Ιρανική στρατιωτική επιχείρηση «Αληθινή Υπόσχεση». Στρατηγική αποτυχία ή επιβολή νεών τετελεσμένων στην περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφάλειας από την Τεχεράνη;
Γράφει ο Μιχάλης Μασαούτης
κάτοχος ΜΑ Μεσανατολικών Σπουδών στο Παν/μιο του Λαιντεν
Στον απόηχο της ιρανικής ανταποδοτικής στρατιωτικής επιχείρησης της 13η Απριλίου 2024, γίνεται πολύς λόγος από διάφορους αναλυτές για στρατηγική αποτυχία των ιρανικών αεροπορικών αντιποίνων εναντίον του Ισραήλ. Αντιποίνων που έλαβαν χώρα μετά τον ισραηλινό αεροπορικό βομβαρδισμό του ιρανικού προξενείου στην Δαμασκό την 1η Απριλίου 2024, που είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων και το θάνατο αρκετών Ιρανών αξιωματούχων, με προεξέχοντα τον στρατηγό των Φρουρών της Επανάστασης, Mohammad Reza Zahedi. Μια επίθεση, που εκτός από την κρίση που προκάλεσε στην περιοχή, παραβιάζει θεμελιώδεις συνθήκες για την προστασία διπλωματικών αποστολών, και , που αν αρχίσει να γίνεται συνήθεια, απειλεί να τινάξει στον αέρα τις νόρμες των διακρατικών και διεθνών σχέσεων όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στην Συνθήκη της Βεστφαλίας από το 1648 και εντεύθεν. Η αποτυχία ή επιτυχία της ιρανικής επιχείρησης καθορίζεται από τους στρατηγικούς στόχους που είχε θέσει η Τεχεράνη, για την εξυπηρέτηση των μακροπρόθεσμων στρατηγικών της συμφερόντων. Ας εξετάσουμε ,λοιπόν, ποιοι ήταν οι επιδιωκόμενοι στόχοι αυτής της στρατιωτικής επιχείρησης και ποια τα αποτελέσματα.
Η Τεχεράνη επιδίωξε να αποφύγει την άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον, άλλωστε αυτό πράττει εδώ και δεκαετίες, παρόλο που το Τελ Αβίβ επιδιώκει να την παρασύρει σε μια τέτοια αντιπαράθεση, με την ελπίδα να δραπετεύσει από το στρατηγικό αδιέξοδο που έχει εισέλθει μετά την 7η Οκτωβρίου. Επίσης, επιδίωξε να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της αποτρεπτικής της ικανότητας, αλλά και την περιφερειακή της επιρροή, διαμηνύοντας ταυτόχρονα σε αντιπάλους και συμμάχους ότι ως κυρίαρχο κράτος θα υπερασπιστεί αυτό που θεωρεί εθνικό του συμφέρον απέναντι ακόμα και σε πιο προηγμένες σε στρατιωτική τεχνολογία δυνάμεις. Ότι δηλαδή, όσοι απειλούν τα ιρανικά συμφέροντα, θα πληρώσουν το ανάλογο τίμημα. Εν ολίγοις, αυτό σημαίνει ότι οι κόκκινες γραμμές της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας της δεν ξεθωριάζουν. Σύμφωνα με το δόγμα ασφαλείας του Ιράν, η επίθεση στο έδαφός αποτελεί μια από τις βασικές κόκκινες γραμμές που δικαιολογεί άμεσα στρατιωτικά αντίποινα εναντίον του επιτιθέμενου κράτους.
Ταυτόχρονα, η Τεχεράνη επιδίωξε να δείξει σε συμμάχους, αντιπάλους, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας τις δυνατότητες και τα αποτελέσματα του ιρανικού αποτρεπτικού στρατιωτικού μηχανισμού, στον οποίο έχει επενδύσει τόσους πόρους. Μια αμυντική δομή υβριδικού χαρακτήρα, γνωστή και ως «μωσαϊκή άμυνα», που συνδυάζει στοιχεία συμβατικού (πύραυλοι, Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη, ηλεκτρονικός πόλεμος, ναυτικό) και ασύμμετρου (παραστρατιωτικές πολιτοφυλακές) πολέμου, ενταγμένη σε ένα πλαίσιο μιας μακροχρόνιας, έμμεσης στρατηγικής φθοράς και χαμηλής εντάσεως. Επιπλέον, παράλληλα με την αποτροπή, η Τεχεράνη έθεσε ή επιχειρεί να θέσει σε νέα βάση τους όρους της περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων. Να αναθεωρήσει δηλαδή το υπάρχον περιφερειακό status quo ασφάλειας σπάζοντας ένα ταμπού‧ την έως τώρα σιωπηρή αποδοχή μιας de facto κατάστασης ότι το Ισραήλ με τις συμβατικές στρατιωτικές του δυνάμεις μπορεί να χτυπά γειτονικά κράτη, υποδομές, ανθρώπινο δυναμικό, χωρίς να πληρώνει το ανάλογο κόστος.
Μερικές μόλις μέρες μετά την ιρανική δέσμευση για αναλογική απάντηση στο ισραηλινό χτύπημα στο προξενείο της στην Δαμασκό, μπορούν να εξαχθούν κάποια πρώτα συμπεράσματα. Οι Ιρανοί φαίνεται ότι αποφεύγουν την άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ γενικότερα. Αν και μια ιρανική επίθεση στο Ισραήλ, για δεκαετίες θεωρούνταν ουσιαστικά casus belli για τις ΗΠΑ, ωστόσο ο τρόπος διεξαγωγής της επιχείρησης, προς το παρόν, φαίνεται στην ουσία να έχει εξουδετερώσει την εν λόγω κόκκινη γραμμή που έχουν θέσει οι Η.Π.Α. Συγκεκριμένα, αυτό επιτεύχθηκε με την σπουδή των Ιρανών να μη δράσουν ένθερμα ενημερώνοντας την Ουάσιγκτον μέσω ελβετικών και τουρκικών διπλωματικών διαύλων επικοινωνίας τόσο για την πρόθεση τους να μην χτυπηθούν αμερικανικοί στόχοι, όσο και να μην επιφέρουν δυσανάλογες υλικές και ανθρώπινες απώλειες στο ισραηλινό έδαφος. Με δύο λόγια να καταστήσουν στην Ουάσιγκτον την κοινή τους επιθυμία για την αποφυγή ενός περιφερειακού πολέμου. Με αυτόν τον τρόπο το μπαλάκι της πίεσης περνά στο Τελ Αβίβ με τις ΗΠΑ να δηλώνουν ότι δεν θα εμπλακούν σε μια επίθεση ενάντια στο Ιράν και να ασκούν σφοδρές πιέσεις στην ισραηλινή πλευρά, ώστε να μην χτυπήσει ιρανικό έδαφος. Δηλώσεις του Αμερικανού Προέδρου Μπάιντεν, ότι δηλαδή η επιτυχία της συνδυασμένης αεράμυνας του Ισραήλ με το ΝΑΤΟ ισοδυναμεί με νίκη του Ισραήλ, αποτελεί στην ουσία χρύσωμα του χαπιού.
Από την άλλη, η μαζικότητα και το επίπεδο προετοιμασίας, αλλά και η συνεργασία μεταξύ των μελών του Άξονα της Αντίστασης, πέτυχε να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα για τις δυνατότητες της ιρανικής αποτρεπτικής στρατηγικής. Πιο συγκεκριμένα, πριν από την επίθεση, προηγήθηκαν κυβερνοεπιθέσεις στις υποδομές του Ισραήλ, οι οποίες προκάλεσαν γενική διακοπή του ρεύματος στο Τελ Αβίβ. Επιπλέον, ιρανικές δυνάμεις κατέλαβαν πλοίο ισραηλινών συμφερόντων στα Στενά του Ορμούζ , δίνοντας έτσι ένα έμμεσο μήνυμα στις δυτικές δυνάμεις, ότι αν το Ιράν χτυπηθεί μαζικά στο έδαφός του, τότε αυτές θα βρεθούν αντιμέτωπες με το κλείσιμο των στενών και τις καταστροφικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία. Η δραστηριότητα των φιλοϊρανών Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα και η εκεί παράλυση της ναυσιπλοίας ήδη έχει δώσει δείγματα γραφής στη Δύση για τις δυνατότητες του φιλοϊρανικού άξονα. Όσο αφορά αυτήν καθαυτή την επίθεση εναντίον του Ισραήλ, η επιτυχής και συνδυασμένη διεξαγωγή μιας εναερίας, σε μεγάλη απόσταση, επίθεσης, από το Ιράν και τους συμμάχους του, προκαλεί σοβαρό προβληματισμό και ανησυχία στις περιφερειακές χώρες εκτός του Ισραήλ. Χώρες που παρά την στήριξη από τη Δύση και τον υπερεξοπλισμό τους με εξελιγμένα στρατιωτικά συστήματα αιχμής, σε όσες περιπτώσεις ανταγωνίστηκαν επί του πεδίου (Συρία, Υεμένη), το μέχρι πολύ πρόσφατα, απομονωμένο και πολύ υποδεέστερο τεχνολογικά Ιράν (με εξαίρεση πυραύλους ΜΕΑ), ηττήθηκαν.
Οι ανησυχίες όμως δεν περιορίζονται στην περιφέρεια της Μέσης Ανατολής, αλλά φτάνουν και πέραν του Ατλαντικού. Σύμφωνα με τον απόστρατο στρατηγό των ΗΠΑ, Michael Nagata, μπορεί τα τακτικά αποτελέσματα της ιρανικής επίθεσης να μη φαίνονται ιδιαίτερα σημαντικά, όμως η κατάσταση σε στρατηγικό επίπεδο είναι διαφορετική. Ο Nagata θεωρεί ότι οι Ιρανοί αρχικά πέτυχαν μια συνδυασμένη και πολύ καλά συντονισμένη στρατιωτική επιχείρηση με τους συμμάχους τους στον Άξονα της Αντίστασης από Λίβανο, Ιράκ, Συρία και Υεμένη για πρώτη φορά, σε συνδυασμό με σύγχρονα εναέρια μέσα (πύραυλοι, ΜΕΑ). Αυτό αποτελεί μια ένδειξη των επιχειρησιακών δυνατοτήτων, αλλά και της ωρίμανσης σε επίπεδο συνεργασίας και αποτελεσματικότητας του Άξονα αυτού. Επιπλέον, σύμφωνα με τις πρώτες δυτικές και ισραηλινές πληροφορίες, ναι μεν, έχει καταρριφθεί η πλειοψηφία των πυραύλων και ΜΕΑ, όμως αυτό έλαβε χώρα υπό δύο προϋποθέσεις. Πρώτη προϋπόθεση ήταν η στενή συνεργασία μερικών εκ των πιο προηγμένων στρατιωτικά χωρών, όπως η ΗΠΑ, το Η.Β και η Γαλλία, οι οποίες μαζί με το Ισραήλ είχαν αρκετό χρόνο ώστε να προετοιμαστούν κατάλληλα, χρόνο, που τους έδωσε η ίδια η Τεχεράνη, ενημερώνοντάς τους έμμεσα, εκ των προτέρων. Παρ’ όλα αυτά, η ισραηλινή αεράμυνα διατηρήθηκε και μόλις δύο στρατιωτικές αεροπορικές βάσεις χτυπήθηκαν. Δεύτερη προϋπόθεση ήταν η επιβάρυνση των Ισραηλινών με δυσανάλογα υψηλό κόστος για την αναχαίτιση της Ιρανικής επίθεσης, πηγές το ανεβάζουν στα 1,4 δις, ενώ ταυτόχρονα απαιτήθηκε η δέσμευση μεγάλου αριθμού εναέριων, ναυτικών και επιγείων νατοϊκών μέσων. Αντίθετα το οικονομικό κόστος για την Τεχεράνη κυμαίνεται στα 100-200 εκατομύρια δολλάρια.
Η δυνατότητα των Η.Π.Α. και των Ευρωπαίων συμμάχων τους να διατηρήσουν αυτή την ενεργή στρατιωτική στήριξη προς το Ισραήλ, εάν η κλιμάκωση παραταθεί, τελεί υπό αμφιβολία για τρείς λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι η κλιμακούμενη ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στα στενά της Ταϊβάν, που αποτελεί ως περιοχή την κύρια στρατηγική προτεραιότητα της Ουάσιγκτον. Δεύτερος λόγος είναι η διαφαινόμενη κρίσιμη καμπή υπέρ της Μόσχας στο μέτωπο της Ουκρανίας και τέλος η υπάρχουσα ευρωπαϊκή αμυντική γύμνια και ο αναβρασμός στις ευρωπαϊκές κοινωνίες λόγω πληθωρισμού και οικονομικού αδιεξόδου, απόρροια της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες καθιστούν την επί μακρόν δέσμευση σημαντικών στρατιωτικών πόρων για την άμυνα του Ισραήλ από δυσχερή έως απαγορευτική.
Η Τεχεράνη δεν έχει εγκαταλείψει ουσιαστικά, όπως ίσως θεωρείται από διάφορους κύκλους, το δόγμα της στρατηγικής υπομονής και της έμμεσης στρατηγικής φθοράς κατά των αντιπάλων της, ούτε το υβριδικό δόγμα πολέμου της. Αντίθετα, πρόκειται για μια αναβάθμιση του, σε μέσα και τακτικές. Μέσω της αναβάθμισης αυτής επιδιώκει και δείχνει να πετυχαίνει, μια αναθεώρηση της περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων και του status quo ασφάλειας. Οι πρόσφατες δηλώσεις του αρχηγού των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων, Mohammad Hossein Baqeri, κινούνται σε αυτό το μήκος κύματος. Συγκεκριμένα δήλωσε ότι μετά την στρατιωτική επιχείρηση της 13ης Απριλίου, οι στόχοι της Τεχεράνης επιτεύχθηκαν, αλλά αν το Ισραήλ επιχειρήσει να ξαναχτυπήσει ιρανικούς στόχους εντός ή εκτός Ιράν, τότε θα λάβει πολλαπλάσια αντίποινα. Δήλωση που αποτελεί δημόσια παραδοχή της αναθεωρήσεως των μέχρι τώρα κανόνων εμπλοκής μεταξύ Τελ Αβίβ και Τεχεράνης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το επιδιώκει και το επιτυγχάνει αυτό. Το πρόσφατο παρελθόν έχει δείξει ότι το Ιράν ακόμη και μέσα από σοβαρές, υπαρξιακές ενίοτε κρίσεις, και, ενώ υστερούσε στο συσχετισμό δυνάμεων, πέτυχε την αναθεώρηση της περιφερειακής ισορροπίας υπέρ του. Η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 και η παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων μια ανάσα από τα σύνορα του ήταν μια από αυτές. Ωστόσο, μέσω της δραστηριότητας του εμβληματικού στρατηγού των Φρουρών της Επανάστασης, Κάσσεμ Σολεϊ- μανί, οι Ιρανοί πέτυχαν με ελάχιστα συγκριτικά μέσα μια στρατηγική νίκη κατά των στρατηγικών σχεδιασμών των ΗΠΑ στην περιοχή. Πέτυχαν δηλαδή, να περάσει το Ιράκ κάτω από τον έλεγχο της Τεχεράνης και να τεθούν οι βάσεις τη δημιουργία του «Περσικού Διαδρόμου» που συνδέει την Τεχεράνη με τις μεσογειακές ακτές της Λεβαντίνης, μέσω της επιρροής της σε Ιράκ, Συρία και Λίβανο, καθώς και να σχηματιστεί ο ιρανικός περιφερειακός στρατιωτικός μηχανισμός ασφαλείας, δηλαδή ο Άξονας της Αντίστασης. Μια άλλη υπαρξιακή για το Ιράν κρίση ήταν ο συριακός εμφύλιος (2011-2019) και η δραστηριότητα του Ισλαμικού Κράτους σε Συρία και Ιράκ.. Μια κρίση που έθεσε το Ιράν προ μεγάλων διλημμάτων όσο αφορά την εξωτερική και εσωτερική του ασφάλεια, αλλά και την κοινωνική συνοχή του. Ωστόσο, η ιρανική ελίτ, ξανά υπό την καθοδήγηση του Κάσεμ Σολεϊμάνι, δεν δίστασε να επιλέξει την στρατηγική της ενεργής αποτροπής αντί αυτήν της αναδίπλωσης. Έτσι, ανάμεσα στα άλλα, πέτυχε να παγιώσει και να αυξήσει τον έλεγχο της επί του Περσικού Διαδρόμου, να επεκτείνει την επιρροή της στην Ερυθρά Θάλασσα, και επιπλέον να αναβαθμίσει την ισχύ και τις δυνατότητες του Άξονα της Αντίστασης. Ακόμα και η στρατιωτική αντίδραση της Τεχεράνης το 2020, στην δολοφονία του Σολεϊμάνι, παρόλο που για πολλούς στο εσωτερικό και εξωτερικό του Ιράν θεωρήθηκε αναιμική, με μια δεύτερη πιο ψύχραιμη ανάγνωση, αποτέλεσε στοιχείο μεταβολής του συσχετισμού ασφαλείας υπέρ του Ιράν. Συγκεκριμένα, το γεγονός της ευθείας και με χειρουργική ακρίβεια ιρανικής πυραυλικής επίθεσης ενάντια στις αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ χωρίς ακόλουθη αμερικανική ανταπάντηση αναθεώρησε τους κανόνες αντιπαραθέσεως μεταξύ των δύο κρατών.
Το Ισραήλ τις πρωινές ώρες τις 19η Απριλίου, φέρεται να προέβει σε χτυπήματα κατά του Ιράν στο Ισφαχάν, κοντά σε πυρηνικές του εγκαταστάσει. Επίσης υπάρχουν πληροφορίες για χτυπήματα σε Συρία και Ιράκ. Αν και δεν υπάρχουν ξεκαθαρες ακόμα πληροφορίες, για τα μέσα και το εύρος του χτυπήματος στο ιρανικό έδαφος, μάλλον τα αποτελέσματα της είναι ισχνά, απο τακτικής στρατιωτικής απόψεως. Επιπλέον, προς το παρόν φαίνεται οτι και τα δύο μέρη, φαίνεται να μη επιθυμούν κλιμάκωση, υποβαθμίζοντας ουσιαστικα το γεγονός. Η Τεχεράνη μιλά για μερικά ΜΕΑ, τα οποία κατερρίφθησαν από την ιρανική αεράμυνα, ενώ το Ισραήλ τηρεί σιγή ιχθύος. Σύμφωνα με την εκτίμηση του γράφων, δύο είναι οι άγνωστοι, προς το παρόν παράγοντες που θα καθορίσουν τις εξελίξεις στην περιοχή. Πρώτος παράγοντας είναι η πραγματοποίηση ή μη ισραηλινών αντιποίνων καθώς και το είδος αυτών. Το Ισραήλ επιθυμεί διακαώς ισχυρά χτυπήματα επί ιρανικού εδάφους τόσο για να εμπλέξει άμεσα νατοϊκές δυνάμεις , όσο και να αποκαταστήσει, κατά την δική του στρατηγική θεώρηση, το έλλειμα ασφαλείας, που έχει προκληθεί από την 7η Οκτωβρίου του 2023 και το οποίο επιδεινώθηκε την 13η Απριλίου του 2024. Ο δεύτερος άγνωστος, και λιγότερο πιθανός παράγοντας που θα παίξει ρόλο στην κλιμάκωση ή μη της κατάστασης, είναι η πιθανότητα ύπαρξης πυρηνικής κεφαλής στα χέρια των Ιρανών. Διότι η δυνατότητα υπάρχει, μιας και μετά τον τορπιλισμό της συμφωνίας του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, με ευθύνη της κυβέρνησης Τράμπ (με ισχυρή ισραηλινή συμβολή), η Τεχεράνη προχώρησε σε Ποσοστό αρκετό για την κατασκευή πυρηνικού όπλου, εάν δεν το έχει πράξει ήδη. Αν και δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες ή αποδείξεις για αλλαγή της ιρανικής πυρηνικής στρατηγικής, οι δηλώσεις των τελευταίων ημερών πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψιν. Μόλις μερικές ημέρες μετά την ισραηλινή επίθεση, ο Mahmoud Reza Aghamiri, πρύτανης του πανεπιστημίου του Beheshti, και πυρηνικού επιστήμονα εγείρουν σοβαρά ερωτήματα ως προς το ενδεχόμενο αυτό. Ο Aghamiri δήλωσε ότι είναι εύκολο για το Ιράν να κατασκεύ αρκεί να το αποφασίσει ο Ανώτατος Ηγέτης του Ιράν, Αγιατολλαχ Χαμενεί. Τις δηλώσεις Aghamiri, ακολούθησαν οι δηλώσεις του Ιρανού στρατηγού Ahmad Haqtalab, διοικητή ασφαλείας των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, μόλις στις 18 Απριλίου, ενδεχόμενο ισραηλινό πλήγμα στις πυρηνικές υποδομές του Ιράν, θα προκαλέσει «αναθεώρηση του πυρηνικού του δόγματος και πιθανή εγκατάλειψη παλαιοτέρων δεδηλωμένων αναστολών» απειλώντας ταυτόχρονα με χτύπημα κατά των ισραηλινών πυρηνικών υποδομών. Η ενδεχόμενη κατοχή της, και η γνωστοποίηση της στην Ουάσιγκτον, θα προκαλέσει ισχυρές πιέσεις για αναστολή οποιασδήποτε σκέψης για σοβαρό χτύπημα επί ιρανικού εδάφους. Ποσοστό αρκετό για την κατασκευή πυρηνικού όπλου, εάν δεν το έχει πράξει ήδη.
Ο ρόλος της Ουάσιγκτον είναι κομβικός, καθώς ασκώντας πίεση στο Τελ Αβίβ, ακόμα και με απειλή αναστολής της στρατιωτικής βοήθειας, θα μπορούσε να αποκλιμακώσει την κατάσταση, περιορίζοντας την μια αντιπαράθεση φθοράς στα επίπεδα πριν από την 7η Οκτω- βρίου. Μια πίεση που θα μπορούσε ακόμα να οδήγησει, εάν η αμερικανική διπλωματία διαθέτει ισχυρή πολιτική βούληση, σε βιώσιμη διπλωματική λύση του Παλαιστινιακού, δηλαδή αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων και εποίκων από τα κατεχόμενα, δημιουργία ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους, οικονομική στήριξη, καθώς και ισχυρές διεθνείς εγγυήσεις ασφαλείας για το Ισραήλ. Μια τέτοια εξέλιξη θα μείωνε κατακόρυφα την επιρροή του Ιράν στην περιοχή και θα το έφερνε προ του διλήμματος δύο επιλογών. Είτε να αποδεχθεί ξανά να επαναπροσδιορίσει την πολιτική του με την Δύση με μια συμφωνία περίπου στα πρότυπα της συμφωνίας του 2015. Είτε να επιλέξει έναν Ευρασιατικό γεωπολιτικό και οικονομικό προσανατολισμό με πιο δυσμενείς όρους από τους τωρινούς, μιας και η περιφερειακή σφαίρα επιρροής του θα έχει μειωθεί σημαντικά. Η διμέτωπη αντιπαράθεση των Η.Π.Α. με Ρωσία και Κίνα ενισχύει την γεωπολιτική αξία του Ιράν στα μάτια των αντιπάλων της Ουάσιγκτον, ενώ αποδυναμώνει τα εργαλεία αποτροπής και πίεσης της Ουάσιγκτον απέναντι στην Τεχεράνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου