Η συνάντηση Τραμπ και Σι κάθε άλλο παρά έλυσε τις μεγάλες αντιθέσεις ανάμεσα στη νυν και την ανερχόμενη υπερδύναμη, που είναι φανερό ότι συγκεντρώνουν δυνάμεις και ενισχύουν τις συμμαχίες τους για την κρίσιμη στιγμή.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, στις συναντήσεις που είχε στη Μαλαισία και την Ιαπωνία πριν την άφιξή του στη Νότιο Κορέα, σύνηψε συμφωνίες οι οποίες αφορούσαν (κυρίως) τη στρατιωτική συνεργασία και τις σπάνιες γαίες, επικαλούμενος την απειλή που συνιστά η Κίνα για όλα τα κράτη της περιοχής. Ο Σι Τζινπίνγκ, από την πλευρά του, ο οποίος επίσης βρέθηκε στην πρωτεύουσα της Μαλαισίας, Κουάλα Λουμπούρ, για τη σύνοδο κορυφής της ASEAN, υπέγραψε τη διεύρυνση της εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας με τα 11 κράτη-μέλη της Ένωσης, με βασικό επιχείρημα ότι οι δασμοί και ο προστατευτισμός των Ηνωμένων Πολιτειών θέτει σε κίνδυνο το μέλλον τους.
Στο ίδιο φόντο, μία μέρα πριν τη συνάντηση του Τραμπ με τον Σι στη Σεούλ, η Βόρειος Κορέα είχε προχωρήσει σε μια νέα δοκιμή βαλλιστικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς – κάτι που προφανώς δεν θα έκανε χωρίς την «προτροπή» του Πεκίνου, που είναι ο ένας από τους δύο ισχυρούς συμμάχους και «προστάτες» του καθεστώτος της. Τέλος, μόλις λίγα λεπτά προτού βρεθεί στο ίδιο τραπέζι με τον Κινέζο ομόλογό του, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι η χώρα του θα προχωρήσει σε επανάληψη των πυρηνικών δοκιμών, με επιχείρημα – και πάλι – τη διαρκή ενίσχυση της Κίνας (και της Ρωσίας) σε αυτό το μέτωπο.
Μετά από όλα τα παραπάνω και παρά τα αισιόδοξα μηνύματα που επιχείρησαν να εκπέμψουν οι ηγέτες τους (κυρίως ο Τραμπ), δύσκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει πως η νυν και η ανερχόμενη υπερδύναμη βρίσκονται σήμερα πιο κοντά στην επίλυση των μεγάλων διαφορών τους και στον τερματισμό του αδυσώπητου ανταγωνισμού τους. Είναι κάτι, άλλωστε, στο οποίο συμφώνησε σχεδόν το σύνολο των μεγάλων δυτικών Μέσων: «Η “καταπληκτική” σύνοδος Τραμπ-Σι έφερε μια τακτική εκεχειρία, όχι όμως και κάποια σημαντική επανεκκίνηση στις σχέσεις τους», σημείωνε χαρακτηριστικά ανάλυση του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters.
Η ΕΕ τρέμει στο ενδεχόμενο πλήρους ρήξης με την Κίνα, που έχει ζωτική σημασία για την οικονομία της
Πρακτικά, λοιπόν, συνέβη αυτό που είχαν προβλέψει οι περισσότεροι προκαταβολικά. Πεκίνο και Ουάσιγκτον αποφάσισαν να μην κλιμακώσουν άμεσα τη μεταξύ τους αντιπαράθεση και να μην οδηγηθούν σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση, καθώς έχουν συνειδητοποιήσει ότι, με βάση τα σημερινά δεδομένα, μια τέτοια εξέλιξη θα αποδεικνυόταν καταστροφική και για τις δύο πλευρές. Μάλιστα, Τραμπ και Σι, μαζί με τα επιτελεία τους, έδειξαν πρόθυμοι να κάνουν μισό βήμα πίσω σε μια σειρά μέτωπα, όπως στους δασμούς (με μικρή εκατέρωθεν μείωση) και στους περιορισμούς που έχουν επιβάλει στις εξαγωγές σπάνιων γαιών (από την Κίνα στις ΗΠΑ) και εξελιγμένων ημιαγωγών (από τις ΗΠΑ προς την Κίνα).
Αυτό, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως έχουν τοποθετήσει το όπλο παρά πόδα. Αντ’ αυτού, επιλέγουν για την ώρα να στοχεύσουν η μία την άλλη εμμέσως – με «οχύρωση» των θέσεών τους, με ενίσχυση των συμμαχιών τους και με καλύτερη προετοιμασία για τον επόμενο γύρο του ακήρυκτου πολέμου, ο οποίος είναι βέβαιο ότι θα εκδηλωθεί, αργά ή γρήγορα. Κι αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν και άλλοι «παίκτες», που έχουν κάθε λόγο να αγωνιούν, καθώς βρίσκονται σε συγκριτικά πιο αδύναμη θέση.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και η Ρωσία. Η πρώτη έχει πλήρη συνείδηση ότι η κινεζική αγορά έχει ζωτική σημασία για το κεφάλαιό της – η Κίνα, για του λόγου το αληθές, έχει ήδη ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας. Κι αυτό σημαίνει, με τη σειρά του, πως μια ολική ρήξη μαζί της, μια επανάληψη, δηλαδή, όσων συνέβησαν με τη Ρωσία μετά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφική για τον γερμανικό καπιταλισμό.
Η Μόσχα και ο Πούτιν, από την άλλη, γνωρίζουν καλά ότι χωρίς τις «πλάτες» του Πεκίνου και του Σι – σε οικονομικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο – δεν θα είχαν τη δυνατότητα να βρίσκονται σε θέση ισχύος στα πεδία των μαχών. Ενδεχομένως, μάλιστα, να μην είχαν αντέξει καν μέχρι σήμερα και να είχαν αναγκαστεί σε ένα μη ευνοϊκό για τα συμφέροντά τους συμβιβασμό.
Η διελκυστίνδα ΗΠΑ-Κίνας, λοιπόν, θα συνεχιστεί, μέχρι την «τελική λύση». Οι υπόλοιποι θα αγωνιούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου