Θα παρουσιάσω σήμερα ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Επανάσταση. Διανοητική και πολιτισμική ιστορία» του Ιταλού ιστορικού Έντσο Τραβέρσο, για τον οποίο έχουμε μιλήσει κι άλλες φορές στο ιστολόγιο (παράδειγμα 1 και παράδειγμα 2) Θα με πείτε μεροληπτικό, επειδή το βιβλίο το εκδίδουν οι Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, όπου εκδίδω κι εγώ τα γλωσσικά μου βιβλία, και το έχει μεταφράσει ο φίλος Νίκος Κούρκουλος, αλλά νομίζω ότι είναι πολύ ενδιαφέρον βιβλίο.
Όταν σκεφτόμαστε τις επαναστάσεις του 19ου και του 20ού αιώνα, ένα από τα πρώτα σύμβολα που έρχεται στο νου μας είναι το οδόφραγμα -ιδίως στο Παρίσι. Οπότε, διάλεξα ακριβώς να παρουσιάσω την ενότητα εκείνη που αναφέρεται στα οδοφράγματα, ως σύμβολο και ως μέσο της επανάστασης (σελ. 216-224 του βιβλίου). Αναδημοσιεύω το κείμενο χωρίς τις βιβλιογραφικές υποσημειώσεις, για να είναι πιο ελαφρύ.
Ωστόσο, αφού εδώ λεξιλογούμε, πρέπει να πούμε δυο λόγια για τη λέξη «οδόφραγμα». Στα ελληνικά, σύμφωνα με την καταγραφή του Κουμανούδη, που πιθανώς επιδέχεται βελτίωση, εμφανίζεται από το 1863. Η γαλλική λέξη είναι barricade, δάνειο από το ισπανικό barricada, από το barrica = το βαρέλι. Ο λόγος είναι ότι έφτιαχναν οδοφράγματα γεμίζοντας μεγάλα βαρέλια με πέτρες και χώματα.
Η ελληνική λέξη πλάστηκε λοιπόν από λόγιους όχι ως μεταφραστικό δάνειο αλλά για να αποδώσει την έννοια, και τη βρίσκω πετυχημένη.
Σημειώνω ακόμα το Οδόφραγμα της Δερύνειας στη διαιρεμένη Λευκωσία, και την τροτσκιστική εφημερίδα «Οδόφραγμα». Αλλά πολλά έγραψα εγώ, δίνω τον λόγο στον Τραβέρσο.
Με πλάγια στοιχεία παρουσιάζω παραθέματα άλλων συγγραφέων, τα οποία στο βιβλίο έχουν τυπωθεί με εσοχή και με άλλη γραμματοσειρά.
Σύμβολα της επανάστασης: Το οδόφραγμα
Οι απαρχές των οδοφραγμάτων είναι αβέβαιες, όμως τα πρώτα που ξέρουμε με σιγουριά υψώθηκαν στο Παρίσι το 1588, σε μια Γαλλία ρημαγμένη από τους θρησκευτικούς πολέμους, όταν ο πληθυσμός ξεσηκώθηκε για να εμποδίσει την είσοδο των στρατευμάτων του Ερρίκου του Γ΄. Επανεμφανίστηκαν στη Σφενδόνη, εξήντα χρόνια αργότερα, για να εξαφανιστούν ως τη Γαλλική Επανάσταση, όταν είχαν μια σύντομη παρουσία το Μάη του 1795 (Πρεριάλ του έτους ΙΙΙ), στις ταραχές ενάντια στη θερμιδοριανή Συμβατική. Το οδόφραγμα φτιάχνεται με ετερόκλητα αντικείμενα –αναποδογυρισμένα αμάξια, έπιπλα, βαρέλια, ξηλωμένα πλακόστρωτα, κλπ– για να φράξει το δρόμο στις στρατιωτικές δυνάμεις που προσπαθούν να ξαναπάρουν τον έλεγχο της πόλης. Επινόηση του πλήθους, κυριάρχησε στις επαναστάσεις του 19ου αιώνα, από το 1830, στο Παρίσι κατά την Ιουλιανή Επανάσταση αλλά και στη Βέλγικη Επανάσταση, και μετά το 1848, λίγο-πολύ παντού στην Ευρώπη. Έφτασε στο απόγειό του με την Παρισινή Κομμούνα, πριν γνωρίσει σταδιακή παρακμή. Εμφανίστηκε όμως ξανά στη Ρωσία το 1905 και το 1917, στο Βερολίνο το 1919, στη Βαρκελόνη το 1936 και 1937, σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις το 1944 και 1945, και ξανά στο Παρίσι το Μάη του 1968, όπου όμως η φύση του είχε αλλάξει αφού, στερημένο από κάθε πρακτική ή στρατιωτική λειτουργία, διατηρούσε μόνο μια συμβολική διάσταση.
Αν το οδόφραγμα σημάδεψε τόσο βαθιά τα πνεύματα κι αν έμεινε τόσο καιρό χαραγμένο στη συλλογική μνήμη, αυτό οφείλεται κυρίως στον ανώνυμο και θεαματικό χαραχτήρα του. Χωρίς αρχηγούς και χωρίς αποφάσεις από τα πάνω, είναι αυθόρμητη δημιουργία του πλήθους που, σε έκτακτες καταστάσεις, δείχνει μια ικανότητα για αυτοοργάνωση ανυποψίαστη για εκείνους τους παρατηρητές που έχουν συνηθίσει να βλέπουν σ’ αυτό έναν από τη φύση του υποταγμένο πληθυσμό. Στις Αναμνήσεις του (γραμμένες το 1850), ο Τοκβίλ περιγράφει τη σχολαστική μέθοδο που χρησιμοποιούσαν για να υψώσουν οδοφράγματα στους δρόμους του Παρισιού κοντά στο Δημαρχείο, τις μέρες του Ιουνίου του 1848. Η κοινωνική, ψυχολογική και υπαρξιακή απόσταση που τον χωρίζει από τους εξεγερμένους εργάτες δίνει στα λόγια του το ύφος μιας εντομολογικής περιγραφής:
Αποφάσισα να σχηματίσω άμεση γνώμη για την κατάσταση των πραγμάτων και, μαζί με τον Κορσέλ, πήγα στην περιοχή του Δημαρχείου. Σε όλα τα στενά δρομάκια που περιβάλλουν αυτό το μνημείο, βρήκα το λαό απασχολημένο με το να φτιάχνει οδοφράγματα. Δούλευαν με την επιδεξιότητα και το τακτικό πνεύμα ενός μηχανικού: ξήλωναν το πλακόστρωτο μόνο όσο χρειαζόταν για να θεμελιώσουν, με τετραγωνισμένους λίθους που προμηθεύονταν από αυτό, ένα χοντρό τοίχο, πολύ στέρεο και μάλιστα αρκετά καθαρό, στον οποίο φρόντιζαν συνήθως να αφήνουν ένα μικρό άνοιγμα προς την πλευρά των σπιτιών, ώστε να μπορούν να κυκλοφορούν. (Alexis de Tocqueville, Souvenirs)
Όχι λιγότερο εχθρικός παρατηρητής, ο Γκυστάβ Φλομπέρ περιγράφει έτσι τα παρισινά οδοφράγματα του Φλεβάρη του 1848 στην Αισθηματική αγωγή (1869):
Το κιγκλίδωμα της Μονής της Αναλήψεως είχε ξηλωθεί. Λίγο πιο κάτω πρόσεξα τρεις πέτρες απ’ το πλακόστρωτο στη μέση του δρόμου, χωρίς αμφιβολία το πρώτο θεμέλιο ενός οδοφράγματος, μετά σπασμένα μπουκάλια και ρολά από σύρμα για να κλείσουν το δρόμο στο ιππικό. […] Άνθρωποι προικισμένοι με παθιασμένη ευγλωττία μιλούσαν στο πλήθος στις γωνιές των δρόμων, άλλοι χτυπούσαν τις καμπάνες με όλη τους τη δύναμη. Έλιωναν μολύβι για σφαίρες, φτιάχνανε φυσίγγια, τα δέντρα των λεωφόρων, τα ουρητήρια, οι πάγκοι, τα κάγκελα, τα μπεκ του γκαζιού, όλα είχαν ξηλωθεί και είχαν αναποδογυριστεί. Το Παρίσι, εκείνο το πρωί, είχε σκεπαστεί από οδοφράγματα. Λίγο κράτησε η αντίσταση. Παντού έμπαινε στη μέση η Εθνική Φρουρά – έτσι ώστε στις οχτώ η ώρα ο λαός, είτε μετά από εκούσια παράδοση είτε με τη βία, είχε καταλάβει πέντε στρατώνες, σχεδόν όλα τα δημαρχεία και τα πιο ασφαλή στρατηγικά σημεία. Από μόνη της, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, η μοναρχία έλιωνε σαν το κερί. (Gustave Flaubert, L’Éducation sentimentale)
Το οδόφραγμα είναι θεαματικό επειδή παραλύει την πόλη και επειδή αναπλάθει το τοπίο της. Και είναι οι υπεξούσιες τάξεις εκείνες που, με μια ξαφνική ανατροπή των κοινωνικών ιεραρχιών, αναλαμβάνουν να αναδιοργανώσουν τον χώρο. Το οδόφραγμα, πάντως, υπερβαίνει τις αυστηρά κοινωνιολογικές διακρίσεις και υιοθετεί ένα χαραχτήρα αυθεντικά λαϊκό. Εκτός από τους εργάτες, συμπεριλαμβάνει επίσης γυναίκες και παιδιά, καθώς και άλλες κοινωνικές ομάδες, από φοιτητές μέχρι καλλιτέχνες. Η λειτουργία του είναι διπλή, τόσο πρακτική όσο και συμβολική. Δίνει σχήμα στις εξεγέρσεις προστατεύοντας τους ξεσηκωμένους, ελέγχοντας τις συνοικίες, εξουδετερώνοντας τις επεμβάσεις των κατασταλτικών δυνάμεων, επιβάλλοντας συσχετισμούς δυνάμεων. Συγκεντρώνοντας και ενοποιώντας τους εξεγερμένους, τα οδοφράγματα δημιουργούν το επαναστατικό πλήθος. Το οδόφραγμα, γράφει ο Αλέν Κορμπέν, είναι «μια μηχανή που παράγει το λαό, ο οποίος, σε όλη την πορεία του 19ου αιώνα, δεν παύει να πραγματώνεται μέσω της εξέγερσης». Τόπος δράσης, γεννάει μια συγκινησιακά έντονη κοινωνικότητα, πολύ ιδιόμορφη, που μπορεί να περάσει πολύ γρήγορα από τη γιορτή –την ανατροπή της τάξης– στη θυσία στη διάρκεια της μάχης: ο θάνατος στο οδόφραγμα φορτίζεται με ιερή αύρα, είναι το επαναστατικό ισοδύναμο του θανάτου στο πεδίο της τιμής για το πατριωτικό αφήγημα. Να γιατί, σε πείσμα ή ίσως εξαιτίας του εγγενώς εφήμερου χαραχτήρα του, δημιούργησε μια μακρόχρονη οπτική παράδοση, από τη ζωγραφική ως τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο.
Διαθέτουμε δύο δαγκεροτυπίες από τα παρισινά οδοφράγματα του Ιουνίου του 1848. Δείχνουν την οδό Σεν-Μορ-Ποπενκούρ, στις 25 και 26 Ιουνίου, πριν και μετά την επίθεση των στρατευμάτων του στρατηγού Λαμορισιέρ, σε μία από τις πιο αιματηρές ημέρες της εξέγερσης.
[Πριν και μετά]
Ο δημιουργός των δαγκεροτυπιών, ο Σαρλ-Φρανσουά Τιμπό, ερασιτέχνης φωτογράφος, αποτύπωσε τη σκηνή από απόσταση, χαρίζοντάς της μια αίσθηση ζωγραφικού πίνακα. Γνωρίζουμε την ημερομηνία των φωτογραφιών αυτών γιατί δημοσιεύτηκαν τον Ιούλιο στο περιοδικό L’Illustration, καθώς και αργότερα σ’ ένα ειδικό τεύχος πάνω στην εξέγερση. Θεωρούνται τα πρώτα δείγματα φωτογραφικής απεικόνισης στον τύπο και διαθέτουν την αύρα των «φαντασμάτων της ιστορίας»: είναι τα κατάλοιπα ενός αρχικού κύματος εξεγερσιακών συγκρούσεων.
Στην ιστορία της τέχνης, το διασημότερο οδόφραγμα είναι ο ομώνυμος πίνακας του Ερνέστ Μεσονιέ, που εκτέθηκε στο Σαλόν του 1851 και δείχνει τα θύματα της στρατιωτικής καταστολής στην οδό ντε λα Μορτελερί, κοντά στο Δημαρχείο. Το οδόφραγμα έχει καταστραφεί και τα άψυχα σώματα κάποιων νεαρών είναι σκορπισμένα στο έδαφος, ανάμεσα στις πέτρες του λιθόστρωτου. Τα κουρελιασμένα ρούχα τους θυμίζουν τα χρώματα της γαλλικής σημαίας. Ο Μεσονιέ ήταν λοχαγός του πυροβολικού στην Εθνική Φρουρά και η συμμετοχή του στην τρομερή σφαγή των εξεγερμένων τον είχε σοκάρει: «Αυτό το οδόφραγμα της οδού ντε λα Μορτελερί είχε μόλις καταληφθεί και το είδα μέσα σ’ όλη του τη φρίκη, με τους υπερασπιστές του σκοτωμένους, ντουφεκισμένους, ριγμένους απ’ τα παράθυρα, να σκεπάζουν το έδαφος με τα πτώματά τους».
Παρά τη λύπη, ή ακόμα τη συμπόνια, που εκφράζει εδώ ο ζωγράφος προς τα θύματα, ο πίνακάς του έγινε αντιληπτός, σύμφωνα με τον Τ. Τζ. Κλαρκ, σαν προειδοποίηση προς τις εργαζόμενες τάξεις: οι επαναστάσεις θα συντριβούν ανελέητα. Πεταμένα ανάκατα στο δρόμο, τα πτώματα είναι ανώνυμα, χωρίς πρόσωπο, τσακισμένα, τυλιγμένα σε μια μακάβρια αχλή. Στην εικόνα αυτή, όπου σύμφωνα μ’ ένα φουριεριστή κριτικό, «η σάρκα και τα ρούχα μοιάζουν να γίνονται ένα με το λιθόστρωτο», το οδόφραγμα έχει γίνει «ομελέτα ανθρώπων». Ο συντηρητικός Ογκυστέν Τιερί, όμως, επέκρινε τον πίνακα του Μεσονιέ, στον οποίο διέκρινε μια ύποπτη αμφισημία: άοπλα, τα πτώματα μπορούσαν να φανούν αθώα θύματα: «Δεν συστήνει κανείς την ειρήνη υβρίζοντας τους νικητές και μιλώντας με οργή στους νικημένους. Δεν πείθει για τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου υποκινώντας την εκδίκηση». Το επεισόδιο αυτό αποδεικνύει ότι η συντηρητική οικειοποίηση της εικόνας του οδοφράγματος είναι σχεδόν αδύνατη.
Υπάρχουν πολλές φωτογραφίες οδοφραγμάτων από την Παρισινή Κομμούνα, με πιο γνωστές εκείνες από την πλατεία Κονκόρντ, ιδιαίτερα πριν την επίθεση των βερσαγιέζων. Επανεμφανίστηκαν μαζί με τις επαναστάσεις που ακολούθησαν το τέλος του Μεγάλου Πολέμου. Το 1919, οι εικόνες από τη σπαρτακιστική εξέγερση του Βερολίνου γνώρισαν μεγάλη διάδοση με τη μορφή καρτ-ποστάλ που απαθανάτιζαν τα οδοφράγματα. Μετά την εθνική της ενοποίηση το 1871, η Γερμανία είχε γίνει η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα των εκδοτών και του τύπου, με δεκάδες καθημερινές εφημερίδες και εικονογραφημένα περιοδικά. Κάθε πρακτορείο τύπου διέθετε τις δικές του ομάδες φωτογράφων. Κατά την εξέγερση του Γενάρη του 1919, ένοπλοι εργάτες εφόρμησαν στη συνοικία του τύπου και κατέλαβαν την καρδιά της, το Μέγαρο Μόσε, όπου χρησιμοποίησαν το τυπογραφείο για να τυπώσουν τη Rote Fahne, την εφημερίδα της Ένωσης Σπάρτακος. Με τα δυσκίνητα σύνεργά τους στημένα σε στρατηγικά σημεία, σε δρόμους και πλατείες, οι φωτογράφοι είχαν γίνει οικείες φιγούρες για τους εξεγερμένους και η παρουσία τους έδινε κάποια αίσθηση επισημότητας στα γεγονότα που κατέγραφαν. Κάποιες φορές, τα οδοφράγματα είχαν στηθεί ειδικά για τις φωτογραφικές κάμερες, με τους εργάτες ή τους στρατιώτες να παίρνουν πόζες μάχης. Το ίδιο ισχύει για πολλές φωτογραφίες εκτελέσεων που έχουν σκηνοθετηθεί κατόπιν εορτής για να αναδείξουν το θάρρος των εξεγερμένων και για να τιμήσουν τη θυσία τους. Αυτό μαρτυράει μια ξεκάθαρη συνείδηση των πρωταγωνιστών, όχι μόνο για την ιστορική διάσταση των γεγονότων στα οποία είχαν πάρει μέρος, αλλά και για τη συμβολική τους εμβέλεια. Το 1919, δεκάδες χιλιάδες «καρτ-ποστάλ της λευτεριάς» (Freiheit-Postkarte) κυκλοφορούσαν ήδη στη Γερμανία, με τα πορτρέτα των μαρτύρων της σπαρτακιστικής εξέγερσης και της Δημοκρατίας των Συμβουλίων του Μονάχου.
Αυτή η σημαντική οπτική παραγωγή γίνεται ακόμα πιο αξιοπρόσεχτη αν σκεφτούμε ότι η εξέγερση του Βερολίνου ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι σοσιαλδημοκράτες ελέγχανε ακόμα την πλειονότητα του εργατικού κινήματος και οι εξεγερμένοι εργάτες ήταν απομονωμένοι. Γεννημένη στη μέση αυτής της θύελλας, η Ένωση Σπάρτακος απείχε πολύ από το να έχει ηγεμονική θέση. Οι προσπάθειες της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ για να σταματήσουν την εξέγερση απέτυχαν και ανέλαβαν τη διεύθυνσή της και θυσιάστηκαν εθελοντικά για να μην εγκαταλείψουν το κίνημα στην τύχη του. Στο Βερολίνο ή στο Μόναχο, τα οδοφράγματα δεν αποδείχτηκαν πολύ αποτελεσματικά. Η συμβολική μετάλλαξη από τα οδοφράγματα του 19ου αιώνα στην έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα συνοψίζει αρκετά καλά την αλλαγή παραδείγματος που είχε συμβεί στην αναπαράσταση της επανάστασης: η κατάληψη της εξουσίας δεν ήταν πια έργο του εξεγερμένου λαού αλλά ενός οργανωμένου στρατού. Οι μπολσεβίκοι απάντησαν με τον τρόπο αυτό στα ερωτήματα που είχε θέσει ο Ογκύστ Μπλανκί, στους στοχασμούς του για την ήττα του Ιουνίου του 1848. Στις «Οδηγίες για μια ένοπλη εξέγερση» (1868), ο Μπλανκί υπογραμμίζει την αναποτελεσματικότητα των οδοφραγμάτων φτάνοντας στο σημείο να τα κατηγορήσει ότι ευθύνονταν για την πανωλεθρία. Τον Ιούλιο του 1830 και το Φλεβάρη του 1848, τονίζει, η επιτυχία της τακτικής των οδοφραγμάτων οφειλόταν μόνο σε «καλή τύχη». Τον Ιούνιο του 1848, αποδείχτηκαν άχρηστα, αν όχι καταστροφικά. Η κριτική του είναι αυστηρή:
Ξεσπάει η εξέγερση, Αμέσως, στις εργατικές συνοικίες, υψώνονται οδοφράγματα εδώ κι εκεί, στην τύχη, σε πλήθος σημεία. Πέντε, δέκα, είκοσι, τριάντα, πενήντα άνθρωποι, κατά τύχη συγκεντρωμένοι, οι περισσότεροι άοπλοι, αρχίζουν να αναποδογυρίζουν αμάξια, να ξηλώνουν τα λιθόστρωτα και να σωρεύουν τις πέτρες τους για να φράξουν το δρόμο, μερικές φορές στη μέση των δρόμων, πιο συχνά στα σταυροδρόμια. Πολλά από αυτά τα φράγματα, είναι θέμα αν εμποδίζουν πραγματικά το πέρασμα του ιππικού. Μερικές φορές, μετά από μια πρόχειρη κατασκευή του οχυρώματος, οι κατασκευαστές φεύγουν για να αναζητήσουν όπλα και πυρομαχικά. Τον Ιούνιο, φτιάχτηκαν πάνω από εξακόσια οδοφράγματα, αλλά μόνο καμιά τριανταριά, το πολύ, σήκωσαν όλο το βάρος της μάχης. Στα υπόλοιπα, στα δεκαεννιά στα είκοσι, δεν ρίχτηκε ούτε σφαίρα. Έτσι προκύψανε εκείνα τα ένδοξα ανακοινωθέντα που κόμπαζαν για την κατάληψη πενήντα οδοφραγμάτων, στα οποία δεν βρισκόταν ψυχή. Ενώ ξηλώνουν έτσι τους δρόμους, άλλες μικρές ομάδες πηγαίνουν να αφοπλίσουν τις φρουρές ή να πάρουν μπαρούτι και όπλα από τους οπλοποιούς. Όλ’ αυτά γίνονται χωρίς συντονισμό και χωρίς κατεύθυνση, ανάλογα με προσωπικές ιδιοτροπίες. Σιγά-σιγά, ωστόσο, κάποια από τα οδοφράγματα, ψηλότερα, ισχυρότερα, καλύτερα κατασκευασμένα, τραβάνε την προτίμηση των υπερασπιστών, που συγκεντρώνονται κυρίως σε αυτά. Όχι κάποιος υπολογισμός αλλά η τύχη καθορίζει την τοποθεσία αυτών των βασικών οχυρώσεων. Λίγα μόνο, από ένα είδος πρόχειρης στρατιωτικής έμπνευσης, κλείνουν την είσοδο των σημαντικών δρόμων. (Auguste Blanqui, Instructions pour une prise d’armes)
Η εναλλακτική σε αυτά τα κακοσχεδιασμένα και κακοφτιαγμένα οδοφράγματα που αποτελούσαν απλό χάσιμο χρόνου, βάραιναν τους δρόμους και δυσκόλευαν την κυκλοφορία, ήταν η δημιουργία μιας στρατιωτικής οργάνωσης, αποτελούμενης από έμπειρους επαναστάτες, αποφασισμένους και πειθαρχημένους, ικανούς να δράσουν με την ισχύ και την αποτελεσματικότητα κανονικού στρατού. Όσο έμενε εκστατική στιγμή αδελφοσύνης και συλλογικής δράσης –η συγκρότηση του λαού μέσα από την κατασκευή οδοφραγμάτων– η επανάσταση ήταν αναπόφευκτα καταδικασμένη σε αποτυχία. Δεν μπορούσε να νικήσει παρά μόνο σαν «ένοπλη εξέγερση» (prise d’armes). Για τον Τρότσκι, αυτός ο στοχασμός ήταν εύστοχος. Ο Μπλανκί δεν είχε κατανοήσει τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που είναι αναγκαίες για το ξέσπασμα μιας επανάστασης, όμως οι κριτικές του παρατηρήσεις για τις αιτίες της αποτυχίας της εξέγερσης του Ιουνίου 1848 τού φαίνονταν ξεκάθαρες και πολύτιμες.
sarantakos.wordpress.com
Στη συνέχεια, ο Τραβέρσο εξετάζει ένα άλλο σύμβολο, την κόκκινη σημαία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου