Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Οδοιπορικό στα ματωμένα χώματα της Παλαιστίνης…

Η Επανάσταση ήταν μονόδρομος, όπως ιχνηλατήθηκε η πορεία των Παλαιστινίων. Όσο ο Άνθρωπος «ευημερεί» στη θέρμη της εξέγερσης, εξακτινώνει την υπόστασή του, ενθρονίζει το είδωλό του στις απροσμέτρητες διαστάσεις του Λαμπερού. Όταν ωστόσο ακολουθήσουν οι σχεδιασμοί περί συσχετισμού αυτής της εξέγερσης στο πλαίσιο των ανατροπών κι εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή, καταφτάνει το πολύεδρον της διαχείρισης των απορροιών της Επανάστασης, κάτι σαν Καπηλεία του επιπέδου Επαναστατικής Συνειδήσεως, της οποίας η υπαγωγή σε Κέντρα Εξουσίας κρίνεται «απαραίτητη».
Πολλά σημεία διευκρινίζουν τον μοναχικό δρόμο των Παλαιστινίων:

Η «Κιφάχ αλ-Μουσελλάχ» ως ενδιάμεσος των Λιβανέζων Αξιωματούχων και των «αλ-Σααμπιγέχ»=Λαϊκών Επιτροπών των Στρατοπέδων προσδενόταν στο άρμα της Ο.Α.Π και συνακόλουθα κρατούσαν διπλωματική στάση. Ναι μεν παρουσιαζόταν αρκετά διαλλακτική σε σχέση με το Δεύτερο Γραφείο, δεν μπορούσε δε να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές-πολιτικές αναταράξεις.
Τα αραβικά Κομμουνιστικά Κόμματα είναι οργανωμένα σε «υπό-αραβική εθνική βάση», όπως αναφέρει η Rosemary Sayigh, και κατ’ επέκταση περιορίζονται από νέο-αποικιακά σύνορα, ώστε έχουν λιγότερη επαφή μεταξύ τους παρά με τη Μόσχα. Ένας βετεράνος αγωνιστής του Α.Ε.Κ=Αραβικό Εθνικιστικό Κίνημα αναφέρει πως «η μικρή απήχηση που έχει το Κομμουνιστικό Κόμμα στις Παλαιστινιακές μάζες αφορμάται από τη συναίνεση των Κομμουνιστών υπέρ του σχεδίου Διχοτόμησης το 1948 και όχι απ’ τους διωγμούς που άρχισε να εφαρμόζει το Ισραηλινό Κράτος ενάντια στους Κομμουνιστές μετά τη δεκαετία του 1950».
Η Αιγυπτιακή στρατιωτική ανάμιξη στην Υεμένη και η ανατροπή του Ιμάμη ήρθε αντιμέτωπη με μία αντεπανάσταση, που υποστηριζόταν από τη Σαουδική Αραβία. Μετά το 1967 επεβλήθη συμβιβασμός, που συγκάλυπτε αφ’ ενός την Αιγυπτιακή αποτυχία και διαιώνιζε αφ’ ετέρου τη διχόνοια στο Αραβικό ανάγλυφο, όπου διακυβεύονταν πολλαπλά, πολύμορφα και αντιβαίνοντα συμφέροντα.
Μετά το 1967 ξεπηδούν περίπου 44 αντιστασιακές ομάδες και παρ’ όλες τις προσπάθειες της «Φατάχ» για συγχώνευση, δεν επιτεύχθη αποτελεσματική διαπραγμάτευση.
Ο Εθνικιστικός Αγώνας, που διεξάγεται στο εσωτερικό, παραφράζεται ενίοτε ως μία εξιδανίκευση του πατριωτισμού, κάτι που αντιστρατεύεται τόσο την απρόσκοπτη αντανάκλαση του ένοπλου αγώνα όσο και την αντικομμουνιστική εκστρατεία ανάμεσα στις μάζες, δυσδιάκριτες επεξηγήσεις που παραπέμπουν σε μία ασύμμετρη απειλή και όχι στις διακριτές γραμμές της Απειλής. Μόνο μία μειοψηφία καταλάβαινε επαρκώς πως ο καταπιεστής εκπηδά από την Άρχουσα Τάξη.
Τα μέλη της«Φατάχ» προέρχονται από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα αν και έχουν προσχωρήσει και άνθρωποι από το αγροτικό-εργατικό προλεταριάτο. Το διαφορετικό ωστόσο κοινωνικό υπόβαθρο δεν ευνοεί την απαραίτητη συνοχή. Το μόνο ελπιδοφόρο σε αυτό το σημείο είναι ο μετριασμός της σεχταριστικής συνείδησης ανάμεσα στους Λιβανέζους Σιίτες και στους Παλαιστίνιους Σουνίτες, οι οποίοι αντιλαμβάνονται την καταπίεση πλέον ως εξ ιδίων συμφερόντων απόρροια. Στη διάρκεια του λιβανέζικου εμφυλίου το 1975-1976 συμπηγνύονται Μαρωνίτικες Πολιτοφυλακές, που συνεργάζονται με τους Ισραηλινούς Στρατιωτικούς εναντίον των Λιβανικών-Παλαιστινιακών προοδευτικών Δυνάμεων. Επιπροσθέτως το κοινωνικό πρόγραμμα που πρότεινε η «Φατάχ» αφορούσε κυρίως τους «σουχαντά», όσους δηλαδή είχαν αποδεδειγμένη συνεισφορά στον Αγώνα, όπως έπραττε και το Απελευθερωτικό Μέτωπο στην Αλγερία, με αποτέλεσμα οι μάζες των Παλαιστινίων να θεωρούν ότι τους εκμεταλλεύονται και να βλέπουν τους πάντες ως «ημέτερους».

Αμέσως μετά την απελευθέρωση των στρατοπέδων οι Φελάχοι ακολούθησαν την οριζόντια διαχειριστική διαδικασία, που είχαν κληρονομήσει απ’ τη γενιά Τζηλ Φαλαστήν. Οι Επιτροπές επιλαμβάνονταν των τρόπων άμυνας κυρίως και άλλων προβλημάτων της καθημερινότητας. Έβλεπαν ως επιτακτική ανάγκη την «αξιοποίηση των σκληραγωγημένων ανθρώπων», των οποίων οι ικανότητες χάθηκαν στην υποταγή της εκδίωξης ή ανυψώθηκαν δια της εκπαιδεύσεως ως Φενταγήν. «Στην αρχή οι Λαϊκές Επιτροπές, εκμεταλλευόμενες την απωθημένη ενεργητικότητα, που είχε η Λιβανική καταπίεση, κατάφεραν αν πετύχουν πολλά χωρίς εξωτερική βοήθεια ή καθοδήγηση» αναφέρει η RosemarySayigh.

Τα στέκια αντιστασιακών ομάδων, λεγόμενες «Νασάτ» άρχισαν τη λειτουργία τους με σκοπό την απαγκίστρωση απ’ τη μοιρολατρία-παθητικότητα των γονιών-παππούδων. Υπήρχε κάποιος υποτυπώδης οπλισμός, πράγμα που γοήτευε τη νεολαία, και η σύνδεση με τους Ηγέτες του Π.Α.Κ παγίωνε το κύρος του επαναστατικού αγώνα. Ωστόσο διαπιστώνεται κατακερματισμός μέσα στους κόλπους του Αντιστασιακού Κινήματος. Μετά το 1969, έτος-ορόσημο της απελευθέρωσης των στρατοπέδων, η παρουσία των οργανώσεων στις δομές διαμονής των Φελάχων γίνεται εντονότερη. Δεν περιορίζεται ωστόσο στον αυτόνομο χαρακτήρα της, εμφανίζονται ομάδες αντιστασιακού τύπου, οι οποίες συνιστούν στην ουσία βραχίονες των Αραβικών Κυβερνήσεων, όπως η Σαΐκα, η οποία υποστηρίζεται απ΄ το Μπάαθ της Συρίας -δεν διέθετε προγράμματα μαζικής κινητοποίησης-επικεντρωνόταν στη στρατολόγηση μελών Παλαιστινιακής καταγωγής στο συριακό έδαφος, ή το Α.Α.Μ, το οποίο υποστηριζόταν απ’ το Μπάαθ του Ιράκ με ανάλογες προοπτικές. Οι επιπτώσεις του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ομάδες συρρικνώνονταν στον υπερτονισμό Ιδεολογικών αποκλίσεων, οι οποίες εστίαζαν σε θεωρητικό πλαίσιο και όχι τόσο στα απτά προβλήματα του ξεριζωμού και της πραγματικής ανέχειας-αποκλεισμού. Η μετανάστευση δήλωνε μία δίαυλο διαφυγής αλλά η πλειονότητα δεν την αποφάσιζε όχι με γνώμονα την πάλη-διεκδίκηση των εδαφών αλλά τη στέρηση των ούτως ή άλλως επισφαλών δικαιωμάτων που τους αναγνώριζε το U.N.R.W.A

Ο συνωστισμός -η έλλειψη καταφυγίων και πηγαδιών για νερό πόσιμο- ο υποσιτισμός συνέχιζαν να ταλανίζουν τις μάζες αλλά ως χειρότερο πρόβλημα αναδυόταν η Υγεία, τα κονδύλια για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη προερχόμενα από το U.N.R.W.A δεν επαρκούσαν ούτε στο ελάχιστο, αφού για περίπου 16.000 ανθρώπους δεχόταν μόνο ένας γιατρός να προσφέρει την κατάρτισή του. Η «Φατάχ» προχώρησε στην ίδρυση μιας υγειονομικής Υπηρεσίας, Χιλάλ αλ-Αχμάρ=Ερυθρά Ημισέληνος, η οποία αφ’ ενός κάλεσε γιατρούς απ’ τα αστικά στρώματα ως εθελοντές, ελάχιστοι ωστόσο ανταποκρίθηκαν και αφ’ ετέρου δέχτηκε δριμεία επίθεση απ΄ την Αριστερή Διανόηση, η οποία πρέσβευε την απεμπόληση των τυπικών προσόντων εξειδίκευσης. Παρεπομένως στο δια ταύτα οι υγειονομικές υπηρεσίες συρρικνώνονταν όλο και περισσότερο. Στο μείζον θέμα της Εκπαίδευσης παραγκωνίζονταν η πολιτική συνείδηση και η κάθε προσπάθεια κρινόταν εν τέλει σποραδική με προσωρινές λύσεις. Εθελοντές Δάσκαλοι προσελκύονταν μόνο στα στρατόπεδα κοντά στα αστικά κέντρα. Σε όλες τις κινήσεις ενεργό ρόλο εμφανίζεται να παίζει η «Σαμέντ», η οποία φορά τον μανδύα ανεξάρτητης Οικονομίας αλλά στην ουσία συνιστά ένα μόρφωμα καπιταλιστικής-χρηματοπιστωτικής επιχείρησης και λαϊκίστικης οργάνωσης της εργασίας, κάτι ανάλογο με τα συνδικαλιστικά όργανα ανά τον Πλανήτη. Δημιούργησε 27 εργαστήρια και απασχολούσε 2.400 εργάτες, εκ των οποίων πάνω απ’ το μισό του Δυναμικού αποτελούταν από γυναίκες. Αναλαμβάνουν την ποίηση των φορεσιών των Φενταγήν – εκδίδουν κάποια ενημερωτικά περιοδικά – κατασκευάζουν παιχνίδια…

Το Αντιστασιακό Κίνημα ταυτίστηκε με τις μάζες διαμέσου μίας συγκινησιακής φόρτισης, κάτι που δεν μεταφράστηκε όμως απόλυτα σε οργανωτική ένταξη. Μετά την Επανάσταση του 1965 η Ηγεσία δέχτηκε κατηγορίες πως βλέπει τα στρατόπεδα ως «εργοστάσια παραγωγής ανθρώπων για την Επανάσταση» αλλά δεν ενσωματώνει στον πυρήνα του το ανθρώπινο δυναμικό και αυτό αποτυπωνόταν στο γεγονός πως στα στρατόπεδα εγκαθίσταντο αντιπροσωπείες και ποτέ αρχηγεία. Οι εστίες συγκέντρωσης των στελεχών είχαν τη βάση τους στα μεγάλα αστικά κέντρα, Δαμασκός – Αμμάν – Βηρυτός. Αυτό ωστόσο δήλωνε μία παραχώρηση εκ μέρους του ένοπλου αγώνα στη διπλωματική-ενημερωτική δραστηριότητα, την οποία αναλάμβαναν αστοί κυρίως τη στιγμή που οι μάζες επιβαρύνονταν με την ένοπλη δράση. Αυτού του είδους η δυσαρμονία εγείρει ερωτηματικά σχετικά με την τροφοδότηση-πολιτικοποίηση των Παλαιστινίων για να απαντηθούν από τους ίδιους, αφού «Ακόμη κι αν δεν έχω καμμία δύναμη, κανέναν αρχηγό για να με οδηγήσει στον ξεσηκωμό, έχω ένα άλλον οδηγό, που είναι η καταπίεση και η υποταγή. Η καταπίεση γεννάει μέσα στο ανθρώπινο πλάσμα τις μεθόδους και την ιδεολογία που χρειάζεται για να προετοιμάσει τον δρόμο της αντίστασης ενάντια στους καταπιεστές» όπως διατείνεται ανώνυμος στο Ημερολόγιο. Ο S. Franjieh, Λιβανέζος Μαρξιστής, επισημαίνει το 1972 πως «τα στρατόπεδα δεν είναι εστίες επαναστατικής ιδεολογίας, όπως οι βάσεις στη Νότια Υεμένη και στη Σαχάρα αλλά δεν είναι ούτε χώροι καθαρά αγροτικού συντηρητισμού». Μελετώντας εμβριθώς παρατηρείται πως ο αγροτικός συντηρητισμός παρεμφαίνει μία μορφή επαναστατικότητας, επειδή δεν διαβρώνεται από τις νέες μεθόδους, που επιθυμεί να επιβάλει ο Ιμπεριαλισμός, αλλά εμμένει στα προϋπάρχοντα στοιχεία συλλογικότητας και εξισωτισμού, δράση ικανή να ανοίγει διαύλους αντίρροπων δυνάμεων. Ο Φαουάζ Τουρκί αναλύει κι άλλους σημαντικούς τρόπους επαναστατικής δράσης μετά το 1970: άρνηση συμμόρφωσης στα προστάγματα των «Ήντ – γιορτές θρησκευτικής χροιάς» – άρνηση των νέων συνεχίσουν την αγροτική εργασία ως οικονομικό μέλλον της οικογένειας και ενσωμάτωσή τους στο Αντιστασιακό Κίνημα – η Γυναίκα αρχίζει να αποδεσμεύει τις αποφάσεις της από την οικογένεια με την πρόσβασή της στην αλληλέγγυα δράση του Αγώνα – ο μαθητής δεν ενστερνίζεται την απόλυτη υπακοή στον δάσκαλο αλλά εκφράζει απερίφραστα την γνώμη του. Όλα αυτά κλονίζουν την Πατριαρχική δομή γενικότερα και προλειαίνουν το έδαφος για τα πολιτικά καθήκοντα ενάντια στην καταπίεση.

Σε αναδρομικό πλαίσιο ενώ στην Αίγυπτο πεθαίνει ο Νάσερ το 1970 και τον διαδέχεται ο Σαντάτ, η Ιορδανία επιτίθεται στους Παλαιστινιακούς καταυλισμούς με σκοπό να ποδηγετήσει τις δράσεις του Παλαιστινιακού Αντιστασιακού Κινήματος. Παρ’ όλο που ο Αραφάτ θέλησε να συγκρατήσει τις παλαιστινιακές εκρήξεις θυμού κι ενώ οι «Φενταγίν» είχαν μεταφέρει τα αρχηγεία τους σε ιορδανικό έδαφος και οι Σιωνιστές είχαν υφαρπάξει τα εδάφη της Δυτικής Όχθης, ο βασιλιάς Χουσεΐν υπό το βάρος της πλειονότητας των προσφύγων που κατευθύνθηκαν στην Ιορδανία και της διπλής προσπάθειας δολοφονίας του απ’ τους «Φενταγίν» συνθηκολόγησε με το Ισραήλ. Οι πρόσφυγες περνούν στον Λίβανο, όπου παρατηρείται ένταση μεταξύ Μαχητών «Φενταγήν» και Χριστιανών. Το 1972 το Ιράκ προχωρεί σε εθνικοποίηση της Ιρακινής Εταιρείας Πετρελαίου αποκλείοντας τα συμφέροντα των Γαλλικών Εταιρειών. Το 1973 η Αίγυπτος εισβάλλει στη Ανατολική Όχθη της Διώρυγας του Σουέζ, σημειώνονται πολλοί θάνατοι στη χερσόνησο του Σινά. Ευρώπη και ΗΠΑ στέκουν αρωγοί στο Ισραήλ αναλαμβάνοντας τον ανεφοδιασμό του. Ο Χένρι Κίσινγκερ ως Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ διαμεσολαβεί, ώστε να υπογραφούν οι Συμφωνίες του 1974 και 1975, κατά τις οποίες υποχρεούται το Ισραήλ σε αποχώρηση απ’ τη Διώρυγα του Σουέζ. Το 1978 ωστόσο υπογράφεται η Συμφωνία Καμπ Ντέιβιντ, σύμφωνα με την οποία ανοίγει δίαυλο πρόσδεσης της Αιγύπτου στο Αμερικανό-Ισραηλινό άρμα και ο Αραφάτ, επικεφαλής της Οργάνωσης Απελευθέρωσης για την Παλαιστίνη καταγγέλλει τον Αιγύπτιο Ιθύνοντα για ανταλλαγή. Παράλληλα στον Λίβανο η κατάσταση μεταξύ Μαρωνιτών Πολιτοφυλάκων και Παλαιστίνιων προσφύγων εντείνεται, ώστε τα Συριακά στρατεύματα να εφορμήσουν στο Λιβανέζικο έδαφος με σκοπό τον συμβιβασμό. Στην ευρύτερη περιοχή και συγκεκριμένα το 1979 ο Σάχης ανατρέπεται με παρεπόμενο την ανάρρηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν ενώ το Ιράκ υποδέχεται στον θώκο τον Σαντάμ Χουσεΐν. Ιράν και Ιράκ εμπλέκονται σε οκταετή Πόλεμο, οι ΗΠΑ προσεταιρίζονται το Ιράκ, στο οποίο πωλούν σημαντικό αριθμό ελικοπτέρων – δίνουν αφειδώς δάνεια και πληροφορίες για τον Ιρανικό Στρατό – το αποδεσμεύουν απ’ τη ρετσινιά της «τρομοκρατικής» Χώρας.

Μετά από όλες αυτές τις κακουχίες στην ευρύτερη περιοχή και με την εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο, κατά την οποία διαπιστώνονται εκτεταμένα βασανιστήρια από τους Σιωνιστές, το 1982 αναδύεται το κίνημα της «Χεσμπολάχ», η οποία συσπείρωσε γύρω της πολλές αντιστασιακές συνιστώσες μίας οργάνωσης, η οποία δηλώνει ισλαμιστική αλλά ανεκτική σε αλλόδοξους, με την εισβολή των Ισραηλινών στον Λίβανο αρκετοί Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι συστρατεύτηκαν και βασάνισαν μαζί με τους κατακτητές αλλά δεν υπήρξαν αντίποινα απ’ τη «Χεσμπολάχ». Η οργάνωση έχει κατηγορηθεί πως καθοδηγείται από τη Συρία ή το Ιράν αλλά στην ουσία εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των Σιιτών παρ’ όλο που η κύρια πηγή χρηματοδότησής της είναι το Ιράν. Η «Χεσμπολάχ» αντίκειται στις ηγεσίες των Αραβικών Καθεστώτων, οι οποίες επαφίενται στην ευρωστία της Αστικής τάξης, και στην Αλ Κάιντα, την οποία θεωρεί ακροδεξιό Ισλαμισμό. Διαφαίνεται ένα τριγωνικό τόξο συμμαχίας ανάμεσα στη «Χεσμπολάχ» και στις Κυβερνήσεις Συρίας-Ιράν, κάτι που χρησιμοποίησε ως πρόσχημα η κολεγιά ΗΠΑ-Ισραήλ για τις επιθέσεις στις προαναφερθείσες χώρες.

Το 1987 οι συνθήκες διαβίωσης των Παλαιστινίων δεν έχουν αλλάξει στο ελάχιστο, πράγμα που τους εξωθεί στην εξέγερση, είναι η 1η Ιντιφάντα από το 1987 ως το 1991, της οποίας τη λήξη σηματοδοτεί η Συμφωνία του Όσλο. Αραφάτ και Γιτζάκ Ράμπιν υπογράφουν τη Συνθήκη του Όσλο και μοιράζονται το Νόμπελ Ειρήνης αλλά ο αναβρασμός υφέρπει καθιστώντας την περιοχή βόμβα εύφλεκτη εν αναμονή της απασφάλισης της περόνης της. «Αν θέλουν την Ειρήνη γιατί επιταχύνουν την ανοικοδόμηση στους εποικισμούς και στη γη μας;» αναρωτιούνται οι Παλαιστίνιοι ενώ οι ισραηλινοί αντιπαραθέτουν «Γιατί προβαίνουν σε επιθέσεις αυτοκτονίας στη χώρα μας ενώ είμαστε διατεθειμένοι να υπογράψουμε συμφωνία και να εκκενώσουμε κάποιους εποικισμούς;» Το 1995 ωστόσο δολοφονείται ο Γιτζάκ Ράμπιν. Στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα η οικονομική ανέχεια είναι εντονότερη από ποτέ και η κοινωνική κατάσταση επιδεινώνεται αισθητά. «Το 1995, οι Παλαιστίνιοι έχασαν 73 μέρες εργασίας και 82 κατά τη διάρκεια του 1996. Η ανεργία άγγιζε πλέον το 29% του ενεργού πληθυσμού. Το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε επιπλέον κατά 17%. Εν τω μεταξύ, οι εβραϊκοί εποικισμοί γνώρισαν πραγματικά άνθηση. Ο πληθυσμός τους αυξήθηκε από 105.940 εποίκους το 1992 στους 151.324 το 1996. Ο αριθμός των Ισραηλινών που κατοικούν σε νέες εβραϊκές συνοικίες, οι οποίες χτίστηκαν στα κατεχόμενα εδάφη, ανέβηκε στους 200.000, αύξηση κατά 50.000», όπως αναφέρει ο Charles Enderlin στην πραγματεία του για το Μεσανατολικό την επταετία 1995-2002.

Η στρατοκρατορία του Ισραηλινού μιλιταρισμού βρίσκεται σε στιβαρή κρηπίδα χρηματοδότησης αφ’ ενός από τις ΗΠΑ, αρκεί να αναφερθεί πως οι επιχορηγήσεις προς τον Σιωνιστικό κορβανά ξεκινούν στα 100 εκατομμύρια δολάρια το 1949 για να εκτοξευτούν παρ’ όλη την αυξομειωτική τάση μεταξύ των δεκαετιών 1960-1970 στο ποσόν των 3 δις και 115 εκατομμυρίων δολαρίων το 2014. Συνολικά απ’ τη σύσταση του Σιωνιστικού κράτους έχουν διοχετευτεί 120. 472.000.000 δις δολάρια εκτός της επικουρίας των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Δόκιμο να διασαφηνιστεί πως η κρατική μηχανή και οι εξοπλισμοί του Ισραήλ συντηρούν έναν ετοιμοπόλεμο και αμείλικτο μηχανισμό. Οι πολίτες του Ισραήλ και ανεξάρτητα απ’ το κοινωνικό στρώμα στο οποίο ανήκουν λαμβάνουν προνόμια απ’ το ρατσιστικό απαρτχάιντ που επιβάλλεται σε βάρος της Παλαιστίνης. «Η ευημερία και οι παροχές δεν είναι καρπός κάποιων ειδικών ικανοτήτων που έχουν ως λαός, ούτε σαφής διαχείρισης αυτών που τους κυβερνούν. Είναι καρπός της άμεσης στήριξης και χρηματοδότησης από τις ΗΠΑ και δευτερευόντως απ’ τα εβραϊκά λόμπι της διασποράς, κάτι που σημαίνει πως πρέπει να υπηρετούν με αφοσίωση και πίστη το Σιωνιστικό κράτος» όπως διατείνεται η Δήμητρα Κυρίλλου. Ιστορικά τεκμαίρεται ακόπως πως οι Ισραηλινοί έγιναν κοινωνοί των αγαθών που απορρέουν από τους υδάτινους πόρους και τα εύφορα εδάφη εκτοπίζοντας με τη βία τους Παλαιστίνιους απ’ τις εστίες τους. Η κοινή γνώμη στο Ισραήλ διάκειται ευμενώς με τις θηριωδίες των κυβερνώντων και αναδύεται βαθιά διαποτισμένη από ένστικτα φυλετικού διαχωρισμού και αρχομανίας στην περιοχή. Όσοι εξανίστανται με αντικειμενικό τρόπο ενάντια στη βία παραγκωνίζονται ή διώκονται.

Η ανάρρηση του Netanyahu φέρνει στο προσκήνιο την υπόσχεση του Ράμπιν προς απόσυρση των στρατευμάτων από τα υψίπεδα του Γκολάν, υπόθεση στην οποία εμπλέκεται ο Dore Gold, πανεπιστημιακός αμερικανικής καταγωγής, ως πολιτικός σύμβουλος, ο οποίος δεν «αποκαλύπτει τους φακέλους παρά ασαφείς υπαινιγμούς» σύμφωνα με τις ρήσεις του Charles Enderlin. Όταν συναντά τον Αραφάτ στη Γάζα σε μυστική αποστολή ανταλλάσσουν τη διαβεβαίωση για συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Λίγες ημέρες αργότερα ο Netanyahu καταφτάνει στην Ουάσιγκτον, όπου η ρεπουμπλικανική δεξιά και οι φονταμενταλιστικές Χριστιανικές οργανώσεις τον υποδέχονται μετά βαΐων και κλάδων και ο πρόεδρος Clinton προσφέρει το δώρο της σύνδεσης του Ισραήλ με το σύστημα αντιπυραυλικού συναγερμού των ΗΠΑ.Τα Μέσα Μαζικής ενημέρωσης χαιρετίζουν τις συνομιλίες αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα σημειώνονται έκτροπα στη Ραμάλα, όταν ο ισραηλινός στρατός κατάσχει ακόμη 40 εκτάρια αγροτικής γης και οι Παλαιστίνιοι ξεσηκώνονται σε διαδήλωση. Εν τέλει ο Avigdor Lieberman, γενικός διευθυντής του Γραφείου του πρωθυπουργού της Ιερουσαλήμ, ανακοινώνει νέο πρόγραμμα προνομίων με σκοπό την ανάκαμψη των περιοχών εποικισμού. Ο Ariel Sharon δίνει το πράσινο φως δημιουργίας νέων εποικισμών, κάτι που μειώνει όλο και περισσότερο το ενδεχόμενο παραχώρησης εδαφών στους διωκόμενους Παλαιστίνιους. Η διοίκηση του Υποθηκοφυλακείου, υπό τον έλεγχο του οποίου βρίσκονται χιλιάδες εκτάρια κτημάτων στη Δυτική Όχθη και ο Οργανισμός Οδοποιίας, που ελέγχει πολλά χιλιόμετρα δρόμων σε έδαφος, όπου έχουν περιοριστεί οι Παλαιστίνιοι, περνούν στην ευθύνη στον Υπουργό Υποδομών, Ariel Sharon, ο οποίος σχεδιάζει την άμεση σύνδεση των εποικισμών με το Ισραήλ και την απομόνωση των αυτόνομων ζωνών.

Η είσοδος του 21ου αιώνα φέρνει στο προσκήνιο νέες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Οι «Ιεροί Τόποι» συνιστούν μήλον της έριδος για Χριστιανούς – Εβραίους – Μουσουλμάνους και κατ’ επέκταση αντικείμενο διεκδίκησης από Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους. Αλυσιδωτές συγκρούσεις συνιστούν το εναρκτήριο λάκτισμα για τη 2η Ιντιφάντα. Οι πορείες εναλλάσσονται με την ταφή δολοφονηθέντων, για μία ακόμη φορά η βία δείχνει το στυγνό της πρόσωπο: 58 Παλαιστίνιοι και 5 Ισραηλινοί αφήνουν την τελευταία πνοή τους στον βωμό του σπαραγμού. Η δυσαναλογία ωστόσο ανατροφοδοτεί την εκδίκηση και έχει επιπτώσεις για την εικόνα του Ισραήλ, του οποίου η στυγερότητα καταδεικνύεται σε παγκόσμιο βεληνεκές. Στις 4 Οκτωβρίου 2000 ο Αραφάτ φτάνει στο Παρίσι κι εκθέτει στον Chiracτον απολογισμό των τελευταίων ημερών, οι νεκροί έχουν φτάσει τους 64 και οι τραυματίες ανέρχονται στους 2.300 απ’ την παλαιστινιακή πλευρά. Το 2000 ο Clinton εισηγείται νέο ειρηνευτικό σχεδιασμό, ο οποίος σημειώνει παταγώδη αποτυχία, για την ακρίβεια πυροδοτείται ανάφλεξη εξ αιτίας της προκλητικής επίσκεψης επίσκεψης του Ariel Sharon στην Πλατεία των Τζαμιών με πρώτα θύματα περίπου 100 Παλαιστίνιους στη Δυτική Όχθη και στη λωρίδα της Γάζας. «Ο Ariel Sharon ήταν ήδη μισητός για την ευθύνη του σχετικά με τη σφαγή 2.000 Παλαιστινίων στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα στον Λίβανο. Απέφυγε ωστόσο να εξηγήσει για ποιον λόγο επέλεξε τη δεδομένη χρονική να επισκεφτεί την περιοχή με τα Τεμένη, πάνω απ’ το Τείχος των Δακρύων και μόλις λίγες ώρες ύστερα από μία φιλική συνάντηση του Αραφάτ με τον τότε πρωθυπουργό Εχούντ Μπαράκ» προβληματίζεται εύλογα ο Charles Enderlin. Ούτε το ειδυλλιακό τοπίο του Σαρμ ελ-Σέιχ στην Ερυθρά Θάλασσα, όπου συναντήθηκαν οι Ηγέτες Αιγύπτου – Ιορδανίας – ΗΠΑ με τους Αραφάτ – Ανάν – Σολάνα, δεν στάθηκε ικανό να αμβλύνει την εχθροπάθεια. Οι Παλαιστίνιοι εισηγήθηκαν την παύση των εχθροπραξιών μετά την αποχώρηση των Ισραηλινών στρατευμάτων – την άρση αποκλεισμού των Παλαιστινιακών περιοχών – τη σύσταση Διεθνούς Διερευνητικής Επιτροπής, η οποία θα καταλογίσει ευθύνες για τις δεκάδες νεκρούς, – την επανάληψη διαπραγματεύσεων σύμφωνα με τις αποφάσεις 242 και 338 του ΟΗΕ. Το Ισραήλ εστίασε στην επιθυμία του για σύλληψη μελών της Χαμάς – αφοπλισμό της πολιτοφυλακής Τανζίμ, η οποία ωστόσο συνδέεται με το Κίνημα «Φατάχ» και επιλαμβανόταν την περιφρούρηση των στρατοπέδων ενάντια στις αυθαιρεσίες – θέματα ασφαλείας που θα επιτηρεί η CIA. Το φιάσκο συμπληρώνεται με την εκλογή του Ariel Sharon το 2001. Οι Άραβες ηγέτες αρνούνται να συνεισφέρουν περαιτέρω στους Παλαιστίνιους εκτός απ’ τον Σύριο Ηγέτη, ο οποίος αφού κατακεραύνωσε τον Ariel Sharon αποκαλώντας τον χασάπη, ανακοίνωσε την ανανέωση των σχέσεων με τον Αραφάτ.

Έκτοτε οι εντάσεις βρίσκονται σε κλιμακούμενη τροχιά..

Απολογιστικά και πέρα από κάποιες «διπλωματικές νίκες», που καθιστούν το κύρος στο Διεθνές πλαίσιο και προσφέρουν παγιωμένες εκχωρήσεις από Ισραηλινούς ή Αραβικές Κυβερνήσεις, διαπιστώνεται μία τεράστια αντοχή στον Παλαιστίνιο απέναντι στην απώλεια, μία εξαίρετη ικανότητα να συνέρχεται απ’ όλες τις μορφές επιθέσεων που υφίσταται, μία αποφασιστικότητα για διεξαγωγή Αγώνα που δεν συναντούμε σε άλλες γωνιές του Πλανήτη με τόσο έντονα και μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά:
Ο ίδιος ο Πολίτης πολιτικοποιείται στο μέγιστο ενισχύοντας την ταυτότητά του και εντρυφώντας στη Δυναμική του, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο καταμερισμός των Παλαιστινιακών πληθυσμών σε καντόνια από το Ισραήλ για βαθύτερο και αποτελεσματικότερο έλεγχο.
Η μαζική ενασχόληση με την αντίσταση, ειδικότερα μετά το 1970, δεν επιτρέπει την ανάθεση του «προβλήματος» προς διακανονισμό σε αυθαίρετα επιλεγμένους εκπροσώπους, έτσι ώστε να αποφεύγονται ασήμαντες αναπροσαρμογές συνόρων διαμέσω αντισταθμιστικών ωφελειών μεταξύ των εμπλεκόμενων Κυβερνήσεων, συνήθης τακτική σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο μαζικός Αγώνας έχει εξασκήσει τον Παλαιστίνιο όχι μόνο να ψυχανεμίζεται την εξαπάτησή του αλλά με τρόπο διορατικό ή προορατικό να αντιστέλλει τις απόπειρες.
Ο Παλαιστίνιος και η αντιστασιακή διάθεσή του συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο εναντίωσης της νομιμοποιημένης παρουσίας της Αμερικής στον Αραβικό Κόσμο.
Η επίγνωση πως η απελευθέρωση δεν είναι ποτέ επί θύραις και ο κάθε Πολίτης είναι υποχρεωμένος να συνειδητοποιεί την μακροχρόνια και επίμοχθη ευθύνη του.

Εύστοχα παρατηρεί ο W. Khalidiτο 1978 πως: «Ένα Παλαιστινιακό Κράτος στη Δυτική Όχθη θα έτεινε να σταθεροποιήσει τα σημερινά καθεστώτα και το status quo. Μία μίνι Παλαιστίνη, σφηνωμένη ανάμεσα στο Ισραήλ και στην Ιορδανία, ελάχιστες δυνατότητες θα είχε να διαδραματίσει τον ρόλο της φωτιάς κάτω απ’ τις στάχτες, που υιοθέτησαν οι Παλαιστίνιοι Αγωνιστές μετά το 1948. Θα ήταν μία λύση που θα άφηνε αμετάβλητη τη φύση του Ισραήλ ως μιλιταριστικού και ρατσιστικού Κράτους, κι όλα τα επιχειρήματα για ένα ακίνδυνο δήθεν Κράτος δεν είναι καθόλου ελκυστικό για τον αγωνιστή και τις μάζες που έχουν τόσα υποφέρει. Κανένα Παλαιστινιακό Κράτος δεν θα μπορούσε να γίνει όπως η Ιορδανία, όργανο για την κατάπνιξη του απελευθερωτικού αγώνα. Κι αν ακόμη συσταθεί ένα Κράτος στη Δυτική Όχθη, δεν θα είναι σε θέση να απορροφήσει την πλειονότητα των Παλαιστινίων».

Οι ρήσεις του Khalidi εμφανίζονται προφητικές και επαληθεύονται ως τις μέρες μας. Πράγματι η διασπορά συνεχίζεται κι εξακολουθεί να προκαλεί πιέσεις προς την κατεύθυνση της αλλαγής του status quo. Σε όλα τα στρατόπεδα η ιδέα ιδρύσεως ενός κράτους-μορφώματος στη Δυτική Όχθη αντιμετωπίστηκε εχθρικά. Οι στρατοπεδευμένοι στον Λίβανο κατάγονταν ως επί το πλείστο από την περιοχή της Γαλιλαίας και τις παράκτιες πόλεις, συνακόλουθα δεν είχαν εστίες εν αναμονή ώστε να επιστρέψουν στη Δυτική Όχθη. Οι περισσότεροι δεν εξέλαβαν την πρόταση ιδρύσεως ως λύση αλλά ως τέχνασμα περαιτέρω διάσπασης του Αντιστασιακού Κινήματος. Η «Φατάχ» δέχτηκε να συζητήσει σχετικά με την πρόταση, όπως αυτή πρωτοδιατυπώθηκε, αλλά η άμεση σύσταση του «Μετώπου της Άρνησης» δεν άφησε περιθώρια για ενδοτικές λύσεις ήσσονος σημασίας.

Όλα αυτά λοιπόν τα χαρακτηριστικά έχουν επιπτώσεις στον ευρύτερο αραβικό χώρο αλλά και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, Πολιτικό – Οικονομικό – Κοινωνικό. Η Παλαιστινιακή διαδρομή προσφέρεται για «μία περιπτωσιολογική μελέτη της πολιτικής χρήσης των κλισέ», αφού οι θεωρίες δικαιολογούν εν τέλει ορισμένες θέσεις και ορισμένους ρόλους στην Ιεραρχία. Τόσο στο επίπεδο της Οικογένειας όσο και στο επίπεδο των πλουραλιστικών Κοινωνιών αναφύεται στιβαρή η διαίρεση σε «προηγμένο» και «υποανάπτυκτο» μέλος. Από πολιτική σκοπιά, η εικόνα των Παλαιστινίων ως «τρομοκράτες» γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης απ’ όλα τα Κόμματα με γνώμονα τη διαιώνιση του status quo στη Μέση Ανατολή, κρηπίδα δικαιολόγησης της προσήλωσης στον Ιμπεριαλισμό, επειδή δεν αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των έκπτωτων Παλαιστινίων απ’ τις εστίες τους και στην ουσία τους προσφέρουν μία υπόσταση ανάμεσα στην Ανυπαρξία και στον Αγώνα, αν και ιστορικά δεν τεκμηριώνεται καμία πολεμόχαρη στάση της χαρακτηροδομής του Παλαιστίνιου, αφού δεν επιτίθεται αλλά αμύνεται.

Εν είδει επιλόγου σε αυτό το οδοιπορικό στα Ματωμένα Χώματα της Παλαιστίνης θα παραθέσω τις ρήσεις ενός εργάτη καθαριστηρίου, που ο Ξεριζωμός διέκοψε απότομα τη μόρφωση και την καθημερινότητά του όταν ήταν 12 ετών:

«Ξέρουμε πως το Ισραήλ υπάρχει. Δεν θέλουμε να ρίξουμε τους Εβραίους στη θάλασσα. Δεν θέλουμε να πεθάνουμε, θέλουμε να ζήσουμε. Θέλουμε να ζήσουμε και θέλουμε να ζήσουν και οι Άλλοι. Αλλά δεν θέλουμε να ζήσουν οι Άλλοι και να πεθάνουμε εμείς»…

Όλα τα άρθρα του συντάκτη για την ενότητα Οδοιπορικό στην Παλαιστίνη θα τα βρείτε ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου