πιο κεντρικά σημεία του Παρισιού και άλλων πόλεων. Δεν κάνουν αίτηση για προέγκριση της διαδρομής τους ή των συνθημάτων τους, που έχουν φτάσει να απειλούν ακόμη και με επαναφορά της γκιλοτίνας για τον Μακρόν.
Ο λαός είναι «παράνομος» και καταφεύγει στη μαζική βία, αδιαφορώντας για συντάγματα και μονοπώλια, όταν πρόκειται να υπερασπίσει τα θεμελιώδη του δικαιώματα. Γίνεται «τρομοκράτης» που απειλεί να βάλει βόμβα στα θεμέλια του Μεγάρου των Ηλυσίων και της ίδιας της αστικής δημοκρατίας, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρατική τρομοκρατία η οποία φορά τον μανδύα της δημοκρατικής νομιμότητας.
Πού κρίνεται η αναμέτρηση
Η αλήθεια είναι ότι στην αναμέτρηση ανάμεσα στη βουλή και τον δρόμο, η πρώτη έχει δύο σοβαρά πλεονεκτήματα: Το ένα είναι η ενότητά της σε όσα έχουν ζωτική σημασία για το σύστημα – ακόμη και η Λεπέν, την οποία πολλοί παρουσιάζουν τώρα ως μπαμπούλα, ανήκει στο ίδιο καλούπι, όπως απέδειξε πρόσφατα και η όμορή της Μελόνι στη γειτονική Ιταλία. Όσο για το άλλο πλεονέκτημα, είναι η επίκληση της δημοκρατίας, του νόμου και της τάξης και η εφαρμογή των νόμων που τα στηρίζουν.
Απέναντι σε αυτά, ο δρόμος έχει να αντιτάξει την ορμή του, τη φαντασία του, τη μαχητικότητά του, τον αυθορμητισμό του, τα νιάτα και πολλά ακόμη. Τη δύναμη που πολλαπλασιάζεται όσο συνειδητοποιεί πως εκεί έξω βρίσκονται οι πολλοί και μέσα οι λίγοι.
Μόνο που του λείπει ο μεγάλος στόχος. Αυτός που θα δέσει το αίτημα κατά της αλλαγής του συνταξιοδοτικού με εκείνο για την υπεράσπιση της δημόσιας δωρεάν υγείας, την ανάγκη για αυξήσεις στους μισθούς απέναντι στο τέρας του πληθωρισμού και της ακρίβειας με το δικαίωμα και τη δυνατότητα για λιγότερες ώρες δουλειάς, την προστασία του περιβάλλοντος με την αναδιανομή πλούτου και την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την κραυγή για δημοκρατία με το τσάκισμα του αστικού κρατικού μηχανισμού.
Ένα αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό σχέδιο και πρόγραμμα, με άλλα λόγια, που δεν χωράει στις διακηρύξεις κανενός Μελανσόν, ο οποίος το φοβάται εξίσου όπως ο διάβολος το λιβάνι – γι’ αυτό και συνεργάστηκε και με τους Σοσιαλιστές, δίνοντας εχέγγυα «κυβερνησιμότητας». Ένα σχέδιο και πρόγραμμα τόσο αναγκαία και εφικτά στην εποχή μας, που η απουσία τους γίνεται ακόμη πιο εκκωφαντική και επώδυνη.
ΠΡΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου