
Μάικλ Ρόμπερτς / αναδημοσίευση από το blog του
Ο πυρετός της πολεμοκαπηλείας στην Ευρώπη έχει «χτυπήσει κόκκινο». Όλα ξεκίνησαν όταν οι ΗΠΑ επί Τραμπ αποφάσισαν ότι η πληρωμή για τη στρατιωτική «προστασία» των ευρωπαϊκών πρωτευουσών από πιθανούς εχθρούς δεν άξιζε τον κόπο. Ο Τραμπ θέλει να σταματήσουν οι ΗΠΑ να πληρώνουν για το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης του ΝΑΤΟ και να παρέχουν τη στρατιωτική του ισχύ και θέλει να τερματίσει τη σύγκρουση Ουκρανίας-Ρωσίας, ώστε να μπορέσει να επικεντρώσει την αμερικανική ιμπεριαλιστική στρατηγική στο «δυτικό ημισφαίριο» και τον Ειρηνικό, με στόχο να «περιορίσει» και να αποδυναμώσει την οικονομική άνοδο της Κίνας.
Η στρατηγική του Τραμπ έχει πανικοβάλει τις ευρωπαϊκές άρχουσες ελίτ. Ξαφνικά ανησυχούν ότι η Ουκρανία θα χάσει από τις ρωσικές δυνάμεις και σύντομα ο Πούτιν θα βρεθεί στα σύνορα της Γερμανίας ή όπως ισχυρίζονται και ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Κιρ Στάρμερ κι ένας πρώην επικεφαλής της MI5, «στους βρετανικούς δρόμους».
Όποια κι αν είναι η εγκυρότητα αυτού του υποτιθέμενου κινδύνου, έχει δημιουργηθεί η ευκαιρία για τις ευρωπαϊκές στρατιωτικές και μυστικές υπηρεσίες να «τσιτώσουν» τη συζήτηση και να ζητήσουν να σταματήσει το λεγόμενο «μέρισμα ειρήνης» που ξεκίνησε μετά την πτώση της επίφοβης Σοβιετικής Ένωσης και τώρα να ξεκινήσει η διαδικασία επανεξοπλισμού. Η επικεφαλής Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ Κάγια Κάλας εξήγησε πως βλέπει την εξωτερική πολιτική της ΕΕ: «Εάν μαζί δεν είμαστε σε θέση να ασκήσουμε αρκετή πίεση στη Μόσχα, τότε πώς μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μπορούμε να νικήσουμε την Κίνα;»
Πολλά επιχειρήματα προσφέρονται για τον επανεξοπλισμό του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Η Μπράουνβεν Μάντοξ (Bronwen Maddox) διευθύντρια του Chatham House, του «think-tank» διεθνών σχέσεων, που παρουσιάζει κυρίως τις απόψεις του βρετανικού στρατιωτικού κατεστημένου, ξεκίνησε τη συζήτηση με τον ισχυρισμό ότι «η δαπάνη για «άμυνα» «είναι το μεγαλύτερο δημόσιο όφελος από όλα», επειδή είναι απαραίτητο για την επιβίωση της «δημοκρατίας» έναντι των αυταρχικών δυνάμεων. Ωστόσο υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την υπεράσπιση της δημοκρατίας: «Το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να χρειαστεί να δανειστεί περισσότερο για να πληρώσει για τις αμυντικές δαπάνες που χρειάζεται επειγόντως. Από τον επόμενο χρόνο και μετά, οι πολιτικοί θα πρέπει να προετοιμαστούν για να ανακτήσουν χρήματα μέσω περικοπών σε επιδόματα ασθενείας, συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη». Συνέχισε: «Αν χρειάστηκαν δεκαετίες για να δημιουργηθούν αυτές οι (σ.μ. κοινωνικές) δαπάνες, μπορεί να χρειαστούν δεκαετίες για να τις αντιστρέψουμε», οπότε η Βρετανία πρέπει να συνεχίσει με αυτό. Στο τέλος, οι πολιτικοί θα πρέπει να πείσουν τους ψηφοφόρους να παραδώσουν ορισμένα από τα οφέλη τους για να πληρώσουν για την άμυνα».
Ο Μάρτιν Γουλφ (Martin Wolf), ο φιλελεύθερος κεϊνσιανός οικονομικός γκουρού των Financial Times, κλιμάκωσε τη συζήτηση: «Οι δαπάνες για την άμυνα θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά. Σημειώστε ότι οι αμυντικές δαπάνες ήταν 5% του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου, ή περισσότερο, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Μπορεί μακροπρόθεσμα: να μην χρειάζεται να είναι σε αυτά τα επίπεδα καθώς η σύγχρονη Ρωσία δεν είναι η Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο ίσως χρειαστεί να είναι πολύ υψηλά κατά την πρώτη φάση/οικοδόμηση, ιδιαίτερα αν οι ΗΠΑ αποσυρθούν».
Ο Μάρτιν Γουλφ υποστηρίζει πως εάν οι πολεμικές δαπάνες γίνουν «με τον σωστό τρόπο, είναι επίσης μια οικονομική ευκαιρία»
Πώς θα βρεθούν χρήματα για να πληρωθούν; «Αν οι αμυντικές δαπάνες είναι μόνιμα υψηλότερες, οι φόροι πρέπει να αυξηθούν, εκτός εάν η κυβέρνηση μπορέσει να βρει επαρκείς περικοπές δαπανών, κάτι που είναι αμφίβολο». Αλλά μην ανησυχείτε, οι δαπάνες για τανκς, στρατεύματα και πυραύλους είναι πραγματικά ωφέλιμες για μια οικονομία, λέει ο Γουλφ: «Το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί ρεαλιστικά να αναμένει επιστροφή οικονομικών οφελών από τις αμυντικές του επενδύσεις. Ιστορικά, οι πόλεμοι ήταν η μητέρα της καινοτομίας.» Στη συνέχεια αναφέρει τα υπέροχα παραδείγματα κερδών που έχουν αντλήσει το Ισραήλ και η Ουκρανία από τους πολέμους τους: «Η ‘’εκκίνηση της οικονομίας’’ του Ισραήλ ξεκίνησε στον στρατό του. Οι Ουκρανοί έχουν φέρει τώρα επανάσταση στον πόλεμο με drone». Δεν αναφέρει το ανθρώπινο κόστος που συνεπάγεται η καινοτομία από τον πόλεμο. Ο Γουλφ συνεχίζει: «Το κρίσιμο σημείο, ωστόσο, είναι ότι η ανάγκη να δαπανηθούν πολύ περισσότερα για την άμυνα θα πρέπει να θεωρείται κάτι περισσότερο από μια αναγκαιότητα και επίσης περισσότερο από ένα απλό κόστος, αν και τα δύο ισχύουν. Εάν γίνει με τον σωστό τρόπο, είναι επίσης μια οικονομική ευκαιρία». Ο πόλεμος λοιπόν είναι η διέξοδος από την οικονομική στασιμότητα.
Ο Γουλφ φωνάζει ότι η Βρετανία πρέπει να συνεχίσει με αυτό: «Εάν οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον υπέρμαχοι και υπερασπιστές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η μόνη δυνητικά ισχυρή δύναμη για να καλύψει το κενό είναι η Ευρώπη. Εάν οι Ευρωπαίοι θέλουν να πετύχουν σε αυτό το βαρύ έργο, πρέπει να ξεκινήσουν με την ασφάλεια του σπιτιού τους. Η ικανότητά τους να το κάνουν αυτό θα εξαρτηθεί με τη σειρά της από πόρους, χρόνο, θέληση και συνοχή». Ο Γουλφ υποστήριξε ότι πρέπει να υπερασπιστούμε τις περίφημες «ευρωπαϊκές αξίες» της προσωπικής ελευθερίας και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. «Για να γίνει αυτό, θα είναι οικονομικά δαπανηρό, ακόμη και επικίνδυνο, αλλά απαραίτητο(…)» διότι «η Ευρώπη έχει ‘’πέμπτες φάλαγγες’’ σχεδόν παντού». Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «εάν η Ευρώπη δεν κινητοποιηθεί γρήγορα για την άμυνά της, η φιλελεύθερη δημοκρατία μπορεί να καταποντιστεί συνολικά. Σήμερα μοιάζει λίγο με τη δεκαετία του 1930. Αυτή τη φορά, δυστυχώς, οι ΗΠΑ φαίνεται να βρίσκονται στη λάθος πλευρά».
Ο «προοδευτικός συντηρητικός» αρθρογράφος των FT Τζάναν Γκάνες (Janan Ganesh) το διατύπωσε με έμφαση: «Η Ευρώπη πρέπει να περιορίσει το κράτος πρόνοιας για να οικοδομήσει ένα κράτος πολέμου. Δεν υπάρχει τρόπος να υπερασπιστούμε την ήπειρο χωρίς περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες». Κατέστησε σαφές ότι τα όσα κέρδισαν οι εργαζόμενοι μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά σταδιακά καταργήθηκαν τα τελευταία 40 χρόνια, πρέπει τώρα να καταργηθούν πλήρως. «Η αποστολή τώρα είναι να υπερασπιστούμε τη ζωή της Ευρώπης. Πώς, αν όχι μέσω ενός μικρότερου κράτους πρόνοιας, μπορεί να χρηματοδοτηθεί μια καλύτερα εξοπλισμένη ήπειρος;» Η χρυσή εποχή του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας δεν γίνεται να υπάρχει πια. «Οποιοσδήποτε κάτω των 80 ετών που έχει περάσει τη ζωή του στην Ευρώπη μπορεί να δικαιολογηθεί ότι θεωρεί ένα γιγάντιο (sic) κράτος πρόνοιας ως την φυσική κατάσταση των πραγμάτων. Στην πραγματικότητα, ήταν προϊόν παράξενων ιστορικών συνθηκών, που επικράτησαν στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και δεν υπάρχουν πλέον».
Financial Times: Η Ευρώπη πρέπει να περιορίσει το κράτος πρόνοιας για να οικοδομήσει ένα κράτος πολέμου
Ναι, σωστά, τα κέρδη για τους εργαζόμενους στη χρυσή εποχή ήταν η εξαίρεση από τον κανόνα στον καπιταλισμό («παράξενες ιστορικές συνθήκες»). Αλλά τώρα «οι υποχρεώσεις συντάξεων και υγειονομικής περίθαλψης θα ήταν αρκετά δύσκολες ώστε ο εργαζόμενος πληθυσμός να ανταποκριθεί ακόμη και πριν από το σημερινό αμυντικό σοκ….. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι πιο “σφιχτές’’ με τους παλιούς. Ή, αν αυτό είναι αδιανόητο δεδομένου του εκλογικού τους βάρους, η λεπίδα θα πρέπει να πέσει σε πιο παραγωγικούς τομείς δαπανών… Όπως και να έχει, το κράτος πρόνοιας όπως το ξέραμε πρέπει να περιοριστεί κάπως: όχι τόσο ώστε να μη το αποκαλούμε πλέον με αυτό το όνομα, αλλά αρκετά για να πληγώσει». Ο Γκάνες, ως αληθινός συντηρητικός, βλέπει τον επανεξοπλισμό ως ευκαιρία για το κεφάλαιο να κάνει τις απαραίτητες μειώσεις στην πρόνοια και τις δημόσιες υπηρεσίες. «Οι περικοπές δαπανών είναι πιο εύκολο να ‘’πουληθούν’’ για λογαριασμό της άμυνας παρά για λογαριασμό μιας γενικευμένης έννοιας της αποτελεσματικότητας… Ωστόσο, αυτός δεν είναι ο σκοπός της άμυνας και οι πολιτικοί πρέπει να επιμείνουν σε αυτό το σημείο. Ο σκοπός είναι η επιβίωση». Επομένως, ο αποκαλούμενος «φιλελεύθερος καπιταλισμός» πρέπει να επιβιώσει και αυτό σημαίνει μείωση του βιοτικού επιπέδου για τους φτωχότερους και ξόδεμα χρημάτων για τον πόλεμο. Από το κράτος πρόνοιας στο κράτος πολέμου.
Επομένως, ο αποκαλούμενος «φιλελεύθερος καπιταλισμός» πρέπει να επιβιώσει και αυτό σημαίνει μείωση του βιοτικού επιπέδου για τους φτωχότερους και ξόδεμα χρημάτων για τον πόλεμο. Από το κράτος πρόνοιας στο κράτος πολέμου.
Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ ανέβασε σε άλλη βαθμίδα την πολεμική εκστρατεία. Είπε ότι η Πολωνία «πρέπει να αξιοποιήσει τις πιο σύγχρονες δυνατότητες, που σχετίζονται επίσης με τα πυρηνικά όπλα και τα σύγχρονα αντισυμβατικά όπλα». Μπορούμε να υποθέσουμε ότι «αντισυμβατικά» σήμαινε χημικά όπλα; Τουσκ: «Το λέω με πλήρη ευθύνη, δεν αρκεί να αγοράζεις συμβατικά όπλα, τα πιο παραδοσιακά».
Έτσι, σχεδόν παντού στην Ευρώπη, η έκκληση είναι για αυξημένες δαπάνες «άμυνας» και για επανεξοπλισμό. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πρότεινε το σχέδιο Rearm Europe που στοχεύει στην ανεύρεση έως και 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη χρηματοδότηση μιας τεράστιας αύξησης των αμυντικών δαπανών. «Βρισκόμαστε σε μια εποχή επανεξοπλισμού και η Ευρώπη είναι έτοιμη να αυξήσει μαζικά τις αμυντικές της δαπάνες, τόσο για να ανταποκριθεί στη βραχυπρόθεσμη επείγουσα ανάγκη να δράσει και να υποστηρίξει την Ουκρανία, αλλά και για να αντιμετωπίσει τη μακροπρόθεσμη ανάγκη να αναλάβουμε μεγαλύτερη ευθύνη για τη δική μας ευρωπαϊκή ασφάλεια», είπε. Σύμφωνα με τη «ρήτρα διαφυγής έκτακτης ανάγκης», η Επιτροπή της ΕΕ θα ζητήσει αύξηση των δαπανών για όπλα, ακόμη και αν παραβαίνει τους ισχύοντες δημοσιονομικούς κανόνες. Θα χρησιμοποιηθούν επίσης αδιάθετα κεφάλαια COVID (90 δισ. ευρώ) και περισσότερος δανεισμός μέσω ενός «νέου εργαλείου», για την παροχή δανείων 150 δισεκατομμυρίων ευρώ στα κράτη μέλη για τη χρηματοδότηση κοινών αμυντικών επενδύσεων σε πανευρωπαϊκές υποδομές, όπως η αεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα, τα συστήματα πυροβολικού, πύραυλοι και τα πυρομαχικά τους, drones και anti-drone συστήματα. Η Φον ντε Λάιεν ισχυρίστηκε ότι εάν οι χώρες της ΕΕ αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες κατά 1,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, 650 δισεκατομμύρια ευρώ θα μπορούσαν να αποδεσμευτούν τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Αλλά δεν θα υπάρχει επιπλέον χρηματοδότηση για επενδύσεις, έργα υποδομής ή δημόσιες υπηρεσίες, επειδή η Ευρώπη πρέπει να αφιερώσει τους πόρους της για την προετοιμασία του πολέμου.
Την ίδια στιγμή, όπως το έθεσαν οι FT, η βρετανική κυβέρνηση «πραγματοποιεί μια ταχεία μετάβαση από το πράσινο στο βαθύ γκρι βάζοντας τώρα την άμυνα στο επίκεντρο της προσέγγισής της στην τεχνολογία και την κατασκευή». Ο βρετανός πρωθυπουργός Στάρμερ ανακοίνωσε αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 2,5% του ΑΕΠ έως το 2027 και φιλοδοξία να φτάσει το 3% στη δεκαετία του 2030. Η υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας Ρέιτσελ Ριβς, η οποία μειώνει σταθερά τις δαπάνες για παιδικές πιστώσεις, χειμερινές πληρωμές για ηλικιωμένους και επιδόματα αναπηρίας, ανακοίνωσε ότι η αρμοδιότητα του νέου Εθνικού Ταμείου Πλούτου της κυβέρνησης των Εργατικών θα αλλάξει, για να επενδύσει στην άμυνα. Οι βρετανοί κατασκευαστές όπλων είναι περιχαρείς: «Αφήνοντας κατά μέρος την ηθική δεοντολογία για την παραγωγή όπλων, που αποθαρρύνει ορισμένους επενδυτές, υπάρχουν πολλά που αρέσουν στην άμυνα ως βιομηχανική στρατηγική», είπε ένας διευθύνων σύμβουλος.

Στη Γερμανία, ο εκλεγμένος καγκελάριος στη νέα κυβέρνηση συνασπισμού, Φρίντριχ Μερτς, προώθησε μέσω του γερμανικού κοινοβουλίου έναν νόμο για τον τερματισμό του λεγόμενου «δημοσιονομικού φρένου», που καθιστούσε παράνομο για τις γερμανικές κυβερνήσεις να δανείζονται πέρα από ένα αυστηρό όριο ή να αυξάνουν το χρέος για να πληρώσουν τις δημόσιες δαπάνες. Αλλά τώρα οι δαπάνες για στρατιωτικό έλλειμμα έχουν προτεραιότητα πάνω από οτιδήποτε άλλο, είναι η μόνη πρόβλεψη του προϋπολογισμού χωρίς όριο. Ο στόχος των αμυντικών δαπανών θα συρρικνώσει τις ήδη ελλειμματικές δαπάνες που είναι διαθέσιμες για τον έλεγχο του κλίματος και για τις δραματικά αναγκαίες υποδομές.

Οι ετήσιες κρατικές δαπάνες λόγω του νέου γερμανικού δημοσιονομικού πακέτου θα είναι μεγαλύτερες από την έκρηξη των δαπανών που ήρθε με το μεταπολεμικό σχέδιο Μάρσαλ και με την επανένωση της Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Αυτό με φέρνει στα οικονομικά επιχειρήματα για τις στρατιωτικές δαπάνες. Μπορούν οι στρατιωτικές δαπάνες να εκκινήσουν μια οικονομία που έχει κολλήσει σε ύφεση, όπως ήταν μεγάλο μέρος της Ευρώπης από το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης το 2009; Κάποιοι κεϊνσιανοί το πιστεύουν. Η γερμανική εταιρεία παραγωγής όπλων Rheinmetall λέει ότι το αδρανές εργοστάσιο της Volkswagen στο Όσναμπρουκ θα μπορούσε να είναι ο κύριος υποψήφιος για μετατροπή σε στρατιωτική παραγωγή. Ο κεϊνσιανός οικονομολόγος, Μάθιου Κλάιν, συν-συγγραφέας με τον Μάικλ Πέτις του «Οι Εμπορικοί Πόλεμοι είναι Ταξικοί Πόλεμοι», χαιρέτησε αυτά τα νέα: «Η Γερμανία κατασκευάζει ήδη τανκς. Τους ενθαρρύνω να κατασκευάσουν πολλά περισσότερα τανκς».
Η θεωρία του «στρατιωτικού κεϊνσιανισμού» έχει ιστορία. Μια παραλλαγή αυτού ήταν η έννοια της «διαρκούς οικονομίας των όπλων» που υποστήριξαν ορισμένοι μαρξιστές για να εξηγήσουν γιατί οι μεγάλες οικονομίες δεν μπήκαν σε ύφεση μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά αντίθετα μπήκαν σε μια μακρά άνθηση με ήπια μόνο ύφεση, που κράτησε μέχρι τη διεθνή ύφεση του 1974-5. Αυτή η «χρυσή εποχή» θα μπορούσε να εξηγηθεί, είπαν, μόνο με μόνιμες στρατιωτικές δαπάνες για τη διατήρηση της συνολικής ζήτησης και τη διατήρηση της πλήρους απασχόλησης.
Αλλά, δεδομένα γι αυτή τη θεωρία της μεταπολεμικής έκρηξης δεν υπάρχουν. Οι στρατιωτικές δαπάνες της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου μειώθηκαν από το υψηλό του 12% του ΑΕΠ το 1952 σε περίπου 7% το 1960 και μειώθηκαν ακόμη περισσότερο κατά τη δεκαετία του 1960 για να φτάσουν περίπου στο 5% μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Και όμως η βρετανική οικονομία τα πήγε καλύτερα από κάθε άλλη στιγμή έκτοτε. Σε όλες τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, οι αμυντικές δαπάνες ήταν ένα σημαντικά μικρότερο κλάσμα της συνολικής παραγωγής μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 από ό,τι στις αρχές της δεκαετίας του 1950: από 10,2% του ΑΕΠ το 1952-53 στην κορύφωση του πολέμου της Κορέας σε μόλις 6,5% έως το 1967. Ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξη διατηρήθηκε σχεδόν κατά τη δεκαετία του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970.

Η μεταπολεμική έκρηξη δεν ήταν αποτέλεσμα των κεϊνσιανών κυβερνητικών δαπανών για όπλα, αλλά εξηγείται από το μεταπολεμικό υψηλό ποσοστό κερδοφορίας του κεφαλαίου που επένδυσαν οι μεγάλες οικονομίες. Αν μη τι άλλο, ήταν το αντίστροφο. Επειδή οι μεγάλες οικονομίες αναπτύχθηκαν σχετικά γρήγορα και η κερδοφορία ήταν υψηλή, οι κυβερνήσεις μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά να διατηρήσουν στρατιωτικές δαπάνες ως μέρος του γεωπολιτικού στόχου τους «ψυχρού πολέμου» να αποδυναμώσουν και να συντρίψουν τη Σοβιετική Ένωση – τον τότε κύριο εχθρό του ιμπεριαλισμού.
Πάνω απ’ όλα, ο στρατιωτικός κεϊνσιανισμός είναι ενάντια στα συμφέροντα των εργαζομένων και της ανθρωπότητας. Είμαστε υπέρ της κατασκευής όπλων για τη δολοφονία ανθρώπων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας;
Πάνω απ’ όλα, ο στρατιωτικός κεϊνσιανισμός είναι ενάντια στα συμφέροντα των εργαζομένων και της ανθρωπότητας. Είμαστε υπέρ της κατασκευής όπλων για τη δολοφονία ανθρώπων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας; Αυτό το επιχείρημα, που συχνά προωθείται από ορισμένους συνδικαλιστικούς ηγέτες, βάζει τα χρήματα πάνω από τις ζωές. Ο Κέινς είπε κάποτε: «Η κυβέρνηση πρέπει να πληρώσει τους ανθρώπους για να σκάψουν τρύπες στο έδαφος και μετά να τις γεμίσουν». Ο κόσμος θα απαντούσε. «Αυτό είναι ανόητο, γιατί να μην πληρώσουμε ανθρώπους για να φτιάξουν δρόμους και σχολεία». Ο Κέινς απαντούσε λέγοντας «Ωραία, πλήρωσέ τους για να χτίσουν σχολεία. Το θέμα είναι ότι δεν έχει σημασία τι κάνουν όσο η κυβέρνηση δημιουργεί θέσεις εργασίας».
Ο κεϊνσιανισμός υποστηρίζει το σκάψιμο τρυπών και το γέμισμα τους για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ο στρατιωτικός κεϊνσιανισμός υποστηρίζει το σκάψιμο τάφων και το γέμισμα με σώματα για τη δημιουργία θέσεων εργασίας
Ο Κέινς έκανε λάθος. Έχει σημασία. Ο κεϊνσιανισμός υποστηρίζει το σκάψιμο τρυπών και το γέμισμα τους για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ο στρατιωτικός κεϊνσιανισμός υποστηρίζει το σκάψιμο τάφων και το γέμισμα με σώματα για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Εάν δεν έχει σημασία πώς δημιουργούνται θέσεις εργασίας, τότε γιατί να μην αυξηθεί δραματικά η παραγωγή καπνού και να προωθηθεί ο εθισμός για τη δημιουργία θέσεων εργασίας; Επί του παρόντος, οι περισσότεροι άνθρωποι θα αντιτάσσονταν σε αυτό ως άμεσα επιβλαβές για την υγεία των ανθρώπων. Η κατασκευή όπλων (συμβατικών και αντισυμβατικών) είναι επίσης άμεσα επιβλαβής. Και υπάρχουν πολλά άλλα κοινωνικά χρήσιμα προϊόντα και υπηρεσίες που θα μπορούσαν να προσφέρουν θέσεις εργασίας και μισθούς για τους εργαζόμενους (όπως σχολεία και σπίτια).
Ο υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου Τζον Χίλι επέμεινε πρόσφατα ότι η ενίσχυση του προϋπολογισμού για τα όπλα θα «κάνει την αμυντική μας βιομηχανία τον μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης σε αυτή τη χώρα». Υπέροχα νέα. Δυστυχώς για τον Χίλι, η εμπορική ένωση της βιομηχανίας όπλων του Ηνωμένου Βασιλείου (ADS) εκτιμά ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει περίπου 55.000 θέσεις εργασίας στην βιομηχανία εξαγωγής όπλων και άλλες 115.00 απασχολούνται στο υπουργείο Άμυνας. Ακόμα κι αν συμπεριλάβετε τους τελευταίους, αυτό είναι μόνο το 0,5% του εργατικού δυναμικού του Ηνωμένου Βασιλείου (δείτε CAAT’s Arms to Renewables briefing for details). Ακόμη και στις ΗΠΑ, η αναλογία είναι σχεδόν η ίδια.
Υπάρχει συχνά ένα θεωρητικό ερώτημα στη συζήτηση στη μαρξιστική πολιτική οικονομία. Η παραγωγή όπλων συνιστά παραγωγή αξίας σε μια καπιταλιστική οικονομία; Η απάντηση για τους παραγωγούς όπλων είναι θετική. Οι εργολάβοι όπλων παραδίδουν αγαθά (όπλα) τα οποία πληρώνονται από την κυβέρνηση. Επομένως, η εργασία που τα παράγει είναι παραγωγή αξίας και υπεραξίας. Αλλά στο επίπεδο ολόκληρης της οικονομίας, η παραγωγή όπλων είναι αντιπαραγωγική από την άποψη μελλοντικής αξίας, με τον ίδιο τρόπο που είναι και η παραγωγή «αγαθών πολυτελείας» για απλή κατανάλωση των καπιταλιστών. Η παραγωγή όπλων και ειδών πολυτελείας δεν ξαναμπαίνουν σε επόμενη παραγωγική διαδικασία, είτε ως μέσα παραγωγής είτε ως μέσα επιβίωσης της εργατικής τάξης. Ενώ είναι παραγωγή υπεραξίας για τους καπιταλιστές όπλων, η παραγωγή όπλων δεν είναι αναπαραγωγική και επομένως απειλεί την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Έτσι, εάν η αύξηση της συνολικής παραγωγής υπεραξίας σε μια οικονομία επιβραδύνεται και η κερδοφορία του παραγωγικού κεφαλαίου αρχίζει να μειώνεται, τότε η μείωση του διαθέσιμου πλεονάσματος αξίας για παραγωγικές επενδύσεις -προκειμένου να επενδύσει κανείς σε στρατιωτικές δαπάνες- μπορεί να βλάψει την «υγεία» της καπιταλιστικής διαδικασίας συσσώρευσης.
Το αποτέλεσμα εξαρτάται από την επίδραση στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Ο στρατιωτικός τομέας έχει γενικά υψηλότερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου από τον μέσο όρο σε μια οικονομία, καθώς ενσωματώνει τεχνολογίες αιχμής. Έτσι, ο τομέας των όπλων θα έτεινε να πιέσει προς τα κάτω το μέσο ποσοστό κέρδους. Από την άλλη πλευρά, εάν οι φόροι που συλλέγονται από το κράτος (ή οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες) για την κατασκευή όπλων είναι υψηλοί, τότε ο πλούτος που διαφορετικά θα πήγαινε στην εργασία διανέμεται στο κεφάλαιο και έτσι προστίθεται στη διαθέσιμη υπεραξία. Οι στρατιωτικές δαπάνες μπορεί να έχουν ήπια θετική επίδραση στα ποσοστά κέρδους στις χώρες εξαγωγής όπλων αλλά όχι στις χώρες εισαγωγής όπλων. Στις τελευταίες, οι στρατιωτικές δαπάνες μειώνουν τα διαθέσιμα κέρδη για παραγωγικές επενδύσεις.
Στο ευρύτερο πλαίσιο, οι πολεμικές δαπάνες δεν μπορούν να είναι καθοριστικές για την υγεία της καπιταλιστικής οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, ο ολοκληρωτικός πόλεμος μπορεί να βοηθήσει τον καπιταλισμό να βγει από την κρίση και ύφεση. Είναι ένα βασικό επιχείρημα της μαρξιστικής οικονομίας (τουλάχιστον στη δική μου εκδοχή) ότι οι καπιταλιστικές οικονομίες μπορούν να ανακάμψουν με βιώσιμο τρόπο μόνο εάν η μέση κερδοφορία για τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας αυξηθεί σημαντικά. Και αυτό θα απαιτούσε επαρκή καταστροφή της αξίας του «νεκρού κεφαλαίου» (προηγούμενη συσσώρευση) που δεν είναι πλέον επικερδές να χρησιμοποιηθεί.
Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 στην οικονομία των ΗΠΑ διήρκεσε τόσο πολύ επειδή η κερδοφορία δεν ανέκαμψε σε όλη αυτή τη δεκαετία. Το 1938, το εταιρικό ποσοστό κέρδους των ΗΠΑ εξακολουθούσε να είναι μικρότερο από το μισό του ποσοστού του 1929. Η κερδοφορία αυξήθηκε μόνο όταν ξεκίνησε η πολεμική οικονομία, από το 1940 και μετά.

Επομένως, δεν ήταν ο «στρατιωτικός κεϊνσιανισμός» που έβγαλε την οικονομία των ΗΠΑ από τη Μεγάλη Ύφεση, όπως θέλουν να πιστεύουν ορισμένοι κεϊνσιανοί. Η οικονομική ανάκαμψη των ΗΠΑ από τη Μεγάλη Ύφεση δεν ξεκίνησε πριν από τον παγκόσμιο πόλεμο. Οι επενδύσεις απογειώθηκαν μόνο από το 1941 (Περλ Χάρμπορ) και μετά για να φτάσουν, ως μερίδιο του ΑΕΠ, πάνω από το διπλάσιο του επιπέδου που ήταν οι επενδύσεις το 1940. Γιατί συνέβη αυτό; Λοιπόν, δεν ήταν αποτέλεσμα αύξησης των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα. Αυτό που συνέβη ήταν μια τεράστια αύξηση στις κρατικές επενδύσεις και δαπάνες. Το 1940, οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα ήταν ακόμη κάτω από τα επίπεδα του 1929 και στην πραγματικότητα μειώθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο κρατικός τομέας ανέλαβε σχεδόν όλες τις επενδύσεις, καθώς οι πόροι (αξία) εκτρέπονταν στην παραγωγή όπλων και άλλα μέτρα ασφαλείας σε μια πλήρη πολεμική οικονομία.

Δεν είναι όμως οι αυξημένες κρατικές επενδύσεις και κατανάλωση μια μορφή κεϊνσιανού κινήτρου, αλλά απλώς σε υψηλότερο επίπεδο; Λοιπόν, όχι. Η διαφορά αποκαλύπτεται με τη συνεχιζόμενη κατάρρευση της κατανάλωσης. Η πολεμική οικονομία χρηματοδοτήθηκε μέσω του περιορισμού των ευκαιριών των εργαζομένων να ξοδεύουν τα εισοδήματά τους από τις δουλειές τους εν καιρώ πολέμου. Υπήρξε αναγκαστική αποταμίευση μέσω της αγοράς πολεμικών ομολόγων, του δελτίου και της αυξημένης φορολογίας για την πληρωμή του πολέμου. Οι κρατικές επενδύσεις σήμαιναν την κατεύθυνση και τον προγραμματισμό της παραγωγής με κυβερνητικό διάταγμα. Η πολεμική οικονομία δεν τόνωσε τον ιδιωτικό τομέα, αντικατέστησε την «ελεύθερη αγορά» και τις καπιταλιστικές επενδύσεις για το κέρδος. Η κατανάλωση δεν αποκατέστησε την οικονομική ανάπτυξη όπως θα περίμεναν οι κεϊνσιανοί (και όσοι βλέπουν την αιτία της κρίσης στην υποκατανάλωση). Αντίθετα, ήταν επένδυση κυρίως σε όπλα μαζικής καταστροφής.
Ο πόλεμος τερμάτισε αποφασιστικά την ύφεση. Η αμερικανική βιομηχανία αναζωογονήθηκε από τον πόλεμο
Ο πόλεμος τερμάτισε αποφασιστικά την ύφεση. Η αμερικανική βιομηχανία αναζωογονήθηκε από τον πόλεμο και πολλοί τομείς προσανατολίστηκαν στην αμυντική παραγωγή (για παράδειγμα, αεροδιαστημική και ηλεκτρονικά) ή εξαρτήθηκαν πλήρως από αυτήν (ατομική ενέργεια). Οι γρήγορες επιστημονικές και τεχνολογικές αλλαγές του πολέμου συνεχίστηκαν, ενώ ενδυναμώθηκαν τάσεις που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Καθώς ο πόλεμος έπληξε σοβαρά κάθε μεγάλη οικονομία στον κόσμο εκτός από τις ΗΠΑ, ο αμερικανικός καπιταλισμός κέρδισε οικονομική και πολιτική ηγεμονία μετά το 1945.
Ο Γκουιγκλέλμο Καρκέντι (Guiglelmo Carchedi) εξήγησε: «Γιατί ο πόλεμος έφερε ένα τέτοιο άλμα στην κερδοφορία την περίοδο 1940-1945; Ο παρονομαστής του ποσοστού όχι μόνο δεν αυξήθηκε, αλλά έπεσε επειδή η φυσική υποτίμηση των μέσων παραγωγής ήταν μεγαλύτερη από τις νέες επενδύσεις. Ταυτόχρονα, η ανεργία ουσιαστικά εξαφανίστηκε. Η μείωση της ανεργίας κατέστησε δυνατή την αύξηση των μισθών. Ωστόσο, οι υψηλότεροι μισθοί δεν επηρέασαν την κερδοφορία. Στην πραγματικότητα, η μετατροπή των πολιτικών σε στρατιωτικές βιομηχανίες μείωσε την προσφορά αγαθών για τους πολίτες και η περιορισμένη παραγωγή καταναλωτικών αγαθών σήμαινε ότι η αγοραστική δύναμη της εργασίας έπρεπε να συμπιεστεί πολύ για να αποφευχθεί ο πληθωρισμός. Κατά συνέπεια, η εργασία αναγκάστηκε να αναβάλει τη δαπάνη ενός σημαντικού μέρους των μισθών. Ταυτόχρονα αυξήθηκε ο ρυθμός εκμετάλλευσης της εργασίας. Ουσιαστικά, η πολεμική προσπάθεια ήταν μια μαζική παραγωγή μέσων καταστροφής χρηματοδοτούμενη από την εργασία».
Ας αφήσουμε τον Κέινς να συνοψίσει: «Είναι, φαίνεται, πολιτικά αδύνατο για μια καπιταλιστική δημοκρατία να οργανώσει τις δαπάνες στην κλίμακα που είναι απαραίτητη για να κάνει τα μεγάλα πειράματα που θα αποδείκνυαν την υπόθεσή μου — εκτός αν αυτό συμβεί συνθήκες πολέμου».
*αναδημοσίευση από Michael Roberts blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου