(Φρανκ Χέρμπερτ: “DUNE”)
Γράφει ο Χάρης Παπαδόπουλος
Λέγεται συχνά πως το να μεταφέρεις ένα μυθιστόρημα στον κινηματογράφο σημαίνει να αφηγηθείς την ίδια ιστορία, χρησιμοποιώντας περισσότερο τις εικόνες και λιγότερο τον λόγο. Όμως τι γίνεται όταν το λογοτεχνικό έργο που διασκευάζεται για τη μεγάλη οθόνη έχει μνημειώδη, μοναδική, αναντικατάστατη γλώσσα; Μπορείς να μεταφέρεις στο σινεμά ένα έργο του Σαίξπηρ δίχως να αναπαράξεις αυτούσιο τον λόγο του ποιητή; Ή ένα κείμενο του Ρακίνα; Ή το επικό -και ταυτόχρονα εσωτερικό και τόσο ιδιαίτερο- Dune του Φρανκ Χέρμπερτ;
Κατά τη γνώμη μας, ο/η κάθε δημιουργός έχει δικαίωμα να το κάνει, αν θέλει. Να φτιάξει ένα κινηματογραφικό έργο ή μια παράσταση χορού ή όποιο άλλο είδος καλλιτεχνικής δημιουργίας προτιμά, κρατώντας από το αρχικό κείμενο μόνο την υπόθεση. Ή και λιγότερα ακόμα από αυτή. Αλλά τότε μιλάμε για μια ελεύθερη διασκευή. Για ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα που έχει απλώς ως αφετηρία το αρχικό σύγγραμμα και ανοίγει τα δικά του φτερά για να πάει παραπέρα τον προβληματισμό, την αναζήτηση και την ευαισθησία του/της διασκευαστή/τριας.
Όμως, όταν παρουσιάζεται μια γιγαντιαία και πανάκριβη υπερπαραγωγή, όπως αυτή του Dune Part 1, ως κινηματογραφική μεταφορά ενός κλασικού βιβλίου, δεν επιτρέπεται, κατά τη γνώμη μας, να αφήνεται το κινηματογραφικό κοινό ανυποψίαστο για την ποιότητα και τη δύναμη της πένας του συγγραφέα του Dune. Για ποιον λόγο είμαστε τόσο κατηγορηματικοί; Επειδή, δυστυχώς, ο περισσότερος κόσμος θεωρεί πως παρακολουθώντας μια ταινία δεν χρειάζεται να χάσει τον χρόνο του διαβάζοντας και το αντίστοιχο βιβλίο. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η νέα ταινία του Ντενί Βιλνέβ δεν είναι συνολικά ένα οποιοδήποτε μπλοκμπάστερ της σειράς. Αντίθετα, πρόκειται για μια ιδιαίτερα προσεγμένη δουλειά. Οι ηθοποιοί είναι όλοι εξαιρετικοί. Και οι χρόνοι της ταινίας είναι σωστοί κι ας παραπονούνται οι αδαείς ταινιοκριτικοί, που ούτε καν ξεφύλλισαν το μυθιστόρημα του Χέρμπερτ, πως όλη η ταινία μοιάζει σαν αργόσυρτη εισαγωγή στο Dune Part 2. Και στο ίδιο το βιβλίο τα πράγματα δείχνουν να κυλούν νωχελικά για αρκετές εκατοντάδες σελίδες στην αρχή, ώσπου να αποδοθούν αδρά οι χαρακτήρες των ηρώων/ηρωίδων και να σκιαγραφηθεί σωστά στο σύνολό της η τραγωδία. Και αμέσως μετά ο ρυθμός των γεγονότων γίνεται καταιγιστικός. Για να αλλάξει και πάλι, κάθε φορά που ένας από τους ήρωες και τις ηρωίδες χρειάζεται ένα καταφύγιο μέσα στη ροή του χρόνου για να ξαναπιάσει το νήμα της σκέψης του/της, των φόβων και των «θέλω» της/του.
Ένα μεγάλο μπράβο αξίζει στον σκηνοθέτη και τους συντελεστές της ταινίας για την άψογη εικαστική απεικόνιση του κόσμου του Φρανκ Χέρμπερτ που αν μη τι άλλο, δεν προδίδει το όραμα του συγγραφέα.
Όμως, στο βιβλίο του Χέρμπερτ, αυτό που συγκρατεί και έλκει το αναγνωστικό κοινό σε όλο τον όγκο του έργου, είναι η συγγραφική πένα. Ο επικός –και για κάποιους κακοπροαίρετους- πομπώδης λόγος του Χέρμπερτ είναι αυτός που δημιουργεί τη μαγεία. Και που, εντέλει, αποδίδει στους χαρακτήρες ένα πολύ βαθύτερο περιεχόμενο. Η πένα του συγγραφέα δεν υπογραμμίζει μόνο τις ίδιες τους τις πράξεις. Προσθέτει και άλλη ποιότητα. Δυστυχώς ελάχιστα πράγματα από αυτά διασώζονται στην ταινία.
Ένα παράδειγμα: Ο πατέρας του κεντρικού ήρωα είναι ο Δούκας Λίτο Ατρείδης. Πρόκειται για έναν φεουδάρχη αρχηγό γενναιόψυχο, που βλέπουμε να θυσιάζει πρόθυμα τα κέρδη του προκειμένου να σώσει τις ζωές των ανθρώπων του. Σε μια σκηνή της ταινίας τον βλέπουμε σε μια προγραμματισμένη σύσκεψη με τους επιτελείς του. Ο Δούκας μπαίνει στην αίθουσα της σύσκεψης και όλοι οι αξιωματικοί σηκώνονται σε στάση προσοχής. Ο Λίτο Ατρείδης παίρνει τη θέση του προέδρου της σύσκεψης, με εκφράσεις και στάση αυστηρού, αλλά στοργικού πατέρα. Και η σκηνή τελειώνει εδώ για να περάσει η αφήγηση στο επόμενο πλάνο.
Αυτή η σκηνή, όπως και όλες οι άλλες της ταινίας, έχει ξεσηκωθεί ολόκληρη από το βιβλίο. Όμως μοιάζει τόσο πολύ με συνεδρίαση επιτελαρχών των ΗΠΑ με επικεφαλής τον Κόλιν Πάουελ. Όλα είναι «τόσο – όσο». Μετρημένα και υπολογισμένα για να τονίζουν τη φιγούρα του καλού ηγέτη.
Διαβάστε τώρα ένα κομμάτι από τον λόγο του Δούκα Ατρείδη στην ίδια σύσκεψη, όπως παρατίθεται μέσα στο βιβλίο:
«Μια στιγμή στοχαστείτε τους χαμένους συντρόφους. Θυσία στον βωμό της άσπλαχνης και πλεονέκτριας μοίρας. Οι ψυχές τους ακόμα μας παραστέκονται.
Μια στιγμή στοχαστείτε τους χαμένους συντρόφους. Αθώοι και άδολοι, μια σταγόνα στου χρόνου τη θάλασσα. Ξεγελάστηκαν όλοι τους από της μοίρας τον αεικίνητο τροχό.
Μια στιγμή στοχαστείτε τους χαμένους συντρόφους. Και όταν πια ο χρόνος μας τελειώσει, κοιτώντας μας με βλέμμα σκοτεινό, θα ανταμώσουμε και εμείς με τη σειρά μας, της μοίρας τον αεικίνητο τροχό».
Και ορίστε πώς μια σελίδα γεμάτη φόρτιση και συγκίνηση, μεταμορφώθηκε σε μια κινηματογραφική εύπεπτη αμερικανιά. Διότι, κρατώντας λίγο-πολύ την ίδια υπόθεση και αφαιρώντας τον ποιητικό λόγο, μπορείς να μεταμορφώσεις ακόμη και την Ιλιάδα του Ομήρου σε χολυγουντιανή αφήγηση που αναπαριστά τις αποικιοκρατικές περιπέτειες των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Άλλο παράδειγμα: σε όλο το Dune λαμβάνουν χώρα μια σειρά μάχες και ακόμη περισσότερες μονομαχίες. Στην ταινία το ίδιο, όπως και στο βιβλίο. Αλλά η διαφορά είναι πως η ταινία μας δεν έχει να κομίσει κάτι διαφορετικό από την απόλυτα συνηθισμένη πια χορογραφία της βίας. Έτσι, η μαχαιριά που δέχεται ο προδότης Γιούεχ, ένα τραγικό και σύνθετο πρόσωπο στην αφήγηση του Χέρμπερτ, στην ταινία αποδίδεται ως ένας ακόμα φρικτός αποκεφαλισμός, μόλις ενός–δυο δευτερολέπτων.
Ο συγγραφέας είναι και αυτός σύντομος. Ενώ ζωγράφισε με γρήγορες αλλά δυνατές πινελιές τον χαρακτήρα του Γιούεχ, τώρα αποδίδει τον θάνατό του συνοπτικά: «Και έπεσε όπως πέφτει ένα δέντρο – χωρίς να λυγίσει ή να χαλαρώσει το σώμα του». Αλλά τι τεράστια απόσταση, ανάμεσα στο τετριμμένο από τη μια και το απαράμιλλο από την άλλη.
Τι χάσμα ανάμεσα στο κλίμα εκβιασμένης φρίκης στις μαζώξεις των χάρτινων «κακών» της ταινίας και τα βασανιστήρια που οργανώνουν στα θύματά τους. Και, από την άλλη, στον ελλειπτικό και αποφθεγματικό λόγο που χρησιμοποιεί ο Φρανκ Χέρμπερτ για να αποδώσει τις ίδιες σκηνές, όπως το «η μέρα που η σάρκα πλάθει και η μέρα που η σάρκα πλάθεται». Λόγια που ο συγγραφέας βάζει να τα προφέρει ο αμείλικτος εχθρός των Ατρειδών, ο βαρόνος Βλαντιμίρ Χαρκόννεν.
Τελειώνοντας αυτό το σημείωμα, θα παρατηρούσε κανείς πως δεν είπαμε ακόμη λέξη για τον κεντρικό ήρωα του έργου, τον νεαρό δούκα Πωλ Ατρείδη, τον φυγάδα που ίσα που σώζει τη ζωή του στο μακελειό για να καταφύγει στην έρημο, να ενωθεί με τους κυνηγημένους και απόκληρους Φρέμεν, να αποποιηθεί τον τίτλο του και να γίνει ο Μουαντίπ, με άλλα λόγια ο Μεσσίας του ιερού πολέμου και της επανάστασης των καταπιεσμένων. Ορίστε πως τον αποδίδει πολύ συνοπτικά ο Φρανκ Χέρμπερτ:
«Ήταν πολεμιστής και μυστικιστής, δαίμονας και άγιος, πανούργος και άδολος, ιπποτικός και αδίστακτος. Κάτι λιγότερο από θεός και κάτι πιο πολύ από άνθρωπος. Είναι αδύνατον να εξακριβώσει κανείς τα κίνητρα του Μουαντίπ χρησιμοποιώντας τα μέτρα των απλών ανθρώπων. Τη στιγμή του θριάμβου του είδε τον θάνατο να του έχει στήσει το καρτέρι. Αλλά δεν τρόμαξε από την προδοσία.
Μπορεί να ισχυριστεί άραγε κανείς πως ο Μουαντίπ έπραξε όσα έπραξε στο όνομα της δικαιοσύνης; Τίνος τη δικαιοσύνη όμως; Θυμηθείτε, ο λόγος γίνεται για τον Μουαντίπ, που διέταξε να γδάρουν τους εχθρούς του για να φτιάξουν με το δέρμα τους πολεμικά τύμπανα. Τον Μουαντίπ, που απαρνήθηκε τους τίτλους ευγενείας του παρελθόντος του με ένα νεύμα, λέγοντας: – Είμαι ο Κβιζάτς Χαντεράχ (σημαίνει «ο τα πάντα πληρών») και αυτό είναι αρκετό».
Όμως, ήδη έχουμε μπει στο δεύτερο μισό του βιβλίου του Χέρμπερτ, που στην οθόνη θα αποδοθεί ως Dune Part 2: Δείτε το και χαρείτε το, όταν κυκλοφορήσει, όπως και το πρώτο που παίζεται ήδη στους κινηματογράφους.
Αλλά ο κήπος των μεγάλων απολαύσεων του Dune σάς περιμένει να τον συναντήσετε στις σελίδες του βιβλίου. Και αποκλειστικά και μόνο εκεί.
kokkini.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου