Ξέρεις να οδηγείς, σε ρώτησα, Εγώ, πως δεν ξέρω, και βέβαια οδηγώ τάνκς, απάντησες. Απ’ τ’ Απεράθου είμαι, εκεί μεγάλωσα, πρόσθεσες και κοίταξες μπας και σε αμφισβητήσει κανείς ή μήπως και δε γνώριζε κατά πού πέφτει η Απείραθος της Νάξου. Με τον καιρό μάθαινα τι πάει να πει τούτο, γιατί η περηφάνια, γιατί δήλωνες συγχρόνως πως η καταγωγή σας είναι απ’ τα Σφακιά. Έλεγες και κείνα τ’ ανέκδοτα και γέλαγες πριν απ’ όλους κι ύστερα σ’ ακολουθούσαμε γιατί ήτανε και αληθινά μα τα ‘λεγες κι ωραία, Άλλ’ μια βολά πάλε… και τράβαγε κορδόνι ο λόγος σου απ’ της μάνας σου τις αφηγήσεις, απ’ των παλιότερων τις μνήμες κι απ’ τις δικές σου επίσης. Κάθε μια λέξη Απεραθίτικη και κάτι ξέχωρο, κάθε δυο μαζί και πιότερες ανέκδοτο και άξιο να περάσει από στόμα σε στόμα να μείνει, να διασκεδάσει, να παραδειγματίσει. Ιστορία αντάμα με μοναδική τέχνη του λόγου, σκωπτικά παράλληλα με δράμα και συ πηγή αστείρευτη, Η μανούλα μου, έλεγε και ξεκίναγες ατέλειωτους στίχους μοναδικούς, ανεπανάληπτους, ποιήματα ν’ ακούς να ευφραίνεσαι.
Χόρεψες μια φορά και το ζεμπέκικο, σταμάτησαν όλοι οι άλλοι να καμαρώσουν, ν’ απολαύσουν, να ζηλέψουν, τώρα σου χτυπάνε τα παλαμάκια εκεί πάνω οι άλλοι δικοί σου …
Θα γίνει κίνημα, ετοιμάσου, σου είπε καιρό πριν και συ κράταγες γεμάτα τα άρματα περιμένοντας το σύνθημα, τα βρήκαν και σε πέταξαν έξω απ’ το στρατό χωρίς πολλά πολλά, σου κράταγαν βλέπεις κάμποσα από την άλλη υπόθεση που την είπαν ΑΣΠΙΔΑ.
Πολίτης πια, και το Δεκέμβρη στις 13 του 67 μαζί με τον Οπρόπουλο κι άλλους μάταια περιμένατε με τις στολές έτοιμες ν’ αναλάβετε μονάδες στην Αττική, μάταια, όμως δε σταματήσατε να «συνωμοτείτε», να σχεδιάζετε… Είσαι για την Κύπρο, σε ρώτησε ο Γρίβας κι είπες ναι, άλλο γιατί και πώς δεν έγινε δυνατό να κατέβεις. Με το Μήνη κάνατε ότι κάνατε και ταράχτηκε όχι μια και δυο μα πάνω από είκοσι μετρημένες φορές η χούντα από τις βόμβες, τον πιάσανε κείνον μαζί με τον Παντελάκη και τους βασανίζανε μήνες, Εκατόν έντεκα μέρες στην ΕΣΑ, έγραφε και διατυμπάνισε ο Μήνης σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Εσένα δε σε συλλάβανε τότε, ούτε κανέναν άλλον γιατί δε μίλησαν.
Είσαι να βοηθήσουμε τους ναυταίους, κάτι ετοιμάζουν, σε ρώτησε ο Μουστακλής, σας πιάσανε μαζί μ’ ένα σωρό ακόμα και να στην ΕΣΑ να σε λιανίζουν για το Κίνημα του Ναυτικού. Σε κουβάλαγαν απ’ το ΚΕΣΑ του Παπάγου στο κολαστήριο κάτω απ’ το Ναυτικό Νοσοκομείο, να σε τσακίζουν εκεί και πιο δίπλα το Μουστακλή, μέχρι που σακάτεψαν τον πολεμιστή της αντίστασης κατά των Γερμανών, τον μαχητή του εμφυλίου, τον άντρα που ‘χε λόγο και φέρσιμο ίσο και βαρύ, που τους έβριζε και του έλειωσαν το κορμί τόσο που τρόμαξαν και τότε μόνο τον παράτησαν κι από κοντά και σένα, μέρες πολλές μετά που ‘χαν αρχίσει να σας οργώνουν, τα κτήνη. Στις δίκες τους, Όχι δεν τους μισώ, κατάθεσες, με πιάνει μια μελαγχολία μονάχα, γιατί κατάντησαν να βασανίζουν ανθρώπους, ανεξάρτητα αν φόραγαν κι αυτοί κι εμείς στολή!
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σ’ εσένα έναν αντιστασιακό αξιωματικό, αρνήθηκαν να λάβουν υπόψη τους τα προσόντα και κύρια την προσφορά σου υπέρ της πατρίδας και της δημοκρατίας με τους όποιους αγώνες κατά της δικτατορίας, το θυμάσαι Ίλαρχε; Γελάσαμε πικραμένα εκεί για τον ίδιο λόγο, ενώ τις μέρες εκείνες προάγονταν σωρηδόν δωσίλογοι, νενέκοι, ακόμα και καταχραστές, ακόμα και ποινικά κολάσιμοι, γέμισε η χώρα μας ανωτάτους κι έτσι το αντιστασιακός κατάντησε σε εισαγωγικά, κάθε πολυκατοικία και ναύαρχος, κάθε όροφος και στρατηγός. Και σήμερα αναζητούνται οι λόγοι που μερικοί, λίγοι, ελάχιστοι με στολή, αρκετοί όμως για να βρωμίσει η πίτα, έβαλαν κι αυτοί τα χέρι στο μέλι κοντά στα μεγάλα λαμόγια της νυν, τέως και πρώην εξουσίας και κάθε εξουσίας. Μου είπαν πως το αξίζω και δέχτηκα τον τελικό βαθμό, απάντησες και πράγματι, μα φαινόταν καθαρά πως χατίρι τους είχες κάνει. Σε κανέναν δεν χρωστάς και συ Μιχάλη, σε κανέναν!
Για δέκα και πάνω χρόνια δούλεψες καλά αργότερα, πολύ καλά θα ‘λεγα, στον ίδιο χώρο που σ’ είχαν βασανίσει, δίπλα ακριβώς στα κελιά του τότε ΕΑΤ/ΕΣΑ που σήμερα επισκέπτονται τα παιδιά κι ανατριχιάζουν και μόνο απ’ τη θέα τους, σ’ εκλέξανε πρόεδρο στον μοναδικό στη χώρα μας σύλλογο με εκπροσώπους όλων των ιδεολογιών, έξω απ’ την ακροδεξιά και τους φασίστες, γιατί ακριβώς τέτοιους είχαν πολεμήσει τα μέλη του, σύμπραξες συνετά με Κεντρώους, Κεντροαριστερούς, Κομμουνιστές, Σοσιαλιστές, Νεοδημοκράτες, Σοσιαλδημοκράτες μίλησες συνετά και κατόρθωσες να συνεχίσει τον αγώνα του ο Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών.
Τα λέγατε με το Χαρίλαο Φλωράκη συχνά, πίνατε κι από λίγο Ναξιώτικο, σ’ εκτιμούσε κείνος ο βράχος, όχι μονάχα για τον χαρακτήρα σου, όχι μονάχα για την καλή παρέα, αλλά και για την στήριξή σου στο Κόμμα, για τον λόγο τον καλό και ευαίσθητο κάθε τρεις και λίγο στα γραφτά σου, για τα πύρινα κείμενά σου στα θέματα των εργατών, των ανθρώπων του μόχθου, για τον αντιφασισμό σου, μπράβο σου Ίλαρχε, δεν βγαίνουν εύκολα τέτοιοι έτσι που ‘χουν τσιμεντάρει το στρατό!!
Τώρα κάνε ελεύθερα την άσεμνη χειρονομία στο χάρο που σε πήρε φίλε και διάβασε την αναφορά σου στον Μήνη, τον Μουστακλή, τον Οπρόπουλο, τον Στάπα, τον Χαρίλαο, το Στέφανο, τους ασυμπίεστους, πες τους για την κατάντια που ‘χουν οδηγήσει τον τόπο μας ξένοι και ντόπιοι, οι ίδιοι όπως πάντα δωσίλογοι, οι ίδιοι ριψάσπιδες, οι Νενέκοι, τα ίδια λαμόγια, ναι Μιχάλη Βαρδάνη, αυτοί, πώς αλλιώς να τους πεις Ίλαρχε. Άντε τώρα να ηρεμήσεις, το αξίζεις… και θα τα ξαναπούμε… αργότερα.
Λάβαμε και δημοσιεύουμε το παραπάνω κείμενο απο τον σεμνό αγωνιστή Αντώνη Κακαρά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου