Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Αυξάνουν κέρδη και προσωπικό οι βιομηχανίες παραγωγής πολεμικού υλικού


Φωτό αρχείου: Ουκρανικά τανκς στο Ντονέτσκ

Η ευρωπαϊκή πολεμική βιομηχανία περιλαμβάνει ορισμένες μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, παγκόσμιες εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης και πάνω από 2.000 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Τεχνολογική και Βιομηχανική Βάση (EDTIB) κυριαρχείται από εταιρείες σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Σουηδία. Η μεγαλύτερη εταιρεία στην ΕΕ, με βάση τα έσοδα το 2021, ήταν η ιταλική «Leonardo», στη συνέχεια η ευρωπαϊκή πολυεθνική «Airbus», ακολουθούμενη από τις γαλλικές εταιρείες «Thales», «Dassault» και «Safran».

Από τις 100 κορυφαίες εταιρείες του κόσμου, οι 17 έχουν την έδρα τους στην ΕΕ. Συγκριτικά, 46 από τις 100 κορυφαίες αμυντικές εταιρείες έχουν έδρα τις ΗΠΑ και οι 5 κορυφαίες εταιρείες της Global 100, οι οποίες έχουν όλες έδρα τις ΗΠΑ, είχαν συνδυασμένα έσοδα 193 δισ. ευρώ το 2021, υπερδιπλάσια από τα έσοδα ολόκληρης της αμυντικής βιομηχανίας της ΕΕ.

Εφτά κινεζικές εταιρείες βρίσκονται στον κατάλογο των 100 κορυφαίων, με συνολικά έσοδα 111 δισ. ευρώ, ενώ η Ρωσία είχε μόνο μία στον κατάλογο («Tactical Missiles Corp»), αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι άλλες ρωσικές εταιρείες δεν παρέχουν στοιχεία.

Σύμφωνα με έκθεση της Ενωσης Αεροδιαστημικής, Ασφάλειας και Αμυντικών Βιομηχανιών της Ευρώπης (ASD), μόνο το στρατιωτικό σκέλος των βιομηχανιών (αρκετές εταιρείες, όπως η «Airbus», δραστηριοποιούνται παράλληλα σε στρατιωτική και πολιτική παραγωγή), απέφερε το 2022 έσοδα 135,3 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 10% σε σχέση με το 2021. Από αυτά το 42% προήλθε από εξοπλισμούς για την αεροπορία, το 23% για το ναυτικό και το 35% για χερσαίους εξοπλισμούς.

Η πολεμική βιομηχανία απασχολεί – σύμφωνα πάντα με την ASD – 516.000 εργαζόμενους (4,4% αύξηση σε σχέση με το 2021), από τους οποίους οι 193.000 στη στρατιωτική αεροναυπηγική.
Ραγδαία ανάπτυξη, εκτόξευση κερδών

Οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες καρπώνονται ήδη τα οφέλη από τη μεταστροφή της οικονομίας σε πολεμική, με την ΕΕ και τα κράτη – μέλη να αυξάνουν διαρκώς τους προϋπολογισμούς για την «άμυνα». Επιχειρηματικοί όμιλοι όπως η «Thales» και η «Rheinmetall» κατευθύνουν περισσότερα κεφάλαια για επαναγορές μετοχών και μερίσματα, συγχωνεύσεις και εξαγορές.

Η «Rheinmetall», ο μεγαλύτερος όμιλος της πολεμικής βιομηχανίας στη Γερμανία, ανακοίνωσε σχέδια για την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων παραγωγής πυρομαχικών στη Γερμανία και εξαγόρασε την «Expal Systems» για να ενισχύσει την παραγωγική της ικανότητα σε πυρομαχικά πυροβολικού και όλμων.

Παράλληλα, ανακοίνωσε πριν από λίγες μέρες μία νέα κοινοπραξία με τον ιταλικό όμιλο «Leonardo», που αποτελεί επίσης έναν από τους «γίγαντες» της ευρωπαϊκής πολεμικής βιομηχανίας. Η γερμανοϊταλική συνεργασία αφορά την κατασκευή αρμάτων μάχης.

Η «Rheinmetall» και η «Leonardo» θα κατέχουν από 50% των μετοχών της νέας εταιρείας, η οποία θα έχει την έδρα της στη Ρώμη. Οι δύο εταιρείες θα κατασκευάζουν το άρμα μάχης «Panther KF51» που έχει αναπτύξει η «Rheinmetall» και το όχημα μάχης πεζικού «Lynx» για τον ιταλικό στρατό.

Η γαλλική εταιρεία ηλεκτρικών συστημάτων και άμυνας «Thales» ανακοίνωσε πρόσφατα ότι σημείωσε αύξηση 26% στα επίπεδα των παραγγελιών για το πρώτο εξάμηνο του έτους, οι οποίες ανήλθαν σε 10,8 δισ. ευρώ. Το γεγονός αυτό ανέβασε το βιβλίο παραγγελιών της εταιρείας στα 47 δισ. ευρώ, που αποτελεί νέο ρεκόρ.

Η βρετανική εταιρεία αεροδιαστημικής και αμυντικής βιομηχανίας «BAE Systems» είναι άλλος ένας όμιλος που επωφελείται από τις αυξημένες παραγγελίες, ανακοινώνοντας αύξηση κατά 1,89 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του έτους και συνολικά 70,34 δισ. ευρώ.

Ο διευθύνων σύμβουλός της δήλωσε: «Οι παραγγελίες μας δείχνουν ότι η ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας παραμένει υψηλή. Θα συνεχίσουμε να επενδύουμε σε νέες τεχνολογίες, εγκαταστάσεις και στο ανθρώπινο δυναμικό μας, ώστε να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στο ρεκόρ του ανεκτέλεστου των παραγγελιών μας και να βοηθήσουμε τους κυβερνητικούς πελάτες μας να παραμείνουν μπροστά σε έναν αβέβαιο κόσμο».

Αλλά και η σουηδική «Saab» είδε τις πωλήσεις της να αυξάνονται κατά 22% το δεύτερο τρίμηνο του έτους, ενώ τα κέρδη προ φόρων και τόκων αυξήθηκαν επίσης κατά 25%. Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, «η “Saab” κατέγραψε μια ισχυρή είσπραξη παραγγελιών ύψους 3,51 δισ. ευρώ, το δεύτερο υψηλότερο τρίμηνο στην ιστορία της», ενώ σχεδιάζει να αυξήσει το εργατικό δυναμικό της για να ανταποκριθεί.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι της Ευρώπης που επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους, αξιοποιώντας την αυξημένη ζήτηση και τα διαθέσιμα κεφάλαια. Τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ) θα λάβουν έως και 80 εκατ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας για να αυξήσουν την παραγωγή πυρομαχικών των 155 χιλιοστών στη μονάδα παραγωγής τους στο Λαύριο.

Επίσης, η ελληνική «Theon» ανακοίνωσε ρεκόρ εσόδων ύψους 222,6 εκατ. ευρώ το 9μηνο του 2024, με 92% αύξηση σε σύγκριση με το 2023, αλλά και αύξηση παραγγελιών κατά 47,4% το ίδιο διάστημα.

Πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις γίνονται το τελευταίο διάστημα στις πολεμικές βιομηχανίες και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, όπως στην Πολωνία, στην Ουγγαρία και την Τσεχία.

Ο Ομιλος Πολωνικών Εξοπλισμών (PGZ) έχει δει τις παραγγελίες του να πολλαπλασιάζονται τόσο για τον πολωνικό στρατό, όσο και για όπλα που κατευθύνονται στην Ουκρανία. Ο επικεφαλής του ομίλου 50 εταιρειών, που απασχολεί πάνω από 20.000 εργαζόμενους, έχει δηλώσει ότι τα επίπεδα παραγωγής έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια.

Η Τσεχία, επίσης, ήταν μεταξύ των πρώτων χωρών που παρέδωσαν βαρύ οπλισμό στην κυβέρνηση του Κιέβου. Ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Αμυνας της χώρας δήλωσε ότι μόνο το 2022, οι συμβάσεις που είχαν υπογραφεί για την Ουκρανία έφτασαν τα 1,7 δισ. ευρώ. Μέχρι το τέλος του 2023, οι τσεχικές προμήθειες στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία ξεπερνούσαν τα 5 δισ. ευρώ.

Να σημειωθεί ότι περίπου το 90% του πολεμικού υλικού που παράγεται στην Τσεχία εξάγεται, ενώ το 2022 οι εξαγωγές ήταν σχεδόν διπλάσιες από τα προηγούμενα χρόνια.
«Ανευ προηγουμένου οι προσλήψεις στην πολεμική βιομηχανία»

Σύμφωνα με έκθεση των «Financial Times», το τελευταίο διάστημα η βιομηχανία διακατέχεται από μια «άνευ προηγουμένου» αγωνία για την εξεύρεση εργαζομένων στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Οι όμιλοι του κλάδου προσλαμβάνουν με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων δεκαετιών, εν μέσω παραγγελιών – ρεκόρ.

Σε συνθήκες που μια νέα κρίση μοιάζει αναπόφευκτη, με τους οικονομικούς δείκτες σε υποχώρηση σε ΗΠΑ και Ευρώπη, η πολεμική οικονομία φαντάζει ως το ελιξίριο για την επένδυση κεφαλαίων, που θα καθυστερήσει το «μοιραίο», στο έδαφος της πολεμικής κλιμάκωσης, για την οποία προετοιμάζονται όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Ταυτόχρονα, η αστική τάξη πλασάρει τον πόλεμο στον λαό και ως «ευκαιρία» για οικονομική ανάκαμψη, όχι μόνο από το μοίρασμα της ιμπεριαλιστικής λείας και τη συμμετοχή στην ανοικοδόμηση κατεστραμμένων κρατών, όπως, για παράδειγμα, η Ουκρανία, αλλά και από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στη βιομηχανία του πολέμου, που η έκρηξή της απαιτεί περισσότερα εργατικά χέρια.

Γίνεται προσπάθεια και με αυτόν τον τρόπο να ενσωματωθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια από τη συνολικότερη αντιλαϊκή πολιτική και να στρατευτούν ευρύτερες λαϊκές μάζες στον πόλεμο, κάτω από τη σημαία της αστικής τάξης.

Η «Lockheed Martin», η «Northrop Grumman» και η «General Dynamics», των οποίων η συνολική κεφαλαιοποίηση υπερβαίνει τα 250 δισ. δολάρια, έχουν να καλύψουν σχεδόν 6.000 θέσεις εργασίας. Δέκα ακόμη μεγάλοι όμιλοι σκοπεύουν να προσθέσουν συνολικά περίπου 37.000 θέσεις εργασίας – ή περίπου το 10% του συνολικού τους εργατικού δυναμικού – από μαθητευόμενους, μηχανικούς, προγραμματιστές λογισμικού και αναλυτές μέχρι ανώτερα στελέχη.

Η αμυντική βιομηχανία της ΕΕ αντιμετωπίζει έλλειψη προσωπικού εν μέσω αυξημένης ζήτησης. Η γαλλική «Thales» δήλωσε ότι έχει προσλάβει 9.000 άτομα – το 11% του σημερινού προσωπικού της, που ανέρχεται σε 81.000 άτομα – στον «αμυντικό» τομέα τα τελευταία τρία χρόνια.

Ο βασικός κατασκευαστής πυραύλων της Ευρώπης, η MBDA, σχεδιάζει να προσλάβει φέτος περισσότερους από 2.600 εργαζόμενους – το 17% του σημερινού εργατικού δυναμικού του που ανέρχεται σε 15.000 άτομα. Ο Αντόνιο Λιότι, επικεφαλής του ανθρώπινου δυναμικού της ιταλικής «Leonardo», δήλωσε ότι βρίσκεται σε «μια εντατική αναζήτηση για νέες προσλήψεις, ακόμη πιο έντονη από ό,τι κατά τη διάρκεια προηγούμενων συγκρούσεων, όπως το Ιράκ ή το Αφγανιστάν»1.
Στροφή στην πολεμική βιομηχανία

Ηεκτίναξη της ζήτησης, της κρατικής στήριξης και των κερδών έχει τραβήξει το ενδιαφέρον μιας σειράς επιχειρηματικών ομίλων. Εταιρείες που μέχρι πρόσφατα είτε δραστηριοποιούνταν ελάχιστα με τον αμυντικό τομέα είτε ακόμα και καθόλου έχουν στρέψει την παραγωγή τους προς τα εκεί.

Για παράδειγμα, ενώ η «Volvo» έχει παραδοσιακά επικεντρωθεί στα επιβατικά αυτοκίνητα, ανακοίνωσε πρόσφατα σχέδια για την είσοδό της στην «αμυντική» αγορά, αναπτύσσοντας τεθωρακισμένα οχήματα για τις στρατιωτικές δυνάμεις και τις δυνάμεις ασφαλείας.

Στροφή προς τον τομέα της «άμυνας και ασφάλειας» έχουν πραγματοποιήσει και οι δύο γίγαντες των τηλεπικοινωνιών, η «Ericsson» και η «Nokia», προσφέροντας μια σειρά προϊόντων και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων επικοινωνίας, της τεχνολογίας επιτήρησης και κυβερνοασφάλειας, αλλά και κρίσιμες υποδομές επικοινωνίας για στρατιωτικές και κυβερνητικές υπηρεσίες.

Τις δραστηριότητές της στον τομέα της άμυνας έχουν επεκτείνει τα τελευταία χρόνια η «Siemens», η «Thyssenkrupp», η BASF όπως και η ABB.

Παράλληλα, ακόμα και εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς κλάδους, έχουν αναπτύξει τη συνεργασία τους με τις Ενοπλες Δυνάμεις. Η γαλλική φαρμακευτική «Sanofi» παρέχει ιατρικές προμήθειες και υπηρεσίες στον στρατό, συμπεριλαμβανομένων εμβολίων, φαρμάκων και ιατρικού εξοπλισμού, ενώ νέα φαρμακευτικά σκευάσματα για στρατιωτική χρήση αναπτύσσει και η δανική «Novo Nordisk».

Παραπομπή


Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου